Μ. Παρασκευή: Το Θείο Πάθος και το Πάθος της Ουκρανίας

Μ. Παρασκευή: Το Θείο Πάθος και το Πάθος της Ουκρανίας

Η αλληγορική ποίηση των Ουκρανών  για τον αιώνιο πόθο τους  για την Ελευθερία. 

Σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή , είναι για όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς η μέρα του Θείου Πάθους του Χριστού.  Όμως, φέτος οι Ορθόδοξοι Ουκρανοί βιώνουν από τις 24 Φεβρουαρίου το δικό τους δράμα και πάθος εξ’ αιτίας της αναίτιας εισβολής της Ρωσίας στην πατρίδα τους. Την εισβολή κατευθύνει ο ομόδοξος Ρώσος πρόεδρος , Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος στο ανίερο έργο του έχει τις “ευλογίες” της Εκκλησίας Ρωσίας.
Χθες βράδυ στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Μιχαήλ, στο Κίεβο,  ο Μακριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου και  πάσης Ουκρανίας , Επιφάνιος, προέστη, εν μέσω πυκνού εκκλησιάσματος,  της Ακολουθίας του Όρθρου της Μ. Παρασκευής, κατά τον οποίο αναγνώστηκαν τα Δώδεκα  Ευαγγέλια και ο Εσταυρωμένος Χριστός τοποθετήθηκε στο κέντρο του Ναού.
************************************************
Η αλληγορία της ουκρανικής ποίησης
Οι στίχοι της ουκρανικής ποίησης μιλούν συνήθως αλληγορικά για τον αιώνιο πόθο των Ουκρανών προς την Ελευθερία.
Αιώνες τώρα  ο λαός της Ουκρανίας ονειρεύεται και αγωνίζεται για την ανεξαρτησία και την ελευθερία του.
Ο ποιητής Ιβάν Φρανκό γράφει το 1878 στο ποίημα του “Πετρομάστορες”, το οποίο σήμερα είναι
 επίκαιρο όσο ποτέ.
Είδα ένα παράξενο όνειρο.
Ζωντανό, σαν να ήταν μπροστά μου.
Εγώ, αλυσοδεμένος με μια αλυσίδα, στέκομαι
κάτω από έναν ψηλό γρανιτένιο βράχο,
και δίπλα χιλιάδες άνθρωποι σαν κι εμένα.
Το μέτωπο του καθενός είναι γεμάτο ζωή και λύπη,
Και στα μάτια όλων η ζέστη της αγάπης καίει,
Και τα χέρια με κάθε αλυσίδα, σαν φίδι, τυλιγμένα,
Και οι ώμοι όλων σκυμμένοι,
Γιατί πιέζονται από ένα φοβερό φορτίο.
Όλοι έχουν ένα βαρύ σιδερένιο σφυρί στα χέρια τους,
Και μια φωνή δυνατή σαν βροντή από ψηλά:
«Χτύπα αυτόν τον βράχο! Μην σας σταματήσει ούτε η ζέστη ούτε το κρύο!
Υπομείνετε την κούραση, την δίψα και την πείνα,
γιατί είστε φτιαγμένοι για να σπάσετε τον βράχο».
Κι όλοι σαν ένας σηκώσαμε τα χέρια ψηλά,
Και χιλιάδες σφυριά χτυπούσαν την πέτρα,
Και αυτή σε χίλιες κατευθύνσεις κομμάτια.
Και τα θραύσματα του βράχου σκορπίστηκαν.
Χτυπούσαμε στο πέτρινο μέτωπο ξανά και ξανά με την δύναμη της οργής.
Ο βρυχηθμός ενός καταρράκτη είναι σαν ένας αιματηρός ήχος μάχης,
έτσι τα σφυριά μας βρόντηξαν ξανά και ξανά.
Και κανένας από εμάς δεν πληγώθηκε από αυτά τα βράχια,
Και συνεχίσαμε, τίποτα δεν μας σταματούσε!
Δεν υπάρχει μνήμη στους ανθρώπους για αυτό το ματωμένο έργο,
Μόνο τότε θα βγουν οι άνθρωποι σ’ αυτόν τον δρόμο,
Όταν θα τα σπάσουμε όλα και θα είναι ίσια παντού,
Καθώς θα σαπίζουν τα κόκκαλά μας εδώ κάτω.
Δεν θέλαμε καθόλου την ανθρώπινη δόξα,
γιατί δεν είμαστε ήρωες.
Όχι, είμαστε σκλάβοι, και οικειοθελώς φορέσαμε τα δεσμά. Έχουμε γίνει σκλάβοι της θέλησης
στο δρόμο της προόδου.
Και όλοι πιστεύαμε ότι με τα χέρια μας
θα σπάσουμε τον βράχο, θα συντρίψουμε τον γρανίτη,
ότι με το αίμα μας και τα κόκαλά μας θα χτίσουμε ένα στιβαρό χάνι και από πίσω μας θα ερχόταν μια νέα ζωή, ένα καλό νέο στον κόσμο.
Και ξέραμε ότι κάπου μακριά, εκεί
που εμείς ρίξαμε δουλειά, ιδρώτα και δρόμο,
χύνουν δάκρυα οι μάνες, οι γυναίκες και τα παιδιά,
Αλλά οι εχθροί, θυμωμένοι.
Πόνεσαν οι ψυχές μας περισσότερο από μία φορές,
Και η καρδιά μου σκίστηκε, και το στήθος μου πονούσε από λύπη. Δάκρυα, κανένας οίκτος, κανένας δυνατός πόνος στο σώμα,
Καμία κατάρα δεν μας απομάκρυνε από τη δουλειά,
Και κανείς δεν άφησε το σφυρί.
Δεν πειράζει που είμαστε καταραμένοι και ξεχασμένοι από τον κόσμο!
Σπάμε τον βράχο, βρίσκουμε την αλήθεια στον δρόμο,
Και η ευτυχία όλων θα έρθει από τα κόκαλά μας.
Μετάφραση : Νίκος Φραγκάκης

Share this post