Κύπρος και Ελλάδα στην Ανατολική Μεσόγειο
Του Τάκη Χατζηδημητρίου*
Οι ώρες είναι κρίσιμες και για την Ελλάδα και για την Κύπρο. Όμως, είναι και κατάλληλες για να διαπιστώσουμε τι είναι αυτό που μπορεί να συμβάλει στην επιδείνωση και τι είναι αυτό που μπορεί να φέρει αποκλιμάκωση ή και να οδηγήσει σε πορεία επίλυσης.
Και πρώτα ας δούμε τι είναι αυτό που έχει επιφέρει επιδείνωση στην περίπτωση της Κύπρου και ιδιαίτερα της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι η διαιώνιση του Κυπριακού ως ενός άλυτου εθνικού προβλήματος. Αυτό προσφέρει την ευκαιρία στην Τουρκία να προχωρεί σε παράνομες ενέργειες και να παραβιάζει κατάφωρα την κυπριακή ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα.
Η παράταση του Κυπριακού επέτρεψε στο εγκάθετο από την Τουρκία καθεστώς της Βόρειας Κύπρου να ανακηρύξει, παράνομα, δική του ΑΟΖ και να αδειοδοτήσει τουρκικές εταιρείες για έρευνες και γεωτρήσεις.
Μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα διαφορετικά; Ναι. Τρεις φορές φτάσαμε σε απόσταση αναπνοής από τη λύση και αφέθηκαν οι ευκαιρίες να χαθούν. Την πρώτη, το 2004, με το σχέδιο του ΟΗΕ, τη δεύτερη στο Μοντ Πελεράν, όταν με δική του ευθύνη ο Ακιντσί έδινε χάρτη που ικανοποιούσε τις θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς και την τρίτη, στο Γκραν Μοντάνα, όταν ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ πρόσφερε μοναδική ευκαιρία για τελική διαπραγμάτευση σε όλα τα επίμαχα θέματα.
Σε όλα τα σχέδια λύσης περιλαμβανόταν και η πρόνοια ότι το κράτος που θα προέκυπτε θα υιοθετούσε τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας. Δηλαδή, η Κύπρος, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα είχαν κοινή βάση προσέγγισης του ζητήματος και κατανομής των πόρων από το φυσικό αέριο. Η αποδοχή της λύσης από την Τουρκία δε σήμαινε φυσικά και υιοθέτηση από την ίδια του Δικαίου της Θάλασσας, αλλά της δημιουργούσε ορισμένους περιορισμούς και έθετε όρια στις διεκδικήσεις της. Θα μπορούσε να προχωρήσει σε διαβουλεύσεις με την Κύπρο για τον καθορισμό των ορίων ή, αν παρατείνονταν οι διαφωνίες, να προσφύγουν από κοινού σε διαιτητικό δικαστήριο. Αυτό θα ήταν δυνατό γιατί, με την επίλυση του Κυπριακού στη βάση της Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας, θα μπορούσαν να αποκατασταθούν σχέσεις, αν όχι φιλίας, τουλάχιστον συνεργασίας μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας, κάτι απαραίτητο για την επιβίωση της Κύπρου. Και αυτό όχι ως πολιτική σκοπιμότητα αλλά κατάσταση επιβεβλημένη από τη γεωγραφία και τη θέση της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο.
Υπάρχουν και εκείνοι, στην Κύπρο και στην Ελλάδα, που λέγουν ότι είναι καιρός για συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου για χάραξη εφαπτόμενων οικονομικών ζωνών. Υποστηρίζουν ότι έτσι θα αντιπαραταχθεί στην Τουρκία ισχυρό, ενιαίο ελληνικό μέτωπο. Ποιο όμως μέτωπο; Αυτό της Νότιας Κύπρου, με διαγραφή των κατεχομένων; Δηλαδή, υποστηρίζουν τη λογική της «μικρής εντίμου Κύπρου του Νότου, αλλά ελληνικής»; Επιλογή που μόνο νέες κρίσεις και εντάσεις επιφυλάσσει, μέσα σε θολό και αβέβαιο μέλλον, για τον κυπριακό ελληνισμό. Όμως η Κύπρος για να επιβιώσει ως ανεξάρτητο κράτος, χρειάζεται όλο τον πληθυσμό της Ελληνοκύπριους, Τουρκοκύπριους, Μαρωνίτες Αρμένιους και Λατίνους.
Η Κύπρος δεν είναι ένα υπόλειμμα αλυτρωτισμού, αλλά ένα ξεχωριστό πολυεθνικό κράτος με τα δικά του χαρακτηριστικά και συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Πραγματικότητα που άρχισε τον τελευταίο καιρό να γίνεται αισθητή στην Αθήνα, αλλά και από σοβαρούς σχολιαστές στη Λευκωσία. Απομένει να το αντιληφθεί και η κυπριακή κυβέρνηση. Ελλάδα και Κύπρος, δυο κράτη με τα δικά τους ιδιαίτερα προβλήματα και ιστορικά δεδομένα. Δυο κρατικές οντότητες που μπορούν να συναντώνται και να συνεργάζονται μέσα στον ευρύτερο χώρο του διεθνούς συστήματος, της πολιτικής και της διπλωματίας.
*Ο Τάκης Χατζηδημητρίου, πρώην βουλευτής της ΕΔΕΚ, είναι πρόεδρος του Ιδρύματος Κοινωνικοπολιτικών Μελετών (ΙΚΜΕ). Το πιο πάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στα “ΝΕΑ” των Αθηνών και απηχεί τις προσωπικές απόψεις του συγγραφέα του.