Κίνα, Ρωσία , Τουρκία, το αίνιγμα της σύγκρουσης τους με τη Δύση
Του Ανδρέα Αττάλογλου*
Τρεις ανερχόμενες γεωπολιτικές δυνάμεις των αρχών του 21ου αιώνα προχώρησαν στις πιο περίεργες επιλογές μέχρι σήμερα. Η διαδρομή τους μετά το 2000 παρουσιάζει αρκετά κοινά στοιχεία και προκαλεί ενδιαφέρον. Ο λόγος είναι για τη Ρωσία, την Τουρκία και την Κίνα. Ενώ οι χώρες αυτές μπορεί να ειπωθεί ότι είναι από τις πλέον ευνοημένες του 21ους αιώνα, ωστόσο πολύ γρήγορα συμπεριφέρθηκαν απρόβλεπτα και ίσως και ανορθολογικά.
Ας δούμε πως έχουν τα πράγματα μέσα από το πρίσμα του οικονομικού δείκτη του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος που μετρά το οικονομικό μέγεθος μιας χώρας. Μπορεί να λεχθεί ότι και τα τρία κράτη, στις αρχές του 21ου αιώνα, δεν αποτελούσαν και τα καλύτερα υποδείγματα οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, με μια σειρά πρωτοβουλιών της Δύσης και γενναίες μεταρρυθμίσεις, απέκτησαν προνομιακή μεταχείριση από τις διεθνείς αγορές και αξιοποίησαν την ευκαιρία της παγκοσμιοποίησης για να εδραιώσουν την ηγετική θέση τους στο παγκόσμιο σύστημα. Και επωφελήθηκαν σημαντικά από αυτήν τη στρατηγικής τους επιλογή.
Παράλληλα, η Τουρκία το 2001 έλαβε βοήθεια από το ΔΝΤ και εν συνέχεια γενναία υποστήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ΑΕΠ της Τουρκίας το 2001 ήταν 274 δις δολάρια (λίγο πιο πάνω από της Ελλάδας) και δέκα χρόνια μετά (2011) έφτασε τα 838 δις δολάρια. Το 2020 κυμαινόταν στα 720 δις δολάρια.
Τέλος, η Ρωσία, μετά και τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 (Δίδυμοι Πύργοι), ενίσχυσε τη φιλοδυτική πολιτική της. Ως εκ τούτου, από το 2001 που διέθετε ΑΕΠ 301 δις δολαρίων αναπτύχθηκε οικονομικά και μέσα σε δέκα χρόνια (2011) έφτασε σχεδόν στα δύο τρις δολάρια ενώ σήμερα πλέον το ΑΕΠ της ανέρχεται στα 1,48 τρις δολάρια, με έντονα πτωτικές τάσεις.
Το συμπέρασμα κοινό. Και οι τρεις χώρες όχι απλά ωφελήθηκαν από το άνοιγμα τους στη Δύση, αλλά μετατράπηκαν και σε «οικονομικές υπερδυνάμεις» χάρη σε αυτή τους τη στρατηγική.
Τι προέβλεπαν οι μελέτες των συμβουλευτικών οίκων για τις τρεις αυτές χώρες; Τις καλύτερες προοπτικές( για όποιον ενδιαφέρεται παραπέμπω στο άρθρο “Νέες παγκόσμιες ισορροπίες” που είναι άκρως ενδεικτικό των σχετικών προβλέψεων για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας). Εν ολίγοις η εικοσαετής παγκοσμιοποίηση λειτούργησε άψογα ως οικονομικό μοντέλο αφού επέτρεψε τη μεταφορά της διεθνούς παραγωγής σε χώρες με χαμηλό κόστος παραγωγής. Η μεταφορά αυτή ωφέλησε σημαντικά τη παγκόσμια οικονομία και μείωσε την παγκόσμια φτώχια. Μεγάλοι κερδισμένοι του παγκόσμιου οικονομικού παιγνίου ήταν η Τουρκία, η Ρωσία και η Κίνα.
Ωστόσο, και οι τρεις χώρες, με τις οποίες ασχολούμαστε στο παρόν άρθρο, από τα μέσα της δεκαετίας του 2010 και μετά, έδειξαν τις αρνητικές προθέσεις τους απέναντι στο παγκόσμιο σύστημα και «ανέκρουσαν πρύμνη» ως προς τις φιλοδυτικές πολιτικές τους.
Έτσι, και ενώ η Κίνα ανερχόταν στο παγκόσμιο στερέωμα με το σύνθημα “Ειρηνική Άνοδος” (‘heping jueqi’, 和平崛起) και με επιθυμία να μεσολαβήσει μεταξύ της Δύσης και κρατών όπως η Βόρεια Κορέα και το Ιράν, ξαφνικά άρχισε να αυξάνει σημαντικά τις στρατιωτικές της δαπάνες (το 2007 κατά 18 %). Σε επίμονα ερωτήματα των Αμερικανών (από τα πλέον επίσημα χείλη) για το θέμα αυτό απαντούσαν ότι οι δαπάνες τους αφορούσαν αυξήσεις μισθών των στελεχών τους και όχι κάτι ιδιαίτερο εξοπλιστικά.
Η στρατιωτική αναβάθμιση της χώρας υπήρξε ταχύτατη και οδήγησε σε εν τοις πράξη αναθέρμανση των εδαφικών αντιπαραθέσεων της σχεδόν με κάθε της γειτονική χώρα και ενεργή αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ.
Τον ίδιο δρόμο με την Κίνα ακολούθησε και η Ρωσία. Ο Β. Πούτιν με την περίφημη «Ομιλία του Μονάχου», που πραγματοποιήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2007, κατηγόρησε τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για επεκτατισμό και κατ’ επανάληψη απαξίωσε τη δημοκρατία ως θεμέλιο ενός σύγχρονου κράτους. Η νέα ρήξη με τη Δύση άρχισε να σχηματοποιείται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και για τη Ρωσία που ανά διαστήματα εξήγγειλε διάφορα νέα όπλα μαζικής καταστροφής (όπως η πυρηνική τορπίλη «Ποσειδών»).
Στη Μεσόγειο ο Ρετσέπ Νταγ Ερντογάν είχε προβάλει το δόγμα «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες» αλλά οι πραγματικές προθέσεις του άρχισαν να διαφαίνονται από την εποχή που εκλέχθηκε Πρόεδρος της Τουρκίας το 2014. Αλλά και τα γεγονότα του 2013 στο Πάρκο Γκεζί ανέδειξαν τον αυταρχικό χαρακτήρα του ιδίου και του καθεστώτος του ενώ μια σειρά περιφερειακών τουρκικών στρατιωτικών παρεμβάσεων άρχισαν να αποδομούν το προφίλ της προοδευτικής και φιλοευρωπαϊκής Τουρκίας.
Το ερώτημα που διαμορφώνεται είναι γιατί οι τρεις χώρες προχώρησαν τόσο γρήγορα σε αποδέσμευση από το ειρηνικό και προοδευτικό προφίλ τους και ενεπλάκησαν σε μια σύγκρουση με τη Δύση; Το ερώτημα είναι και κυνικό. Αν θεωρήσουμε ότι «χειρίστηκαν» του Δυτικούς για να πετύχουν τους στόχους τους τότε η στρατηγική της «αμφισβήτησης» των δυτικών θεσμών εκτελέσθηκε επιπόλαια και όχι στον κατάλληλο χρόνο. Αν περίμεναν λίγο ακόμα για την «εξέγερση» τους θα είχαν εδραιώσει σημαντικά οφέλη. Αντίθετα με την πρόωρη δράση τους αναίρεσαν τη δυναμική της εξέλιξης τους.
Τι συμβαίνει τώρα; Ο Ερντογάν δεν έχει πετύχει την ενεργειακή του αυτάρκεια ακόμα, δημιούργησε προστριβές με όλες σχεδόν τις γειτονικές του χώρες, δεν έχει καταφέρει την τεχνολογική αυτονόμηση του αλλά ούτε και την ολοκλήρωση των στρατιωτικών του σχεδίων. Με τις ενέργειες του προκάλεσε τον γεωστρατηγικό περιορισμό και οικονομικό στραγγαλισμό του. Αν δεν τα είχε πράξει, πιθανότατα μέχρι το 2023 η Τουρκία να είχε ξεπεράσει το 1 τρις δολάρια σε ΑΕΠ και να είχε δημιουργήσει τον πιο ισχυρό στρατό στη Μεσόγειο.
Επίσης, η Ρωσία με τις εχθρικές ενέργειες της αναίρεσε μια στρατηγική σχέση που είχε δημιουργήσει με το ΝΑΤΟ (με το οποίο συνεργάσθηκε και στο Αφγανιστάν) και έστρεψε όλη τη Δύση εναντίον του. Αν συνέχιζε την οικονομική της πορεία η Ρωσία, με τους ίδιους ρυθμούς ανάπτυξης, σύντομα θα ήταν σε θέση να ξεπεράσει πολλές ευρωπαϊκές χώρες σε οικονομική ευρωστία. Και η Κίνα, από τη δική της πλευρά, προκάλεσε το μένος όλων σχεδόν των γειτονικών της κρατών μέσα από πρακτικές αμφισβήτησης εδαφών (πλην της Ρωσίας με την οποία υπέγραψε σχετική συνθήκη στις 14 Οκτωβρίου του 2003). Για αυτό το λόγο, μέσα σε μια δεκαετία οι χώρες του Ειρηνικού έχουν επιδοθεί σε μια κούρσα εξοπλισμών, χωρίς προηγούμενο, υπό το φόβο της Κινεζικής επέμβασης.
Η ρητορική της Κίνας και η εν της πράξει αμφισβήτηση συμφωνιών και του υπάρχοντος status quo έχει προκαλέσει τα αντανακλαστικά μιας ευρύτερης συμμαχίας κρατών επιφέροντας σημαντικά εμπόδια στην ανάπτυξη της χώρας. Η Κίνα πλέον αρχίζει και αντιμετωπίζει φραγμούς στην πρόσβαση της στις αγορές. Πόσο αναμενόταν να φτάσει το ΑΕΠ της Κίνας το 2040, αν δεν διέκοπτε τη συνεργασία της με τη Δύση; Το αστρονομικό ποσό των 123 τρις δολαρίων.
Οι τρεις χώρες, που διεκδικούν την εδραίωση τους στο νέο σύστημα, βρίσκονται σε μια μετέωρη και γεωπολιτικά πολύπλοκη θέση πλέον.
Η Ρωσία χειρίζεται πολύ καλά τα μέσα της «παλαιάς» εποχής ήτοι της βιομηχανικής περιόδου. Πουλάει πετρέλαιο και φυσικό αέριο και έχει ένα ανεπτυγμένο σύστημα βιομηχανικής υποδομής ενώ μπορεί να επηρεάζει γεωπολιτικά διάφορα σημεία του πλανήτη. Ωστόσο δεν διαθέτει πρόσβαση σε νέες τεχνολογίες και πόρους και δύσκολα θα καταφέρει να επιτύχει κάτι αν δεν προσδεθεί είτε στην Κίνα είτε στην Ευρώπη.
Η Κίνα όμως δεν είναι σίγουρο ότι επιθυμεί τη Ρωσία ως σύμμαχο γιατί δεν θέλει την πλήρη κατάρρευση των σχέσεων με τη Δύση, που λειτουργεί ως κύρια αγορά των προϊόντων της. Από την άλλη η Κίνα διαθέτει και μια παραγωγική σχέση με την Ευρώπη που σε καμία περίπτωση δεν θέλει να υποβαθμίσει περαιτέρω. Επίσης η Κίνα δεν είναι σίγουρο ότι διαθέτει τη δυνατότητα να συνεχίσει να παράγει τεχνολογική καινοτομία καθώς, όπως έχει αποδείξει η ιστορία, η καινοτομία δεν συμβαδίζει με τον αυταρχισμό.
Τα ίδια προβλήματα και παραπάνω έχει η Τουρκία αφού είναι εκτεθειμένη σε τόσα πολλά μέτωπα που μόνο κακό μπορεί να της κάνουν. Ως εκ τούτου το ΑΕΠ και των τριών κρατών μειώνεται πλέον (στην Κίνα αυξάνεται αλλά με σημαντικά μειούμενο ρυθμό) και σύντομα θα αρχίσουν τα υπαρξιακά προβλήματα ενός δημόσιου μηχανισμού που θα εκτεθεί στο λαό του.
Γιατί συνέβη, λοιπόν, αυτή η ανακολουθία στη στρατηγική των τριών «ευνοημένων» αυτών κρατών; Δεν υπάρχει εύκολη εξήγηση. Από τη μία προφανώς οι χώρες αυτές διείδαν ένα στρατηγικό κενό και εκτίμησαν ότι δεν θα υπήρχαν αντιδράσεις που θα μπορούσαν να ανασχέσουν τα σχέδια τους.
Είναι αλήθεια ότι την περίοδο 2005-2015 δεν υπήρξε ουσιαστικά μια οργανωμένη αντίδραση της Δύσης απέναντι στην τριπλέτα των χωρών αυτών. Από το 2015 και έπειτα άρχισε ένα κάποιο σχέδιο απομόνωσης και περιορισμού τους αλλά μόνο από τις ΗΠΑ καθώς η Ευρώπη όλη την τελευταία δεκαετία είχε επιδοθεί στο «κυνήγι» των δημοσιονομικών της στόχων.
Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η Ευρώπη ήταν ο αδύναμος κρίκος του δυτικού μετώπου καθώς με μια οικονομίστικη και γεωπολιτικά μυωπική προσέγγιση εξέθεσε τον εαυτό της και τη δυτική συμμαχία σε στρατηγικούς (ενεργειακούς, εξοπλιστικούς, εμπορικούς, κα) εγκλωβισμούς.
Ως εκ τούτου, παρόλο που οι δυτικοί σίγουρα δεν επιθυμούσαν να δουν να εγείρονται νέοι γίγαντες στη διεθνή αρένα, λόγω δικών τους αρρυθμιών και αδυναμιών δεν προέβαλαν κάποια χειροπιαστά εμπόδια στα σχέδια των τριών ανερχόμενων οικονομικών γιγάντων.
Θα πρέπει, λοιπόν, να αναζητήσουμε τα αίτια της ανακόλουθης στρατηγικής των τριών κρατών και στις δομικές αδυναμίες τους. Ένα κοινό χαρακτηριστικό τους αποτελεί το αυταρχικό σύστημα διοίκησης τους που διαιωνίζει ένα σύστημα εξουσίας με τα ίδια πρόσωπα στις ηγετικές θέσεις.
Τα πρόσωπα αυτά αποκτούν εμμονές και όσο περνάει ο χρόνος θέλουν να ξετυλίξουν τα σχέδια τους που ενέχουν και το στοιχείο του μεγαλείου. Επειδή οι στρατηγικές τους δεν είναι πάντα πετυχημένες (όπως σε κάθε φυσιολογικό ανθρώπινο σύστημα συμβαίνει) προσπαθούν να εφεύρουν εχθρούς και προκλήσεις που θα αποπροσανατολίσουν την εσωτερική τους κοινή γνώμη από τις αποτυχίες τους. Για όλα φταίνε οι ξένοι και οι παρεμβάσεις τους, ακόμα και αν αυτοί υπήρξαν το δεκανίκι για την εξέλιξη τους. Σε μια δημοκρατία αυτές οι ηγεσίες θα άλλαζαν μέσω μιας ψηφοφορίας ενώ σε ένα αυταρχικό καθεστώς δεν υπάρχει ένας δομημένος μηχανισμός αμφισβήτησης τους.
Είναι επίσης σαφές ότι και οι τρεις χώρες υπερεκτίμησαν τα τεχνολογικά και στρατηγικά πλεονεκτήματα που θεώρησαν ότι απέκτησαν και διείδαν ευκαιρίες που θα τους επέτρεπαν να αναλάβουν ενέργειες με υψηλό ρίσκο. Είναι γεγονός ότι οι κύριοι αντίπαλοι τους εξέπεμπαν μηνύματα ενδοτισμού αλλά στην πράξη φάνηκε ότι οι αυτοματισμοί και οι μηχανισμοί συνεργασίας των δυτικών παραμένουν σε ισχύ ενώ αντίθετα δε φαίνεται να υπάρχει οργανωμένο πλαίσιο δικτύων συνεργασίας ανάμεσα στις Κίνα, Τουρκία και Ρωσία παρά μόνο καιροσκοπικές συμμαχίες.
Τί θα συμβεί πλέον;
Ουσιαστικά οι δυτικοί αποφάσισαν να αποκόψουν τις πρόσφατα ανεπτυγμένες αυτές χώρες από την πρόσβαση στην τεχνογνωσία, την καινοτομία και τους πόρους της Δύσης δεδομένου ότι οι προθέσεις τους δεν ήταν φιλικές προς τη Δύση. Αυτή η αποκοπή συμβαίνει σε μια κομβική στιγμή για την ανθρώπινη ιστορία καθώς για πρώτη φορά η ανθρωπότητα εδραιώνει τεχνολογίες που επιτρέπουν την πολλαπλή μετάβαση της σε τέσσερα νέα εξελικτικά επίπεδα. Σε νέο επίπεδο παραγωγής και διαχείρισης της ενέργειας, σε νέο επίπεδο διαχείρισης της υπολογιστικής τεχνολογίας, σε νέο επίπεδο βιοτεχνολογίας και στην πλήρη επέκταση της ανθρώπινης δραστηριότητας στο εγγύς διάστημα.
Η Δύση το καλύτερο που έχει να κάνει είναι περιορίσει τη ζημιά που έχει γίνει, να καλλιεργήσει διαύλους επικοινωνίας για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, να μειώσει εκθετικά τον κίνδυνο του πυρηνικού ατυχήματος μέσω συμφωνιών και διπλωματίας και να επενδύσει στις νέες τεχνολογίες που θα της προσφέρουν ασύγκριτα (σε ιστορικό βαθμό) στρατηγικά και οικονομικά πλεονεκτήματα. Βέβαια η πανδημία, η κλιματική κρίση και η γεωπολιτική αναταραχή πρόκειται να προσφέρουν πολλές ανατροπές στο αφήγημα αυτό ενώ πιθανώς να υπάρξει μια έξαρση περιφερειακών κρίσεων που θα θέσουν σε δοκιμασία τη δυνατότητα ανταπόκρισης των δυτικών.
https://www.cfr.org/timeline/us-relations-china
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους/ Πηγή: huffingtonpost.gr