Κυπριακή ανεξαρτησία: παθήματα και μαθήματα
Του Στέφανου Στεφάνου,
Βουλευτή, εκπροσώπου Τύπου ΑΚΕΛ
Το ανεξάρτητο δικοινοτικό κυπριακό κράτος είναι ιστορική και ανεκτίμητη κατάκτηση για τους Κυπρίους. Δυστυχώς, όμως, οι ηγετικές ελίτ της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας -αυτές που με την υπογραφή τους το ίδρυσαν- δεν το αποδέχθηκαν. Εγκλωβισμένες στον εθνικισμό και εθνοκεντρισμό τους το πολέμησαν και το υπέσκαψαν.
Για την ελληνοκυπριακή ηγετική ελίτ, το κυπριακό κράτος αποτέλεσε την ακύρωση του οράματός της για ένωση με την Ελλάδα. Για την τουρκοκυπριακή ελίτ, αυτό υπήρξε η ακύρωση του στόχου της διχοτόμησης (ταξίμ). Η μια ελίτ μισούσε την άλλη κι όμως τελικά βρέθηκαν να είναι συν-διαχειριστές ενός κοινού κράτους! Κανείς τους δεν το ήθελε, παρότι και οι δύο ελίτ το εκμεταλλεύτηκαν για να στερεώσουν την εξουσία τους και να γεύονται τους καρπούς της.
Η υπόσκαψη του κράτους, που έτσι κι αλλιώς ήταν δυσλειτουργικό, οδήγησε στο φρακάρισμά του. Σύντομα, το 1963 – ’64 ξέσπασαν διακοινοτικές συγκρούσεις, για τις οποίες οι ηγεσίες των δύο κοινοτήτων προετοιμάζονταν. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία έφτιαξε την Οργάνωση «Ακρίτας» για να κτυπήσει τον δικοινοτισμό και να προωθήσει την ένωση. Από την άλλη, η τουρκοκυπριακή ηγεσία επιστράτευσε ξανά την ΤΜΤ, η οποία υποδαύλιζε το μίσος ανάμεσα στις δύο κοινότητες και καταπίεζε (και εξόντωνε) κάθε προοδευτική τουρκοκυπριακή φωνή.
Με τις διακοινοτικές συγκρούσεις οι ηγετικές ελίτ και οι παρατάξεις που δεν αποδέχθηκαν το κράτος θεώρησαν ότι ήρθε η στιγμή να απαλλαγούν από αυτό. Οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από τα όργανα εξουσίας και θεσμούς και με την πίεση της Άγκυρας ένα μεγάλο μέρος τους εγκλείστηκε σε θύλακες. Σ’ αυτούς, η καταπληκτική πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων διαβίωνε σε άθλιες συνθήκες.
Η ελληνοκυπριακή ελίτ εκμεταλλεύτηκε αυτή την εξέλιξη για να οικοδομήσει την ένωση με το κομμάτι. Η πολιτική και η ρητορική της ένωσης κάλυψε τα πάντα. Η κυπριακή σημαία εξαφανίστηκε και αντικαταστάθηκε από την ελληνική. Το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο πλέον αποτελούνταν μόνο από Ελληνοκύπριους, αποφάσισε τον Νοέμβριο του 1966 την υιοθέτηση της μουσικής του Ελληνικού Εθνικού Ύμνου για Ύμνο της Κύπρου. Το 1964, αποφασίστηκε να πραγματοποιείται στρατιωτική παρέλαση όχι ανήμερα της επετείου της ανεξαρτησίας, αλλά την 1η Απριλίου, επέτειο της ΕΟΚΑ.
Στα σχολεία (το θυμάμαι πολύ μικρό παιδί τότε στο δημοτικό), μαθαίναμε το ποίημα «της πατρίδας μου η σημαία έχει χρώμα γαλανό» και ασφαλώς δεν μας μάθαιναν ποτέ, πώς καταλήξαμε στην ανεξαρτησία, αφού ο στόχος του αγώνα της ΕΟΚΑ ήταν η ένωση. Όπως δεν μαθαίναμε ποτέ ότι η Κύπρος είναι ένα δικοινοτικό κράτος που εξίσου ανήκει στους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Η Κύπρος παρουσιαζόταν (και εν πολλοίς συμπεριφερόταν) σαν ένα δεύτερο ελληνικό κράτος, το οποίο αποτελούσε την προέκταση (αν όχι επαρχία) της μητροπολιτικής Ελλάδας.
Με τη ρητορική και τις πολιτικές για ένωση, με την υπόσκαψη του κράτους και την τρομοκρατία (που κορυφώθηκε με πρωταγωνιστές τη Χούντα των Αθηνών και την ΕΟΚΑ Β’ του Γρίβα), φτάσαμε στο προδοτικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή το 1974.
Έκτοτε, η Κυπριακή Δημοκρατία δίνει αγώνα για να διασφαλίσει την επιβίωσή της.
Στην εξηντάχρονη ιστορική πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας ως λαός έχουμε πάθει πολλά. Ενώπιον των σοβαρών κινδύνων που διέρχεται η χώρα μας και με τη διχοτόμηση να μας κτυπά την πόρτα, τα παθήματα οφείλουμε να τα κάνουμε μαθήματα.
Πρώτο και καθοριστικό μάθημα είναι ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ως αποτελεσματικό κέλυφος προστασίας του λαού μας, των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων του, αν δεν απαλλαγεί από την τουρκική κατοχή και τη ντε φάκτο διαίρεση. Η προσωρινότητα του status quo δεν μπορεί να διασφαλίσει ένα σίγουρο και ασφαλές μέλλον ούτε για τους Ελληνοκύπριους ούτε για τους Τουρκοκύπριους. To status quo συνεχώς διολισθαίνει προς χειρότερες καταστάσεις, οι οποίες ενισχύουν τους κινδύνους και δημιουργούν καινούριους. Επιλογή ασφάλειας, ειρήνης και ευημερίας δεν μπορεί να είναι τα δύο κράτη, αφού έτσι η Τουρκία θα συνεχίσει να είναι παρούσα και να έχει επικυριαρχία στο νησί.
Μόνο μία είναι η πραγματική επιλογή ασφάλειας, ειρήνης και συνεργασίας. Είναι η λύση της δικοινοτικής, διζωνικής, ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, όπως την περιγράφουν τα Ηνωμένα Έθνη. Αυτή τη βάση λύσης συμφώνησαν οι δύο κοινότητες από το 1977. Αυτή υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ, την ΕΕ, ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα. Πάνω σ’ αυτή συζητήσαμε σε όλες τις διαπραγματεύσεις. Πάνω σ’ αυτή θα συζητήσουμε αν επαναρχίσει η διαπραγμάτευση από το σημείο που διακόπηκε στο Κραν Μοντανά. Αυτή είναι η βάση λύσης, η οποία είναι εφικτή και ικανή να τερματίσει την κατοχή και να επανενώσει τον τόπο και τον λαό.
Οποιαδήποτε άλλη σκέψη και επιδίωξη ανήκει στη σφαίρα της ψευδαίσθησης και του ανέφικτου. Και, ήδη, η Κύπρος πληρώνει πολλά γι’ αυτούς που κυνήγησαν και επιδίωξαν με μανία το ανέφικτο.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους