Κώστας Ριτσώνης: “Εἰς μνήμην του”.
Του Μητροπολίτη
Γέροντος Χαλκηδόνος
Αθανασίου
Ὅταν ἀπὸ τὸ 2002 περίπου περνοῦσε ὁ γράφων τὶς διακοπές του στὸ κελλί του, ποὺ βρισκόταν στὴν Αἰγείρα Αἰγιαλείας, γνωρίστηκε καὶ συνδέθηκε μὲ πολλοὺς ντόπιους καὶ μή, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦσαν ὁ ἀξιόλογος ζωγράφος Τάκης Σιδέρης[1] καὶ κυρίως ὁ Κώστας Ριτσώνης, ποιητής, ζωγράφος καὶ μουσικός, καὶ χαιρόταν ἰδιαίτερα γι’ αὐτό. Τὸ 2015 λοιπὸν ὄταν πῆγε, τὸν ἀναζήτησε καὶ μὲ πολλὴ λύπη πληροφορήθηκε, ὄτι μᾶς εἶχε φύγει τὴν ἴδια ἐκείνη χρονιά. Ἦταν γιὰ μένα συγκλονιστικό.
Ὁ Κώστας ἦταν γιὸς τῆς κ. Νίνας καὶ μαζὶ μὲ τὴν Μαρία δεύτερη γυναίκα του καὶ τὰ δυό τους παιδιά, περνοῦσαν τὶς διακοπές τους κυρίως στὸ νεότερο σπίτι τους στὴν Αἰγείρα, πλάϊ στὸ ὄμορφο πέτρινο ἀρχοντικό τους ποὖταν ἀκατοίκητο, ἀπέναντι στὴ θάλασσα. Ὁ Κώστας ἦταν ψηλός, γεροδεμένος καὶ λεβέντης. Γι’ αὐτὸ καὶ προσείλκυε τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀσθενοῦς φύλου συχνά.
Γεννήθηκε τὸ 1946 στὴν Ἀθήνα. Ἀπεφοίτησε ἀπὸ τὴν Πολυτεχνικὴ Σχολὴ στὴ Θεσσαλονίκη. Ἀπὸ τὸ 1969, ὡς δημόσιος ὑπάλληλος, ἄρχισε νὰ γράφει ποιήματα. Ἀπὸ τὸ 1987 ἐξέδιδε τὸ χειρόγραφο περιοδικό “Ποιήματα τῶν φίλων“, καὶ ἀπὸ τὸ 1996 ἐπιμελήθηκε τὶς ὁμώνυμες ἐκδόσεις. Τὸ 1997 μὲ τὸν Γιῶργο Ρωμανὸ ἵδρυσε τὸ λογοτεχνικὸ περιοδικὸ Πανδώρα, ὅπου δημοσιεύθηκαν συνεργασίες κυρίως νέων ποιητῶν καὶ πεζογραφίες.
Ο Κώστας Ριτσιώνης
Ἀπὸ τὸ 1997 μέχρι τὸ 2001 καὶ τὸ 2006 μαζὶ μὲ τὸν πεζογράφο Γ. Μπασκόλο ἐξέδωσαν τὸ περιοδικό “Οἱ φίλοι“. Συνεργάστηκε καὶ μὲ ἠλεκτρονικὰ περιοδικά, καὶ γιὰ 15 χρόνια μέχρι τὸ 1984, άποκλειστικὰ μὲ τὸ περιοδικὸ Διαγώνιος ποὺ ἐξέδιδε ὁ ἐνδιαφέρων φίλος καὶ συνοδοιπόρος του, ποιητὴς Ντῖνος Χριστιανόπουλος ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, κοντὰ στὸν ὁποῖο καὶ στὶς θέσεις του ἀνδρώθηκε λογοτεχνικά.
Ποιήματά του ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἀγγλικὰ καὶ πολωνικὰ καὶ μελοποιηθεῖ ἀπὸ τὸν Σ. Κουγιουμτζῆ. Ἔπαιζε μπουζούκι καὶ σιγοτραγουδοῦσε -τὸν ἄκουγε ὁ γράφων ἀπὸ τὸ ἐργαστῆρι του- μὲ ἀνατολίτικο ντέρτι, καὶ ἦταν θιασώτης τοῦ ρεμπέτικου τραγουδιοῦ. Ἄφησε σπουδαῖο λογοτεχνικὸ καὶ ἐκδοτικὸ ἔργο.
Ἡ λαϊκότητα καὶ ἡ τραχιὰ ὄψη τοῦ λόγου του, τὸ ἁπλό, τὸ καθημερινό, τὸ εὐτελὲς ποὺ μετουσιώνεται σὲ θέμα γιὰ τὴ γραφὴ μιᾶς ἱστορίας ἐνδιαφέρουσας καὶ ἑλκυστικῆς, εἶναι στοιχεῖα ποὺ κάνουν πολὺ ἔντονα τὴν ἐμφάνισή τους στὴ συλλογὴ πεζῶν τοῦ Ριτσώνη. (Ν. Πουλάκος)
Τὰ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν Ριτσώνη εἶναι κυρίως: ὁ ματαιωμένος ἔρωτας, οἱ ἀχάλαστοι πρωταγωνιστὲς τῆς ζωῆς, ἡ ἀλλοτρίωση προσώπων καὶ καταστάσεων, ἡ κακογουστιὰ ποὺ μᾶς κατακλύζει, ὁ χρόνος ποὺ μᾶς προσπερνᾶ, ἡ ἀγωνία τῆς γραφῆς καὶ τῆς δημιουργίας. Ἀλλοῦ παρατηρεῖ καὶ καταγράφει πρόσωπα καὶ καταστάσεις, κι ἀλλοῦ νοσταλγεῖ, στοχάζεται, θυμοσοφεῖ. Συχνὰ συνειδητοποιεῖ τὸ σκληρὸ παρὸν ἀντιδιαστέλλοντάς το μὲ ἕνα πιὸ γνήσιο, ντόμπρο καὶ ἀχάλαστο παρελθόν. (Π. Γούτας)
Ἐξέδωσε μεταξὺ ἄλλων ποιήματα, πεζά, μεταφράσεις κυρίως Γάλλων ποιητῶν καὶ συνειργάσθη μὲ τὰ περιοδικὰ Ἀλμανάκ, Ἀνακύκληση, Γραφή, Δήν, Intelectum, Λέξη, Λογοτεχνικὴ Πολυμορφία, Πάροδος, Πλανώδιον, Ποιῶν, Τράμ, Φαρφουλᾶς, καὶ ἐξέδωσε τὶς κάτωθι συλλογές:
- Ἀγκαλιά, ποιήματα (1969-71)2, Ἀθήνα 1974, 1999.
- Ὁ ἀνάπηρος λαχειοπώλης κι ἄλλα ποιήματα (1969-1981), Θεσσαλονίκη 1982.
- Φωτισμένο ἐργοστάσιο (ποιήματα 1981-1996), Ἀθήνα 1996.
- Οἱ τσίλιες κι ἄλλα μικρὰ πεζά, Θεσσαλονίκη 1991.
- Πουλιὰ καὶ ψίχουλα (ποιήματα 1969-2001).
- Βραχνὴ Φωνὴ 2003.
- 151 ποιήματα 2011.
- Τραγούδια στὰ μακάμια, Ἀθήνα 2013.
- Σύλβια Πλάθ ποιήματα, ἐπιμ. Ντ. Χριστιανόπουλου.
Ἀρκετὴ ἡ γιὰ τὸ λογοτεχνικό του ἔργο ἐργογραφία[2], τὴν ὁποία προσέφερε στὸν γράφοντα ἡ σύζυγός του Μαρία, τὴν ὁποία καὶ ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ εὐχαριστεῖ.
Ὁ Κώστας ἦταν καὶ ζωγράφος. Ἐξετέλεσε πίνακες μὲ συνθέσεις καὶ μὲ χρωματιστὸ μαρκαδόρο πάνω σὲ χαρτόνια, μεγάλους ἢ μικροὺς καὶ σκίτσα μὲ μελάνι ποὺ ἔχουν μεμονωμένα πρόσωπα ἢ περισσότερα, ποὺ δημοσιεύθηκαν σὲ μερικὲς συλλογές του.
Ἡ ζωγραφική του συνθετικὰ ἦταν γραμμική, δισδιάστατη καὶ παραθετική, μὲ χαριτωμένες, σχηματοποιημένες μορφολογικὲς παραμορφώσεις στὰ μικρὰ ἢ μεγάλα ἔνθετα (ἀνθρώπους, σπίτια, πλοῖα, θάλασσες, πουλιά, δεντράκια, λουλούδια, γεωμετρικὰ μοτίβα καὶ ἄλλα ἀντικείμενα στὰ ἐφαπτόμενα καὶ ἀσύνδετα ἐσωτερικὰ πλαίσια) τῶν ἔργων του. Ἀκολουθοῦσε τὴν τεχνοτροπία τῆς ἁπλοϊκῆς ζωγραφικῆς (naive Malerei) καὶ τὴν ἀτόφια λαϊκότροπη, δίχως σκιές, γεμίζοντας τὶς ἐπιφάνειες τῶν περιγραμμάτων μὲ διάφορα ἔντονα καὶ πολλάκις ἀντιθετικὰ χρώματα, ποὺ θυμίζουν τὴν ζωγραφικὴ καὶ τεχνικὴ τῶν παιδιῶν.
Τὸν συγκινοῦσαν ἰδιαίτερα οἱ γυναικεῖες μορφές, οἱ ἄνδρες κυρίως en face ἢ πλαγίως, τὰ ζευγάρια, οἱ ὀργανοπαῖχτες, τραγουδιστές, χορευτές (ἀκόμη ἐπάνω καὶ σὲ τραπέζια) καὶ τὰ ζῶα.
Ἔκανε καὶ ἐκθέσεις ὁμαδικὲς ἢ ἀτομικές. Τὰ ἔργα του βρίσκονται σκόρπια σὲ ἰδιῶτες.
Αἰωνία του ἡ μνήμη.
***********
[1] – Ἀ. Παπᾶ, Χαλκηδόνος, Τάκης Σιδέρης, Τοῦ Αὐτοῦ, Ρινήματα θεολογικά, τεχνοκριτικά, ἱστορικὰ καὶ ἄλλα τινὰ ἀπὸ τὸ Βόσπορο Ε’, Θεσσαλονίκη (2015) 279-281.
[2] – Ν. Πουλάκου, Ἡ λαϊκότητα στὴν ποίηση τοῦ Κώστα Ριτσώνη, Vakxinongr ἀρ. 19. Π. Γούτα, Τελευταῖος ἀσπασμὸς στὸν Κώστα Ριτσώνη, Πολιτεία 17.7.(2015).
Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ αὐτῇ ὁ γράφων ἐπιθυμεῖ νὰ ἐκφράσει τὶς εὐχαριστίες του πρὸς τὸν ἅγιον Δαφνουσίας Σμάραγδον, ὁ ὁποῖος ὡς πάντοτε, προσφέρει ἀκαμάτως τὴν πολύτιμον βοήθειάν του διὰ τὰς μελέτας αὐτάς.