Κυβέρνηση Ερντογάν: «Τολμηρή και με ρίσκο»
Του Μουράτ Γετκίν, Hürriyet
Μετάφραση: Μηνάς Βασιλειάδης
Ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι ένας πολιτικός που του αρέσει να παίρνει ρίσκο, καθότι πιστεύει ότι χωρίς ρίσκο δεν είναι πάντα πιθανό να νικήσεις. Πρώτα απλοποιεί το πρόβλημα –ει δυνατόν το μετατρέπει σε εξίσωση με μόνο έναν άγνωστο– και στη συνέχεια κινητοποιεί όλες τις δυνατότητες εκείνες, που θα βοηθήσουν να επιτευχθεί ο στόχος, χωρίς απαραίτητα να δίνει μεγάλη σημασία στις παράπλευρες συνέπειες και κάνοντας, παράλληλα, ό,τι είναι αναγκαίο για να επιτευχθεί ο στόχος.
Μέχρι στιγμής, στα 17 χρόνια της εξουσίας του, η στρατηγική αυτή τον έχει διαψεύσει μόνο δυο φορές: Η πρώτη ήταν όταν υποτίμησε τις συνέπειες της συμμαχίας του με τον Γκιουλέν –και το παράνομο δίκτυό του εντός των μηχανισμών του κράτους– εναντίον της εδραιωμένης κοσμικής παρουσίας στην κρατική δομή. Η δεύτερη ήταν όταν προσπάθησε να πετύχει δύο στόχους μαζί: Να καταλάβει την προεδρία και να λύσει το κουρδικό. Ως αποτέλεσμα, από το κουρδικό στις 7 Ιουνίου του 2015 έχασε την πλειοψηφία στη βουλή, ενώ η συμμαχία με τον Γκιουλέν οδήγησε στην αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου του 2016. Και στις δύο περιπτώσεις ο Ερντογάν ανέκτησε γρήγορα τις δυνάμεις του, έκανε τις κινήσεις του και νίκησε.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο Ερντογάν υποστηρίχθηκε από τον ίδιο σύμμαχο, τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί του Κινήματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ). Η συμμαχία αυτή αποτελούσε ρίσκο, αλλά ο Ερντογάν υπολόγισε ότι το ρίσκο για απώλεια της εξουσίας ήταν μεγαλύτερο. Η στρατηγική των δύο αποδείχθηκε επιτυχημένη: Ο Ερντογάν μετέτρεψε το σύστημα διακυβέρνησης με έναν τρόπο που ουδείς είχε επιχειρήσει στο παρελθόν. Με την προοπτική τού ‘ο νικητής τα παίρνει όλα’ συγκέντρωσε όλες τις εκτελεστικές εξουσίες στην Προεδρία, ενώ μπορεί, επίσης, να έχει λόγο στους νομοθετικούς και δικαστικούς θεσμούς.
Η λογική πίσω απ’ το σχέδιο ήταν να λαμβάνονται αποφάσεις τάχιστα χωρίς «καθυστερήσεις» από τις χρονοβόρες κοινοβουλευτικές και δικαστικές διαδικασίες, από αυτό δηλαδή που στους κύκλους του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης αποκαλούν «ολιγαρχία των γραφειοκρατών». Τώρα όλα έχουν μπει σε μια σειρά. Με το νέο σύνταγμα και τα διατάγματα που έχουν εκδοθεί, σχεδόν όλοι οι σημαντικοί διορισμοί θέσεων στην κρατική δομή θα γίνονται από τον πρόεδρο –από στρατηγούς μέχρι πρυτάνεις.
Ενδεχομένως μπορούμε να παρατηρήσουμε την ίδια στρατηγική ρίσκου εντός του νέου Υπουργικού Συμβουλίου. Είναι ξεκάθαρο ότι ο Ερντογάν δεν έδωσε σημασία στις αντιδράσεις ή στις συζητήσεις αναφορικά με τα πρόσωπα που επέλεξε για την πρώτη «προεδρική κυβέρνηση» της Τουρκίας, όπου δεν υπάρχει ούτε πρωθυπουργός ούτε και ψήφος εμπιστοσύνης. Όπως φαίνεται, συγκεντρώθηκε στον παράγοντα της λειτουργικότητας.
Για παράδειγμα, η συγχώνευση όλου του οικονομικού επιτελείου στο υπουργείο Οικονομικών και η επιλογή του υπουργού Ενέργειας και γαμπρού του Μπεράτ Άλμπαϊρακ για τη θέση του υπουργού, έχει μάλλον κίνητρα λειτουργικότητας και όχι πολιτικά. Ο Άλμπαϊρακ αντιπροσωπεύει μια τολμηρή επιλογή, με ρίσκο, σε σχέση με εκείνη του Μεχμέτ Σιμσέκ, όμως τώρα πια δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο [για το ΥΠΟΙΚ], ούτε χρονοβόρες διαδικασίες ούτε ολιγαρχία των γραφειοκρατών. Αυτό, επιπλέον, σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία δικαιολογία αποτυχίας των πολιτικών που θα ακολουθηθούν.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο διορισμός του μέχρι πρότινος Αρχηγού ΓΕΕΘΑ Χουλουσί Ακάρ στο υπουργείο Άμυνας. Ο διορισμός στην Τουρκία –μετά από τόσα χρόνια– ενός αξιωματικού στη θέση αυτή, φανερώνει τόσο την ανάγκη ενίσχυσης του στρατού, όσο και την ανάγκη αναδιάρθρωσής του ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες της κυβέρνησης που τώρα εκπροσωπείται από τον πρόεδρο. Στο κάτω-κάτω ο Ερντογάν είχε ενημερώσει τον λαό για τα σχέδιά του και κέρδισε τις εκλογές με 52%.
Η νέα κυβέρνηση μπορεί να αναλυθεί σε δύο μέρη: Το πρώτο είναι το ‘εσωτερικό’ υπουργικό συμβούλιο, αποτελείται από μια νέα γενιά στελεχών του ΑΚΡ, τα οποία ο Ερντογάν γνωρίζει εδώ και πολλά χρόνια, όπως ο ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο ΥΠΟΙΚ Μπεράτ Άλμπαϊρακ, ο Δικαιοσύνης Αμπντουλχαμίτ Γκιουλ και ο Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού. Σε αυτούς μπορούν ίσως να προστεθούν και ο Άμυνας Χουλουσί Ακάρ, ο νέος Αρχηγός ΓΕΕΘΑ Χασάρ Γκιουλέρ, ο επικεφαλής της MİT Χακάν Φιντάν και ο σύμβουλός του για θέματα εξωτερικών και ασφάλειας Ιμπραΐμ Καλίν.
Υπάρχουν όμως και υπουργεία στα οποία τοποθετήθηκαν τεχνοκράτες. Με εξαίρεση τον υπουργό Βιομηχανίας και Τεχνολογίας Μουσταφά Βαράνκ, ο οποίος ήταν σύμβουλός του, οι υπόλοιποι προέρχονται είτε από τον επιχειρηματικό κόσμο είτε από την κοινωνία των πολιτών. Για παράδειγμα ο υπουργός Υγείας Φαχρεττίν Κοτζά είναι ιδιοκτήτης του συγκροτήματος ιδιωτικών νοσοκομείων Medipol. Ο υπουργός Τουρισμού και Αθλητισμού Μεχμέτ Έρσοϊ είναι ιδιοκτήτης ενός από τα μεγαλύτερα τουριστικά γραφεία της χώρας, του ETS. Η υπουργός Παιδείας Ζιγιά Σελτσούκ είναι σημαίνουσα μη κομματική προσωπικότητα του εκπαιδευτικού κόσμου. Ο υπουργός Μεταφορών Μεχμέτ Τζαχίτ Τουράν ήταν επικεφαλής της κρατικής Γενικής Διεύθυνσης Οδοποιίας (KGM).
Ο Ερντογάν ίσως να σκέφτεται ότι θα λαμβάνει τις στρατηγικές αποφάσεις του με τη βοήθεια του ‘εσωτερικού’ υπουργικού συμβουλίου και με τους συμβούλους που θα διορίσει, ενώ θα αφήσει στους ειδικούς τα θέματα που χρήζουν άμεσης επικοινωνίας με τους πολίτες. Υπάρχει ρίσκο; Ναι, υπάρχει, διότι στον Ερντογάν αρέσει το ρίσκο σε έναν κόσμο που όλοι σχεδόν οι ηγέτες ρισκάρουν.