«Κρυφές πτυχές του Μακεδονικού»
Από τη συνάντηση Μιλόσεβιτς-Γκλιγκόρωφ στην Αχρίδα ώς το βουλγαρικό βέτο στη σύνοδο κορυφής.- Βιβλίο του δημοσιογράφου Σταύρου Τζίμα
«Η συζήτηση ήταν θυελλώδης. “Τι πάτε να κάνετε, ποιος θα προστατεύσει τα σύνορά σας; Εσείς δεν έχετε στρατό δεν έχετε συναλλαγματικά αποθέματα, δεν έχετε νόμισμα, πού πάτε, πώς θα επιβιώσετε;”. Στην κρατική έπαυλη στην Αχρίδα, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς εξαγριωμένος τα ψέλνει στον Κίρο Γκλιγκόρωφ για την απόφαση των Σκοπίων να ακολουθήσουν τον δρόμο της Σλοβενίας και της Κροατίας, δηλαδή να αποσχιστούν. Στις 27 Δεκεμβρίου του 1991, ο Γκλιγκόρωφ δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον Μιλόσεβιτς, ο οποίος του ζητούσε να συναντηθούν στην Αχρίδα για να συζητήσουν “για τις σχέσεις και το μέλον της περιοχής”. Πήγε παίρνοντας μαζί του και τον Βασίλι Τουπουρκόφσκι, στενό συνεργάτη του, νεαρό ανερχόμενο αστέρι της γιουγκοσλαβικής πολιτικής. “Ο Μιλόσεβιτς ήρθε συνοδευόμενος από τον τότε πρόεδρο της ομοσπονδίας Μπόρισλαβ Γιόβιτς και τον υπουργό Εξωτερικών Βλάντο Γιοβάνοβιτς”, αφηγείται ο Τουπουρκόφσκι».
Από τη θυελλώδη συνάντηση της Αχρίδας, τον Ιανουάριο του 1992, όταν «τα κανόνια στην Κροατία και τη Βοσνία βροντούσαν και το αίμα έρεε», ξεκινάει να ξετυλίγει το κουβάρι με τις «Κρυφές Πτυχές του Μακεδονικού» ο δημοσιογράφος Σταύρος Τζίμας στο ομώνυμο βιβλίο του, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο, «βουτώντας» στα άδυτα ενός θέματος, το οποίο όχι μόνο με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα αλλά και μ’ αυτή του επίμονου μελετητή της ιστορίας μιας περιοχής που δεν έχει ακόμη αποτινάξει από πάνω της τον χαρακτηρισμό της «πυριτιδαποθήκης» της Ευρώπης, παρακολουθεί επισταμένα από τη «γέννησή» του και με τα άρθρα του καταγράφει αυτό το κομμάτι της ιστορίας.
Με μαρτυρίες των πρωταγωνιστών της ιστορίας του Μακεδονικού, όπως η παραπάνω του Βασίλ Τουπουρκόφσκι, ένα βαρύ φθινοπωρινό μεσημέρι, σ’ ένα καφέ στο κέντρο των Σκοπίων, με ενδελεχή έρευνα δεκαετιών για τα γεγονότα αλλά και τα πρόσωπα που διαμόρφωσαν τις εξελίξεις, ο Σταύρος Τζίμας διεισδύει στο πολιτικό και διπλωματικό παρασκήνιο των γεγονότων, φωτίζοντας άγνωστες μέχρι σήμερα πτυχές τους. Από τη συνάντηση εκείνη στην Αχρίδα ώς τη Συμφωνία των Πρεσπών και την απόφαση της βουλγαρικής πλευράς να μπλοκάρει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, το βιβλίο είναι μια ολοκληρωμένη μελέτη του Μακεδονικού, η χρησιμότητα της οποίας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στον πρόλογο ο δημοσιογράφος Παύλος Τσίμας, «είναι αυτονόητη, καθώς δημοσιεύεται σε μια στιγμή που πρέπει να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις και η γνώση της ιστορίας είναι απαραίτητη για μια ορθολογική και δίκαιη στάθμιση».
«Ο Σταύρος Τζίμας αφηγείται την 25ετία της κρίσης χωρίς φόβο και πάθος, με ακρίβεια, με τεκμηρίωση, ενσωματώνοντας τις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών της, και με βαθιά γνώση όχι μόνο των των γεγονότων, αλλά και των προσωπικοτήτων που τους έτυχε να λάβουν αποφάσεις, και του ευρύτερου πολιτικού και κοινωνικού κλίματος όχι μόνο στην από εδώ, μα και στην από εκεί πλευρά των συνόρων», γράφει ο Παύλος Τσίμας, επισημαίνοντας πως ο «θησαυρός» αυτός γνώσης κι εμπειρίας από τον «μόνο Έλληνα δημοσιογράφο που παρακολουθεί την ιστορία αυτή από κοντά, από τη γέννησή της έως σήμερα, ζώντας ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη αλλά και ταξιδεύοντας διαρκώς και στην άλλη πλευρά, σε γραφεία πολιτικών, μα και σε σπίτια απλών χωρικών» είναι πια, με την έκδοση αυτή, προσβάσιμος σε όλους.
Μέσα από τα εννέα κεφάλαια του βιβλίου, ξεκινώντας με το «Καλή τύχη, αδέρφια…», που άκουσαν από τα χείλη του Μιλόσεβιτς ο Γκλιγκόρωφ και ο Τουπουρκόφσκι αναχωρώντας από την έπαυλη της Αχρίδας, νιώθοντας μια εσωτερική ανακούφιση καθώς φοβόντουσαν τυχόν επέμβαση της Σερβίας, όπως αποκαλύπτει το βιβλίο, έως τα γεγονότα μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, με την «τρικυμία σε Σκόπια και Αθήνα» και την ιστορική διαμάχη Σόφιας- Σκοπίων για το ποιος είναι τι -μια σχέση που θυμίζει «κακιά μητριά», όπως τιτλοφορείται το τελευταίο κεφάλαιο- αλλά και μ’ ένα διαφωτιστικό επίμετρο, με χρονολόγιο, φωτογραφικά τεκμήρια, ευρετήριο ονομάτων και όρων, το βιβλίο του Σταύρου Τζίμα είναι ένας οδηγός για όσους θέλουν να εντρυφήσουν σε ένα από τα πιο καυτά ζητήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Άλλωστε, όπως επισημαίνει και ο Παύλος Τσίμας, «οι συνάδελφοί του συχνά ανατρέχαμε στις γνώσεις και στη γνώμη του για να κατανοούμε τα απροσδόκητα και συχνά ανεξήγητα του Μακεδονικού».
Ο συγγραφέας, Σταύρος Τζίμας, με τον Κίρο Γκλιγκόρωφ
Οι Καρυές, ο Γκότσε Ντέλτσεφ και το βράδυ που ο Ζέλεφ δείπνησε με τον Γέλτσιν
«Ο αναγνώστης θα βρει στο βιβλίο όλη την ιστορία από το 1991, που ιδρύθηκε το κράτος της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας έως και την τελευταία Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου η Βουλγαρία μπλόκαρε για μία ακόμη φορά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις», λέει ο συγγραφέας, ο οποίος αφιερώνει σημαντικό μέρος του βιβλίου στον ρόλο της Βουλγαρίας με αφορμή το πρόσφατο βέτο.
Η Βουλγαρία, το τελευταίο διάστημα εγείρει αξιώσεις σε σχέση με την ταυτότητα και τη γλώσσα των μη Αλβανών πολιτών της Βόρειας Μακεδονίας, υποστηρίζοντας ότι έχουν βουλγαρικές ρίζες, κάτι το οποίο τα Σκόπια απορρίπτουν κατηγορηματικά. Ενδεικτικά της ιστορικής διαμάχης που υποβόσκει χρόνια τώρα μεταξύ Βουλγαρίας και Βόρειας Μακεδονίας είναι κάποια περιστατικά που παραθέτει ο Σταύρος Τζίμας στο βιβλίο του, όπως το παρακάτω απόσπασμα:
«…Οι Καρυές είναι ένα ερημωμένο από τους πολέμους χωριό των Σερρών, όπου το 1903, όταν η Μακεδονία ήταν ακόμα υπό οθωμανική κατοχή, σκοτώθηκε από τουρκικό απόσπασμα ο επαναστάτης Γκότσε Ντέλτσεφ, για τον οποίο ερίζουν ακόμα σήμερα, έναν και πλέον αιώνα μετά, Βουλγαρία και Βόρεια Μακεδονία.
»Αν η διαμάχη για την εθνική ταυτότητα του Ντέλτσεφ περιοριζόταν στους ιστορικούς, δεν θα ήταν κάτι ασυνήθιστο, για τα Βαλκάνια, όπου οι άνθρωποι εξακολουθούν να καταβροχθίζουν το παρελθόν. Όταν, όμως, το ερώτημα “ τίνος ήρωας” είναι ο τάδε ή ο δείνα, αναβιώνει ιστορικές διενέξεις που έπνιξαν τους λαούς στο αίμα και απειλούν με την αναζωπύρωση εντάσεων μεταξύ λαών και κρατών, τότε τα φαντάσματα των εθνικισμών ξεπροβάλλουν επικίνδυνα.
»Έτσι, η διαμάχη της Βουλγαρίας με τη Βόρεια Μακεδονία για τον Γκότσε Ντέλτσεφ, που από τις …Καρυές των Σερρών έφτασε να απασχολεί το 2020 την Ευρώπη(!)», γράφει ο Σταύρος Τζίμας κι εξηγεί πώς τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Γκότσε Ντέλτσεφ και την ταφή του, το 1903, στην τότε Μπάνιτσα (Καρυές) «οι Βούλγαροι ξέθαψαν τη σορό που δεν είχε λιώσει ακόμα, έκοψαν και πήραν τα άκρα του Ντέλτσεφ και τα μετέφεραν στη Σόφια, όπου και τα ενταφίασαν», ωστόσο το 1947, με παρέμβαση του Στάλιν, «ο Βούλγαρος κομμουνιστής ηγέτης Γκιόργκι Δημητρόφ έδωσε τα οστά στον Τίτο που τα τοποθέτησε σε τάφο στα Σκόπια.
Και παρόλο που όσο υπήρχε η ενιαία Γιουγκοσλαβία η διαμάχη για την «ιδιοκτησία» του Ντέλτσεφ σοβούσε μεταξύ ιστορικών αλλά, επισήμως τουλάχιστον, δεν ασχολείτο κανείς με το θέμα, όταν το 1992 η Βουλγαρία αναγνώρισε πρώτη το νεόκοπο κράτος με τη συνταγματική του ονομασία («Δημοκρατία της Μακεδονίας»), «το σκήνωμα του Ντέλτσεφ “ βγήκε” απο τον τάφο του. Πάνω από το μνήμα του στις Καρυές στήθηκε μια ολόκληρη ιστορική διαμάχη από εκείνες που ταλαιπώρησαν και εξακολουθούν να ταλαιπωρούν την ειρήνη στα Βαλκάνια», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας.
Ένα άλλο γεγονός, ενδεικτικό της κατάστασης καταγράφεται μέσα από την αφήγηση για το βράδυ που ο Ζέλεφ δείπνησε με τον Γέλτσιν στην κατοικία «Λόζενετς» και το πώς η Ρωσία έγινε η τρίτη χώρα που αναγνώρισε το γειτονικό κράτος με το συνταγματικό του όνομα.
«Ο Μπόρις Νικολάγεβιτς συνέχιζε να πίνει βότκα παρά τις παρακλήσεις της συζύγου του, Νίνα, να φάει κάτι. Ο Γιέλτσιν έδειξε ότι δεν έχει ξεχάσει αυτό που έκανε ο Ζέλεφ και τον ρώτησε αν θέλει να κάνει κάτι για αυτόν. “Να αναγνωρίσετε τη Μακεδονία”, του απάντησε αμέσως ο ηγέτης του κράτους μας. Ο Γέλτσιν συμφώνησε και έδωσε εντολή στον υπουργό Εξωτερικών Κοζίρεφ να γράψει το διάταγμα. Ο Κοζίρεφ προσπάθησε να του εξηγήσει ότι με αυτήν την πράξη θα εξοργιστούν οι Έλληνες, αλλά ο Γιέλτσιν επέμεινε. Τότε ο Κοζίρεφ έπαιξε το τελευταίο του χαρτί – η κρατική σφραγίδα βρίσκεται στο προεδρικό αεροσκάφος. Ο Μπορίς Νικολάγεβιτς στράφηκε προς τον Ζέλεφ και τον καθησύχασε: “Αύριο το πρωί στο αεροδρόμιο θα δώσουμε συνέντευξη τύπου, θα ανακοινώσω ότι η Ρωσία αναγνωρίζει τη Μακεδονία και το διάταγμα θα το στείλω από το αεροπλάνο μόλις απογειωθεί”. Έτσι και έγινε – 10 λεπτά μετά την επιβίβαση στο αεροπλάνο με κατεύθυνση τη Μόσχα ο Γέλτσιν υπέγραψε την αναγνώριση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας από τη Ρωσική Ομοσπονδία με αυτό το αμετάβλητο όνομα της γειτονικής μας χώρας”»…
Οι ανθρώπινες ιστορίες πίσω από την «επίσημη» ιστορία
Ο Σταύρος Τζίμας στις συνολικά 493 σελίδες καταγράφει το προσκήνιο αλλά και πτυχές του παρασκηνίου της Συμφωνίας του 1995, της Ενδιάμεσης Συμφωνίας με την ονομασία FYROM, η προσπάθεια της Ελλάδας να διεισδύσει οικονομικά στη γειτονική χώρα, το γεφύρωμα των σχέσεων και η μυστική διπλωματία που οδήγησε στο δημοψήφισμα στη γείτονα, στις διαδηλώσεις αλλά και το πώς ο Ζόραν Ζάεφ κατάφερε να περάσει τη Συμφωνία των Πρεσπών από το κοινοβούλιο της χώρας του.
Εν είδει ενός μεγάλου ρεπορτάζ, όπως αυτά στα οποία καταγράφει καθημερινά τη σύγχρονη ιστορία της περιοχής, ο Σταύρος Τζίμας δεν στέκεται, όμως, μόνο στα γεγονότα που σημάδεψαν το Μακεδονικό, αλλά φέρνει στο φως και μια σειρά από ανθρώπινες ιστορίες: ο μπαρμπα-Βάσκο, ο Βασίλης Καρατζάς από το Δενδροχώρι Καστοριάς, ασυρματιστής του Μάρκου Βαφειάδη στον Εμφύλιο, αλλά καο η Χρυσούλα Νοβάτση, «παιδί του “παιδομαζώματος” που στα εννιά της χρόνια οι ελληνικές αρχές τής αφαίρεσαν την ελληνική ιθαγένεια ως “αντεθνικώς δρώσης”», η Αλεξάνδρα Καραφυλλίδου- Τσομπάνου που ούτε στην κηδεία της δεν μπόρεσε να …αποχαιρετίσει το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε το 1929, στον σημερινό Άγιο Γερμανό, αφού τής το δήμεσυε το μετεμφυλιακό κράτος χαρακτηρίζοντας την ίδια και τα άλλα μέλη της οικογένειάς της «φυγάδες» εγκαθιστώντας εκεί εποίκους, είναι μερικά μόνο από τα αόρατα -για τους πολλούς- πρόσωπα ενός κομματιού της «δύσκολης» ιστορίας που πραγματεύεται το βιβλίο.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ ( Σ. Παπ.)
*Ο Σταύρος Τζίμας γεννήθηκε το 1954 στον Αυλότοπο Σουλίου Θεσπρωτίας. Σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες Ριζοσπάστης, Νέα, Ποντίκι. Καθημερινή, στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (έως σήμερα) και υπήρξε συνεργάτης της Σουηδικής Ραδιοφωνίας. Έχει εκδώσει άλλα δύο βιβλία: «Στον αστερισμό του εθνικισμού- Ελλάδα και Αλβανία στη μετα-Χότζα εποχή» και «Η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και οι ελληνικές φαντασιώσεις. Ελλάς- Σερβία- Ορθοδοξία».Είναι παντρεμένος και έχει δυο θυγατέρες.
*********************************
Περιεχόμενα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ του Παύλου Τσίμα
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
“Καλή τύχη, αδέρφια…”
Η (μεγάλη) χαμένη ευκαιρία;
Ανοίγουν και πάλι τα σύνορα
Βουκουρέστι 2008
Ανθρώπινες ιστορίες
Ο “άγνωστος πόλεμος” για το Μακεδονικό
Η πορεία προς τη συμφωνία των Πρεσπών
Μετά την Πρέσπα: τρικυμία σε Σκόπια και Αθήνα
Η κακιά μητριά
ΕΠΙΜΕΤΡΟ – Τα φαντάσματα των Πρεσπών και μια λίμνη που στέρεψε από κατοίκους
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ
Ευρετήριο ονομάτων
Ευρετήριο όρων
“Τον Μάρτιο του 1964, ένας Έλληνας μετανάστης ξεκινούσε από το Μόναχο για την πατρίδα, για μόνιμη επανεγκατάσταση. Είχε φορτώσει στο αυτοκί νητό του τις βαλίτσες με τα υπάρχοντά του, εκτός από μερικά ογκώδη αντι κείμενα, ανάμεσα στα οποία μια συσκευή τηλεόρασης, που τα είχε στείλει με το τρένο. Προς μεγάλη του έκπληξη, όταν πήγε να τα παραλάβει από το τελωνείο του σταθμού Λαρίσης, του ανακοινώθηκε ότι η τηλεόρασή του είχε κατασχεθεί. Η εισαγωγή τηλεοράσεων στην Ελλάδα απαγορευόταν. Μισό αιώνα αργότερα, ανακάλυψα στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών την αίτηση, που ο άνθρωπος είχε υποβάλει προς την Α΄ Διεύθυνση (τμήμα Βαλκανικών Υποθέσεων) του υπουργείου, ζητώντας να του αποδοθεί η συσκευή, «την οποίαν», έγραφε, «ηγόρασα εκ του υστερήματός μου με δόσεις». Αγνοούσε, ίσως, ότι η συσκευή θα του ήταν ούτως ή άλλως άχρηστη. Η Ελλάδα του 1964 μπορεί να ήταν μία από τις πιο γρήγορα αναπτυσσόμενες χώρες στον κόσμο (ρυθμός ανάπτυξης, το 1963, 11,8%), μπορεί να ήταν η πρώτη χώρα που είχε υπογράψει συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ των έξι, μπορεί να είχε μόλις δει έναν ποιητή της να κερδίζει το βραβείο Νόμπελ, αλλά τηλεόραση δεν έβλεπε. Ήταν η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που δεν είχε δημιουργήσει δίκτυο τηλεόρασης. Η τηλεόραση είχε φθάσει στη Γιουγκοσλαβία, στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, στην Αλβανία το 1960, αλλά στην Ελλάδα όχι ακόμη. Το ήξερε, άραγε, ο μετανάστης, όταν αποφάσιζε να φέρει τη γερμανική του τηλεόραση στην πατρίδα; Εκείνο που ασφαλώς αγνοούσε ήταν ότι η εισαγωγή τηλεοπτικών συσκευών στη χώρα απαγορευόταν. Φανταζόμουν την έκπληξή του, καθώς διάβαζα, χειρόγραφη, την αίτησή του. Αλλά και για εμένα ήταν μια έκπληξη.
Τι θα μπορούσε να εξηγεί αυτή την παράλογη απαγόρευση; Χρειάστηκε να ψάξω στα αρχεία για να βρω την απάντηση. Τον Αύγουστο του 1959, πέντε χρόνια πριν από το ταξίδι του μετανάστη, είχε αρχίσει να λειτουργεί στα Σκόπια ο τηλεοπτικός σταθμός της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Στην αρχή αναμετέδιδε το πρόγραμμα της τηλεόρασης του Βελιγραδίου και κάποια ιταλικά προγράμματα. Σύντομα άρχισε να μεταδίδει και τοπικά, «μακεδονικά» προγράμματα. Τον Νοέμβριο του 1959, ένα τηλεγράφημα του προξενείου μας στα Σκόπια ενημέρωνε την κεντρική υπηρεσία για τη λειτουργία του σταθμού. Το τηλεγράφημα κοινοποιήθηκε αμέσως στην ΚΥΠ, με το επείγον αίτημα να διαπιστωθεί «αν είναι τεχνικώς δυνατή η λήψις των προγραμμάτων αυτών εν Ελλάδι». Όταν η απάντηση της ΚΥΠ ήρθε και ήταν θετική, στο Υπουργείο Εξωτερικών έγιναν αλλεπάλληλες συνεννοήσεις μέχρι να καταλήξουν στην πρωτότυπη πρόταση: «Δοθέντος ότι η διά της τηλεοράσεως προπαγάνδα δύναται να είναι εκτάκτως επικίνδυνος», έγραφε ο διευθυντής της Α΄ Διεύθυνσης, «φρονούμε ότι δέον να παρεμποδισθή η εκ του εξωτερικού εισαγωγή μηχανημάτων λήψεως τηλεοράσεως, συνηρμολογημένων ή και εις τμήματα». Η εισήγηση έγινε δεκτή. Τον Μάρτιο του 1960 εκδόθηκε η ειδική εγκύκλιος του Υπουργείου Οικονομικών 3328/60, με την οποία προβλεπόταν η απαγόρευση εισαγωγής τηλεοπτικών συσκευών, «συνηρμολογημένων ή εις τμήματα», χωρίς ειδική, προηγούμενη άδεια των υπουργών Οικονομικών και Εξωτερικών. Παράλληλα, οι αρχές ασφαλείας είχαν εντολή να καταγράφουν τα σπίτια στη βόρεια Ελλάδα που διέθεταν κεραία τηλεό‐ ρασης. Μια έκθεση της ΚΥΠ με ημερομηνία 13 Μαρτίου 1965 σημείωνε ότι «εις Φλώριναν λειτουργούν πέντε συσκευαί εις οικίας πολιτών». Στις αρχές του 1966 ο διοικητής της ΚΥΠ, στρατηγός Παπαγεωργόπουλος, κοινοποιούσε με απόρρητο έγγραφο στον πρωθυπουργό, Στέφανο Στεφανόπουλο, τις ανησυχίες του. «Καθίσταται σαφές», έγραφε ο στρατηγός, «ότι αι εκπομπαί, ανεξαρτήτως των εξωτερικών, μορφωτικών, καλλιτεχνικών ή πολιτιστικών καλύψεων υφ’ ας παρουσιάζονται, αποβλέπουν σταθερώς εις την επίτευξιν του μοναδικού σκοπού, ήτοι της προπαγάνδας επί του σλαβοφώνου, αλλά και του ελληνοφώνου στοιχείου της Μακεδονίας, διά την εν καιρώ έγερσιν επισήμως θέματος ανεξαρτητοποιήσεως». Είναι μια αξιοπρόσεκτη σύμπτωση ότι, ταυτόχρονα με την υποβολή αυτής της έκθεσης, το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας πήρε επιτέλους πράσινο φως να ξεκινήσει τις πειραματικές εκπομπές του τηλεοπτικού του σταθμού. Η δημιουργία τηλεοπτικού σταθμού στην Ελλάδα είχε εξαγγελθεί πολλές φορές από το 1951 κι ύστερα, διεθνείς διαγωνισμοί είχαν διεξαχθεί και ακυρωθεί, σχέδια είχαν καταστρωθεί και είχαν μείνει στο συρτάρι. Κατά κάποιον τρόπο, η Ελλάδα απέκτησε τελικά τηλεόραση εν μέρει Κρυφές πτυχές του Μακεδονικού 13 χάρις στον τηλεοπτικό σταθμό των Σκοπίων, για τον φόβο της «μακεδονικής» προπαγάνδας.
ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ όπου ο ορίζοντας του Ψυχρού Πολέμου βάραινε στις επιλογές εξωτερικής πολιτικής όσο και στο εσωτερικό πολιτικό κλίμα της χώρας. Η Αθήνα ισορροπούσε ανάμεσα στις άταφες ακόμη μνήμες και στα επιτηδείως συντηρημένα πάθη του Εμφυλίου, στους πολιτικά μεταφρασμένους, εσωτερικά, φόβους για τον «από Βορρά κίνδυνο» και στις σκοπιμότητες της συμμαχίας στην οποία ανήκε, που επέβαλλαν μια προσέγγιση της Αθήνας με το Βελιγράδι. Την άνοιξη του 1959, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε συναντηθεί με τον Τίτο και στη συνέχεια είχε υπογραφεί μια συμφωνία, που ο Σοφοκλής Βενιζέλος είχε επικρίνει ως παράγουσα «κινδύνους εθνικής αφυπνίσεως των εναπομεινάντων σλαβοφώνων της δυτικής Μακεδονίας». Τον Μάρτιο του 1962, η κυβέρνηση Καραμανλή αποφάσισε να αναστείλει τη συμφωνία με τον Τίτο, ως απάντηση «εις την περί μακεδονικού προπαγάνδαν». Η κρίση κορυφώθηκε εκείνη τη χρονιά με την κυκλοφορία ενός βιβλίου, με συγγραφέα τον τότε πρόεδρο της Λ. Δ. Μακεδονίας Κολισέφσκυ, που υποστήριζε πως υπάρχει μακεδονικό έθνος με δική του ιστορία και γλώσσα, το οποίο υπήρξε θύμα του σερβικού, του βουλγαρικού και του ελληνικού εθνικισμού. Τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς, του 1962, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Αβέρωφ και ο Γιουγκοσλάβος ομόλογός του Πόποβιτς έφθαναν σε μια συμφωνία άμβλυνσης των εντάσεων. Συμφώνησαν, όπως γράφει ο Σπύρος Λιναρδάτος, «να παραμεριστεί το “μακεδονικό”, να μη συζητείται, να μπει κατά κάποιον τρόπο στο ψυγείο». Παρέμεινε στο ψυγείο, όχι χωρίς κρίσεις, παρά τη βελτίωση των σχέσεων που έφερε αργότερα μια επίσκεψη του Γεωργίου Παπανδρέου στο Βελιγράδι. Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον, σε αυτήν την ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’60 εγγράφεται η μικρή ιστορία της απαγόρευσης εισαγωγής τηλεοράσεων στην Ελλάδα.
Η ιστορία αυτή δείχνει, πολύ καθαρά πιστεύω, ότι το «μακεδονικό» που εξερράγη στην ελληνική δημόσια σφαίρα, με ηφαιστειακή ένταση, το 1992 έχει προϊστορία, έχει ρίζες, έχει πολιτικό και διπλωματικό παρελθόν. Μα δείχνει, επίσης, ότι η ελληνική πολιτεία είχε πολύ πριν από το 1992 την τάση να αλατίζει τις αντιδράσεις της στις αναρριπίσεις του «μακεδονικού» με στοιχεία ανορθολογικά. Σουρεαλιστικά σχεδόν. ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΒΓΗΚΕ ΑΠΟΤΟΜΑ από το «ψυγείο» με τον θάνατο της Γιουγκοσλαβίας. Όλα έγιναν με ταχύτητα αστραπιαία: Από την ανεξαρτησία της Σλοβενίας τον Ιούλιο του 1991 έως τις 17 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, όταν οι 12 υπουργοί Εξωτερικών της Ευρώπης, κάτω από ασφυκτική γερμανική πίεση, καλούσαν όσες πρώην ομόσπονδες γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες επιθυμούσαν την ανεξαρτησία τους να υποβάλουν αίτηση εντός μιας εβδομάδας. Τον Ιανουάριο του 1992, η έως τότε ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας διεκδικούσε την αναγνώρισή της ως ανεξάρτητο κράτος. Κι εμείς βρεθήκαμε αμέσως στη δίνη ενός πολιτικού κυκλώνα. Η αναβίωση του Μακεδονικού Ζητήματος, στα τέλη του 20ού αιώνα, ήταν μια απροσδόκητη, τριπλή δοκιμασία για την Ελλάδα:
– Η χώρα βρέθηκε απομονωμένη, καθώς ο διεθνής παράγοντας, που ήθελε πάση θυσία τη σταθεροποίηση της νοτιότερης από τις γιουγκοσλα‐ βικές δημοκρατίες, ώστε να μην κυλήσουν έως εκεί η φρίκη, το αίμα, η απίστευτη βαρβαρότητα των πολέμων της Κροατίας και της Βοσνίας, εμπλέκοντας ίσως και τρίτες χώρες, όπως η Αλβανία, η Ελλάδα ή η Τουρκία, έδειχνε ελάχιστη κατανόηση για τις ελληνικές ευαισθησίες σχετικά με το ζήτημα του ονόματος.
– Η ελληνική κοινωνία έζησε το Μακεδονικό όχι πια ως διεθνή διένεξη, όπως τη δεκαετία του ’60, μα ως εσωτερική, κυρίως, κρίση. Λες και οι πα‐ λιοί φόβοι, που διατύπωνε ένας στρατηγός της ΚΥΠ τη δεκαετία του ’60 βρήκαν αντηχείο στις συνειδήσεις εκατομμυρίων Ελλήνων, αναμίχθηκαν με νέες, καινοφανείς υπαρξιακές αγωνίες και μετασχηματίσθηκαν σε «ταυτοτική» κρίση. Είναι ενδεικτικό ότι το «καρδιογράφημα» των αντιδράσεων της ελληνικής κοινής γνώμης τα τελευταία 25 χρόνια ακολουθεί λιγότερο τις στροφές των διπλωματικών και των πολιτικών εξελίξεων του λεγόμενου «σκοπιανού» και περισσότερο εσωτερικούς, πολιτικούς και ψυχο‐κοινωνικούς παράγοντες, με το θερμόμετρο στο κόκκινο στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ξανά το 2018, αλλά θερμοκρασίες χαμηλές και δημοσκοπική ύφεση των αντιδράσεων το 2001 ή το 2008, όταν διαφαινόταν πιθανότητα συμβιβασμού σε μια σύνθετη ονομασία.
– Και ο ελληνικός πολιτικός κόσμος, αιφνιδιασμένος, αντέδρασε αρχικά με ορθολογισμό ανάλογο εκείνης της εισήγησης του Υπουργείου Εξωτερι‐ κών, το 1964, για απαγόρευση εισαγωγής τηλεοράσεων. Αγνόησε την έκκληση σημαντικών ανθρώπων, όπως ο Γεώργιος Ράλλης, ο Λεωνίδας Κύρκος, ο Ξενοφών Ζολώτας, η Ελένη Αρβελέρ, ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, που σε μια κοινή τους δήλωση το 1993 ζητούσαν να μην εμπλακεί το πρόβλημα με «τις σκοπιμότητες των κομματικών αντιθέσεων και των ρητορικών πλειοδοσιών». Κι ύστερα χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλο το ταλέντο, την επινοητικότητα και τη γνώση της διπλωματικής υπηρεσίας, για να υπηρετήσει μια 25ετή, συστηματική επιχείρηση damage control. ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ ΟΣΩΝ ΣΥΝΕΒΗΣΑΝ από το 1992 έως σήμερα ανέλαβε να παραθέσει στις σελίδες που ακολουθούν ο συνάδελφος και φίλος Σταύρος Τζίμας. Ξεκινά από την πρώτη πράξη του δράματος, στη νέα εποχή του: την απόφαση του Γκλιγκόρωφ να διεκδικήσει ανεξαρτησία, απόφαση, που αιφνιδίασε όχι μόνο την Αθήνα, αλλά και το Βελιγράδι, τον Μιλόσεβιτς. Και φθάνει έως τις συγκαιρινές μας εξελίξεις, φωτίζοντας στη διαδρομή τις γνωστές, μα και εντελώς άγνωστες στροφές της υπόθεσης. Η χρησιμότητα αυτής της εξιστόρησης είναι αυτονόητη, καθώς δημοσιεύεται σε μια στιγμή που πρέπει να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις και η γνώση της ιστορίας είναι απαραίτητη για μια ορθολογική και δίκαιη στάθμιση. Η αρετή αυτής της εξιστόρησης είναι, επίσης, προφανής στον αναγνώστη. Ο Σταύρος Τζίμας αφηγείται την 25ετία της κρίσης χωρίς φόβο και πάθος, με ακρίβεια, με τεκμηρίωση, ενσωματώνοντας τις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών της, και με βαθιά γνώση όχι μόνο των γεγονότων, αλλά και των προσωπικοτήτων, που τους έτυχε να λάβουν αποφάσεις, και του ευρύτερου πολιτικού και κοινωνικού κλίματος όχι μόνο στην από εδώ, μα και στην από εκεί πλευρά των συνόρων. Είναι, άλλωστε, ο μόνος Έλληνας δημοσιογράφος που παρακολουθεί την ιστορία αυτή από κοντά, από τη γέννησή της έως σήμερα, ζώντας ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη, αλλά ταξιδεύοντας διαρκώς και στην άλλη πλευρά, σε γραφεία πολιτικών, μα και σε σπίτια απλών χωρικών. Οι συνάδελφοί του συχνά ανατρέχαμε στις γνώσεις και στη γνώμη του για να κατανοούμε τα απροσδόκητα και συχνά ανεξήγητα του Μακεδονικού. Ο θησαυρός αυτός είναι πια, με τη σημερινή έκδοση, προσβάσιμος σε όλους”.