Μια εικόνα από την Ίμβρο
“Είναι ανοιξιάτικη ανάμνηση!” Αυτή η λεζάντα συνόδευε την φωτογραφία,που μας έστειλε η φίλη Ιμβριώτισσα φωτορεπόρτερ , Βάσω Ξεινού από το χωριό της, το Σχοινούδι της Ίμβου.
Το Σχοινούδι, το δυτικότερο και μεγαλύτερο χωριό της ΄Ιμβρου, και της Τουρκίας ως τη δεκαετία του ’60, δημιουργήθηκε, σύμφωνα με τις διασωθείσες ως τις μέρες μας παραδόσεις, κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από τη συγκέντρωση των κατοίκων των ευπρόσβλητων από τους πειρατές, μικρών και μεγάλων οικισμών των νοτίων παραλίων του νησιού, στην ευρύχωρη κοιλάδα, μεταξύ των υψωμάτων του Μαδαρού και της Σκάφης. ΄Ηδη στις αρχές του 16ου, καθώς συνάγεται από τα νομοθετήματα του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, ήταν το μεγαλύτερο και πλουσιότερο χωριό του νησιού.
Γνωρίζουμε ότι από τον 19ο αιώνα το Σχοινούδι, υπερέβαινε σε πληθυσμό τους 2000 μόνιμους κατοίκους και αποτελείτο από τρεις μεγάλες συνοικίες: στα νότια τον Χάλακα, ο οποίος αποτελούσε το διοικητικό και εμπορικό κέντρο και στα βόρεια το Πέρα Χωριό και την Αγία Ελένη.
Στην ακμή του, εκτός από το επισκοπείο, τους τρεις ενοριακούς ναούς, το 9θέσιο σχολείο, το κοινοτικό κατάστημα, την αστυνομία, το ιατρείο, το φαρμακείο, το ταχυδρομικό γραφείο και τους τρεις συλλόγους (Μορφωτικό-Αθλητικό, Μελισσοκομικό και Κυνηγητικό), που συνέθεταν τη κοινοτική υποδομή του, διέθετε: 4 ελαιοτριβεία, 4 αλευρομηχανές, 10 νερόμυλους, 4 ανεμόμυλους, 21 εμπορικά καταστήματα, 14 καφενεία, 5 κουρεία, 8 ραφεία, 4 υφαντουργεία, 5 υποδηματοποιεία, 6 ξυλουργεία, 1 σαγματοποιείο, 1 μηχανουργείο, 3 σιδηρουργεία, 2 λευκοσιδηρουργεία, 5 κασερίες, 5 κρεοπωλεία, 1 αρτοποιείο , 6 σκεπαστά δημόσια πλυσταριά και 2 κινηματογραφικές αίθουσες.
Η συγκοινωνία του Σχοινουδιού με το κέντρο της επαρχίας, την Παναγία, και τα υπόλοιπα χωριά γινόταν καθημερινά από δύο λεωφορεία, ενώ μέχρι τα μέσα του 1950 μεγάλος μέρος των ναυτικών συγκοινωνιών του εξυπηρετούνταν από τον Πύργο, το από ανέκαθεν επήνειό του.
Μέχρι το 1964, το Σχοινούδι ήταν ένα ανθηρότατο χωριό, το μεγαλύτερο της Τουρκίας, με 2.500 περίπου αμιγή ελληνικό πληθυσμό, απλωμένο σε μεγάλη έκταση ανάμεσα στα βουνά Μαδαρό [=φαλακρό] και Σκάφη. Με μητροπολιτικό ναό του την Αγία Μαρίνα, που δεσπόζει περιτοιχισμένη σαν κάστρο μπροστά στο φόβο νέων συμφορών στην επίπεδη περιοχή Λειβάδια και με τα δύο του σχολεία, από τα οποία το ένα έχει κατεδαφιστεί και το άλλο μόλις που στέκει κατεστραμμένο, «ενοχλητικές» μαρτυρίες μιας αδικαιολόγητης καταστροφής, περιμένει δικαίωση…
Η ονομασία Σχοινούδι προήλθε πιθανότατα από το γεγονός ότι η υγρή πεδιάδα στην οποία αναπτύχθηκε ο οικισμός όταν οι κάτοικοι άρχισαν να μετακινούνται από τα παράλια στην ενδοχώρα για να γλιτώσουν από τους πειρατές, ήταν γεμάτη σχοίνους (βούρλα). Εικάζεται, ωστόσο, ότι πρώτα είχε κατοικηθεί η γειτονική περιοχή Παλαίκαστρο, όπου και σήμερα διακρίνονται απομεινάρια βυζαντινού κάστρου. Ο Χάλακας υπήρξε ο πρώτος οικισμός του και ακολούθησαν η Αγία Ελένη και το Πέρα Χωριό με τις συνοικίες του Γλυνιά, Βουνάρι, Μακραβάδος και Τουρκόταφους, όλες με τις ενοριακές τους εκκλησίες, τις σκεπαστές τους βρύσες-δημόσια πλυσταριά και τη ξεχωριστή τους η καθεμία ζωντάνια και κίνηση.
Στο Σχοινούδι πήγα στην πρώτη μου επίσκεψη στην Ίμβρο τον Αύγουστο του 2011 με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Βαρθολομαίο.Τότε γνώρισα την Βάσω , η οποία κάθε φορά που την συναντώ έχει μόνιμα κρεμασμένη στο λαιμό της την φωτογραφική μηχανή. Επίσης , γνώρισα τον ξάδελφο της Γιώργο Ξεινό, απόφοιτο της Θ.Σ. της Χάλκης , ιατρό δραστήριο Ίμβριο, ερευνητή και συγγραφέα. Το Σχοινούδι τότε έμοιαζε με κωμόπολη “φάντασμα”. Ο Γώργος και μερικοί άλλοι ήταν από τους πρώτους, που άρχισαν δειλά -δειλά να φτιάχνουν τα σπίτια τους.
Μέχρι και πριν το 1964, , το Σχοινούδι άκμαζε, με πλήθος εμπορικές, βιοτεχνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες συγκεντρωμένες στην Πιάτσα του, μια έκταση 15 περίπου στρεμμάτων στο κέντρο περίπου των συνοικιών του, που έσφυζε από ζωή. Σε αυτές συγκαταλέγονταν δύο κινηματογραφικές αίθουσες και τα λεγόμενα «καζίνα», χώροι ψυχαγωγίας και διασκέδασης.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος με ομάδα Λεμεσιανών στο Σχοινούδι τον Αύγουστο του 2014
Οι Τουρκικές αρχές, ωστόσο, δεν έβλεπαν με καλό μάτι την πρόοδο και την ανάπτυξη του τόπου από το ελληνικό στοιχείο. Το λεγόμενο μπήκε σε εφαρμογή το 1964, με σκοπό να τη ματαιώσει δια παντός. Η εγκατάσταση στον κάμπο του Σχοινουδίου «Ανοικτών Αγροτικών Φυλακών» με τους βαρυποινίτες τροφίμους τους να κυκλοφορούν ελεύθερα στο χωριό, βιαιοπραγώντας και τρομοκρατώντας τους φιλήσυχους κατοίκους και λεηλατώντας τις περιουσίες τους, ήταν το πρώτο «μέτρο» μιας μεθοδικά σχεδιασμένης εθνικής εκκαθάρισης εις βάρος του ελληνικού στοιχείου. Ακολούθησε η ολοσχερής απαλλοτρίωση από το Τουρκικό κράτος του μεγάλου κάμπου του Σχοινουδίου, του συνόλου των πεδινών αγροικιών και του οικισμού του Πύργου, με αποτέλεσμα την παύση κάθε οικονομικής δραστηριότητας στην περιοχή. Το τελικό πλήγμα κατάφερε η απαγόρευση της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας και η παρεμπόδιση των θρησκευτικών ελευθεριών με καταστροφές και λεηλασίες εκκλησιών και ξωκλησιών και απειλητικές συγκεντρώσεις καταδίκων και εποίκων έξω από τους ναούς κατά την τέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων των κατοίκων.
Το 1984, από τους 2.500 Έλληνες κατοίκους του Σχοινουδίου είχαν μείνει στην πατρίδα τους μόνο 60. Τα τελευταία χρόνια κάποιοι άρχισαν να επανέρχονται για ορισμένα διαστήματα ( Πάσχα- καλοκαίρι) του χρόνου.