Μαριούπολη, λαμπρό κέντρο του Ελληνισμού
Οι λόγοι της εγκατάστασης και οι δραστηριότητες που βοήθησαν να γίνει ο σημαντικότερος εμπορικός σταθμός του Πριαζόβιε
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr/ ΕΠΑΝΩ: Σπουδαίο δείγμα του Μεσαιωνικού Πολιτισμού του 12ου – 13ου αιώνα, η ξύλινη εικόνα του Αγίου Γεωργίου από το ομώνυμο μοναστήρι, κοντά στην Μπαλακλάβα. Ο μητροπολίτης Ιγνάτιος, κατά τη μετανάστευση των Ελλήνων στη Μαριούπολη, τον 18ο αιώνα, πήρε την εικόνα από το Μπαχτσισαράι.
Λαμπρό κέντρο του Ελληνισμού στην Ουκρανία, η Μαριούπολη άρχισε να χτίζεται την άνοιξη του 1780, στην ανατολική ακτή της Αζοφικής Θάλασσας, από Ελληνες που είχαν μεταναστεύσει από την Κριμαία για να ξεφύγουν από τον μουσουλμανικό ζυγό. Πριν περιγράψουμε σημαντικές πτυχές της ζωής στην πόλη, αξίζει να σταθούμε στα βαθύτερα αίτια της μετανάστευσης και στον τρόπο με τον οποίο αυτή ολοκληρώθηκε.
Από πολύ παλιά, η Ρωσία βοηθούσε ποικιλοτρόπως τους χριστιανικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν υπό τον μουσουλμανικό ζυγό. Γεγονός-σταθμός, όμως, υπήρξε ο ορισμός του Ιγνατίου, μέλους της Οικουμενικής Συνόδου, ως μητροπολίτη Κριμαίας, το 1770. Ο Ιγνάτιος και κυρίως ο ανιψιός του Ιβάν Γκαζοντίβοφ επισκέφθηκαν –κρυφά, πολλές φορές– τις περιοχές των υποδουλωμένων Ελλήνων, καλώντας τους να μην απαρνηθούν τη θρησκεία τους, προσπαθώντας να τους πείσουν ότι η ένωση με τη φίλη Ρωσία θα τους έσωζε.
Ετσι προετοιμάστηκε το έδαφος για την αποδημία. Και όταν ο μητροπολίτης Ιγνάτιος υπέβαλε το σχετικό αίτημα στην αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄, εκείνη όχι μόνο δέχθηκε, αλλά και πρόσφερε σημαντικές εγγυήσεις όπως το απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, πλήρη ασφάλιση ζωής, ελευθερία στις μετακινήσεις, τη συνείδηση, την πίστη και τις λιτανείες, απαλλαγή των Ελλήνων από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις και από τη φορολογία για δέκα χρόνια… (Α. Ιάλη, «Σ’ εσένα, μαζί σου και στη δόξα σου, Οι Ελληνες της Ουκρανίας: η ιστορία και το παρόν», Ντονέτσκ 1991). Με αυτόν τον τρόπο, ο μητροπολίτης κέρδισε την αγάπη των ομογενών του και, το κυριότερο, ο κόσμος άρχισε να πιστεύει στην ενότητα των αδελφών-χριστιανών.
Στις 23 Απριλίου του 1777 η ελπίδα της αναγέννησης ζωντάνεψε: ο Ιγνάτιος ανήγγειλε στο ποίμνιό του τη συγκεκριμένη ημερομηνία και προθεσμία της αποδημίας από την Κριμαία. Και τον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους, η έξοδος είχε ολοκληρωθεί.
Την άνοιξη του 1780, με την καθοδήγηση του μητροπολίτη Ιγνατίου, οι Ελληνες άρχισαν να κτίζουν στην ανατολική ακτή της Αζοφικής Θάλασσας τη Μαριούπολη. Αρχικά εγκαταστάθηκαν εκεί 200 οικογένειες ενώ, έως το 1781, στην πόλη και στα περίπου 20 χωριά που δημιουργήθηκαν γύρω της, ζούσαν περίπου 15.000 Ελληνες.
Παρά τις υποσχέσεις της ρωσικής κυβέρνησης, η κατάσταση που αντιμετώπισαν οι μετανάστες δεν ήταν καθόλου ρόδινη. Από το τίποτα, χρειάστηκε να εργασθούν σκληρά για να στήσουν τις κτηνοτροφικές μονάδες και να καλλιεργήσουν τη γη. Πρώτα συνεταιρίστηκαν σε ομάδες των 2-6 παραγωγών και έφτιαξαν μονάδες εκτροφής προβάτων, οι οποίες, το 1794, είχαν φθάσει τις 35 και «παρήγαν» 80.000 πρόβατα ετησίως. Μικρότερη διάδοση γνώρισαν τα μελίσσια (250 είχαν μετρηθεί το 1817).
Με την πάροδο των χρόνων, η καλλιέργεια της γης και η αγροτική οικονομία αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη σημασία στην απασχόληση των Ελλήνων, που άρχισαν να καλλιεργούν σιτηρά, σίκαλη, κεχρί, κριθάρι, λινάρι και φασόλια. Η αμπελουργία και η κηπουρική, επίσης αναπτύχθηκαν: το 1814 στη Μαριούπολη είχαν δημιουργηθεί έξι κήποι, και ανάμεσά τους ένας αμπελώνας με 1.400 δέντρα, ενώ συνολικά στα χωριά του Πριαζόβιε υπήρχαν 40 κήποι. Στις γεωργικές επιχειρήσεις κατατάσσονταν και οι μύλοι: το 1794 στη Μαριούπολη υπήρχαν τέσσερις και στα χωριά άλλοι 56 ενώ, είκοσι χρόνια μετά, ο αριθμός τους είχε τριπλασιαστεί.
Οι μετανάστες που εγκαταστάθηκαν στην Ουκρανία, έφεραν εκεί επαγγελματικές γνώσεις και εμπειρία. Εως το 1782 οι βιομηχανικές επιχειρήσεις ήταν λιγοστές, όμως είχαν αρχίσει να ξεχωρίζουν. Οι εκπρόσωποι όλων των κοινωνικών τάξεων, εκτός από τους αγρότες στα τσιφλίκια, είχαν το δικαίωμα να αποκτούν γη στον Νότο για να δημιουργούν εργοστάσια και βιομηχανίες.
Έως το 1781, στην πόλη και στα περίπου 20 χωριά, που δημιουργήθηκαν γύρω της, ζούσαν περίπου 15.000 Έλληνες.
Κυρίως, όμως, είχε χειροτεχνικό χαρακτήρα η βιομηχανία της Μαριούπολης και των ελληνικών χωριών. Στην πρώτη θέση βρισκόταν η επεξεργασία των αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων. Τα αγροτικά νοικοκυριά παρήγαν λίπος, λαρδί, κούρευαν τα πρόβατα και κατεργάζονταν δέρματα.
Αλλος σημαντικός κλάδος της οικονομίας ήταν η αλιεία. Εκμεταλλευόμενοι το αφορολόγητο, οι έμποροι και οι αστοί της Μαριούπολης καθώς και οι άλλοι Ελληνες μετανάστες δημιούργησαν στην ακτή της Αζοφικής αλιευτικές μονάδες και παρήγαν ψάρι, φρέσκο και παστό, χαβιάρι, ταραμά, ψαρόλαδο και άλλα προϊόντα.
Ολες αυτές οι δραστηριότητες βοήθησαν τη Μαριούπολη να γίνει το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο του Πριαζόβιε. Κάθε χρόνο γίνονταν στην πόλη τέσσερις λαϊκές αγορές στις οποίες διακινούνταν κυρίως αλιευτικά προϊόντα. Το 1800 ιδρύθηκε τελωνείο και, το 1808, εμπορικό διοικητήριο, γεγονός που βοήθησε στην περαιτέρω ανάπτυξη των εξαγωγών και των εισαγωγών. (Οι πληροφορίες για τη Μαριούπολη και τα ελληνικά χωριά δόθηκαν από τον υπάλληλο του λαογραφικού μουσείου της Μαριούπολης Ρ.Ι. Σαένκο).
Τα προβλήματα
Ωστόσο, δεν πρέπει να παραγνωρίσει κανείς τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που προέκυψαν τις πρώτες δεκαετίες μετά την αποδημία. Ενα από αυτά ήταν το γλωσσικό: και πριν από τη μετακίνηση, οι Ελληνες ήταν χωρισμένοι στους γνήσιους και τους Ελληνες-Τατάρους, που δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Φθάνοντας στο Πριαζόβιε, οι ομάδες αυτές χώριζαν και εγκαθίσταντο ξεχωριστά. Τα πρώτα χρόνια ήταν σκληρά γι’ αυτούς. Επρεπε να «δαμάσουν» την άγονη γη, να συνηθίσουν στο σκληρό κλίμα, να προσαρμοσθούν σε περιοχές ξένες. Οσοι δεν προλάβαιναν να καλλιεργήσουν στην περίοδο κατά την οποία ίσχυαν τα ειδικά προνόμια, έχαναν τη γη, που επανερχόταν στην ιδιοκτησία του κράτους. Οι δυσκολίες αυτές γέννησαν αντιδράσεις. Κάποιοι προσπάθησαν να επιστρέψουν στην Κριμαία, ιδιαίτερα μετά την προσάρτησή της στη Ρωσία το 1783. Οι μαζικές κινητοποιήσεις συχνά καταστέλλονταν με την επέμβαση στρατιωτικών δυνάμεων. Στο εξής, η ελληνική μειονότητα εξελισσόταν σαν κλειστή εθνική κοινότητα. Η διαδικασία του «εγκλιματισμού» ολοκληρώθηκε το 1820.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κοινωνικοπολιτικής ζωής των Ελλήνων στο Πριαζόβιε, στις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν η ύπαρξη της αυτόνομης ελληνικής περιφέρειας. Με το διάταγμα της 24ης Μαρτίου 1780 είχε δημιουργηθεί η επικράτεια της Μαριούπολης, που περιελάμβανε την ίδια την πόλη και τα ελληνικά χωριά που βρίσκονταν γύρω της. Το 1790 καθιερώθηκε στη Βουλή (Ντούμα) εκλεγόμενη αποκλειστικά από τους Έλληνες («200 χρόνια Χερσώνας», Κίεβο 1978).
Το ελληνικό δικαστήριο ακολουθούσε τη γραμμή της «τεχνητής απομόνωσης» της Μαριούπολης, η οποία έως το 1860 ήταν, ουσιαστικά, «κλειστή πόλη». Η πολιτική αυτή εμπόδιζε σημαντικά την πολιτιστική ανάπτυξη του ελληνικού πληθυσμού. Το πρώτο μόνιμο εκπαιδευτικό ίδρυμα ήταν μια διθέσια σχολή, που άνοιξε με καθυστέρηση δεκαετιών (τον Σεπτέμβριο του 1820) και, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήταν η μοναδική στην περιοχή της Μαριούπολης. Η εγκατάλειψη στον τομέα της Παιδείας είχε ως αποτέλεσμα, τόσο οι γνήσιοι Ελληνες όσο και οι Ελληνες-Τάταροι να χάσουν τη γραπτή τους παράδοση…
(Κείμενο που δημοσιεύθηκε στις Επτά Ημέρες της «Καθημερινής», στις 20 Αυγούστου 1995. Τα κείμενα του αφιερώματος «Ο Ελληνισμός της Ουκρανίας» είχαν γραφτεί από τους N. Terentsieva – V. Smolia και είχαν μεταφραστεί από τον Κ. Μαυρόπουλο. Την επιμέλεια είχε ο Γ. Τσίρος και copyright η Infogroup Α.Ε. Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε.).