Μπάϊντεν: Πρώτα εκλογή προέδρου και μετά πλήρωση της θέσης δικαστή στο Ανώτατο Δικαστήριο

Μπάϊντεν: Πρώτα εκλογή προέδρου και μετά πλήρωση της θέσης δικαστή στο Ανώτατο Δικαστήριο

Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για την προεδρία Τζο Μπάιντεν ζήτησε , όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ,  από τους γερουσιαστές να μην ψηφίσουν για την πλήρωση της κενής θέσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, που άφησε ο θάνατος της δικαστού Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, “πριν οι Αμερικανοί επιλέξουν τον πρόεδρό τους”.

Η πρόθεση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να αντικαταστήσει την Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ που πέθανε την Παρασκευή πριν από την ψηφοφορία της 3ης Νοεμβρίου επιβάλλοντας αυτόν τον διορισμό μέσω της Γερουσίας αποτελεί “άσκηση ωμής πολιτικής εξουσίας”, είπε κατά την διάρκεια ομιλίας του στην Φιλαδέλφεια.”.

“Ο πρόεδρος υπήρξε ήδη πολύ σαφής, πρόκειται, απλά και ξεκάθαρα, για μία υπόθεση εξουσίας. Εξουσίας”, είπε.

“Η φωνή των ψηφοφόρων αυτής της χώρας πρέπει να ακουστεί … είναι εκείνοι για τους οποίους το Σύνταγμα προβλέπει ότι πρέπει να αποφασίσουν ποιος έχει την εξουσία να κάνει αυτόν τον διορισμό”.

Εξάλλου , ο δημοσιογράφος Κώστας Ράπτης γράφει για την σημασία της διαδοχής της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ: “Οι ένοικοι του Λευκού Οίκου έρχονται και παρέρχονται – όμως οι δικαστές του εννεαμελούς Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ υπηρετούν δια βίου.

Είναι αυτό το στοιχείο που εξηγεί το γιατί η μάχη για την αντικατάσταση της δικαστού Ρουθ Μπέιντερ Γκίνζμπεργκ (της “διαβόητης RBG” με τη μεγάλη ιστορία στο φεμινιστικό κίνημα η οποία έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών) είναι κρισιμότερη και από την έκβαση των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου.

Εναπόκειται στον εκάστοτε πρόεδρο των ΗΠΑ να προτείνει υποψηφίους για το Ανώτατο Δικαστήριο – και στην ομοσπονδιακή Γερουσία να εγκρίνει την επιλογή αυτή. Για τον Ντόναλντ Τραμπ θα είναι η τρίτη φορά που του δίνεται αντίστοιχη δυνατότητα: όμως η πρώτη κατά την οποία θα είναι σε θέση να επηρεάσει τον συσχετισμό συντηρητικών και προοδευτικών στο Δικαστήριο.

Μέχρι τώρα επικρατούσε μία λεπτή ισορροπία, η οποία καταγράφηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο το 2000 όταν με ψήφους 5 έναντι 4 το Δικαστήριο σταμάτησε την ανακαταμέτρηση στην πολιτεία της Φλόριντα, χαρίζοντας έτσι την προεδρία στον Τζορτζ Μπους τζούνιορ.

Αν η επιλογή του διαδόχου της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνζμπεργκ προχωρήσει με την ταχύτητα που επιθυμούν ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικανοί οι συντηρητικοί θα κυριαρχούν με ψήφους 6 έναντι 3 για πολλά χρόνια στο μέλλον – και η ευρύτατη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου σημαίνει ότι πολλά από τα “κεκτημένα” των προηγούμενων δεκαετιών σε ό,τι αφορά ατομικά και εργασιακά δικαιώματα, την έκτρωση κ.ο.κ. θα τεθεί εν αμφιβόλω.

Αρκεί να αναλογισθεί κανείς ότι η Έιμι Κόνι Μπαρ, που πιθανολογείται ότι θα επιλέξει ο Τραμπ, είναι μόλις 48 ετών. Ακόμη και αν ο νυν πρόεδρος υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τον Λευκό Οίκο, η “κληρονομιά” του θα παραμείνει. Αποτελεί και αυτό ένα δείγμα των “αριστοκρατικών” στοιχείων του αμερικανικού Συντάγματος, με τα οποία σχετικοποιείται η σημασία των πολιτικών μεταβολών. Διόλου τυχαία, η προεδρία του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, που άλλαξε τη μορφή της Αμερικής, σημαδεύτηκε από την σύγκρουση του προέδρου με το Ανώτατο Δικαστήριο: η νομοθεσία του New Deal συναντούσε τόσα προσκόμματα που ο τότε ηγέτης των Δημοκρατικών φλέρταρε με την ιδέα να διευρύνει τον αριθμό των ανώτατων δικαστών, μέχρι που επήλθε συμβιβασμός.

Ωστόσο, η θέση των Ρεπουμπλικανών στην παρούσα φάση υπονομεύεται από την στάση που οι ίδιοι τήρησαν προ τετραετίας, όταν στην εκπνοή της προεδρίας του ο Μπαράκ Ομπάμα πρότεινε τον Μέρικ Γκάρλαντ ως διάδοχο του θανόντος Άντονιν Σκαλία, επιφανούς υπερσυντηρητικού ρωμαιοκαθολικού δικαστή (και μέντορα της Έιμι Κόνι Μπαρ). Η τότε πλειοψηφία της Γερουσίας διαμήνυσε ωμά ότι δεν θα εξετάσει καμία υποψηφιότητα προτού οι προεδρικές εκλογές αναδείξουν τον διάδοχο του ίδιου του Ομπάμα.

Αντίστοιχη άποψη είχε εκφράσει το 1992 ως γερουσιαστής ο σημερινός διεκδικητής της προεδρίας για λογαριασμό των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν, αν και ως αντιπρόεδρος του Ομπάμα υποχρεώθηκε να μεταστραφεί, πριν τώρα αλλάξει θέση για άλλη μία φορά.

Υπάρχουν πάντως και μεταξύ των Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών φωνές κατά της fast track πλήρωσης της κενής θέσης στο Ανώτατο Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, η νέα αυτή αντιπαράθεση αλλάζει και τον χαρακτήρα της εκλογικής μάχης, δίνοντας στα δύο μεγάλα κόμματα τη δυνατότητα να πιέσουν το ευρύτερο ακροατήριό τους να συμμετάσχει με ζήλο στην ψηφοφορία για να υπερασπισθεί τις εκατέρωθεν “απειλούμενες αξίες”.

Αν πάντως, η διαδικασία δεν προχωρήσει άμεσα, προκύπτει ένα ενδιαφέρον έως εφιαλτικό σενάριο: οι όποιες αμφισβητήσεις της καταμέτρησης των προεδρικών εκλογών προκύψουν (ενδεχόμενο πολύ πιο πιθανό φέτος λόγω της επιστολικής ψήφου) θα πρέπει να κριθούν, εν μέσω μεγάλης κοινωνικής πόλωσης, σε ένα Δικαστήριο όπου ο συσχετισμός θα είναι 4 προς 4″.

Share this post