Μυθιστόρημα για τον Ν. Καζαντάκη
“Ο Ανεπιθύμητος Νεκρός” του Γιώργου Πράτανου (Εκδόσεις “Διόπτρα”)
Γράφει ο Στέργιος Πουλερές*
Με τον Γιώργο Πράτανο βρεθήκαμε να συνεργαζόμαστε σε κάτι που ίσως να μην ταίριαζε και στους δύο μας. Εκείνος, ο έμπειρος, προσπαθούσε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της δημοσιογραφίας. Εγώ προσπαθούσα να μην αφήσω αυτά τα δεδομένα να εδραιωθούν. Τελικά και οι δύο αποτύχαμε. Για δικό μας καλό. Για εκείνον ακόμα μεγαλύτερο καλό μιας και μπόρεσε να αφοσιωθεί σε ένα από τα πιο περήφανα πράγματα της καριέρας του. Ο Ανεπιθύμητος Νεκρός είναι ένα βιβλίο που πάτησε πάνω σε μια τρομερή έρευνα του Γιώργου. Για ένα μήνα μάζευε πληροφορίες και τις ένωνε με τον δικό του όμορφο τρόπο.
Έχοντας κάνει στο παρελθόν θέματα που ταιριάζουν σε μια ανώτερη, μια καλλιτεχνική όψη της δημοσιογραφίας, είναι από τους καταλληλότερους να αναλάβουν τούτο το έργο. Να μιλήσουν για το τέλος του Νίκου Καζαντζάκη. Πώς τον αντιμετώπισε η Εκκλησία, πώς έστρεψε την κοινωνία εναντίον του και όλα αυτά που γνωρίζουμε μόνο σε γενικές γραμμές. Ο Ανεπιθύμητος Νεκρός είναι η δική του εσωτερική ανάγκη να τιμήσει έναν συγγραφέα που τον επηρέασε.
Εγώ εύχομαι να είναι αυτή η αρχή ενός πολύ μεγάλου μονοπατιού. Λίγο πριν παρουσιάσει το βιβλίο του Ο Ανεπιθύμητος Νεκρός από τις Εκδόσεις Διόπτρα στο Public Θεσσαλονίκης, ο Γιώργος Πράτανος μας μιλάει για το «παιδί» του. Πόσο καιρό το δούλευε; Τι σημαίνει ο Καζαντζάκης για τον ίδιο; Πώς επέδρασε η επαγγελματική του ιδιότητα στο αποτέλεσμα;
Ο Ανεπιθύμητος Νεκρός Νίκος Καζαντζάκης: Ο Γιώργος Πράτανος αφηγείται
– Γιατί ο Καζαντζάκης και γιατί το φινάλε της ζωής του;
Γιατί είναι μια ιστορία που αξίζει να διηγηθείς. Μια ιστορία που δεν είναι γνωστή στους Έλληνες και που καλό είναι να τη μελετήσουν για να διδαχτούν από αυτήν. Είναι τέτοια η δύναμή της που το θεώρησα καθήκον, «καζαντζακικό καθήκον», να τη γράψω, αφού συμπυκνώνει πολλά από τα αρνητικά στοιχεία και τις αρετές μας ως λαός.
– Αν έπρεπε να τοποθετήσεις κάπου τον Καζαντζάκη στις επιδράσεις του στη ζωή σου, πόσο ψηλά θα τον έβαζες;
Κάποιοι λένε πως ο Καζαντζάκης είναι ιδανικός λογοτέχνης για τους έφηβους. Φλερτάροντας με τα 40, μπορώ να πω πως μου έδωσε ξανά αυτό το εφηβικό πάθος να παλεύω για να γίνομαι καλύτερος ο ίδιος. Για να κάνουμε σαν γενιά κάτι καλύτερο από τις προηγούμενες. Βέβαια, οι γενιές των τωρινών 60άρηδων και πάνω τα έκαναν τόσο σκατά, που και απλά να επιζήσουμε της κρίσης, θα πρόκειται για κατόρθωμα.
Μελετώντας τον Καζαντζάκη ξανά, σε αυτήν την ηλικία, διαπίστωσα πως μπορούμε να παραδειγματιστούμε και να χτίσουμε μια νέα κοινωνία πάνω στις ιδέες του: Το καθήκον, την αλληλεγγύη, την αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη. Οι καθοριστικές επιλογές του, αυτές που διαμορφώνουν τη ζωή δηλαδή, μπορούν να δώσουν νόημα και σε όσους αναζητούν κάτι διαφορετικό. Να ζήσουν τη ζωή μακριά από ξεπερασμένα στερεότυπα, με πάθος και ορμή.
Δεν μπορώ να σου πω αν είναι ο πιο επιδραστικός στη ζωή μου. Μπορώ να σου πω, όμως, πως όσα βιώνω κουμπώνουν ταιριαστά με τα όσα έχει γράψει. Ο ίδιος έλεγε, «Αυτό που έχει πρωταρχική σημασία είναι να αφηνόμαστε να μας φάει ένα μεγάλο θεριό. Έτσι μονάχα γλιτώνουμε από τις ψείρες». Το επιβεβαίωσα γράφοντας τον Ανεπιθύμητο Νεκρό.
– Πόσο σε διευκόλυνε ή σε δυσκόλεψε το να πρέπει να συνδυάσεις την έρευνα που έκανες με μια πιο αφηρημένη και λογοτεχνική αφήγηση;
Συνέβησαν και τα δύο. Και διευκολύνθηκα και δυσκολεύτηκα από τη λογοτεχνική αφήγηση. Διευκολύνθηκα γιατί είχα την άνεση να εμβαθύνω πιο πολύ στα συναισθήματα κι όχι να τα αντιμετωπίσω ως απλή, ψύχραιμη, επιφανειακή καταγραφή των γεγονότων. Εκείνο που με εντυπωσίασε είναι ο τρόπος που πήγαινα από τη μία ιστορία στην άλλη. Ένιωθα ουσιαστικά πως ήμουν μια μαριονέτα της ιστορίας που εκείνη με πήγαινε από το ένα περιστατικό στο άλλο. Οι ιστορίες -πέρα από την κεντρική, που θα διαβάσει κανείς στο βιβλίο – είναι όλες αληθινές. Και δεν γνώριζα ούτε τις μισές από αυτές όταν ξεκινούσα να το γράψω.
– Για να καταγράψεις όλα τα στοιχεία γύρω από την τελευταία αντιμετώπιση προς τον Καζαντζάκη έπρεπε και πρέπει να έρθεις σε «ρήξη». Ρήξη με ένα θεσμό που η ελληνική κοινωνία ακόμα παλεύει να διαχωριστεί απ΄αυτόν, την Εκκλησία. Σκέφτηκες στην πορεία της συγγραφής ότι μπορεί να έχεις να αντιμετωπίσεις κι αυτό;
Δεν ξέρω κατά πόσο παλεύει η ελληνική κοινωνία να διαχωριστεί από αυτόν το θεσμό. Δεν είδα τους πολίτες να βγαίνουν στους δρόμους όταν η Εκκλησία της Ελλάδας παρενέβη με ωμό τρόπο για να υποδείξει τι θα γράφει και πως θα διδάσκεται στα σχολεία το μάθημα των θρησκευτικών.
Με τη δύναμη που της δίνει η επιρροή της σε πιστούς-ψηφοφόρους, η Εκκλησία μπορεί πάντα να ασκεί πολιτική, να κάνει lobbying, να κόβει και να ράβει νομοσχέδια που την αφορούν. Δεν κάνει κάτι νέο, ίσα ίσα… Αυτοί που πρέπει να κάνουν κάτι ρηξικέλευθο είμαστε εμείς. Θα πρέπει να διαχωρίσουμε την ιδιότητα του πολίτη, από εκείνη του θρησκευομένου. Τα του Καίσαρος, τω Καίσαρι…, δηλαδή.
Για να απαντήσω και στην ερώτησή σου, ναι, σκέφτηκα πως μπορεί η Εκκλησία να ενοχληθεί με την επαναφορά μιας ιστορίας που δεν την τιμά. Από την άλλη, σκέφτηκα πως είναι βαθιά χριστιανικό να ζητήσει συγγνώμη για όλα τα δεινά που προκάλεσε στον Καζαντζάκη, αλλά και σε όλους τους συναδέλφους του.
– Υπήρξαν πράγματα που σε ξάφνιασαν ή σε σόκαραν σε όσα μάθαινες;
Φυσικά και το πρώτο που σοκάρει είναι η ανάγκη της Ελληνικής Εκκλησίας να πάρει εκδίκηση από έναν νεκρό. Κυνικά μιλώντας, ναι, όσο πιο μειωμένη η θερμοκρασία του σερβιρισμένου πιάτου, τόσο πιο απολαυστική η εκδίκηση. Αλλά στην περίπτωση του Καζαντζάκη φτάσαμε στα όρια της ανθρωποφαγίας. Δεν σοκαρίστηκα από την πρακτική του Παλατιού, να στέλνει απεσταλμένους στη Στοκχόλμη για να επηρεάσουν τα μέλη της Ακαδημίας και να μην πάρει ποτέ Νόμπελ ο Καζαντζάκης, αλλά υπήρχαν περιστατικά εξοργιστικά.
Για παράδειγμα, ο Καζαντζάκης όταν ζούσε στη Γαλλία έπρεπε να του σφραγίζουν το διαβατήριο για να επισκεφτεί μια άλλη χώρα. Μία φορά, τον είχαν όρθιο να περιμένει στο ελληνικό προξενείο επί τέσσερις ώρες, χωρίς κανείς να του προσφέρει μια καρέκλα για να καθίσει. Το ίδιο βράδυ, ο Έλληνας πρόξενος τον έπαιρνε αγκαλιά για να βγει φωτογραφία δίπλα του, σε μια βραδιά με τιμώμενο πρόσωπο τον Καζαντζάκη. Αυτή η αχρείαστη επίδειξη δύναμης με σόκαρε. Και δεν ήταν η μόνη εξοργιστική ιστορία.
– Πόσο καιρό επεξεργαζόσουν μέσα σου αυτό το βιβλίο;
Ένα μήνα περίπου. Αρχικά, όταν μου είπε ο Σωτήρης Χατζάκης (πρώην διευθυντής του ΚΘΒΕ και του Εθνικού Θεάτρου) πως θέλει να του το γράψω για να το ανεβάσει στο θέατρο ενθουσιάστηκα. Ήθελα πρώτα να κατακάτσει αυτός ο ενθουσιασμός, για να περάσω στο άλλο στάδιο του “είσαι σίγουρος για αυτό που πας να κάνεις”. Όταν βεβαιώθηκα πως αξίζει να δοκιμάσω, δούλευα το σκελετό για περίπου δύο εβδομάδες στο κεφάλι μου. Όταν βρέθηκα στο ολόλευκο φύλλο του Word έγραψα και έσβησα την πρώτη παράγραφο πάνω από δέκα φορές, μέχρι που να καταλήξω στο στυλ της γραφής.
– Έμαθες τη δημοσιογραφία σε μια εποχή που αν δεν έβρεχες κώλο δεν πήγαινες μπροστά. Πλέον τη βλέπεις να γίνεται με ευκολία, αμετροέπεια και ανευθυνότητα. Σε παρέσυρε καθόλου η «νέα τάξη» στο χώρο;
Η αλήθεια είναι πως η αξιοπιστία της ελληνικής δημοσιογραφίας βρίσκεται στο ναδίρ. Αυτό που με λυπεί, είναι πως δεν υπάρχουν εκείνα τα φίλτρα -οι αρχισυντάκτες και οι διευθυντές, που καθορίζουν τι είναι είδηση. Για παράδειγμα, δεν μπορείς να δίνεις βήμα στον κάθε φασίστα και να φιλοξενείς τη γνώμη του.
Τι περιμένεις να σου πει ο φασίστας; Η δημοσιογραφία αποτελεί εργαλείο του δημοκρατικού πολιτεύματος, δεν μπορείς να τη χαρίζεις σε όσους κηρύσσουν το μίσος. Με αυτόν τον τρόπο τους νομιμοποιείς και σηκώνεται ένα τσουνάμι, καθώς εμφανίζονται και νέοι “παίκτες” πιο προκλητικοί, πιο θορυβώδεις, πιο μανιακοί, με ακόμη πιο ακραίες ιδέες.
Προσοχή, δεν μιλάω για λογοκρισία, ούτε να απαγορευτούν οι φωνές που εκφράζουν μειονότητες. Είναι, όμως, άλλο η πολυφωνία και άλλο προτροπή σε μορφές βίας, τα κηρύγματα μίσους εναντίον κοινωνικών ομάδων -έστω και έμμεσα.
Οι συνθήκες μέσα στις οποίες δουλεύει ένας δημοσιογράφος στις ημέρες μας είναι ασφυκτικές. Οπότε επαφίεται στον πατριωτισμό του κάθε δημοσιογράφου να κάνει ό, τι καλύτερο μπορεί, δυστυχώς εκεί φτάσαμε. Αλλά αν πραγματικά αγαπάς αυτό που κάνεις, ξέρεις πως δεν υπάρχει δικαιολογία όταν παραδίδεις ένα κακό κείμενο ή ανεβάζεις σε ένα site μια είδηση που δεν έχεις επιβεβαιώσει.
Ζούμε στην εποχή της μετα-αλήθειας και των fake news και δυστυχώς κάποιοι μπορεί να ξεφτιλίζονται για μερικά clicks παραπάνω. Αν αφεθείς σε αυτήν την ευκολία σημαίνει πως δεν αγαπάς τη δημοσιογραφία, δεν είσαι δημοσιογράφος, αλλά υπάλληλος γραφείου που απλά του έχει ανατεθεί να κάνει copy – paste όποιο άρθρο του φαίνεται αρκετά προκλητικό και να το ποστάρει.
Αν πάλι κάποιος έγινε δημοσιογράφος επειδή για κάποιον αδιευκρίνιστο σε εμάς λόγο θεωρεί πως πρέπει να τον ξέρει και να τον αποθεώνει όλη η χώρα, θα είναι καλύτερο να δηλώσει συμμετοχή σε κάποιο από τα δεκάδες ριάλιτι που θα παίξουν και τη νέα σεζόν.
– Το να γράφεις ένα βιβλίο παράλληλα με το να δουλεύεις ως δημοσιογράφος είναι πολύ δύσκολο για μένα. Γιατί αναγκάζεσαι να ξοδέψεις φαντασία και λέξεις σε πράγματα πιο «ευτελή». Και μετά δεν θες να χαραμίσεις τη φαντασία σου σε λέξεις που έχουν χρησιμοποιηθεί τόσες φορές. Αντιμετώπισες καθόλου δυσκολία τέτοιας μορφής σε όλο αυτό το διάστημα;
Το ίδιο σκεφτόμουν στις αρχές… Όταν μου ερχόταν μια σπάνια λέξη ή μια ωραία έκφραση, την έγραφα σε ένα μπλοκάκι για να τη χρησιμοποιήσω στο βιβλίο. Μετά την πρώτη εβδομάδα, όμως, άλλαξα τακτική. Αντιλήφθηκα πως η έμπνευση αφορά πάντοτε το κείμενο που έχεις μπροστά σου. Και ξέρεις, όσο πιο πολύ παιδεύεσαι με το κείμενο στη δουλειά, τόσο πιο αποδοτικό γίνεται και το γράψιμο του προσωπικού σου πονήματος. Έτσι, δεν έχεις και τύψεις σε ό, τι αφορά και τα επαγγελματικά σου κείμενα.
– Τι να περιμένει ο αναγνώστης να διαβάσει στον Ανεπιθύμητο Νεκρό;
Επειδή έχω βάλει όλη την ψυχή μου και όλη μου την αγάπη, θεωρώ πως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς πως το κείμενο έχει ψυχή. Η ιστορία γύρω από την ταφή του Καζαντζάκη έχει όλα τα κυρίαρχα συστατικά της ζωής: Αγάπη, έρωτα, φιλία, θυσία, μίσος, φθόνο, ίντριγκες… Νομίζω πως θα εμπνευστεί ο αναγνώστης να κάνει στη ζωή του εκείνο που θεωρεί σωστό, χωρίς να προδώσει το αξιακό του σύστημα.
Θα αντλήσει δύναμη και κουράγιο, πίστη στον εαυτό του και τις δυνατότητές του, διαβάζοντας τις ιστορίες που αφορούν τον Καζαντζάκη, αλλά και άλλων γιγάντων της σύγχρονης Ελλάδας. Όσο πιο πολύ διαρκεί αγώνας, τόσο πιο γλυκιά είναι η δικαίωση -που ναι, εμφανίζεται πάντοτε αργοπορημένη.
ΠΗΓΗ: menshouse.gr
Φωτογραφίες: Στέφανος Παπαδόπουλος/People