Νέα έκθεση του Κογκρέσου για την πολιτική και τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία
Του Δημήτρη Γ. Απόκη *
Στη σύνταξη νέας έκθεσης με τίτλο, “Τουρκία: Κύρια θέματα και σχέσεις με ΗΠΑ”, προχώρησε ο ερευνητικός βραχίονας του Αμερικανικού Κογκρέσου. Η έκθεση που κυκλοφόρησε από την Congressional Research Service, στις 10 Αυγούστου 2023, έχει ως στόχο την ενημέρωση των μελών της Βουλής και της Γερουσίας, για τα βασικά θέματα και τις προοπτικές των σχέσεων της Αμερικής με την Τουρκία, και τονίζει ότι, “Η Ολοκληρωμένη Στρατηγική Χωρών (ICS) του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την Τουρκία αναφέρει ότι ο αρκετά μεγάλος στρατός της (ο δεύτερος μεγαλύτερος στο ΝΑΤΟ) και η γεωγραφική της θέση στη νοτιοανατολική πλευρά της συμμαχίας της δίνει κρίσιμο ρόλο στην περιφερειακή ασφάλεια. Η εγγύτητα της Τουρκίας σε αρκετές περιοχές συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή και αλλού έχει καταστήσει τη συνεχιζόμενη διαθεσιμότητα του εδάφους της για τη στάθμευση και τη μεταφορά όπλων, φορτίο και προσωπικό πολύτιμο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ.”
Οι διαπιστώσεις της έκθεσης παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και παρέχουν ένα παράθυρο στη σκέψη του συστήματος εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας στην αμερικανική πρωτεύουσα, ιδιαίτερα μετά την εκλογική νίκη και τη νέα θητεία του Ταγίπ Ερντογάν, στην προεδρία της Τουρκίας.
Αναδεικνύοντας τον προβληματισμό της Ουάσιγκτον γύρω από τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις η έκθεση σημειώνει, ότι “Οι εντάσεις μεταξύ της Τουρκίας και άλλων μελών του ΝΑΤΟ έχουν τροφοδοτήσει εσωτερικές συζητήσεις σε ΗΠΑ / ΝΑΤΟ, σχετικά με τη συνεχιζόμενη χρήση τουρκικών βάσεων. Ορισμένες αναφορές υποδηλώνουν ότι η εκτεταμένη ή δυνητικά διευρυμένη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ σε μέρη όπως η Ελλάδα, η Κύπρος και η Ιορδανία μπορεί να συνδέεται με ανησυχίες για την Τουρκία.”
Την ίδια στιγμή, βέβαια, η έκθεση σημειώνει ότι “Ωστόσο, μετά την ανανεωμένη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Τουρκίας στην αντιμετώπιση των ρωσικών ρεβιζιονιστικών στόχων – συμπεριλαμβανομένης της ακτής της Μαύρης Θάλασσας – φαίνεται να έχουν συγκλίνει με κάποιους τρόπους, καθώς η Τουρκία βοήθησε στην ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της Ουκρανίας παράλληλα με άλλες χώρες του ΝΑΤΟ.”
Αναλύοντας τις προθέσεις της τουρκικής κυβέρνησης η έκθεση αναφέρει ότι, “Παρ ‘όλα αυτά, οι ηγέτες της Τουρκίας πιθανότατα ελπίζουν να ελαχιστοποιήσουν τις δευτερογενείς επιπτώσεις στην εθνική ασφάλεια και την οικονομία της Τουρκίας και αυτό θα μπορούσε εν μέρει να εξηγήσει τη συνεχιζόμενη δέσμευση της Τουρκίας με τη Ρωσία και τις επιθυμίες της να βοηθήσει στη διαμεσολάβηση της σύγκρουσης.”
Δείχνοντας τις προθέσεις της Ουάσιγκτον έναντι της Τουρκίας, με βάση τις υφιστάμενες εξελίξεις και το νέο γεωπολιτικό σκηνικό, η έκθεση τονίζει ότι, “Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις αρχές του 2022, η δυνατότητα της Τουρκίας να ενισχύσει τις στρατηγικές και στρατιωτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ εν μέσω μιας εξελισσόμενης ευρωπαϊκής κρίσης ασφάλειας μπορεί να έχει αυξήσει το ενδιαφέρον της κυβέρνησης (ΗΠΑ) να προχωρήσει σε μια συναλλαγή F-16 με την Τουρκία. Ενώ η Τουρκία έχει ενεργήσει πιο ανεξάρτητα από τη Δύση υπό τον Ερντογάν, η μεγάλη στρατιωτική και γεωγραφική της θέση παραμένει σημαντική για τη συμμαχία.”
Η έκθεση είναι αποκαλυπτική και όσο αφορά τη στάση της κυβέρνησης Μπάϊντεν, στις αντιδράσεις μελών του Κογκρέσου για την αναβάθμιση και πώληση F-16 στην Τουρκία. Συγκεκριμένα αναφέρεται, “Απαντώντας στην κριτική για πιθανή πώληση F-16 από 53 μέλη του Κογκρέσου σε επιστολή του Φεβρουαρίου 2022, ένας αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ έγραψε τον Μάρτιο, ότι η υποστήριξη της Τουρκίας στην Ουκρανία ήταν «ένας σημαντικός αποτρεπτικός παράγοντας για κακοήθη επιρροή στην περιοχή”.
) αξιωματούχος πρόσθεσε: “Η κυβέρνηση πιστεύει ότι υπάρχουν, ωστόσο, επιτακτικά μακροπρόθεσμα συμφέροντα ενότητας και δυνατοτήτων της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, καθώς και συμφέροντα εθνικής ασφάλειας, οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα των ΗΠΑ που υποστηρίζονται από τους κατάλληλους αμυντικούς εμπορικούς δεσμούς των ΗΠΑ με την Τουρκία”.
Ενδιαφέρον, παρουσιάζουν και οι επισημάνσεις της έκθεσης για την προοπτική προσέγγισης της Ελλάδας με την Τουρκία.
Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι, “Ενώ οι διαφορές Τουρκίας-Ελλάδας παραμένουν, οι εντάσεις υποχώρησαν κάπως στις αρχές του 2023, όταν ο Ερντογάν και ο Μητσοτάκης ανανέωσαν τις επαφές στο πλαίσιο της θετικής διπλωματικής δυναμικής από την ελληνική μετασεισμική βοήθεια προς την Τουρκία. Στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο του 2023 στη Λιθουανία, οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν και συμφώνησαν να αξιοποιήσουν αυτή τη δυναμική με μια διμερή συνάντηση υψηλού επιπέδου στην Ελλάδα αυτό το φθινόπωρο. Με τους αξιωματούχους των ΗΠΑ να έχουν ήδη κοινοποιήσει μια πιθανή αναβάθμιση των F-16 για την Ελλάδα στο Κογκρέσο το 2017, αποφάσεις των ΗΠΑ για την ενίσχυση του στόλου F-16 της Τουρκίας θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ισορροπία ασφαλείας μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας και στις σχέσεις που αφορούν τις τρεις χώρες. Τα τελευταία τρία χρόνια, η Ελλάδα έχει ενισχύσει την αμυντική συνεργασία και τις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και μια σειρά περιφερειακών χωρών όπως η Γαλλία. Ισραήλ και Αίγυπτος. Η ενισχυμένη αμυντική συνεργασία ΗΠΑ-Ελλάδας περιλαμβάνει διευρυμένη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ και αυξημένες στρατιωτικές δραστηριότητες ΗΠΑ-Ελλάδας και ΝΑΤΟ σε ελληνικές εγκαταστάσεις”.
Η έκθεση είναι αποκαλυπτική και για την τακτική της Ουάσιγκτον, έτσι ώστε να αμβλύνει τις αντιδράσεις στη πίεση για την προσέγγιση της Ελλάδας με την Τουρκία.
“Εναρμονίζοντας την άτυπη γνωστοποίηση για τα F-35 για την Ελλάδα με εκείνη για τα F-16 για την Τουρκία, η κυβέρνηση μπορεί να επιδιώκει να καθησυχάσει τους Έλληνες ηγέτες και την κοινή γνώμη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ευνοούν την Τουρκία έναντι της Ελλάδας”.
Δείχνοντας το σκεπτικό του συστήματος εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας της Ουάσιγκτον, απέναντι στην Τουρκία, στο νέο γεωπολιτικό σκηνικό, η έκθεση αναφέρει:
“Ταυτόχρονα, η Τουρκία προφανώς επιδιώκει να μειώσει την εξάρτησή της από τη Δύση, καθώς αυτή και άλλες «μεσαίες δυνάμεις» όπως η Σαουδική Αραβία και η Ινδία αναζητούν πλεονεκτήματα σε ένα παγκόσμιο σύστημα με αυξανόμενο ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων. Η επιθυμία της Τουρκίας για μεγαλύτερη στρατηγική αυτονομία μπορεί εν μέρει να εξηγήσει την προθυμία της να συντονίσει ορισμένες ενέργειες με τη Ρωσία, αν και οι δύο χώρες διατηρούν σημαντικές διαφορές στην Ουκρανία και σε άλλα θέματα. Ένας αναλυτής υποστήριξε ότι τα περισσότερα από τα βασικά προβλήματα ασφάλειας της Τουρκίας γύρω από τα σύνορα και τις ακτές της – που αφορούν τη Συρία, το Ιράκ, την Ελλάδα, την Κύπρο, τη Λιβύη και τον Καύκασο – απαιτούν από αυτήν να ασχοληθεί με τη Ρωσία, το Ιράν και διάφορους άλλους παράγοντες χωρίς μεγάλη βοήθεια από τη Δύση. Η μελλοντική πορεία της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας θα μπορούσε να εξαρτηθεί εν μέρει από την προθυμία των ηγετών της να διακινδυνεύσουν ρήξεις των παραδοσιακών δεσμών με τις δυτικές δυνάμεις, οικοδομώντας παράλληλα άλλες παγκόσμιες σχέσεις. Η δράση του Κογκρέσου και της εκτελεστικής εξουσίας σχετικά με την Τουρκία και τις γειτονικές της χώρες θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στους διμερείς δεσμούς και τις πολιτικοστρατιωτικές επιλογές των ΗΠΑ στην περιοχή, καθώς και στον στρατηγικό προσανατολισμό της Τουρκίας”.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι παρατίθεται, δήλωση του Τζέικ Σάλιβαν, Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας του Αμερικανού Προέδρου, σύμφωνα με την οποία, η Τουρκία “χαρτογραφεί μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, στην οποία όμως μπορούμε να έχουμε μια εποικοδομητική σχέση μαζί τους”.
Κάνοντας μια γενική εκτίμηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η έκθεση αναφέρει ότι, “Ο στρατηγικός προσανατολισμός της Τουρκίας, ή ο τρόπος με τον οποίο σχετίζεται και ισορροπεί μεταξύ της Δύσης και άλλων παγκόσμιων και περιφερειακών δυνάμεων, αποτελεί σημαντικό ζήτημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι τάσεις στις σχέσεις της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες αντικατοπτρίζουν κάποια αλλαγή σε αυτόν τον προσανατολισμό κατά την τελευταία δεκαετία, καθώς η Τουρκία έχει επιδιώξει μεγαλύτερη ανεξαρτησία δράσης ως περιφερειακή δύναμη μέσα σε ένα πιο πολυπολικό παγκόσμιο σύστημα.
Στην έκθεση περιλαμβάνεται και η άποψη, του Τζέιμς Τζέφρι, πρώην πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Τουρκία, σύμφωνα με την οποία, μετά την επανεκλογή του προέδρου Ερντογάν τον Μάιο του 2023, η Τουρκία, “πρόκειται να λειτουργήσει ανεξάρτητα και αυτή είναι μια ορθολογική απόφαση, δεδομένου όχι μόνο του μεγέθους και των δυνατοτήτων της Τουρκίας- είναι επίσης λογική από την άποψη των εμπειριών τους”.
Δίνοντας άλλοθι στην αντιδυτική πολιτική της Τουρκίας, η έκθεση αναφέρει ότι, “το ενδιαφέρον των Τούρκων ηγετών να μειώσουν την εξάρτησή τους από τη Δύση για άμυνα και να αποθαρρύνουν τη δυτική επιρροή στην εσωτερική πολιτική τους μπορεί εν μέρει να εξηγήσει την προθυμία τους να συντονίσουν ορισμένες ενέργειες με τη Ρωσία, όπως στη Συρία και με την αγορά από την Τουρκία ενός ρωσικού συστήματος άμυνας-αέρος S-400”.
Όπως τονίζεται, “η Τουρκία και άλλες «μεσαίες δυνάμεις» όπως η Σαουδική Αραβία και η Ινδία αναζητούν πλεονεκτήματα σε ένα παγκόσμιο σύστημα με αυξανόμενο ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων, εξηγώντας έτσι εν μέρει την τάση τους να αντισταθμίζουν μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων μεγάλων δυνάμεων”.
*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο. / Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους/ ΦΩΤΟ: ΑΠΕ-ΜΠΕ