Μαρτυρικού λαού, Συναξάρι
Δίκαιον όφλημα στον πατέρα Ζαχαρία της Καρπασίας
Του Αρχιμ. Γεωργίου Χριστοδούλου,
δρ. Θεολογίας*
Ο βίος του λαού της Κύπρου δεν είναι παρά μια διαχρονική πορεία οδύνης που μοιάζει με τη ροή των υδάτων, όταν αυτή διογκούται σαν χείμαρρος στην αρχέγονη κοίτη του ποταμού που επιμένει να επιστρέφει. Και επιστρέφοντας προς την πατρώα γή κατατρώει τα σπάγχνα της προσθέτοντας σε κάθε επιστροφή τραύμα στο τραύμα και πληγή στη πληγή της. Κάθε φορά που ερχόμαστε στην ελεύθερη Κύπρο γινόμαστε ξανά πρόσφυγες και κάθε φορά που επιστρέφομε «καὶ ἐν τῷ ἐπιστρέψαι τὴν αἰχμαλωσίαν ἡμῶν ἐγενήθημε ὡσεὶ παρακεκλημένοι…πορευόμενοι πορευόμεθα κλαίοντες».
Από αυτό το μαρτυρικό συναξάρι αποσπούμε λεπτομέρειες χωρίς χρονική αλληλουχία, απο το ημερολόγιο του ανθρώπου, ο οποίος με οσιακή εγκαρτέρηση, μόνος μονώτατος, εν μέσῳ φίλων και αλλοφίλων, σεμνός, αμνησίκακος, φρόνιμος ως ο όφις και ακέραιος ως η περιστερά, χωρίς ακαίρους λεονταρισμούς, ντυμένος «μεσ᾽στη πίστη του σεμνώτατα», συγκλείει σε μια φράση την ιστορία του τόπου: ΤΑΧΘΗΝ ΔΕ ΠΥΛΩΡΕΙΝ ΤΗΝΔΕ ΜΟΝΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ. Ο εγκλωβισμένος π. Ζαχαρίας, λειτουργεί, κηδεύει, δέεται υπέρ φίλων και αλλοφίλων, αδικουμένων και αδικούντων, υπέρ των αδελφών ημών τούτων… των ελαχίστων.
Ασπασμός αγάπης του π. Ζαχαρία με τον Επίσκοπο Καρπασίας Χριστοφόρο
«…Εμείς εδώ κάτω είμαστε ποδοπατημένοι από όλους τους επιδρομείς ανατολής και δύσης, ακόμα πλανιόμαστε στ᾽αγαπημένα, τα ματωμένα τούτα χώματα, μέσα στα χαλάσματα των αγίων τα φαγωμένα από το δάκρυ «τ᾽απομεινάρι της ξοδεμένης μας προσευχής», γι αυτό αντέχουμε. Μια ολόκληρη ζωή με φωνάζουν νωρίς το πρωΐ. Όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει φωνάζουν τον παπά. Μια ολόκληρη ζωή κάνω κηδείες. Έθαψα τους τελευταίους ανθρώπους από την Κερύνεια ώς την Αμμόχωστο, από το Τρίκωμο ώς τη Γιαλούσα… Τους έκλαψα σαν ήταν δικά μου παιδιά. Μού έφεραν ανθρώπους να κηδεύσω, δολοφονημένους με τον πιο φρικτό τρόπο που γνωρίζει μόνο η θηριωδία του πολέμου, χωρίς να γνωρίζω το όνομα ή την ταυτότητά τους. Και όταν αργότερα κατά τις εκταφές ξέθαψαν από ομαδικούς τάφους για ταυτοποίηση οστών, κοινή ήταν η διαπίστωση πως τα κόκκαλα παιδιών και γερόντων, γυναικών και ανδρών, ελλήνων και τούρκων είχαν την ίδια λευκότητα. Όλα απολύτως ήταν όμοια μέσα στην κοιλάδα του Κλαυθμώνος (για να θυμηθούμε τη Μ. Παρασκευή, τη φωνή του προφήτη Ιεζεκιήλ). Με παρηγορεί ο λογισμός ότι κάθε κοιμητήρι που αντικρύζω στη πορεία μου δεν είναι παρά μια ιματιοθήκη όπου κάθε άνθρωπος θα έλθει μια μέρα για να αποθέσει το δικό του δερμάτινο χιτώνα. Ο θάνατος δεν είναι παρά μια αλλαγή ρούχων. «Ὁ ἄνθρωπος ἀπέθετο τοὺς δερματίνους χιτῶνας, οὐδὲ γὰρ ἐστι χρεία τοῖς ἐν παραδείσῳ διάγουσι τῶν τοιούτων χιτώνων, ἀλλ᾽ἐνδύματα ἃ τῇ καθαρότητι τοῦ βίου αὐτοῦ ἐξύφανας Κύριε, ἐπεκοσμήσατο».
Σε ένδειξη τιμής για την προσφορά του π. Ζαχαρία στην Εκκλησία προσφορά (30..11.2003) επιτραχηλίου του αοιδίμου Μητροπολίτη Νέας Σμύρνης
Χρυσοστόμου (Βούλτσου) , ο οποίος έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη στην Κύπρο, αλλά δεν πρόλαβε να προσκυνήσει στον μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ… Ὁλως περιέργως περνώντας από τον Άγιο Θεόδωρο της Καρπασίας είδα κεριά αναμμένα μέσα στον ναό της αγίας Παρασκευής. Περίεργο μου φάνηκε το θέαμα, γιατι στο χωριό δεν απέμεινε ψυχή χριστιανού. Εκεί έτυχε να ρωτήσω άλλη φορά νεαρό: «Απο πού είσαι λόγου σου, παλληκάρι μου;». Μου απάντησε στα ρωμέϊκα: «Ειμί εγώ, απο Καλό Χωρίον της Τραπεζούντος Πόντου».
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ… Β´ Αὐγούστου. Της αγίας Φωτεινής της Καρπασίτιδος… Ἐτούτης της αγίας Φωτούς ευρίσκεται το σπήλαιον όπου ασκήτευσεν εις το χωρίον του αγίου Ανδρονίκου. Ευρέθην το λείψανόν της εις το σπήλαιον και πάνω σε αυτό σταυρός με γλυπτά γράμματα και επιγραφή: Φωτεινή οσία νύμφη Χριστού. Ανακατεύοντας σωρό αχρήστων δίπλα στο ναό μέσα στους σχοίνους, ξεθάψαμε την αγία Λαβίδα, και παλαιά βιβλία της λειτουργίας, μηναία, τριώδια… Ενετίησιν 1750.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ… Του Αγίου Πνεύματος του γονατιστού. Ελειτουργήσαμε στα ερείπια της βασιλικής του ε´ αιώνα, της αγίας Τριάδας στη Γιαλούσα. Με λευκό σεντόνι χωρίσαμε το ιερό απο τον κυρίως ναό, απο τη βάση του αρχαίου άμβωνα, όπου η αρχαία επιγραφή, «Εὐτύχιος ἱεροδιάκονος ἐψηφιδογράφισεν», και κλίναντες τα γόνατα ανεπέμψαμεν κατ᾽ανατολάς τις ευχές μας, -Έτι και έτι υπέρ αναπαύσεως των ψυχών Γαβριήλ, Ηλιού, Νικολάου, Λοΐζου… των ιερέων. Αρχαϊκές μορφές, στις ημέρες της ανομβρίας ενηματώναν το ναό με νήματα άκλωστα, και ελιτανεύαν τους Αγίους, νήστεις και ανυπόδητοι, ακουμπούσαν στη θάλασσα την άκρη των εικόνων, και ώς να ανηφορίσουν άρχιζε να βρέχει. Ως άλλοι Μικρασιάτες, κατά την ώρα του ξεριζωμού προέκριναν την διάσωση των προγονικών σεβασμάτων. Στη Μικρασία τότε, στο Λιβίσι, τη Μάκρη, την Αττάλεια, το Αϊβαλί, τη… Γιαλούσα, «την ώρα της φυγής ερρίχναν τις εικόνες στη θάλασσα λέγοντας: – Παναγιά μου, Άη Γιώργη μου, προσκυνώ σε και ρίχνω σε στη θάλασσα, μη να σε φάν τα ψάρια, μηδέ να πας στον πάτο, παρά μόνο να βγείς σε στεριά, σε χέρια και χείλη ορθοδόξων, να σε θυμιάσουν και να σε προσκυνήσουν». Κατά την ώρα της μεγάλης φυγής έθρασαν τις άγιες Τράπεζες για να μη βεβηλώσουν τα εγκαινισθέτα οστά και ιερά λείψανα των αγίων, οι άλλόδοξοι. (Διήγηση του αγίου Ιακώβου Τσαλίκη).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ… Στην Αγία Τριάδα ανακαινίστηκε ο ναός, παρά το φθόνο του αρχεκάκου. Όταν ξαναστήθηκε ο σταυρός στο καμπαναριό την ίδια νύκτα κεραυνός τον γκρέμμισε βίαια, για να προκαλέσει κατά τον επόμενο όρθρο τον χλευασμό των αλλοθρήσκων. «Πού είναι ο Θεός σας; Ἵνα μὴ εἴπωσι τὰ ἔθνη ποῦ ἐστιν ὁ Θεὸς ὑμῶν;» Ωστόσο το καντήλι, η λυχνία της Αγίας Τριάδος παραμένει άσβεστος, θέλοντας έτσι να αναπληρώσει όλα τα σβησμένα καντήλια των εκκλησιών μας. Κάθε νύκτα περνώντας απο το ιερό του ναού και βλέποντας το φως, δεν μπορώ παρά να αναφωνήσω: Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος.
Τῇ αυτῇ ἡμέρᾳ… Γ´ Φεβρουαρίου. Ενταφιάσαμε την ηγουμένη της γυναικείας μονής του Αγίου Γεωργίου του Σακκά (Μονή του ΙΒ´ αιώνα). Στη μεταφορά του λειψάνου έσκυψαν το κεφάλι και αυτοί οι έποικοι. Δεν ήταν και οποιαδήποτε κηδεία. Με το θάνατο της ηγουμένης Μαριάμ μοναχής, έκλεινε το δισχιλιετές κεφάλαιο μοναχισμός στην Καρπασία. Θρηνήσαντες και κλαύσαντες εκαλύψαμεν γήν και απήλθομεν.
Τῇ αυτῇ ἡμέρᾳ… ΚΓ´ Ιουλίου. Μνήμη του Αγίου Θύρσου επισκόπου Καρπασίου. Ετούτος ο Άγιος δεν έχει καν δύο στίχους να ψάλλωνται εις την εορτήν του, διατί και εάν είχεν και την ακολουθίαν του εις κανέναν βιβλίον χειρόγραφον, εχάλασεν και εφθάρην και αστοχήθην το πράγμα. Αφ´εσπέρας εξισταυλίσαμεν τον και ανήμερα της εορτής τον ελειτουργήσαμεν.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ… Β´ Δεκεμβρίου. Τού οσίου Αββακούμ. Στις Χελώνες, το παρεκκλήσι ήταν παλαιό. Εκεί η παράδοση διαγραφόταν ζωηρότερα στο αλλογενές περιβάλλον. Οι σκιές των αγίων πλανιόνταν ανάμεσα στις πέτρες. Ήταν μια φρικτή βραδιά όταν γκρέμμισαν το παρεκλήσι και το λιθόσωρό του τον χώνεψε δίπλα η θάλασσα. Ήταν σαν να γκρεμμιζόταν απο τους τοίχους του ναού ένας ολόκληρος κόσμος. Μπροστά σε αυτή την ανυπέρβλητη σκηνή τίποτε δεν είχε αξία. Έμπαινε μια ματωμένη τελεία σε πούτιμη παράδοση αιώνων, ανοιγόταν μπροστά μας μια άβυσσος. «Ὁ οἶκος ὁ ἅγιος ἡμῶν καὶ ἡ δόξα ἣν ηὐλόγησαν οἱ πατέρες ἡμῶν ἐγενήθη πυρίκαυστος καὶ πάντα τὰ ἔνδοξα συνέπεσεν καὶ ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἠνέσχου Κύριε, καὶ ἐσιώπησας καὶ ἐταπείνωσας ἡμᾶς».
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ… ΚΣτ´ Μαΐου. Ελειτουργήσαμεν τον άγιον Συνέσιον, τον θαυματουργό ιεράρχη που αντάλλαξε το επισκοπικό ωμόφορο με το αγγελικό σχήμα των μοναχών. Ναός περίλαμπρος ο ναός του απο το δωδέκατο αιώνα. Στο υψηλώτερο σημείο του θόλου δεσπόζει ο νικοποιός σταυρό. Εδώ υπάρχουν παιδιά που σε καλημερίζουν στα ελληνικά. Εδώ υπάρχουν παιδιά που κρατούν τα εξαπτέρυγα και κατά την ώρα του Χερουβικού ύμνου χαμηλώνουν τα Άγια, αφού το θρήνο της Πόλης το ζούν καθημερινά. …«Παύσετε το Χερουβικό, κι άς χαμηλώσουν τ´Άγια, παπάδες πάρτε τα ιερά και σεις κεριά σβητείτε, γιατ᾽είναι θέλημα Θεού, η Πόλις… η Πόλις… Ο νούς μου πήγε στα άγια χώματα της Κωνσταντινούπολης, στην Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, στον εναγκαλισμό του σεπτού πατριάρχου Βαρθολομαίου και το βαθύ πονεμένο λόγο του: «Ἡμεῖς πατέρα Ζαχαρία εἴμεθα ὁμοιοπαθεῖς -είμεθα ὀλίγοι καὶ πάμπολλοι- ἡμεῖς θάβομεν καὶ ξεθάβομεν κόκκαλα γιὰ νὰ γινώμεθα πιὸ πολλοί!».
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ… Λ´ μηνὸς Νοεμβρίου. Μνήμην τελούμεν του αγίου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου. Ο ΑΓΙΟΣ με κεφαλαία γράμματα στην Καρπασία. Ελειτουργήσαμεν όσοι απομείναμεν. Μάταια η γερόντισσα Δέσποινα προσπαθοῦσε να πείσει τους ελάχιστους προσκυνητές να ανάψουν κεριά. «Ανάψετε κεριά, πολλά κεριά, για να φανεί ότι ήρτεν κόσμος, όπως τες παλιές καλές μέρες… τότε δέκα-δώδεκα χιλιάδες προσκυνητές στη χάρι Του, τέσσερεις τόνοι κερί στη μνήμη Του». Η εγκατάλειψη παντού, συμβιβαστήκαμε με την ερήμωση, αλλά όχι με τη δουλεία. Κι αν λείψουν οι λιγοστοί αυτοί άνθρωποι, ποιός θα παραλάβει το κλειδί της πόρτας του Αποστόλου Ανδρέα; -Της πόρτας που αντάν την ερωμανίζαν ακούετο ως το Λίβανο!
Ώρες οδοιπορικού προς τον Απόστολο Ανδρέα, όπου ξεδιπλώνει η μνήμη και ξεριζώνει στοχασμούς, αυλακώματα αρότρων, ρυθμούς πανάρχαιους στα αλλοπαρμένα κύματα της θαλασσινής αγριάδας.
Συγκινητική στιγμή. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος υποδέχεται (Ιανουάριος 2020) τον π. Ζαχαρία στο Φανάρι
ΦΩΤΟ : Ν. Μαγγίνας
Προσκύνημα χρέους που δεν ξεχρεώνεται στο γενέθλιο χώρο. Στον Απόστολο Ανδρέα «οι δρόμοι θέλουν περπάτημα και τα ονόματα ανάγνωσμα και οι λιτανείες κίνηση». Φωνές έρχονται διαχρονικά από το μνημείο, τις επιγραφές, τα γράμματα, τις παραδόσεις, τη σιωπή, την απουσία. Προσπαθούμε με τα καινούργια βιώματα να σχηματίσουμε μια άλλη εικόνα μέσα στην τραγική ανισομέρεια και την κοινωνική αλλομορφία. Επιστρέφομεν και εισοδεύομεν στη γη των πατέρων μας, στη γη στης στάσιμης θλίψης, του καιρού του αγύριστου. Βηματίζομεν σε βηματισμούς που κρυστάλλωσαν πάνω σε διαδρόμους. Περπατούμε σε χώματα ιερής γής με αφανείς περιεστώτες, αισθανόμενοι της σωριασμένες εκπνοές των προαπελθόντων και αναφωνούμεν: «Ἴσχυέ μοι καὶ σὺ μόνος Ἀνδρέα, ὥπερ εὗρές με πρῶτος εὑρεθεὶς παρ᾽ἐμοῦ, εὑρὲ καὶ σὺ τὸν πλανώμενον».
Στη λιτανεία η θάλασσα εμαίνετο. Το κύμα έφτανε απο το άκρο του βράχου στο ιερό του ναού και ακουμπούσε την εικόνα του Αγίου. «Ώ τιμία κεφαλή, προαγνισμένη απο τροπάρια αχράντων χειλέων …υγρή η ματιά σου και ο λόγος σου θροεί δάκρυα» και η λιτανεία ως θεόπρεπος θρήνος μέσα στο σπαραγμό τον ανθρώπινο. Ο ήλιος στη δύση του χρύσωσε όταν πήραμε το δρόμο της φυγής παρ᾽ότι στον Απόστολο Ανδρέα δεν πηγαίνομε, στον Απόστολο Ανδρέα επιστρέφομεν!
Στὸ βάθος η θάλασσα της Τραχείας, όπου είναι αγκυροβολημένο το μοναστήρι. Και η φωνή του ποιητή να επανέρχεται: Τοῦτο τον τόπο, ετούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα.
Όταν κτυπά η καμπάνα του Αποστόλου Ανδρέα και είναι η μοναδική εκεί, ο κόσμος όπου κι αν βρίσκεται κάνει το σημείο του σταυρού και δακρύζει. Η καμπάνα συβολίζει τη σάλπιγγα των αγγέλων που θα αντηχήσει την τελευταία ημέρα, κατά την ανάσταση των νεκρών. Αυτό μας υποδεικνύει η καθ ημέραν μικρή ακολουθία του Μεσονυκτικού, που μοιάζει σαν γενική δοκιμή κάθε νύκτας για την Ανάσταση. «Ἐγειρόμεθα τοίνυν αἰώνια πάντες μὲν ἔχοντες τὰ σώματα, οὐ πάντες δὲ ὅμοια… οὐδὲν γὰρ ἡμῖν χωρὶς σώματός τι πέπρακται. Βλασφημοῦμεν διὰ στόματος, προσευχόμεθα διὰ στόματος, πορνεύομεν διὰ σώματος, ἁγνεύομεν διὰ σώματος, ἁρπάζομεν διὰ χειρός, ἐλεημοσύνας δίδομεν διὰ χειρός καὶ τὰ λοιπὰ ὁμοίως. Ἐπειδὴ τοίνυν εἰς πάντα ὑπηρετήσατο τὸ σῶμα καὶ ἐν τοῖς μέλλουσι συναπολαύοι τῶν γενομένων».
Τὸ μαρτύριό μας τὸ ἀνάγουμε στο Σταυρό του Κυρίου και γι᾽αυτό Ἔστω εὐλογημένον!
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους