Μια εκφυλισμένη διαδικασία οδηγεί σε ένα εκφυλισμένο αποτέλεσμα
Του Μάριου Ευρυβιάδη*
Οι υπό την αιγίδα του ΓΓ του ΟΗΕ συνομιλίες για το κυπριακό έχουν προ πολλού εκφυλιστεί. Στη σημερινή της εκδοχή, η διαδικασία των συνομιλιών απέχει κατά παρασάγγας από αυτή που είχε αρχικά. Ως συνέπεια από μια εκφυλισμένη διαδικασία δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο ένα εκφυλισμένο αποτέλεσμα.
Η αρχική μορφή της διαδικασίας των συνομιλιών υπήρξε αποτέλεσμα της εντολής του Συμβουλίου Ασφαλείας προς τον ΓΓ του ΟΗΕ για την εξεύρεση λύσης στη βάση των σχετικών αποφάσεών του Συμβουλίου και των συναφών αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού. Καταλυτικό ρόλο στον εκφυλισμό της διαδικασίας είχαν οι Άγγλο- αμερικανοί οι οποίοι μετά το 1971 – με την αποχώρηση του ΓΓ Ου Θαντ και την εκλογή του Κ. Βάλντχαϊμ- άλωσαν κυριολεκτικά την Γραμματεία του Οργανισμού. Αυτό ήταν δυνατό λόγω των μηχανουργίων τους αλλά και των πολιτικών προνομίων των Άγγλο-αμερικανών στους θεσμούς του ΟΗΕ και ειδικά στην Πρώτη Επιτροπή (First Committee- Disarmament and International Security). Σε περίπτωσεις αδύναμων κρατών, π.χ. της Κύπρου, λειτουργούσαν ως “pen holders”. Υπαγόρευαν δηλ. πολιτική στον ΓΓ και στη Γραμματεία του ΟΗΕ.
Το εκφυλισμένο αποτελέσμα στην περίπτωση της Κύπρου θα είναι η κατάλυση του κράτους του 1960, δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εφόσον ολοκληρωθεί με επιτυχία η υφιστάμενη διαδικασία, κανένα άλλο αποτέλεσμα δεν μπορεί να υπάρξει. Νομοτελειακά.
Εάν τελικά καταλήξουν εκεί τα πράγματα, θα πρέπει εκ των προτέρων να έχει διασφαλισθεί το μέλλον του κυπριακού ελληνισμού. Μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο και πως; Ναι μπορεί, χρισησιμοποιώντας το μόνο στρατηγικό όπλο που η Κύπρος διαθέτει. Αυτό είναι η νομιμότητα του κυπριακού κράτους. Όμως η απαραίτητη συνθήκη για να δοθεί ως “αντάλλαγμα” το στρατηγικό αυτό όπλο, πρέπει να είναι η αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων και ο τερματισμός της επέμβασης τρίτων κρατών στα εσωτερικά της Κύπρου. Εφόσον διασφαλισθούν οι δυο αυτές συνθήκες, μπορούν να ακολουθήσουν συνομιλίες για τη συνταγματική δομή του νέου κράτους, ώστε να προκύψει “λύση χωρίς κυπριακό”. Όχι πριν, αλλά μετά. Πρέπει πρώτα να αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος με τρίτες χώρες.
Ανέκαθεν η στρατηγική των Τούρκων και των Ατλαντικών πάτρωνών τους – από το 1964 μέχρι την πρόσφατη “Πενταμερή” της Γενεύης- σε αυτό και μόνο αποσκοπεί : στην απονομιμοποίηση του κυπριακού κράτους. Με τη βία ή χωρίς.
Όμως τα κράτη είναι αυθύπαρκτα. Δεν καταλύονται όσο και να το επιδιώκουν οι ισχυρότεροι του κόσμου. Οι Ναζί από το 1938 και μετά κατάλυσαν όλα τα κράτη της Ευρώπης που δεν ήταν σύμμαχοι τους εκτός από τη Σοβιετική Ένωση, που προσπάθησαν αλλά δεν τα κατάφεραν. Κλασσική αλλά και διδακτική υπήρξε η περίπτωση της Τσεκοσλοβακίας. Πρώτα ακρωτηριάσθηκε, σε καιρό ειρήνης, με την επαίσχυντη Συμφωνία του Μονάχου το 1938, – στην οποία συναίνεσαν τα δημοκρατικά κράτη της Αγγλίας και Γαλλίας- μαζί με τους Χίτλερ και Μουσσολίνι. Και λίγο αργότερα η Τσεκοσλοβακία καταλύθηκε ως κράτος με τη Ναζιστική κατάληψη της Πράγας, πάλι σε καιρό ειρήνης. Το 1945, και με την ήττα των Ναζί, η εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία της χώρας αποκαταστάθηκαν. Όπως έγινε και στα υπόλοιπα κατακτημένα κράτη. Υπογραμμίζεται εδώ πως η νομιμότητα των κρατών υπό Ναζιστική κατοχή ουδέποτε καταλύθηκε. Την εκπροσωπούσαν κυβερνήσεις σε εξορία. Μόνο με τη συναίνεση του λαού του, μπορεί να καταλυθεί ένα κράτος. Με κανένα άλλο τρόπο.
Με την υφιστάμενη εκφυλισμένη διαδικασία, η Κύπρος κινδυνεύει να έχει τύχη πολύ χειρότερη από αυτή της Τσεκοσλοβακίας του 1938. Στη περίπτωση της Τσεκοσλοβακίας υπήρχε ημερομηνία λήξης, με την ήττα του επιδρομικού πολέμου των Ναζί. Στην περίπτωση της Κύπρου επιδιώκεται η νομιμοποίηση του τουρκικού επιδρομικού πολέμου, μέσω μιας εκφυλισμένης διαδικασίας. Αυτό που στις δίκες της Νυρεμβέργης ορίσθηκε ως “το υπέρτατο διεθνές έγκημα” (“the supreme international crime”), δηλαδή ο “επιδρομικός πόλεμος” (“aggressive war”), κινδυνεύει νομιμοποιηθεί στην Κύπρο. Τον 21ο αιώνα. Με την Κύπρο μέλος της ΕΕ.
Σημαντικό μέρος της ευθύνης για τον εκφυλισμό της διαδικασίας του ΟΗΕ φέρουν, μετά το 1974, και διαδοχικές κυπριακές κυβερνήσεις. Ενδεικτικά αναφέρω την σταδιακή αποδοχή και ταύτιση του Προέδρου του κράτους με το πρόσωπο του “Ελληνοκύπριου διαπραγματευτή”. Την αποδοχή της αποσχιστικής πράξης του 1983, την οποία το ίδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας χαρακτήρισε ως “null and void” (“μηδενική και άκυρη”). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Άγκυρα τίναξε στον αέρα την υφιστάμενη συμφωνημένη διαδικασία. Και όμως η κυπριακή πλευρά αποδέχθηκε ντε φάκτο την κατάσταση και συνέχισε . Το 2003 οι συνομιλίες κατέρρευσαν με υπαιτιότητα του Ντεκτάς, κάτι που ακόμη και η ποντιοπολιτική Γραμματεία του ΟΗΕ δεν μπορούσε να αποκρύψει. Δεν χρησιμοποιήθηκε το γεγονός αυτό για τη αλλαγή της διαδικασίας. Χειρότερα, ακόμη και μετά την ένταξη στην ΕΕ, η δική μας πλευρά ζήτησε την επανέναρξη των συνομιλιών εξουδετερώντας, ουσιαστικά, την καλύτερη ευκαιρία να αλλάξει την αζτιέντα των συνομιλιών ως μέλος πλέον της ΕΕ. Και το ΟΧΙ του 2004 εναντίον της δημιουργίας ενός “Απαρχαϊστάν” στην Κύπρο, είναι σαν να μη συνέβη κάν. Έτσι κατάντησε η κυβέρνηση να αποζητεί στήριξη του αιτήματός της για συμμετοχή της ΕΕ στην πρόσφατη “Πενταμερή”, χωρίς ανταπόκριση.
Είναι πασιφανές πως καμιά κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να κάνει εκείνα τα απαιτούμενα βήματα για να τερματιστεί ο εκφυλισμός της υφιστάμενης διαδικασίας. Το ευτύχημα είναι πως η κυβέρνηση του ΔΗΣΥ δεν μπορεί από μόνη της, αλλά ούτε και με τη συνεργασία του συνοδοιπόρου της ΑΚΕΛ, να καταλύσουν το κράτος. Αν μπορούσαν θα το είχαν ήδη κάνει, αναζητώντας την ικανοποίηση των “στρατηγικών συμφερόντων” της επιδρομικής Τουρκίας. Έχουν μόνο τόση δύναμη για να νέμονται την εξουσία. Αλλά μέχρι εκεί.
Υ.Γ. Στην περίπτωση της κυπριακής Αριστεράς ο Ιταλός Ανιέλι τελικά δικαιώνεται: “Υπάρχει ένα είδος Αριστεράς που είναι πιο χρήσιμη από τη Δεξιά. Πρόκειται για εκείνη την Αριστερά που μπορεί να κάνει όλα όσα δεν θα μπορούσε να κάνει η Δεξιά”.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους