Μέγα Ρεύμα, Χάλκη, Κομοτηνή
Του Αντώνη Χατζόπουλου*
Ο Συμεών, ή απλώς ο Σολταρίδης όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του και οι συμμαθητές του, στους οποίους συγκαταλέγομαι και εγώ, είναι ένας από τους πλέον ειλικρινείς ανθρώπους, που έχω γνωρίσει. Μας συνδέει μία ανυπόκριτος φιλία εδώ και πολλές δεκαετίες, και παρόλα τα μεγάλα χρονικά διαστήματα αδράνειας αυτή δεν έχασε την αξία της. Μην σκεφτείτε ότι ήρθε ο φίλος να επαινέσει και να εκθειάσει τον φίλο του και το συγγραφικό του έργο. Μοιραζόμαστε κοινά βιώματα… κυρίως στα σχολικά και πανεπιστημιακά χρόνια. Διάβασα το ευχάριστο βιβλίο του μέσα σε μία μέρα… Ας μου επιτραπεί, εν πρώτοις, μια μικρή γενική αναφορά, προτού αναφερθώ στη σχολική και πανεπιστημιακή ζωή του, όπως γλαφυρά την περιγράφει στις σελίδες του έργου του.
Είναι λίαν αξιόλογο το νέο βιβλίο του Συμεών. Χρησιμοποιώντας και το πολίτικο ιδίωμα με τις πολίτικες φράσεις, πέραν του εγώ και της βαλίτσας του, καταγράφει πιο πολύ το εμείς. Αποτελεί σπουδαία συμβολή σε πτυχές της ιστορίας, και της λαογραφίας της Κωνσταντινουπόλεως στην οποία γεννήθηκε και ανδρώθηκε αλλά επίσης είναι και σπουδαία συμβολή στα της ιστορίας των φοιτητικών του χρόνων της Θεσσαλονίκης, αλλά και των ετών διαμονής και εργασίας του στην Κομοτηνή.
Σε κανένα από τα κεφάλαια του βιβλίου του δεν απουσιάζει φυσικά και το πηγαίο του χιούμορ, που είναι και χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του. Ο Συμεών είναι πολυτάλαντος, δρ Θρησκειολογίας, ψάλτης, εκπαιδευτικός, πολεμικός ανταποκριτής, αρθρογράφος, συγγραφέας, δημοσιογράφος.
Ο Σ. Σολταρίδης
Τον χαρακτηρίζει μεταξύ άλλων και η δικαιοφροσύνη η οποία τον έφερε αντιμέτωπο συχνά με εθνικιστικούς, πολιτικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους, όπως αναφέρει συχνά στο βιβλίο του. Ο λόγος, η θετική θέση και στάση του απέναντι στην μειονότητα στην Κομοτηνή και η ισοπολιτεία την οποία δεν έβλεπε και αντ’ αυτής παρατηρούσε πολιτική απαγορεύσεων. Ο όρος μειονότητα είναι αδόκιμος, διότι έχει αποκτήσει αρνητικό περιεχόμενο και πολλές φορές ταυτίζεται με τον πολίτη δευτέρας κατηγορίας. Γράφει ο Συμεών χαρακτηριστικά: «μειονοτικός δεν σημαίνει και μειονεκτικός». Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο υπερασπίστηκε το δίκαιο των συντοπιτών του Μουσουλμάνων, των τουρκογενών, των τουρκόγλωσσων και όλων των άλλων, προκειμένου να έχουν ίσα δικαιώματα στην εκπαίδευση, αλλά και στη ζωή. Ακριβοδίκαιος ων αναφέρεται στην κατάσταση στα μέσα της δεκαετίας του 1980.: «Η Αθήνα μιλά πίσω από τις κουρτίνες για εθνοτικές ομάδες, τις αποδέχεται αλλά δεν τις αναφέρει… Μιλά για ελληνόφωνο πρόγραμμα αλλά δεν υποστηρίζει το τουρκόφωνο σχολικό πρόγραμμα». Για το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και για το οποίο πάλεψε όλα τα χρόνια αναφέρει: «Στη γλώσσα της αλληλογραφίας, δεν υπάρχουν Τούρκοι και στην καθημερινότητα οι συντοπίτες μου αποκαλούνται Τούρκοι» (σελ. 202). Αλλού λέει: «Στην αρχή διάβαζα όλα αυτά που επιτρέπονται και υλοποιούνταν από τα μέλη της μειονότητας, συν τω χρόνω όμως αντιλαμβανόμουν ότι οι απαγορεύσεις ήταν πολύ περισσότερες από τα δικαιώματα των συμπολιτών μας» (σελ. 103). Εδώ επιτρέψτε μου να παραθέσω και την δική μου άποψη: δεν πιστεύω να υπάρχει κάποιο εθνικό σύνολο παγκοσμίως, που να προσδιορίζεται μόνο με την θρησκεία του!! Όλοι οι λαοί έχουν κάποια εθνοτική ένταξη. Όσοι λοιπόν είναι και αισθάνονται Τούρκοι να ονομάζονται και επίσημα Τούρκοι, και ούτω καθεξής. Η ελληνική Πολιτεία άλλωστε επί σειρά ετών ονόμαζε Τούρκους τους κατοίκους της Δ. Θράκης, χορηγούσε δίγλωσσα σχολικά και άλλα Απολυτήρια, όπου τα σχολεία αποκαλούνται τουρκικά.
Ο Συμεών συκοφαντήθηκε για τις απόψεις του, διώχτηκε φευ (!!) ως θεολόγος από τις τοπικές εκκλησιαστικές αρχές και από εθνικιστικούς κύκλους. Οφείλω να πω ότι στάθηκε όρθιος, εντελώς μόνος, δεν υπήρχε κανένας συντοπίτης του, ή άλλος φίλος του ομόφρων να τον στηρίξει, πάλεψε, και βγήκε νικητής. Δυστυχώς και στις μέρες μας υπάρχει άνοδος του φασισμού και της μισαλλοδοξίας και ξενοφοβίας, αλλά και της ισλαμοφοβίας. Δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο εκτός των ορίων που ο ίδιος ο συγγραφέας με όρισε για σήμερα. Θα ήθελα όμως να πω ότι τα τελευταία 20 περίπου έτη η Ομογένεια της Πόλης, στην οποία ανήκουμε αμφότεροι, αναπνέει ελεύθερα, όσο ποτέ άλλοτε από τις αρχές του 20ού αιώνα. Αισθάνομαι απόλυτα ισότιμος πολίτης στη γενέτειρά μου την Πόλη, στην οποία διαμένω μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Τον θυμάμαι αμυδρά στο ιστορικό μας Σχολείο Ζωγράφειο της Πόλης, το 1969, όπου φοίτησα και εγώ μέχρι την 9η τότε τάξη, όπως και ο ίδιος. Το Λύκειο το συνεχίσαμε στη Χάλκη. Με τρόπο μοναδικό περιγράφει τα χρόνια της φοίτησής του στο Ζωγράφειο Γυμνάσιο, που λειτουργεί ακόμη και εορτάζει τα 125 χρόνια του. Αναφερόμενος στην πρώτη μέρα στο Ζωγράφειο, δίνει το στίγμα της εποχής «Δεκάδες ρωμιόπαιδα ξεχυμένα στην λεωφόρο του Πέρα κατευθύνονταν στα Σχολεία τους» αναφέρει δεδομένου του μεγάλου πληθυσμού της Ομογένειας. «Εκεί, δεν κατακτούσαμε μόνο την γνώση», αναφέρει και συνεχίζει «η κουλτούρα μας η γλώσσα, η θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμά μας ήταν τα πρώτα πράγματα για τα οποία ενδιαφέρονταν οι δάσκαλοί μας, μετά την οικογένεια». Καταγράφει ιστορικές πληροφορίες για το κτίριο, για τους εκπαιδευτικούς, για τους συμμαθητές του. Πάντα ειλικρινής ο Συμεών: «Η φοίτησή μου στο Ζωγράφειο τράβηξε σε μάκρος τα ενδιαφέροντά μου, δεν ταυτίζονταν με τις απαιτήσεις του σχολείου (όπως συνήθως συμβαίνει και σήμερα στα παιδιά μας)» (σελ. 35), γράφει και τονίζει ότι το πινγκ πονγκ, στο οποίο διακρίθηκε, οι βόλτες, οι εξωσχολικές δραστηριότητες αλλά και η ασθένειά του τότε τον έκαμαν να επαναλάβει 2 τάξεις.
Καλύτερα γνώρισα τον Συμεών στη Χάλκη, στο νησί αυτό των Πριγκιποννήσων, στη Θεολογική Σχολή που ήμασταν εσώκλειστοι και όπου για μία χρονιά κοιμόμασταν στον ίδιο κοιτώνα μαζί με άλλα πέντε παιδιά. Πρώτη φωνή στην Εκκλησία, πρωταθλητής στο πινγκ πονγκ, πρώτος στην παρέα. Με μαεστρία καταγράφει την πρώτη του μετάβαση στη Χάλκη, περιγράφει ακόμη και το πλοίο που τον πήγε εκεί, την προετοιμασία που έκαναν οι γονείς του και φυσικά τις σκέψεις του και το πιστεύω του: «πίστευα και πιστεύω ότι η θεολογική σχολή θα με έκανε άνθρωπο στην κοινωνία», αναφέρει και συνεχίζει «δεν με πείραζε ότι η σχολή μας σχετιζόταν με το λειτουργικό της εκκλησίας, είχα μπει ήδη στο εκκλησιαστικό πνεύμα από μικρός», αλλά έπρεπε τώρα οι νεανικές τρέλες να σταματήσουν. «Έμαθα να συμπεριφέρομαι με σεβασμό έναντι του εαυτού μου και των συνανθρώπων μου και έβαλα στόχους στη ζωή μου, το σημαντικότερο ήταν το παράδειγμα ζωής των καθηγητών μας» (σελ. 47).
Ο Σολταρίδης στην Χάλκη. Ο ιερέας είναι ο τότε βοηθός σχολάρχης και σημερινός Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.
«Ο συνδυασμός όμως της γνώσης που έλαβα από εκπαιδευμένους από πεπαιδευμένους», όπως αναφέρει, «εκπαιδευτικούς και το εκκλησιαστικό φρόνημα χωρίς βερμπαλισμούς και θρησκευτικές ακρότητες ήταν για μένα καθοριστικά για τη μετέπειτα ζωή μου, έμαθα να συμπεριφέρομαι με σεβασμό έναντι του εαυτού μου και των συνανθρώπων μου. Το σχολείο που για τα δεδομένα της εποχής ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, είχε ειδική αίθουσα εκδηλώσεων, αίθουσα φυσικής και χημείας και εικαστικών και ξένων γλωσσών αλλά το μεγαλοπρεπές κτίριο παρέπεμπε και στη μεγαλοπρέπεια και την ιστορικότητα της ρωμιοσύνης». Με συγκίνηση αναφέρεται στον νυν Οικουμενικό Πατριάρχη, τότε αρχιμανδρίτη Βαρθολομαίο, από τον οποίο έμαθε το συνδιαλέγεσθαι με επιχειρήματα και με τον οποίο συνδέεται υικώς μέχρι σήμερα. Οι αδελφικές φιλίες της Σχολής είναι ισχυρές για όλους μας. Αναφέρεται στις φιλίες της σχολής και αυτό πραγματικά μπορώ να το επιβεβαιώσω: «Όσοι φοιτήσαμε στη Σχολή της Χάλκης έχουμε πολύ μεγάλους δεσμούς φιλίας οι οποίοι δεν έχουν διακοπεί από κείνα τα χρόνια». Ακόμη, «Οι μητέρες των φίλων μας ήταν και μητέρες δικές μας και το σπίτι των φίλων ήταν και δικό μας σπίτι».
Τα φοιτητικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη
Για τη φοίτησή του στη Θεολογική του ΑΠΘ επί μια τετραετία 1973-1977, ως υπότροφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου γράφει, μεταξύ άλλων: «Ήξερα ότι θα γινόμασταν πιθανόν στόχος των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων οι οποίες τότε δρούσαν στη Θεσσαλονίκη και σχολίαζαν αρνητικά το Πατριαρχείο και το Φανάρι. Και συνεχίζει «Η φιλοσοφία του Φαναρίου και ο συνδυασμός της προοδευτικής νοοτροπίας με τη φαναριώτικη παράδοση ήταν κάτι το διαφορετικό και μάλλον ακόμη δεν κατανοείται από πολλούς» (σελ. 53), «Είχα γαλουχηθεί στους κόλπους της Εκκλησίας του Φαναρίου φιλελεύθερα χωρίς παρεμβάσεις, χωρίς να ακούω την έκφραση μη με σκανδαλίζεις και με όλα αυτά αισθανόμουνα ξένος, προσγειώθηκα βέβαια ανώμαλα» (σελ. 54).
Δεν λείπει το χιούμορ από τον Σολταρίδη. Πιάσατε καμία καινούργια φιλενάδα ήταν το ερώτημα των πολιτών φίλων όταν πήγαινε για σχολικές διακοπές στην Πόλη. Και καταγράφει τις σκέψεις του «Πού να ξέρανε ότι οι περισσότερες τότε ήταν μέλη των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων και ήταν αδύνατο να κάνει σχέση μαζί τους, στην Πόλη είχαμε τελείως διαφορετικές απόψεις για τις σχέσεις μας με το άλλο φύλο. Και πάλι το στίγμα της εποχής: όταν μπαίναμε το πρωί στη Σχολή κάποιοι ασφαλίτες μας έλεγαν εσείς μακριά από κάθε συζήτηση γιατί θα σας διώξουμε πίσω. Αυτό και άλλα γεγονότα τον ώθησαν σε άλλες σκέψεις και έτσι στράφηκε στον δημοκρατικό χώρο και εγκατέλειψε τη «συντηρητική πολίτικη νοοτροπία», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και άρχισε να συμμετέχει σε ομάδες και κινήσεις διαμαρτυρίας, μία από αυτές στη φοιτητική λέσχη, όπου φώναζαν ρυθμικά έξι χρόνια αρκετά δεν θα γίνουν εφτά.
Επίσης, συμμετείχε στην πλατεία ABC της Θεσσαλονίκης, στο σιντριβάνι κατά της νύχτας των τανκς, του δυστυχώς και αυτού Θεολόγου καθηγητού Σδράκα. Έτσι, έλαβε το βάπτισμα της πολιτικής αγωνιστικότητας. Όπως λέει ο ίδιος έβλεπε πάντα τη ζωή κατάματα. Στη Θεσσαλονίκη, ο Συμεών κάνει μία πολύ μεγάλη μετατροπή στη ζωή του, χειροτονείται διάκονος αλλά στη συνέχεια και πάλι με την ίδια ωριμότητα και ειλικρίνεια που τον διακρίνει μετά από μία τριετία απέβαλε το σχήμα και επέλεξε τον έγγαμο βίο ως λαϊκός πλέον…
Κλείνοντας τη μικρή μου αυτή προσπάθεια σε σχέση με το μεγαλείο τού σήμερα τιμώμενου και του ωραίου βιβλίου του, ας αναφερθώ και σε κάτι προσωπικό, που έχει φυσικά άμεση σχέση με τον Συμεών. Πλήρωσε ακριβά τη φιλοπατριαρχική στάση ζωής και τη στήριξη των επιλογών του Φαναρίου. Κάποιοι κύκλοι δεν ήθελαν Κωνσταντιπολίτες στο Δημοκρίτειο. Ακύρωσαν την εκλογή του ως λέκτορα με αίολες δικαιολογίες… Και ο ομιλών είχε την ίδια τύχη, «ο Βαρθολομισμός δεν θα περάσει» είπε κάποιος εκλέκτορας, δικαιώθηκε από το ΣΕ, που ήταν και είναι η μόνη καταφυγή απέναντι στις αυθαιρεσίες των τότε πρυτανικών αρχών.
Ο Συμεών Σολταρίδης με την αριστουργηματική καταγραφή της πολυκύμαντης και ταραγμένης ζωής του, συμβάλλει, συν τοις άλλοις, εκών άκων, στην κατανόηση πολλών πτυχών της σύγχρονης τοπικής ιστορίας των περιοχών στις οποίες έζησε. Η οξυδέρκειά του, η φιλοτιμία του και η δικαιοφροσύνη του, αλλά και η Πολίτικη, πολιτική και κοσμοπολίτικη θεώρηση των πραγμάτων αντανακλούν σε όλες τις σελίδες του έργου του, καθιστώντας το μοναδικό και ευανάγνωστο.
*O Αντώνιος Χατζόπουλος είναι δρ Βυζαντινής Μουσικολογίας. Το κείμενο είναι η ομιλία του στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου στη Λέσχη Κομοτηναίων στις 17 Μαΐου 2019.
Ο Συμεών Α. Σολταρίδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1952. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης της Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή και αναγορεύτηκε διδάκτωρ στον τομέα της Θρησκειολογίας του ίδιου πανεπιστημίου, το 1995, με θέμα: Η ιστορία των μουφτειών της Δυτικής Θράκης.
Δημοσιογράφησε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία Αθηνών και έχει λάβει μέρος σε δημοσιογραφικές αποστολές στην Αλβανία, τη Ρουμανία, την Κύπρο, την Τουρκία και τη Βουλγαρία. Έχει συνεργαστεί με τους ραδιοφωνικούς σταθμούς Ορεστιάδας, Κομοτηνής και το Πρώτο Πρόγραμμα Αθηνών.
Επίσης έχει λάβει μέρος σε πολλά ελληνικά και διεθνή συνέδρια. Έχει αρθρογραφήσει σε ελληνικά και ξένα περιοδικά και έχει δώσει πλήθος συνεντεύξεων σε ραδιοφωνικούς σταθμούς για εθνικά και μειονοτικά θέματα. Γνωρίζει άπταιστα την τουρκική γλώσσα.