«Μπαμπά, δεν θα μας γυρίσουν πίσω»

«Μπαμπά, δεν θα μας γυρίσουν πίσω»

Ένας Ουκρανός πατέρας περιγράφει πώς κινδύνευσε να χάσει τα παιδιά του, όταν αυτά μεταφέρθηκαν στο κέντρο Polyany στη Μόσχα μετά την εκκένωση της Μαριούπολης. ( Επάνω φωτογραφία από το οικογενειακό αρχείο: Οι δύο μικρές κόρες της οικογένειας στη Μαριούπολη πριν τον πόλεμο). 

Της Αλεξίας Καλαϊτζή*

«Μπαμπά, η κατάσταση είναι τέτοια που μας λένε ότι δεν θα μας γυρίσουν πίσω, θα μας δώσουν σε ανάδοχες οικογένειες ή σε ένα ορφανοτροφείο, όσο διαρκεί ο βομβαρδισμός στο Ντονέτσκ».

Τα λόγια αυτά θα μείνουν χαραγμένα για πάντα στη μνήμη του Yevhen. Πρώην στρατιωτικός, ο 39χρονος άνδρας ζούσε και εργαζόταν στη Μαριούπολη, στο εργοστάσιο Ίλιτς, όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Η σύζυγός του τον είχε εγκαταλείψει και έτσι μεγάλωνε μόνος του τα τρία τους παιδιά: μία 8χρονη και μία 6χρονη κόρη και τον 13χρονο Matvii. Εκεί τον βρήκε η 24η Φεβρουαρίου 2022, ημέρα εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Ο πόλεμος στη Μαριούπολη

Μετά από τις πρώτες ημέρες του πολέμου και στην προσπάθειά τους να προστατευτούν κατέληξαν οικογενειακά σε ένα καταφύγιο όπου ζούσαν συνολικά 140 άνθρωποι. Το νερό είχε ήδη τελειώσει -τρεις άνθρωποι σκοτώθηκαν πηγαίνοντας να φέρουν- και οι συνθήκες είχαν δυσκολέψει απελπιστικά πολύ όταν ο Yevhen άκουσε τον γιο του να λέει: «Μπαμπά, ο στρατός λέει ότι πρέπει να εκκενώσουμε [την περιοχή]». Όταν βγήκε έξω είδε έναν άνδρα που συστήθηκε ως στρατιώτης της Ρωσικής Oμοσπονδίας και τους είπε ότι θέλουν να τους μεταφέρουν σε ασφαλές μέρος. Είχαν μισή ώρα να μαζέψουν τα πράγματα τους.

Πράγματι μάζεψαν ό,τι είχαν και ανέβηκαν σε ένα λεωφορείο με τους υπόλοιπους πιστεύοντας ότι θα εκκενώσουν την περιοχή. Όταν έφτασαν στο τσεκ πόιντ και ο πατέρας έδειξε τα χαρτιά του όπου φαινόταν η παλιά του ιδιότητα, οι στρατιώτες οδήγησαν την οικογένεια σε ένα πίσω δωμάτιο λέγοντάς του ότι ήθελαν να του εξηγήσουν κάτι σχετικά με τα χαρτιά του. Όταν απάντησε ότι δεν μπορούσε να αφήσει μόνα τους τα παιδιά, του είπαν να βρει κάποιον να μείνει μαζί τους. «Μισή ώρα θα πάρει και θα σε αφήσουμε να φύγεις».

Ο Yevhen με τα τρία παιδιά του, 6, 8 και 13 ετών.

Ο αποχωρισμός

O Yevhen βρήκε κάποια γνωστή του να φροντίσει τα παιδιά, τα αγκάλιασε και τους είπε να υπακούν τη γυναίκα που ήταν μαζί τους. Θυμάται δύο οχήματα να πλησιάζουν: ένα για τα παιδιά που εκκένωναν την περιοχή και ένα άλλο για τους κρατούμενους Ουκρανούς. Μετά μεταφέρθηκε σε κοντινή τοποθεσία σε ένα από τα λεγόμενα «στρατόπεδα φιλτραρίσματος» όπου πέρασε από ανάκριση σχετικά με την προηγούμενη στρατιωτική του θητεία. Έπειτα, μεταφέρθηκε σε ένα άλλο σημείο. «Δεν ξέρετε ούτε πού πάτε. Αυτό θα είναι το τέλος, τώρα οι Τσετσένοι θα σας κόψουν τις γλώσσες», τους έλεγαν στη διαδρομή για να τους τρομάξουν. Θυμάται να πηγαίνει με δεμένα τα χέρια και τα μάτια σε ένα κελί φυλακής όπου ήταν άλλοι δύο άνδρες. Όταν κάποια στιγμή του έλυσαν το μαντήλι κατάλαβε ότι βρισκόταν σε ένα προσωρινό κέντρο κράτησης στο Novoazovsk, περιοχή 44 περίπου χιλιόμετρα από τη Μαριούπολη στα σύνορα προς Ρωσία.

Μετά από μία ακόμα ανάκριση και χωρίς κανείς να του εξηγήσει τίποτα, οδηγήθηκε στο Ντονέτσκ, στη Διεύθυνση Καταπολέμησης Οργανωμένου Εγκλήματος. Ήταν σε ένα κελί 20 τετραγωνικά μέτρα, 48 άνθρωποι, με ελάχιστο φαγητό και ελάχιστο νερό. «Προσπαθούσαμε να μην αναπνέουμε, προσπαθούσαμε ακόμη και να μην μιλάμε, γιατί καις οξυγόνο όταν μιλάς και δεν υπήρχε οξυγόνο εκεί». Μετά από αλλεπάλληλες μετακινήσεις, κατέληξε στο κέντρο φυλάκισης στην Olenivka της ανατολικής Ουκρανίας. Όποιος κατέβαινε από το βαν, τον χτυπούσαν με γκλοπ. Δεν γλίτωσε ούτε ο ίδιος. Ένας φύλακας τον χτύπησε με δύναμη στην πλάτη. Το επόμενο διάστημα υποβλήθηκε σε αναγκαστική εργασία

Τα παιδιά έφυγαν τα ξημερώματα για Μόσχα

Ο Yevhen θυμάται ακριβώς την ημέρα που τον απελευθέρωσαν δίνοντας του κανονικά όλα τα πιστοποιητικά αποφυλάκισής του. Ήταν 26 Μαΐου. Φεύγοντας, πήγε στο Ντονέτσκ να πάρει πίσω τα προσωπικά του έγγραφα. Εκεί του ανακοίνωσαν πως έλειπαν τα πιστοποιητικά γέννησης των παιδιών του. Όταν ρώτησε την αιτία, του είπαν πως τα παιδιά του είχαν φύγει στις 5.00 τα ξημερώματα με αεροπλάνο για τα προάστια της Μόσχας, ώστε να ξεκουραστούν στο κέντρο Polyany. Ο πατέρας έπαθε υστερία μην μπορώντας να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Τότε του έδωσαν το τηλέφωνο της κοινωνικής υπηρεσίας της αυτοανακηρυχθείσας Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντoνέτσκ. Τον ενημέρωσαν ότι όλα ήταν καλά και απλά ήθελαν να κάνουν μια έκπληξη στα παιδιά που είχαν επιζήσει του πολέμου. Ο ίδιος κατάφερε να μιλήσει με τα παιδιά του και τότε, σκέφτηκε το εξής: «Άσε τα παιδιά να ξεκουραστούν μετά τις κατακόμβες, ώστε να βελτιωθεί η ψυχική τους υγεία. Δεν μπορώ να τα βοηθήσω τώρα. Δεν έχω καθόλου χρήματα».

Ένα λεωφορείο γεμάτο με παιδιά από τη Μαριούπολη

Την ημέρα αυτή ανακαλεί και ο μικρός Matvii, ο 13χρονος γιος του Yevhen, ο οποίος αφηγείται πώς μεταφέρθηκαν μαζί τα αδέλφια του και άλλα παιδιά από τη Μαριούπολη, οδικώς από το Ντονέτσκ μέχρι το Ροστόφ και στη συνέχεια με ιδιωτικό αεροπλάνο στο κέντρο Polyany στη Μόσχα. «Θυμάμαι μόνο ότι περάσαμε με το αυτοκίνητο μέσα από το Ροστόφ και μετά πετάξαμε από το Ροστόφ». Ο ίδιος και οι αδελφές του υποβλήθηκαν σε ιατρικές εξετάσεις πέντε-έξι φορές. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του παιδιού, η ημέρα τους στο κέντρο αυτό ξεκινούσε στις 5.00 το πρωί ενώ στις 6.30 έκαναν ασκήσεις. Μισή ώρα μετά έπαιρναν πρωινό και έπειτα είχαν ελεύθερο χρόνο για να παίξουν έξω. Έπειτα γεύμα, ύπνος, απογευματινό σνακ και ύστερα καμιά φορά είχαν ασχολίες, όπως το να δουν ταινίες ή να κάνουν χειροτεχνίες. Έπειτα ακολουθούσε δείπνο και ύπνος. Ο Matvii κατάφερε να επικοινωνήσει με τον μπαμπά του μέσω Viber μια εβδομάδα αφού έφτασε στο κέντρο.

Παράλληλα, ο 39χρονος ξεκίνησε να δουλεύει για να μαζέψει χρήματα και επικοινωνούσε σταθερά, όπως είπε, με τα παιδιά του. Ο ίδιος ανέφερε ωστόσο πως τα παιδιά του είπαν πως τα ανάγκαζαν να πηγαίνουν σε ντίσκο και πως τους έδιναν κάτι πράσινα χάπια σαν βιταμίνες.

Μια ημέρα ωστόσο, κάτι διαφορετικό συνέβη στο Polyany. «Ο μπαμπάς περίμενε ότι θα μας πήγαιναν στο Ντόνετσκ και θα μας έπαιρνε από εκεί. Αλλά μετά αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσαν να μας πάνε στο Ντόνετσκ λόγω βομβαρδισμών, συναγερμών. Πρώτα μου είπαν: “Να σας στείλουμε όλους σε μια οικογένεια ή σε ένα ορφανοτροφείο για λίγο, μέχρι να σας πάρει ο μπαμπάς; Είπα ότι δεν θα απαντούσα μέχρι να επικοινωνήσω με τον μπαμπά μου”», ανακαλεί ο Matvii. Οι άνθρωποι που του έκαναν αυτή την πρόταση ήταν, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, οι κοινωνικοί λειτουργοί. O 13χρονος ενημέρωσε τον πατέρα του και του εξήγησε την κατάσταση.

Πρώτη μέρα στο σχολείο για τον Matvii στη Ρίγα της Λετονίας όπου διέφυγε η οικογένεια.

Ο άνδρας άκουσε το παιδί του να του λέει κλαίγοντας ότι είχε μόλις πέντε ημέρες για να πάει να τους παραλάβει. Ο 39χρονος ανέφερε χαρακτηριστικά πως οι κοινωνικές υπηρεσίες του είπαν πως αυτό ήταν αδύνατον και ότι το παιδί κατάλαβε λάθος. Ωστόσο, εμπιστεύτηκε το παιδί του. Επικοινώνησε τότε με εθελοντές που είχαν βοηθήσει κάποιους συγγενείς του να βρουν τους δικούς τους στη Ρωσία. Η ομάδα αποφάσισε να τον βοηθήσει και του έδωσε ραντεβού την επόμενη ημέρα οπότε και πέρασε ένα αυτοκίνητο να τον πάρει. «Στην αρχή δεν τους εμπιστευόμουν, αλλά κατάλαβα ότι ήταν πολύ σημαντικό για τα παιδιά μου». Το αυτοκίνητο τον άφησε στα σύνορα. Του έδωσαν χρήματα και νερό. Πέρασε το τελωνείο της αυτοανακηρυχθείσας Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντoνέτσκ σχετικά γρήγορα, απαντώντας πάλι σε ερωτήσεις για τη θητεία του και έπειτα περπάτησε μέχρι τα ρωσικά σύνορα. Ούτε εκεί όμως άνοιξε ο δρόμος του. Τον μετέφεραν σε έναν ξεχωριστό τμήμα. Τον έγδυσαν και άρχισαν να τον ρωτάνε για τα τατουάζ που είχε στο σώμα του. Όπως είπε, έψαξαν τα πράγματά του αλλά κατάβε ότι οι άνδρες αυτοί δεν αποτελούσαν κίνδυνο για τον ίδιο. «Τότε ένας είδε μια φωτογραφία με παιδιά και ρώτησε: “Αγαπάς πολύ τα παιδιά σου;” Είπα: “Ναι, τα αγαπώ”. “Εντάξει, μπορείς να φύγεις”. Λοιπόν, με άφησαν να φύγω», περιέγραψε.

Η επανασύνδεση και η φυγή

Ο 39χρονος πατέρας έφτασε στο κέντρο όπου κρατούνταν τα τρία του παιδιά. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ο χώρος φυλασσόταν πολύ καλά και ότι συνάντησε εκεί κι έναν εκπρόσωπο της προεδρικής διοίκησης. Όπως σημείωσε, οι άνθρωποι του κέντρου αρνήθηκαν ότι θα έδιναν τα παιδιά σε ανάδοχη οικογένεια. «Αργότερα, αφού είχα πάρει τα παιδιά, ο Matvii κάλεσε ένα από τα αγόρια που ήταν μαζί του και το αγόρι επιβεβαίωσε ότι εκείνη τη στιγμή έμενε με ανάδοχους γονείς».

Ο Yevhen πήρε τα παιδιά του και μετανάστευσε στη Ρίγα. Όπως ανέφερε, η μία του κόρη είναι διαλυμένη ψυχολογικά και δεν θα διακινδύνευε να επιστρέψει στην Ουκρανία. Από την πόλη της Λετονίας έδωσε μια αναλυτική μαγνητοσκοπημένη συνέντευξη όπου ο ίδιος και ο γιος του διηγήθηκαν όλη την τραγική ιστορία που βίωσαν σε δημοσιογράφο – μέλος του Reckoning Project, μιας πρωτοβουλίας που καταγράφει μαρτυρίες για εγκλήματα πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία. Όλα τα παραπάνω στοιχεία είναι από τις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες του άνδρα με τη δημοσιογράφο.

Στις 17 Μαρτίου, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα σύλληψης κατά του Βλαντιμίρ Πούτιν θεωρώντας τον υπεύθυνο για το έγκλημα πολέμου της παράνομης απέλασης πληθυσμού (παιδιών) και της παράνομης μεταφοράς του από τις κατεχόμενες περιοχές της Ουκρανίας στη Ρωσική Ομοσπονδία.

Πηγή: kathimerini.gr

Share this post