Με λένε Βάγκνερ και είμαι Ελληνας

Με λένε Βάγκνερ και είμαι Ελληνας

Η αναζήτηση ενός Καναδού με ελληνικές ρίζες τον οδήγησε στον εκτοπισμό των απογόνων της φρουράς του Οθωνα από τους ναζί

Φωτογραφία επάνω: Συγγενείς του Τζον Βάγκνερ στο Πάσαου της Γερμανίας το 1950. Στο πλαίσιο προγράμματος προπαγάνδας των ναζί, μετεγκαταστάθηκαν εκεί μαζί με δεκάδες ακόμη Ελληνες πολίτες, ως απόγονοι των Βαυαρών. Λίγα χρόνια αργότερα μετανάστευσαν στον Καναδά.

Μεγαλώνοντας στον Καναδά ο Τζον Βάγκνερ ερχόταν αντιμέτωπος με δύσπιστα βλέμματα όποτε ανέφερε την καταγωγή του. Μιλούσε ελληνικά, οι γονείς του ήταν Ελληνες μετανάστες, αλλά το επώνυμό του ξένιζε κάποιους συνομιλητές του. Ωσπου αποφάσισε να σκαλίσει το παρελθόν. Συνθέτοντας το γενεαλογικό του δένδρο κλήθηκε να αντιμετωπίσει και μια περίπλοκη πτυχή της οικογενειακής του ιστορίας. Στα χρόνια της Κατοχής οι συγγενείς του, απόγονοι Βαυαρών από την εποχή του Όθωνα, εκριζώθηκαν από την Αττική στο πλαίσιο προπαγανδιστικής εκστρατείας των ναζί. Εμπνευστής αυτής της επιχείρησης, που είχε σκοπό να επαναπατρίσει τους «χαμένους Γερμανούς», ώστε να διαφυλάξει την υποτιθέμενη καθαρότητα του αίματος, φαίνεται πως ήταν ο ίδιος ο Χίμλερ.

«Ένιωθα την ανάγκη να μάθω περισσότερα για το παρελθόν, να προσεγγίσω την ιστορία αναζητώντας στοιχεία και να μη βασιστώ μόνο σε προφορικές μαρτυρίες», λέει στην «Καθημερινή» των Αθηνών (“Κ”)  ο κ. Βάγκνερ. «Αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να παίρνω ένα ρίσκο κοιτάζοντας βαθύτερα, εάν η έρευνα αποκαλύψει δυσάρεστες πτυχές. Αλλά θέλω να κατανοήσω τι συνέβη, να καταλάβω τις προθέσεις, πώς σκέφτεται κάποιος όταν λαμβάνει μια τόσο καθοριστική απόφαση».

Η πολυμελής οικογένεια του πατέρα του, Ρίτσαρντ Βάγκνερ, μετανάστευσε από τη Γερμανία στον Καναδά σε δύο δόσεις, το 1953 και το 1956. Ο Τζον Βάγκνερ γεννήθηκε στο Μόντρεαλ, σε ένα σπίτι όπου τα ελληνικά ήταν η κυρίαρχη γλώσσα. Σπούδασε μοριακός βιολόγος και σήμερα εργάζεται σε εταιρεία προμήθειας εργαστηριακού εξοπλισμού. Μέχρι το 1942 οι παππούδες του ζούσαν με τα εννιά παιδιά τους στην Αττική, στο Παλαιό Ηράκλειο. Εκεί είχε χτιστεί το 1837 η στρατιωτική αποικία Βαυαρών μισθοφόρων και τεχνιτών, που είχαν ακολουθήσει τον Οθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας. Μετά την έξωση του Οθωνα το 1862 ορισμένοι παρέμειναν πίσω και με τα χρόνια εξελληνίστηκαν. Η ομιλία των γερμανικών ατόνησε ή ξεχάστηκε πλήρως σε κάποιες οικογένειες και μόνο το επώνυμο θύμιζε πλέον την καταγωγή τους.

     Το σπίτι του παππού του στο Παλαιό Ηράκλειο

Προκειμένου να αντλήσει περισσότερα στοιχεία για το τι συνέβη στα χρόνια της Κατοχής και να αντιληφθεί το πλαίσιο γύρω από τη φυγή των συγγενών του από την Ελλάδα, ο κ. Βάγκνερ ζήτησε τον περασμένο μήνα τη βοήθεια του Γαλλογερμανού ιστορικού Βαλεντίν Σνάιντερ. Τα τελευταία χρόνια ο Σνάιντερ προσπαθεί να καταγράψει σε μια βάση δεδομένων με εξονυχιστική λεπτομέρεια τις γερμανικές στρατιωτικές και παραστρατιωτικές μονάδες που στάθμευσαν περιστασιακά ή μακροχρόνια στην Ελλάδα, από την εισβολή μέχρι την αποχώρησή τους. Εχει ως βάση του την Αθήνα και ταξιδεύει συχνά στη Γερμανία για να αναζητήσει πληροφορίες στα γερμανικά ιστορικά αρχεία. Εκεί, μελετώντας υλικό σε μικροφίλμ, εντόπισε δεκάδες σελίδες σχετικές με το Παλαιό Ηράκλειο και το εγχείρημα μετεγκατάστασης των «χαμένων Γερμανών».

Οπως εξηγεί στην «Κ» ο κ. Σνάιντερ, αντίστοιχες μετακινήσεις πληθυσμών –σε ευρύτερη όμως κλίμακα– εντάσσονταν σε μια στρατηγική που πραγματοποιούσαν οι ναζιστικές δυνάμεις εκείνη την περίοδο σε άλλα κράτη. Επιχειρούσαν να συγκεντρώσουν κοινότητες με γερμανικές ρίζες από μακρινά μέρη, όπως τη Βεσσαραβία (το μεγαλύτερο τμήμα της οποίας αντιστοιχεί στη σημερινή Μολδαβία) και να τις μεταφέρουν σε κατακτημένες περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης, στις οποίες δημιουργούσαν τον αποκαλούμενο «ζωτικό χώρο». Απώτερος σκοπός ήταν η αντικατάσταση του ντόπιου πληθυσμού με Γερμανούς εποίκους.

«Ηθελαν να αποφύγουν τη “διάλυση” του γερμανικού αίματος», λέει ο κ. Σνάιντερ και θεωρεί παράδοξο ότι κάτι αντίστοιχο συνέβη και στη μικρή κοινότητα του Παλαιού Ηρακλείου, των μερικών εκατοντάδων κατοίκων. «Πρόκειται για μια ρατσιστική πρακτική. Παίρνουν ανθρώπους που βρίσκονται στην Ελλάδα τρεις και τέσσερις γενιές, είναι Ελληνες πολίτες, μιλούν ελληνικά, δεν ανήκουν σε μια κοινότητα στο περιθώριο. Αλλά αφού έχουν γερμανικό αίμα, τους μαζεύουν για να ενδυναμώσουν τη γερμανική φυλή», επισημαίνει.

Φαίνεται, χωρίς να είναι ακόμη απολύτως ξεκάθαρο από τις μέχρι τώρα διαθέσιμες πηγές, ότι η εφαρμογή του προγράμματος στους εν Ελλάδι απογόνους των Βαυαρών σχετίζεται με μια επίσκεψη του Χάινριχ Χίμλερ, αρχηγού των SS, στην Αθήνα τον Μάιο του 1941. 

Ο παππούς και η γιαγιά του στο Μόντρεαλ του Καναδά.

Στον δεύτερο όροφο της οικίας των Βάγκνερ στο Παλαιό Ηράκλειο λειτουργούσε σχολείο γερμανικών, με δασκάλα τη Μάρτα Σούμαν. Το όνομά της εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αθήνα πριν από τον πόλεμο. «Ξέρουμε λίγα πράγματα σχετικά με τον ακριβή ρόλο της, ίσως βρισκόταν σε άμεση αποστολή του Χίμλερ και σε συνεργασία με το αθηναϊκό γραφείο της οργάνωσης εξωτερικού του ναζιστικού κόμματος υπό τη διεύθυνση του κλασικού αρχαιολόγου Βάλτερ Βρέντε, επίσης διευθυντή από το 1937 του γερμανικού αρχαιολογικού ινστιτούτου», παρατηρεί ο κ. Σνάιντερ.

Εκείνη φαίνεται ότι είχε αναλάβει και τη διάδοση της προπαγάνδας. Σύμφωνα με αναφορές που εντόπισε ο κ. Σνάιντερ στο αρχειακό υλικό, η Σούμαν έλεγε στις οικογένειες ότι εάν επέστρεφαν στη Γερμανία θα διέμεναν δύο εβδομάδες σε έναν στρατώνα και μετά θα αποκτούσαν δική τους γη. Υποσχόταν ότι θα τους προσέφεραν νέα ρούχα, ότι η ζωή στη Γερμανία ήταν πιο φθηνή. Η πραγματικότητα, όμως, αποδείχθηκε διαφορετική.

Φαίνεται πως την εντολή για την επιχείρηση «επαναπατρισμού» των εξελληνισμένων Βαυαρών είχε δώσει ο ίδιος ο Χίμλερ.

Ο Τζον Βάγκνερ θυμάται ότι ο παππούς του, Αλοϊς, συμμετείχε με την Ελλάδα στη μικρασιατική εκστρατεία. Ακόμη φυλάει τις φωτογραφίες του με τη στρατιωτική στολή από εκείνα τα χρόνια. Οπως λέει, σύμφωνα με την οικογενειακή διήγηση, η επιλογή των συγγενών του να φύγουν από το Παλαιό Ηράκλειο για τη Γερμανία σχετιζόταν κατά βάση με τις συνθήκες στην κατεχόμενη Αθήνα. «Βασικό μέλημα του παππού μου ήταν να αποφύγουν τον μεγάλο λιμό. Είχε εννιά παιδιά, πήρε μια απόφαση για εκείνα», λέει.

Στο υλικό που εντόπισε ο κ. Σνάιντερ στα γερμανικά αρχεία υπάρχει μια λεπτομερής ανάλυση του Παλαιού Ηρακλείου από τα SS. Περιγράφουν πώς ζουν οι κάτοικοι, τα επαγγέλματά τους και τα εισοδήματά τους, πόσους αμπελώνες και ελαιώνες έχουν και ποια είναι η παραγωγή του κάθε χωραφιού, ακόμη και πόσο κοστίζει η αγορά ενός πουκαμίσου.

Τα στοιχεία που έχουν καταχωρίσει μέλη των SS σε άλλη αναφορά τους, προτού αναχωρήσουν περίπου 150 άτομα για τη Γερμανία, παραπέμπουν σε βιολογική ανάλυση του «ανθρώπινου υλικού». Σημειώνουν στα έγγραφά τους την κατάσταση της υγείας των κατοίκων που θα μετεγκατασταθούν, παρατηρούν εάν έχουν γερά δόντια, εάν πάσχουν από ελονοσία ή φυματίωση. Καταγράφουν τις επιμειξίες και παρατηρούν ότι σε ορισμένες οικογένειες είναι τόσο μεγάλη η ποσότητα του «σκάρτου» αίματος που δύσκολα θα πολιτογραφηθούν ως Γερμανοί. Μάλιστα τους κατατάσσουν σε συγκεκριμένες φυλετικές κατηγορίες ανάλογα με το οικογενειακό ιστορικό τους.

Φωτογραφία του παππού του, Αλοϊς, από τη μικρασιατική εκστρατεία

Ο πατέρας του, Ρίτσαρντ, σε παιδική ηλικία μαζί με τα αδέρφια του

 

Το 1942

Η μετεγκατάσταση (Umsiedlung) των Γερμανών του Π. Ηρακλείου έλαβε χώρα έπειτα από εντολή του Χίμλερ το 1942 και με τη συμφωνία των ιταλικών αρχών οι οποίες κατείχαν την πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία στην Αθήνα στα πρώτα χρόνια της Κατοχής. Αρκετοί δεν ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο και παρέμειναν στην Ελλάδα. Ο κ. Σνάιντερ σημειώνει ότι το 1943 γίνεται δεύτερη επιχείρηση μετεγκατάστασης για 100 άτομα γερμανικής καταγωγής από την Αθήνα και μάλλον και από τον Πειραιά.

Η μετεγκατάσταση οικογενειών από το Παλαιό Ηράκλειο έγινε με τρένα. Οι γυναίκες και τα παιδιά ταξίδευαν στα επιβατικά βαγόνια και οι άνδρες μαζί με τα εμπορεύματα. Εφθασαν στο Πάσαου της Βαυαρίας, όπου οι γερμανικές αρχές τους φιλοξένησαν σε ένα στρατόπεδο, για να επιβεβαιωθεί για τον καθένα ο βαθμός γερμανικότητας, σε φυλετικούς όρους. Αρθρο της ναζιστικής εφημερίδας Donauzeitung για τους Γερμανούς στρατιώτες στα Βαλκάνια αναφέρεται στη μετεγκατάστασή τους ως «επιστροφή από μια περιπέτεια» ενός αιώνα. Δεν είναι ξεκάθαρα τα κίνητρα καθενός από τους μετοίκους, δηλαδή εάν πείστηκαν από όσα είχε τάξει η Σούμαν, εάν θεωρούσαν ότι δεν είχαν εναλλακτική και προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την ανέχεια ή εάν κάποιοι προσχώρησαν στον ναζισμό.

Δεν φαίνεται πάντως ότι έγιναν όλοι δεκτοί με θέρμη στη Γερμανία. Ο κ. Βάγκνερ λέει ότι οι συγγενείς του έμαθαν γερμανικά, αλλά αντιμετωπίστηκαν κυρίως ως πρόσφυγες από μια μακρινή χώρα, ενώ δεν έλαβαν ιδιοκτησίες όπως τους είχαν υποσχεθεί. «Θεωρώ ότι είχαν δει τη μετεγκατάσταση ως μια ευκαιρία για καλύτερη ζωή», λέει. Ο παππούς του και δύο από τους θείους του που ήταν αρκετά μεγάλοι σε ηλικία στρατολογήθηκαν επί γερμανικού εδάφους. Δεν γνωρίζει ακόμη πολλές λεπτομέρειες γύρω από αυτό το ζήτημα, το οποίο ο ίδιος αποκαλεί ως πηγή ντροπής.

Ο πατέρας του ήταν 13 ετών όταν έφυγαν από την Αθήνα. Μεγαλώνοντας εργάστηκε για κάποιο διάστημα ως ανθρακωρύχος στο Βέλγιο, μέχρι που μετανάστευσαν οικογενειακώς στον Καναδά. Δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Η οικογένεια Βάγκνερ στο Παλαιό Ηράκλειο πριν από τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο

Ο κ. Σνάιντερ ξεκίνησε την έρευνά του στα γερμανικά αρχεία το 2019. Το έργο που πραγματοποιεί για τη «βάση δεδομένων των γερμανικών στρατιωτικών και παραστρατιωτικών μονάδων στην Ελλάδα, 1941-1944/45» έχει φορέα υλοποίησης το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και χρηματοδοτείται από το γερμανικό ομοσπονδιακό υπουργείο Εξωτερικών, με πόρους του Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον.

Μέχρι στιγμής και άλλοι έχουν προστρέξει σε αυτόν αναζητώντας απαντήσεις. Σε μια περίπτωση ο Γερμανός Αλμπρεχτ Σρούτερ, επί σειρά ετών δήμαρχος με τους Σοσιαλδημοκράτες στην Ιένα με δράση ενάντια στον νεοναζισμό, επιχείρησε με τη βοήθεια του ιστορικού να διαπιστώσει εάν ο παππούς του συμμετείχε σε εγκλήματα πολέμου στην κατεχόμενη Κρήτη. Τη συνδρομή του κ. Σνάιντερ είχε ζητήσει και ένας Ελληνας εκπαιδευτικός που αναζητούσε περισσότερες πληροφορίες για την ημέρα κατά την οποία γερμανικά στρατεύματα πυρπόλησαν σχεδόν ολοκληρωτικά τα σπίτια στη Δόξα Γορτυνίας.

Η αναζήτηση του παρελθόντος μπορεί να προσφέρει εξηγήσεις ή να φέρει κάποιον αντιμέτωπο με μια άβολη πληροφορία. Για τον κ. Βάγκνερ είναι μια σημαντική διαδικασία. Μπορεί να πέρασαν δεκαετίες, ο ίδιος να μην εμπλέκεται καθόλου σε αυτή την αλληλουχία γεγονότων, ωστόσο κάθε νέα ψηφίδα που προστίθεται θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα επιλογές και αποφάσεις των προγόνων του.

Έγγραφο των SS με τη ρατσιστική κατάταξη σε «φυλετικές διαβαθμίσεις» των κατοίκων του Παλαιού Ηρακλείου, που επρόκειτο να μετεγκατασταθούν το 1942 στη Γερμανία

Ο ιστορικός Βαλεντίν Σνάιντερ αναζητεί στα γερμανικά αρχεία πληροφορίες για να φωτίσει πτυχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
*Πηγἠ: kathimerini.gr

Share this post