Κατ’ επιλογή νησιώτες: ιστορίες μετοικεσίας, μέρος Ι – Λέρος
Στην τάση του νησιωτικού «new rural» έδωσε ώθηση η πανδημία: η καραντίνα έκανε την ζωή στις πόλεις να μοιάζει με φυλακή. Εξετάζουμε το φαινόμενο των κατ’ επιλογή νησιωτών σε δύο περιπτώσεις, της Λέρου και της Σύρου, δυο νησιών με κοινό χαρακτηριστικό ότι παραμένουν «ζωντανά» τον χειμώνα. Στο πρώτο μέρος ασχολούμαστε με την Λέρο.
Τον Ιούλιο του 2020 πέρασα, για πρώτη φορά, από την Πάτμο στην Λέρο. Με είχε προσκαλέσει Τούρκος φίλος, αυτοεξόριστος στην Ελλάδα, που ζει τον μισό χρόνο στο νησί. Ελάχιστα γνώριζα γι’ αυτό – είχα ακούσει για τους Αιγυπτιώτες, για την ρασιοναλιστική πόλη των Ιταλών στο Λακκί και, φυσικά, για το ψυχιατρείο, η σκιά του οποίου ακόμη βαραίνει όποτε αναφέρεται το νησί. Άφησα την Πάτμο χωρίς να ξέρω τι να περιμένω.
Καθώς το καταμαράν πλησίαζε στο λιμάνι της Αγίας Μαρίνας, αντίκρυσα κάτι το ειδυλλιακό στο πρωινό φως. Στον λόφο δεσπόζει το κάστρο των Κομνηνών, με τον οικισμό του Πλατάνου –την ιστορική «χώρα»– στην πλαγιά. Στα ριζά του λόφου απλώνεται ένας από τους ωραιότερους κόλπους που έχω δει, με αρμυρίκια και ευκαλύπτους να στοιχίζονται στην ακτογραμμή του. Κατά μήκος της ο ένας παράλιος οικισμός διαδέχεται τον άλλον.
Τα σπίτια της Αγίας Μαρίνας και του Πλατάνου, κύβοι νησιώτικης αρχιτεκτονικής, είναι, κατά την δωδεκανησιακή παράδοση, μια χρωματική πανδαισία: άλλα τα έχουν βάψει λευκά, άλλα σε γήινα χρώματα. Κοντά στο λιμάνι, κάποια είναι κτισμένα πάνω στο κύμα· σε ένα σημείο ένας μύλος ξεπηδά μέσα απ’ τα νερά. Με το που πάτησα στην προβλήτα, η Λέρος άρχισε να με καταπίνει. Καθίσαμε με τον οικοδεσπότη μου σε ένα καφενείο, τα τραπέζια του οποίου ήταν απλωμένα στην σκιά από τα αρμυρίκια. Η ατμόσφαιρα με ταξίδεψε σε κάτι απροσδιόριστα οικείο, βγαλμένο από τα παιδικά μου χρόνια. Όσο περνούσαν οι ώρες, τόσο βυθιζόμουν στην γλύκα της Λέρου.
Η ιστορία αυτή του coup de foudre είναι και πολύ δική μου και ελάχιστα πρωτότυπη. Η γοητεία της Λέρου οφείλεται τόσο σε όσα προσφέρει το νησί, όσο και σε εκείνα που λείπουν. Η Λέρος είναι ο αντίποδας του μαζικού τουρισμού. Δεν θα βρεις οργανωμένες παραλίες με σειρές ομπρέλες και beach bar. Οι παραλίες είναι με βότσαλα ή πλατφόρμες από βράχια, απ’ όπου βουτάς στα κρυστάλλινα νερά. Κάποια νυχτερινή ζωή υφίσταται, αλλά είναι παρεΐστικη και χωρίς βαβούρα. Τα μπαρ είναι ελάχιστα και διόλου θορυβώδη.
Η Λέρος το καλοκαίρι έχει μια κοσμική πλευρά, που παραμένει όμως διακριτική. Άφαντοι οι νεόπλουτοι που, από τα προάστια της Αθήνας ξεχύνονται στα κοσμικά νησιά ψάχνοντας αστακομακαρονάδες και συνταγές με κρέμα γάλακτος, καπνίζουν πούρα και αναζητούν βίλες με πισίνα ενώ έχουν δίπλα την θάλασσα. Άφαντοι οι ολιγάρχες από τα Βαλκάνια και την Ρωσία, το «νέο χρήμα» από τον Κόλπο και την Κίνα, που δημιούργησαν δικές τους «φούσκες» σε κάποια νησιά. Λείπουν τα μοντέλα, οι παίκτες ριάλιτι, οι ποδοσφαιριστές και οι influencers. Αν το καλοκαίρι η Λέρος αποδιώχνει αυτόν τον συρφετό, η πραγματική γοητεία της είναι εκτός σεζόν, θα σου πουν πολλοί κάτοικοί της.
«Θύματα» της Λέρου έπεσαν πολλοί. Κάποιοι αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί μόνιμα. Τον χειμώνα, με σχεδόν οκτώ χιλιάδες μόνιμους κατοίκους, το νησί έχει ζωή και κίνηση που το ξεχωρίζει από άλλα, όπως η γειτονική Πάτμος και πολλά των Κυκλάδων, όπου νεκρώνουν τα πάντα. Έχει, παράλληλα, σημαντικό πληθυσμό ξένων παροίκων, κάτι που της δίνει έναν αέρα κοσμοπολιτισμού.
Μέχρι πρόσφατα, η Λέρος ήταν ένα μυστικό, κοινωνοί του οποίου ήταν τα μέλη της διασποράς των νησιωτών. Οι επίγονοί τους, ιδιαίτερα των Αιγυπτιωτών, έρχονταν στο νησί κάθε καλοκαίρι. Μέχρι πολύ πρόσφατα, σχεδόν όλοι οι παραθεριστές είχαν κάποια ρίζα στο νησί. Για τους άλλους, η Λέρος παρέμενε άγνωστη και στιγματισμένη λόγω του «Ασύλου Φρενοβλαβών».
«Δεν ξέρεις πόσο ευγνωμονώ την μητέρα μου που καταγόταν από εδώ και με έφερνε από μικρή» μου λέει η Μαρία Φακίδη. Φωτογράφος, ξεναγός, περιηγήτρια της καθ’ ημάς Ανατολής, η Μαρία κατάγεται από την οικογένεια Αγγέλου, από τις μεγάλες οικογένειες Αιγυπτιωτών του νησιού. Μέχρι την κατάληψη της Λέρου από τους ΙταλούςL’ Italia nell’ Egeo – Giulio de Frenzi | issuu.com, το 1912, το νησί παρέμενε υπό οθωμανική διοίκηση και ζούσε φτωχικά. Οι Αιγυπτιώτες, μόνοι εύποροι μεταξύ των Λεριών, δώρισαν στο νησί τα σχολικά και πολλά δημόσια κτίριά του, ενώ προίκισαν τα σχολεία με γενναίες δωρεές. Επέστρεφαν κάθε καλοκαίρι να παραθερίσουν, γεμίζοντας τη Λέρο με αρχοντικά σε νησιωτικό ή νεοκλασικό ρυθμό.
Την Μαρία την γνώρισα αρχικά ως όνομα μέσα απ’ τα βιβλία της, φωτογραφικά λευκώματα για την Πόλη, την Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Συρία. Αργότερα γνωριστήκαμε στην Αθήνα, όταν ήλθε σε παρουσίαση δικού μου βιβλίου. Μας έδεσε η αγάπη για κάποια μέρη, κοινά ενδιαφέροντα και… διαφωνίες (το γεγονός ότι η Μαρία θαυμάζει τον Τσε Γκεβάρα και τον Άραφατ δεν το χώνεψα ποτέ, ούτε πρόκειται). Πολύ κοινωνική και φιλόξενη, με προσκαλούσε στην Λέρο κάθε καλοκαίρι, χρόνια τώρα. Προτιμούσα όμως τα μακρόχρονα ταξίδια στο εξωτερικό και άφησα να περάσει δεκαετία χωρίς να κάνω διακοπές σε νησί.
Προς απογοήτευση της Μαρίας, στην Λέρο αποφάσισα να πάω, τελευταία στιγμή, προσκεκλημένος του Α, του αυτοεξόριστου Τούρκου φίλου, σε μια στιγμή που η ίδια δεν βρισκόταν στο νησί. Κατά την πρώτη εκείνη επίσκεψη γνώρισα τον γιο της, Νίκο Φωκά, και την σύζυγό του Ιωάννα Ασμενιάδου, που ζουν μόνιμα στην Λέρο. Δική τους πρόσκληση με γύρισε στο νησί στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2020. Φέτος, επιστρέφοντας σπίτι τους, είχα την τύχη να συμπέσω με την Μαρία, που με ξενάγησε σε αγαπημένες της γωνιές.
«Όσο πλησιάζουν οι μέρες να φύγω από την Λέρο με πιάνει πάντα τρομερή στενοχώρια» λέει η Μαρία. Στο τέλος Αυγούστου πρέπει να επιστρέψει στην Αθήνα γιατί ο Κίμων, ο μικρότερος από τα τρία παιδιά της, ετοιμάζεται να αποκτήσει γιο – το τρίτο της εγγόνι. «Θα καθόμουν και τον Σεπτέμβριο, αλλά θα γεννηθεί το παιδί…» Καθόμαστε στην βεράντα που βλέπει προς το κάστρο των Κομνηνών και τον κόλπο στο Παντέλι. «Η Λέρος με ενθουσιάζει, έχω τόσες μνήμες εδώ, και φυσικά τις οικογενειακές ρίζες.»
Μου φαίνεται συγκινητικό πώς μια γυναίκα μεγαλωμένη στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον της μεγαλοαστικής τάξης Αιγυπτιωτών και Αθηναίων έχει τέτοιο δέσιμο με την την Λέρο. Η Μαρία που, κατά δική της ομολογία, πλήττει εύκολα και δεν μπορεί να σταθεί σε έναν τόπο για πολύ, περνά δύο και τρεις μήνες κάθε καλοκαίρι στο νησί. Και αυτό παρότι η Λέρος υστερεί σε ένα είδος που, για εκείνη, είναι sine qua non: τα μπαρ.
«Τρελαίνομαι για μπαρ» μου είπε μια μέρα στο πρωινό, μια πανδαισία από τοπικά τυριά και μαρμελάδες. «Πηγαίνω σχεδόν κάθε βράδυ για ποτό. Και τρελαίνομαι να χορεύω. Στην Αθήνα, να φανταστείς, όποτε είναι να δω τα εγγόνια μου, τα παίρνω και πάμε για ποτό.» Κάθε βράδυ, ετοιμάζει και πίνει δύο Aperol Spritz. «Να σου φτιάξω;» Την ακολούθησα στην κουζίνα και την είδα με έκπληξη να ανοίγει ένα μπουκαλάκι, στο μέγεθος αναψυκτικού, και να αδειάζει το περιεχόμενο στο ποτήρι, πάνω σε παγάκια και μια φέτα πορτοκάλι. «Μαρία τι κάνεις εκεί;» Με κοίταξε με βλέμμα αφοπλιστικό. «Έτοιμο το παίρνω, σιγά μην καθόμουν να ανακατεύω ποτά από τρία μπουκάλια!» Το «Άπερολ της τεμπέλας» αποτέλεσε κομμάτι της ιεροτελεστίας του βραδινού.
Η Μαρία θυμάται την γενιά των Αιγυπτιωτών παππούδων της, που άφηναν το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια για να παραθερίσουν επί μήνες στο νησί. «Η μητέρα μου Αλεξάνδρα Αγγέλου γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά πήγαινε συχνά στο Κάιρο. Εκεί ο παππούς μου ήταν ο διευθυντής της Wagon-Lits Cook, ενώ είχε και φυτείες βαμβακιού· δεν πολυερχόταν στην Αθήνα, που δεν του άρεσε, αλλά περνούσαν με την γιαγιά μήνες κάθε χρόνο στην Λέρο.»
Στην Αθήνα μεγάλωσε τριγυρισμένη από Αιγυπτιώτες. Μιλά για μία κοινότητα που είχε έντονη την χαρά της ζωής. «Όλοι οι φίλοι της μαμάς έρχονταν από την Αίγυπτο. Εκεί είχαν μια ζωή άνετη, ευχάριστη, μέχρι να αναγκασθούν να φύγουν. Ήταν εύποροι και πολύ κοινωνικοί. Άνοιγαν τα σπίτια τους να μπει η χαρά, να φάει ο κόσμος, να μιλήσει, να τραγουδήσει, να χορέψει. Οι Ελλαδίτες ήταν σοβαροφανείς και κλειστοί, έτσι τους θυμάμαι.» Από τους Αιγυπτιώτες έμαθε το διάβασμα – διαβάζει φανατικά, αρκετές ώρες κάθε μέρα, γαλλικά και ελληνικά κυρίως, κρατώντας σημειώσεις από κάθε βιβλίο με ιδιαίτερη επιμέλεια.
Οι Λεριοί Αιγυπτιώτες ταξίδευαν συνεχώς, ήταν πολύγλωσσοι και είχαν μια ταυτότητα μετέωρη μεταξύ πολιτισμικών κύκλων. Παρόλα αυτά, δεν ξεχνούσαν την Λέρο – δίπλα στα γαλλικά τραγούδια που τους μάθαιναν οι Γαλλίδες τροφοί γνώριζαν και παραδοσιακούς λέρικους σκοπούς, θυμάται η Μαρία. Και την επισκέπτονταν όσο συχνότερα και όσο περισσότερο μπορούσαν. «Ερχόμουν από τα έξι-επτά με την γιαγιά μου. Μέναμε στο Λακκί, σε ένα κτήμα των Αγγέλου με ένα μεγάλο σπίτι του 1860. Τότε δεν είχαμε αυτοκίνητα – θυμάμαι που κάποιες φορές μας είχε πάει η γιαγιά βόλτα με αμαξάκι. Παραθερίζαμε με την ξαδέλφη μου, αλλά επειδή οι Γαλλίδες τροφοί μας είχαν τσακωθεί, μας πήγαιναν για μπάνιο χώρια!»
Η Μαρία λέει πως δέθηκε πραγματικά με την Λέρο όταν η μητέρα της, Αλεξάνδρα, έκτισε το σπίτι –το ωραιότερο του νησιού, κατά πολλούς ντόπιους και ξένους– την δεκαετία του 1970. Χάρη στην θέση του έχει ένα μπαλκόνι με θέα ονειρική, ενώ το σχέδιό του μιμείται επιτυχημένα την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, με αποτέλεσμα να μοιάζει παλαιότερο.
Την απόφαση να το κτίσει η Αλεξάνδρα την πήρε κρυφά από τον σύζυγό της: τα έργα έφθασαν σε προχωρημένο στάδιο πριν το μάθει ο πατέρας της Μαρίας! Η Αλεξάνδρα περνούσε τον μισό χρόνο στο σπίτι. «Έχοντας εδώ την βάση μου γνώρισα την Λέρο καλά – μικρή ήμουν καθηλωμένη στο Λακκί. Άργησα πολύ να καταλάβω την σημασία του. Όταν ήμουν μικρή δεν έδινα σημασία, δεν ήξερα πως παραθερίζω σε ένα αρχιτεκτονικό μουσείοΛακκί (Portolago): Το αριστούργημα που κληρονομήσαμε και καταστρέφουμε
Όσο και αν αγαπά την Λέρο η Μαρία, λέει πως η ζωή της είναι στην Αθήνα. Ο γιος της Νίκος Φωκάς αποφάσισε να μεταφέρει την δική του στο νησί, τέσσερις γενιές αφότου οι πρόγονοί του έφυγαν για την Αίγυπτο. Ο Φωκάς – έτσι τον ξέρουν όλοι, με το κεφαλλονίτικο επώνυμο του πατέρα του – είχε περάσει τα καλοκαίρια του στη Λέρο, στο σπίτι της γιαγιάς Αλεξάνδρας. Λίγο πριν πεθάνει, το 2012, εκείνη μοίρασε τα περιουσιακά της στοιχεία στα τρία εγγόνια της. Άφησε το σπίτι της Λέρου στον Φωκά, καθώς από τους τρεις, εκείνος ήταν ο πιο δεμένος με τον τόπο. Κι εκείνος το βάφτισε «Φωκόσπιτο».
Η σύζυγός του Ιωάννα Ασμενιάδου μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη, ενώ οι δυο τους ζούσαν στην Αθήνα ως το 2013. Όταν αποφάσισαν να μεταφέρουν, σταδιακά, τις ζωές τους στην Λέρο, οι ρίζες του Νίκου και η ύπαρξη του σπιτιού ήταν βέβαια ένα κριτήριο. Κυρίως, όμως, βάρυνε η επιθυμία τους για ένα νέο ξεκίνημα. Η Λέρος, θα σου πουν πολλοί, είναι ένα μέρος όπου οι άνθρωποι έρχονται να πιάσουν την ζωή τους από την αρχή.
Την πρώτη μεγάλη αλλαγή στην ζωή της η Ιωάννα την είχε ήδη κάνει στην Αθήνα. Άφησε την σίγουρη δουλειά της στην πληροφορική για το πάθος της, την σκηνοθεσία. Βρέθηκε να εργάζεται ως παραγωγός ντοκιμαντέρ για αρχαιολογικούς χώρους στην ΕΡΤ. Όταν έκλεισε η ΕΡΤ, έμεινε χωρίς δουλειά. Στο μεταξύ η κρίση είχε παγώσει την αγορά ακινήτων, αφήνοντας τον Φωκά, που εργαζόταν ως μεσίτης, άπραγο.
Στην Λέρο και οι δυο τους καταπιάστηκαν με πράγματα με τα οποία ήθελαν ανέκαθεν να ασχοληθούν, αλλά δεν προλάβαιναν στην αθηναϊκή ζωή τους. Η Ιωάννα πραγμάτωσε μία ιδέα που είχε ωριμάσει μέσα της, το γύρισμα ενός ντοκιμαντέρ για το Λακκί. Ο οικισμός, που σχεδίασαν εξαρχής οι Ιταλοί, ως Portolago, στον ιταλικό μοντερνισμό του μεσοπολέμου (ρασιοναλισμό), την είχε εντυπωσιάσει, ενώ από την ΕΡΤ είχε αποκτήσει εμπειρία στα ντοκιμαντέρ για ιστορικούς τόπους. Το ντοκιμαντέρ της Portolago, φαντάσματα στο Αιγαίο προβλήθηκε το 2017 και απέσπασε σειρά βραβείων.
Έκτοτε έχει ολοκληρώσει ένα ακόμη ντοκιμαντέρ, ενώ δύο άλλα βρίσκονται στα σκαριά. Όσο για τον Φωκά, αποτελεί ενεργό μέλος της Θεατρικής Ομάδας Λέρου, που ιδρύθηκε το 1982 από τον ηθοποιό Βάσο Ανδρονίδη, Αιγυπτιώτη με καταγωγή από το νησί. Μαζί με τον μουσικοχορευτικό σύλλογο Άρτεμις αποτελούν τους παλαιότερους εν δράσει συλλόγους του. «Η ομάδα αποτελεί σημείο συνάντησης για τα μέλη της, που είναι καμιά τριανταριά, όχι μόνο οι ηθοποιοί. Βρισκόμαστε τακτικά όλον τον χρόνο, κάθε εβδομάδα, όχι μόνο για τις πρόβες.» Τόσο εκείνος όσο και η Ιωάννα έχουν αναμειχθεί ενεργά στις οργανώσεις που βοηθούν τους πρόσφυγες και μετανάστες που ξεβράζονται στο νησί. Προσφέρουν αρωγή ως εθελοντές στην αυστριακή ΜΚΟ Echo Plus 100ECHO 100PLUS.
Στην εύλογη ερώτηση πώς περνά η ζωή τον χειμώνα, ο Φωκάς είναι κατηγορηματικός. «Είναι η ωραιότερη εποχή. Η Λέρος είναι καταπράσινη, έχουμε παρέες που βλεπόμαστε τακτικά, το νησί μένει ζωντανό και έχουμε τις δραστηριότητές μας.» Το ζευγάρι δέχεται συνεχώς επισκέψεις φίλων και συγγενών από την Αθήνα και το εξωτερικό, ιδίως το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. «Ο χειμώνας είναι και μια ευκαιρία να ξεκουραστούμε.»
Για την Ιωάννα, τον χειμώνα αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο η διεθνής διάσταση που δίνουν οι ξένες παροικίες. Στην Λέρο ζουν μόνιμα πολλοί Ευρωπαίοι, κάποιοι Τούρκοι και Βορειοαμερικανοί. «Πολλές μέρες τον χειμώνα σχεδόν δεν μιλάμε ελληνικά» λέει γελώντας. Η ευρύτερη παρέα τους περιλαμβάνει Τούρκους, Γάλλους, Ιταλούς, Λιβανέζους, Γερμανούς, Ολλανδούς, όλους μόνιμους κατοίκους Λέρου. «Για μένα, ο χειρότερος μήνας είναι ο Αύγουστος. Επιβάλλονται ρυθμοί πόλης, συνωστισμός, κίνηση. Αυτοί οι ρυθμοί μας κουράζουν, όταν τελειώσει η σεζόν και τα πήγαινε-έλα έχουμε εξαντληθεί, είμαστε έτοιμοι για λίγη ησυχία. Όχι ότι μένουμε άπραγοι τον χειμώνα, βέβαια.»
Η Μαριάννα Ξυλινά είναι επίσης γόνος Αιγυπτιωτών. Εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Λέρο με τον σύζυγό της Αλέξη Νταρά, όταν ενέσκηψε η πανδημία. Τους συνάντησα στην ιστορική αγροικία, που ανήκε στην οικογένεια της γιαγιάς της Μαριάννας, την οποίαν αποκατέστησαν και κατοικούν. Με κέρασαν τούρκικο καφέ και γλυκό του κουταλιού. Τα μικροσκοπικά κατάλευκα φλυτζανάκια με ταξίδεψαν στα παιδικά μου χρόνια.
Η Μαριάννα και η οικογένειά της έζησαν χρόνια πλάνητες. «Ο παππούς μου Ελευθέριος Ξυλινάς καταγόταν από την Ρόδο και είχε μικροβιολογικό ιατρείο στο Κάιρο. Εκεί παντρεύθηκε την γιαγιά μου, Καλλιόπη Βαρκάδου, που καταγόταν από την Λέρο, και εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου Μίκυς…»
Μετά την άνοδο του Νάσερ στην εξουσία, η οικογένεια έφυγε στην Λιβύη και τελικά εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. «Οι Αιγυπτιώτες γνωρίζονταν όλοι μεταξύ τους – είχαν μια προσαρμοστικότητα και ένα ιδιαίτερο χιούμορ. Βοηθούσαν πάντοτε ο ένας τον άλλον. Όλοι είχαν μια νοσταλγία για την Αίγυπτο, όπου είχαν ζήσει πολύ καλά.» Στις μνήμες της Μαριάννας έχουν καταγραφεί ιστορίες καϊρινές, όπως το περίφημο ζαχαροπλαστείο Groppi’s, δίπλα στο διαμέρισμα των παππούδων της. Πήγε στο Κάιρο να δει τα σημεία αναφοράς της ζωής τους.
Ο πατέρας της, Μίκυς Ξυλινάς, σπούδασε στην Αθήνα μικροβιολογία και μετά στη Ρεν και στο Ινστιτούτο Παστέρ στο Παρίσι. Εκεί γνώρισε την Γαλλίδα μητέρα της. Οι δυο τους εγκαταστάθηκαν κάποια χρόνια στην Αθήνα και μετά στην Βασιλεία. «Πήγαμε όταν ήμουν 4-5 ετών, γιατί ο Μίκυς είχε βρει καλή δουλειά. Ήταν αρχικά σοκ για μας: ήμουν η μόνη μη Ελβετίδα στο σχολείο, ενώ ο Μίκυς ταξίδευε συνέχεια για την δουλειά του…»
Η Μαριάννα σπούδασε οικονομικά στην Γενεύη, βρήκε δουλειά σε πολυεθνικές και πηγαινοερχόταν Ελβετία-Ελλάδα. «Ήμουν ένα παιδί χωρίς ρίζες, άλλαζα συνεχώς πόλη, σχολείο, παρέα… και είχα ανάγκη να ριζώσω κάπου» λέει. «Εγκαταστάθηκα στην Αθήνα το 1999 και το 2002 γνώρισα εκεί τον Αλέξη. Ήμασταν και οι δύο παιδιά μικτών γάμων και γαλλόφωνοι (ο πατέρας του είναι Γάλλος και η μητέρα του Ελληνίδα).»
Στην Λέρο ερχόταν από μικρή. Εκείνη έφερε για πρώτη φορά τον Αλέξη, που, όπως οι περισσότεροι χωρίς καταγωγή από το νησί, δεν γνώριζε τίποτε γι’ αυτό. Γρήγορα έπεσε στην γοητεία του, «έχει μια ιδιαίτερη ενέργεια που σε καταπίνει» λέει. «Ερχόμασταν με κάθε ευκαιρία για ξεκούραση – και τον χειμώνα» συνεχίζει η Μαριάννα. «Η Λέρος ήταν το ησυχαστήριό μας. Εδώ ζουν και η μητέρα μου και η αδελφή μου με τον Ιταλό σύζυγό της και την κόρη της.» Οι ίδιοι δεν έχουν παιδιά. «Προσπαθούμε να περνούμε όσο περισσότερο χρόνο μπορούμε με την ανηψιά μας.»
Πριν την πανδημία αμφότεροι εργάζονταν πολύ εντατικά στον τουρισμό. «Οργανώναμε θεματικές εκδρομές και ταξιδεύαμε πολύ εντατικά. Με την πανδημία, οι δουλειές μας πάγωσαν.» Η Μαριάννα λέει πως με την εγκατάστασή της στην Λέρο, βρήκε επιτέλους αυτό που πάντα αναζητούσε: να ριζώσει. «Για μας ο COVID ήταν μια ανάσα. Για πρώτη φορά πάει πάνω από χρόνος που δεν έχουμε μετακινηθεί!» Στην ίδια δεν λείπουν οι μετακινήσεις· οι ρυθμοί της πόλης την είχαν εξαντλήσει. «Εγώ αισθάνομαι πια την ανάγκη να δω πόλη» λέει ο Αλέξης. «Το ιδανικό μου θα ήταν να περνάμε δέκα μήνες στην Λέρο και δύο στην πόλη – Αθήνα και Παρίσι.»
Και οι δύο αγαπούν ιδιαίτερα την αρχιτεκτονική του νησιού. «Έχει τρομερή ποικιλία – τα παραδοσιακά νησιώτικα, τα νεοκλασικά των Αιγυπτιωτών, τα κτίρια του ιταλικού ρασιοναλισμού στο Λακκί» λέει ο Αλέξης. Η Μαριάννα άρχισε να ασχολείται με την αποκατάσταση των τοιχογραφιών στα νεοκλασικά. «Τα νησιώτικα και τα νεοκλασικά, τετράγωνα σπίτια, έχουν άρτια οργάνωση του χώρου». Παράλληλα, ενέτεινε την ασχολία της με την κεραμεική και συμμετέχει σε εκθέσεις.
Στην Λέρο γρήγορα παύεις να είσαι incognito, λέει ο Αλέξης. «Όπου κι αν πας, σε αναγνωρίζουν, συναντάς γνωστούς.» Το κατάλαβα φέτος όταν, σε εστιατόρια ή στην παραλία, κόσμος με αναγνώρισε και με χαιρετούσε. Στην αρχή με εξέπληττε να βλέπω ξαφνικά δίπλα μου τον λιμενικό, τον ιατρό ή τον δημοτικό σύμβουλο με μαγιώ. Γρήγορα όμως συνήθισα.
Η προσέλευση «κατ’ επιλογή» κατοίκων, απ’ όλη την Ευρώπη και παραπέρα, εντάθηκε την τελευταία δεκαετία. Το φαινόμενο της κατ’ επιλογή εγκατάστασης στην Λέρο, όμως, μετρά δεκαετίες.
«Στην Λέρο είμαι πανευτυχής» λέει η οδοντίατρος Βίκυ Θεοτοκάτου, που ζει στο νησί εδώ και 34 χρόνια. Στις 30 Ιουνίου βγήκε στην σύνταξη. «Πρωτοήλθα το 1987. Ήταν το Πάσχα του Τσερνόμπιλ! Το μέρος με γοήτευσε – το πανόραμα της Αγίας Μαρίνας, η ηρεμία της καθημερινότητας. Το νησί έχει μια αύρα, δεν είναι τυχαίο πως κάποιοι έρχονται και ξανάρχονται. Ένα αερικό είναι η Λέρος! Πρέπει μάλλον να δεχθούμε αυτό που λένε, πως τα μέρη όπου έχουν βασανισθεί άνθρωποι έχουν κάτι στον αέρα τους, κάτι μένει. Η Λέρος έχει μία ιδιαιτερότητα, είναι πολύκολπη: σε όποιο σημείο και να πας βλέπεις θάλασσα.
Κατάγεται από την Κεφαλονιά. «Οι γονείς μου μεγάλωσαν εκεί, εγώ γεννήθηκα στο Αίγιο και από δεκάξι ετών ζούσα στα Εξάρχεια. Το ιατρείο μου βρισκόταν στην Πλατεία Εξαρχείων. Στην Λέρο επέστρεψα τον Ιούνιο του 1987 και γνώρισα τον άνδρα μου, τον Γιάννη Ευαγγέλου, που είναι Λεριός. Εδώ όλοι έχουν παρατσούκλια· τον Γιάννη τον ξέρουν ως “το γιαβρί”! Τότε εργαζόταν ως καραβομαραγκός, είχε δικό του καρνάγιο. Είμαι Κριός, είμαι παρορμητικό ζώδιο. Φόρτωσα σε ένα φορτηγό τον εξοπλισμό του ιατρείου μου και τα πράγματά μου και ήλθα. Φίλοι μου από τα Εξάρχεια έλεγαν “τι κάνει αυτή η τρελή”; Ούτε ήξεραν πού είναι η Λέρος. Τώρα έρχονται συνέχεια…»
Αν δεν είχε συναντήσει τον Γιάννη, παραδέχεται, θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να ξεκινήσει από την αρχή στην Λέρο μοναχή. «Για τους εργένηδες είναι πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα» λέει. «Πάντως η Λέρος δεν είναι κλειστή κοινωνία. Λόγω και της εδώ παρουσίας του ψυχιατρείου είχε και τότε μια ανεκτικότητα. Βρήκα καλή παρέα από την πρώτη στιγμή.»
Το 1989 εντάχθηκε στην Θεατρική Ομάδα, ενεργό μέλος της οποίας παραμένει. «Δεν είχα σχέση με το θέατρο. Εδώ ξεκίνησα και έχω παίξει σε πολλές παραστάσεις. Παράλληλα συμμετείχα σε άλλες ομάδες, παρακολούθησα σεμινάρια φωτογραφίας. Αυτό που μου λείπει εδώ είναι ο κινηματογράφος: θεωρώ απαράδεκτο που δεν έχει ένα θερινό κινηματογράφο το νησί!»
Διετέλεσε επτά χρόνια πρόεδρος του Ψυχιατρείου (1995-2002), όταν είχε αρχίσει η απο-ασυλοποίηση του ιδρύματος. «Έγινε τότε ένα τεράστιο πείραμα, ήλθαν ειδικοί από ολόκληρη την Ευρώπη. Πολλές γυναίκες που εργάσθηκαν στο πρόγραμμα, Δανές, Ολλανδέζες, παντρεύθηκαν Λεριούς και έμειναν, τις κατάπιε το νησί!» Άλλοι πάλι αναγκάσθηκαν να το αφήσουν, όπως η μοναχοκόρη της Βίκυς, η Κατερίνα. «Η κόρη μου στράφηκε στα καλλιτεχνικά. Δεν διδασκόταν όμως σχέδιο στο σχολείο, ούτε υπήρχε δυνατότητα να κάνει ιδιαίτερα. Στην τρίτη λυκείου ανέβαινε κάθε Παρασκευή στην Αθήνα για να κάνει σχέδιο. Σπούδασε μαθηματικός στην Πάτρα, μετά στην σχολή Βακαλό και τώρα ζει στην Αθήνα και εργάζεται σε στούντιο για τατουάζ.»
Κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν μόνιμα σε νησί, εξηγεί. «Αισθάνονται ότι εγκλωβίζονται. Το κυκλώνει η θάλασσα, δεν μπορείς να πάρεις το αυτοκίνητο και να φύγεις όποτε θες. Τον χειμώνα οι συγκοινωνίες είναι λιγότερο τακτικές και ενδέχεται κάποιος να αισθανθεί πως ασφυκτιά.» Σήμερα κατοικεί σε ένα παλιό αρχοντικό στην Αγία Μαρίνα, που αγόρασε και αποκατέστησε. «Κάνω μπάνιο κάθε μέρα στην παραλία εδώ μπροστά. Δεν φοβάμαι πως θα αλλάξει η Λέρος που αγάπησα. Το νησί δεν έχει μεγάλες αμμουδιές, έχει όρμους και κολπίσκους. Δεν σηκώνει μαζικό τουρισμό. Τον Αύγουστο υποφέρω, λέω Παναγία μου να φύγει ο κόσμος να ησυχάσουμε!»
Καθαρά από τύχη βρέθηκε στην Λέρο η Βασιλεία Αρχοντούλη, που σήμερα εργάζεται στην ΔΟΥ του νησιού. Συναντηθήκαμε στον Πλάτανο και με κατέβασε με την βέσπα ως το Παντέλι, όπου καθίσαμε σε ένα καφε-μεζεδοπωλείο στην παραλία. «Καλωσήλθες στο νησί με τις περισσότερες βέσπες.» Στην διαδρομή την χαιρετούσαν. «Το πρωί ο καφετζής με βλέπει να αφήνω τα παιδιά στο σχολείο. Μέχρι να γυρίσω μου έχει έτοιμο τον καφέ!»
Έχοντας συμπληρώσει δεκαετία στην Λέρο, παραμένει ενθουσιασμένη. «Ζω σε έναν ευλογημένο τόπο: ο άλλος ξυπνά και βλέπει τον τοίχο του απέναντι, πάει στην δουλειά του μες στην κίνηση. Εγώ ξυπνώ και βλέπω αυτό» – μου δείχνει τον κόλπο στο Παντέλι. «Οι Λεριοί είναι αυθεντικοί τύποι. Έρχομαι εδώ κάθε πρωί στις 7 για καφέ, κατεβαίνω με την βέσπα από τον Πλάτανο πριν το γραφείο. Είναι μόνο ο καφετζής και οι ψαράδες, ακούς τρανταχτά γέλια και τις φωνές των γλάρων…»
Η προηγούμενη ζωή της ήταν πολύ πιο χαοτική. «Μεγάλωσα στο Σουφλί. Εργάσθηκα πρώτα σε ιδιωτικές αεροπορικές εταιρείες στην Θεσσαλονίκη και αργότερα έπιασα δουλειά στην Ολυμπιακή και εγκαταστάθηκα στην Αθήνα. Ήμουν πολλά χρόνια ιπτάμενη. Έτσι γνώρισα τον Τάκη, ως επιβάτη! Παίζει κοντραμπάσο και ασχολείται με διεύθυνση ορχήστρας. Η κρίση όμως χτύπησε άσχημα την μουσική…»
Όταν έκλεισε η Ολυμπιακή, το προσωπικό έπρεπε είτε να μεταταγεί, για να καλύψει τα κενά δημοσίων υπηρεσιών, είτε να βγει στην σύνταξη. «Εγώ δεν είχα τα απαραίτητα χρόνια για σύνταξη και δεν είχα επιλογή: έπρεπε να μεταταγώ. Οι θέσεις στην Αθήνα ήταν περιορισμένες και δεν είχα τα απαιτούμενα μόρια. Μετά τόσα ταξίδια ανά τον κόσμο, δεν ήθελα να βρεθώ σε ένα σκοτεινό γραφείο. Ο Τάκης, πάλι, δεν είχε ζήσει ποτέ στην επαρχία, αλλά με την όλη κατάσταση άρχισε να το σκέφτεται. Είπαμε να δοκιμάσουμε.»
Η Βασιλεία κάθισε τον άνδρα της δίπλα της, πήρε τον χάρτη της Ελλάδας, έκλεισε τα μάτια, τον γύρισε και έβαλε το δάχτυλό της σε ένα τυχαίο σημείο. Ήταν η Λέρος. «Πάμε να δούμε τι θέσεις έχει στην Λέρο; Ο Τάκης μου έριξε μια λοξή ματιά. Και εγώ την Λέρο μόνο ως τόπο εξορίας επί χούντας και ως έδρα του ψυχιατρείου την είχα ακούσει. Βρήκα πως είχε θέση στην ΔΟΥ. Τηλεφώνησα εδώ στην αστυνομία και ρώτησα – έχει το νησί παιδίατρο, έχει παιδικό σταθμό, έχει συχνή σύνδεση με την Αθήνα; Ο αστυνομικός με ρώτησε, “ψάχνεις να ‘ρθεις στην Λέρο; Γιατί κορίτσι μου, τι έκανες;”» θυμάται και γελάει.
«Να μην τα πολυλογώ, η Λέρος άλλαξε τις ζωές μας. Ήμουν την μια μέρα στην Νέα Υόρκη, την άλλη στο Τόκυο, συνέχεια στο τρέξιμο. Ο Τάκης επίσης ταξίδευε πολύ – ήμασταν σκόρπιοι. Βρέθηκα από το “Coffee? Tea?” να συναλλάσσομαι σε έναν πάγκο εφορίας. Ο Τάκης κάνει ιδιαίτερα μαθήματα πιάνο και κλασική κιθάρα. Όταν ήλθαμε εδώ, ο Δημήτρης ήταν δυόμισι ετών· ο Ηλίας γεννήθηκε εδώ, είναι βέρος Λεριός. Αρχικά έπρεπε να υπηρετήσω δεκατρείς μήνες, ώστε να συγκεντρώσω τα μόρια και να μπορέσω να διοριστώ στην Αθήνα. Τώρα διανύουμε το δωδέκατο καλοκαίρι εδώ!»
Η οικογένεια κατοικεί σε ένα αρχοντικό του Πλατάνου. «Το έκτισε Αιγυπτιώτης. Ήταν το πρώτο μαιευτήριο της Λέρου, λεγόταν Μαιευτήριο Βαλσαμή» λέει. «Καταπιάστηκα επιτέλους με όσα ήθελα να κάνω αλλά δεν έβρισκα χρόνο. Γράφτηκα στην θεατρική ομάδα. Ξεκίνησα μεταπτυχιακά στο ανοικτό πανεπιστήμιο, ιστιοπλοΐα. Η αγωνία μου ήταν για τον Τάκη, που δεν είχε ζήσει στην επαρχία. Κι εκείνος όμως βρήκε τους ρυθμούς του και δεν ταξιδεύει πια, μόνο όταν πρόκειται για μεγάλη παράσταση…»
Τα παιδιά της δεν το συζητούν να μετακινηθούν από την Λέρο. «Πριν δυο χρόνια προέκυψε μια θέση για τη δουλειά μου στη Σύρο. Ο μεγάλος μου γιος, Ο Δημήτρης, 15 ετών σήμερα, πάτησε πόδι. Εμένα εδώ είναι το σπίτι μου, με το καλό να πάτε αν θέλετε! Για τα παιδιά εδώ είναι παράδεισος. Εννιά μήνες τον χρόνο παίζουν ξυπόλυτα στην παραλία, με το μαγιώ. Οι ντόπιοι μας δέχθηκαν με πολύ ζεστό τρόπο – τώρα είμαστε και δημότες Λέρου. Τον χειμώνα, που έχουμε λιγότερες επιλογές έξω, μαζευόμαστε παρεούλες στα σπίτια, παίζουμε μουσική και τραγουδάμε.»
Όπως όλοι οι συνομιλητές μου, η Βασιλεία υπογραμμίζει πως θα ήταν πολύ δυσκολότερο για κάποιον αδέσμευτο να κάνει το ίδιο βήμα. «Εμένα τις συναισθηματικές μου ανάγκες τις καλύπτει το σπίτι μου. Από την άλλη, βοηθά και το ότι είμαστε εδώ μόνοι, χωρίς συγγενείς, οπότε γλιτώνουμε τον σχετικό κοινωνικό έλεγχο. Μου λείπουν οι γονείς μου, οι οποίοι ζουν στο Σουφλί, δύο χρόνια σχεδόν δεν τους έχω δει, λόγω πανδημίας!»
Η Βασιλεία υπογραμμίζει πως η καραντίνα ήταν στην Λέρο πολύ ευκολότερη. «Κάναμε πεζοπορία με τις παρέες μας, είχαμε την θάλασσα και τον ήλιο. Τον χειμώνα μαζευόμασταν στα σπίτια. Καλλιεργήσαμε τομάτες στον κήπο μας. Το περάσαμε πολύ πιο ελαφρά.» Αλλά και η κρίση, λέει, δεν χτύπησε την Λέρο με την ένταση που χτύπησε την Αθήνα. «Νιώθω πως μου χαρίστηκε ένα δώρο και δεν ξέρω ποιον να ευχαριστήσω» λέει για το πώς κατέληξε στο νησί.
Στην Λέρο επέλεξε να μετοικήσει, από την Αθήνα, και ο Γιάννης Παΐσιος, χειρουργός οφθαλμίατρος, που σήμερα είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στο νησί αλλά και στην γειτονική Πάτμο. Ο ίδιος μεγάλωσε στην Κυψέλη και σπούδασε στην Ιταλία, όπου έζησε από το 1991 ως το 2007. Πριν έλθει στην Λέρο, ζούσε με την σύζυγό του στα Πατήσια, όπου γεννήθηκε ο μεγάλος τους γιος το 2010.
«Η κρίση μας προκάλεσε μια ανησυχία. Υπήρξε μεγάλη αύξηση της εγκληματικότητας στην γειτονιά και είχαμε αρχίσει να φοβόμαστε. Θέλαμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας σε ένα περιβάλλον πιο ανθρώπινο, πιο ειδυλλιακό. Η μητέρα μου είναι μισή Καλύμνια μισή Συριανή. Έτσι, στο ιατρείο στην Αθήνα είχα ασθενείς από Κάλυμνο και Πάτμο, που έρχονταν τον χειμώνα για να κάνουν τις εξετάσεις τους. Οι ασθενείς ιδίως από Πάτμο μου έλεγαν, “κατέβα κάτω, έχουμε ανάγκη”, ενώ με διαβεβαίωναν πως θα περάσω όμορφα στο νησί. Ψάχνοντας, συνειδητοποίησα με έκπληξη πως η Λέρος, με πάνω από επτά χιλιάδες κατοίκους τον χειμώνα, δεν είχε οφθαλμιατρείο!»
Το 2012 ο Γιάννης ήλθε πρώτος, παίρνοντας μαζί τον γιο του, για να ετοιμάσει την μετεγκατάσταση της οικογένειας. «Ως το 2012, η σύζυγός μου εργαζόταν σε μια εταιρεία ρούχων και ταξίδευε μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Σκεφτόταν ήδη να φύγει και το καλοκαίρι του 2012 έχασε την δουλειά της.» Η οικογένεια επανενώθηκε στην Λέρο.
Εδώ, λέει, συνδύασε το τερπνόν με το ωφέλιμο: μια ζωή όπως την ήθελε, με την ιατρική προσφορά. «Διαλέξαμε το νησί και γιατί είναι παρθένο, πιο απλοϊκό, πιο όμορφο. Αυτό θέλαμε. Οι αποστάσεις εδώ είναι πολύ μικρές και τους ρυθμούς σου τους φτιάχνεις εσύ. Δεν έχεις το τρέξιμο της Αθήνας. Οι Λεριοί είναι φιλόξενοι και φιλότιμοι. Αν έχεις ανάγκη θα τρέξουν να βοηθήσουν. Δεν είχαμε ποτέ την αίσθηση πως ήμασταν ξένοι, αποκομμένοι. Παράλληλα, το νησί είχε ανάγκη από οφθαλμίατρο, ενώ πηγαίνω μία φορά την εβδομάδα και στην Πάτμο για να εξυπηρετήσω τους εκεί ασθενείς. Πολλοί έρχονται από τα γύρω νησιά – Λειψούς, Κάλυμνο.»
Τον χειμώνα τα δρομολόγια μειώνονται πολύ στην ενδονησιωτική επικοινωνία. Αυτό, εξηγεί ο Γιάννης, δημιουργεί ένα αίσθημα άγχους: «Θα πρέπει να είσαι επιστημονικά έτοιμος και το ιατρείο πλήρως εξοπλισμένο για να αντιμετωπίσει τα πάντα. Το να παραγγείλεις ιατρικά εργαλεία και μηχανήματα είναι ολόκληρη ιστορία» λέει.
Ο μικρότερος γιος του, Κωνσταντίνος, γεννήθηκε στην Λέρο. «Τα παιδιά εδώ είναι ευχαριστημένα από το σχολείο, τις παρέες τους, τις εξωσχολικές δραστηριότητες. Δεν γνώρισαν την ζωή στην Αθήνα για να τους λείπει κάτι. Αλλά ούτε κι εμάς, που μεγαλώσαμε σε πόλεις, μας λείπει η εκεί ζωή. Στην Αθήνα είχαμε καταντήσει να ζούμε μηχανικά, συνεχώς στο τρέξιμο. Τα θέατρα, οι εκθέσεις, τα μουσεία ήταν δίπλα μας, αλλά δεν πηγαίναμε. Τώρα που ζούμε εδώ, όποτε ανεβαίνουμε στην Αθήνα βλέπουμε τα πάντα.» Θα ήθελε να αγοράσει ένα από τα παλιά λέρικα αρχοντικά, αλλά οι τιμές τους έχουν εκτοξευθεί λόγω των μαζικών αγορών από ξένους. «Προς το παρόν νοικιάζω» λέει.
Η ζωή τον χειμώνα είναι ακόμη ωραιότερη από το καλοκαίρι. «Το νησί είναι καταπράσινο. Τα παιδιά πηγαίνουν σχολείο στο δημοτικό στο Λακκί, εμβληματικό κτίριο της ιταλοκρατίας».
«Για τα εκπαιδευτικά θέματα, σήμερα με το διαδίκτυο μπορείς να κάνεις φροντιστήριο εξ αποστάσεως αν χρειαστεί. Η Λέρος αποτελεί δημογραφική εξαίρεση στον ελλαδικό χώρο – το 26% του πληθυσμού είναι ηλικίας κάτω των 18 ετών. Έτσι, έχει πολλά παιδιά παντού και υπάρχει πλήθος συλλόγων για εξωσχολικές δράσεις.» Ο Παναγιώτης, ο μεγαλύτερος γιος του Γιάννη, ακούει και επικροτεί. Θέλει φέτος το χειμώνα να γραφτεί σε ένα σύλλογο πολεμικών τεχνών. «Η Λέρος είναι το σπίτι μου» λέει. «Ζούμε όμορφα εδώ, έχω πολλούς φίλους και στο νησί ο καθένας βρίσκει να ασχοληθεί με πράγματα που του αρέσουν.»
Μετά τους Έλληνες, αυτόχθονες κατοίκους της, καμία άλλη εθνοτική ομάδα δεν άφησε εντονότερο το αποτύπωμά της στην Λέρο από τους Ιταλούς. Παρότι έμεινε υπό την εξουσία τους μόλις από το 1912 ως το 1943, οι Ιταλοί προίκισαν το νησί με υποδομές και με αρχιτεκτονικούς θησαυρούς, πολλοί από τους οποίους δυστυχώς καταρρέουν.
Μετά την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, η ελληνική πολιτεία έκανε τον βίο αβίωτο στους περίπου 10.000 Ιταλούς που είχαν εγκατασταθεί στα νησιά. Τα ιταλικά σχολεία έκλεισαν, όσοι ήθελαν να παραμείνουν υποχρεώθηκαν να αφήσουν την ιταλική ιθαγένεια για την ελληνική, να εξελληνίσουν τα ονόματά τους αλλά και να ασπασθούν το Ορθόδοξο δόγμα. Η μεταχείριση αυτή, εντόνως εκδικητική, εξασφάλισε πως έμειναν λίγες δεκάδες σε όλα τα Δωδεκάνησα – στην Λέρο δυο-τρεις οικογένειες μονάχα.
Οι Ιταλοί ωστόσο επιστρέφουν σε ένα μέρος, την ταυτότητα και την εμφάνιση του οποίου οι παππούδες τους σφράγισαν ανεξίτηλαLero: un’isola “metafisica”, luogo dell’anima per l’Italia | Leros Voice. Ένα ζευγάρι Ιταλών, ο Έντζο Μπονάνο και η Τσετίνα Φερίνα, ίδρυσαν τον ελληνοϊταλικό πολιτιστικό σύλλογο AIAL (Associazione Italiana Amici di Leros). Συναντηθήκαμε στο γραφείο του συλλόγου στο Λακκί, όπου με κέρασαν μοσχοφίλερο.
Οι δυο τους είναι χειρουργοί ορθοπεδικοί από το Παλέρμο. «Κάποια στιγμή πήραμε την απόφαση να αλλάξουμε την ζωή μας. Αιτηθήκαμε την κατώτατη σύνταξη, αφήσαμε τα πάντα και ζούσαμε σε βάρκα περιπλανώμενοι στην Μεσόγειο» λέει ο Έντζο. «Επί δώδεκα χρόνια ζήσαμε ως “boat people”. Ήλθαμε στην Λέρο το 1998 για να ξεχειμωνιάσουμε. Δεν γνωρίζαμε τίποτε παρά το ότι το Λακκί ήταν ένα οικονομικό λιμάνι για να αράξουμε από τον Νοέμβριο ως τον Μάιο.»
«Ήλθαμε πριν από εικοσιτρία χρόνια και δεν ξαναφύγαμε» λέει γελώντας η Τσετίνα. Γρήγορα πούλησαν την βάρκα και εγκαταστάθηκαν. Έκτισαν μόνοι τους το σπίτι που μένουν, ώστε να μοιάζει, στο εσωτερικό, με βάρκα. «Είναι από πέτρα, μόνο τα θεμέλια από τσιμέντο, και η στέγη από φύκια, πάνω στα οποία απλώσαμε τσιμέντο» λέει ο Έντζο.
Τότε η Λέρος ήταν γνωστή σε μικρό κύκλο «μυημένων». «Πάντα υπήρχε κάποιος λόγος για τον όποιον ήλθε κάποιος – ένας φίλος, γνωστός τού μίλησε για το νησί κ.λπ. Από στόμα σε στόμα μάθαιναν για την Λέρο. Μέχρι πρότινος, στην Ελλάδα η Λέρος ήταν “το νησί των τρελών” ή τόπος εξορίας, στο εξωτερικό ήταν άγνωστη.» Πριν έλθουν δεν είχαν ιδέα για τα τριάντα χρόνια των Ιταλών στα Δωδεκάνησα. «Εδώ τα μάθαμε. Στην Ιταλία δεν μιλούσαν γι’ αυτά. Και μετά έρχεσαι εδώ και βλέπεις αυτά τα κτίρια του ρασιοναλισμού στο Λακκί… και τους γέρους που τότε μιλούσαν ακόμη ιταλικά! Τώρα έχουν αρχίσει στην Ιταλία να ψάχνουν για τους παππούδες τους που υπηρέτησαν ή έπεσαν στις μάχες εδώ.»
Οι Ιταλοί αποτελούν την πιο πολυάριθμη από τις ξένες παροικίες μονίμων κατοίκων της Λέρου. «Η Λέρος είναι ένα επικίνδυνο νησί – σε ρουφάει και δεν μπορείς να φύγεις. Είναι μια σειρήνα!» λέει η Τσετίνα. «Υπάρχουν τόσοι Ιταλοί που ήλθαν για να βρουν κάποιον φίλο ή τα ίχνη των προγόνων τους και έφυγαν με συμβόλαιο αγοράς γης! Τους ρούφηξε η Λέρος όπως ρούφηξε κι εμάς. Η ιταλική κοινότητα είναι πολύ δεμένη με το νησί.» Κατά τον Έντζο, στην Λέρο ζουν μόνιμα καμμιά σαρανταριά Ιταλοί. «Πεντακόσια και πλέον σπίτια όμως αγοράσθηκαν από Ιταλούς, που περνούν μήνες εδώ – πολλοί τον μισό χρόνο. Η κοινότητα που ακολουθεί, αριθμητικά, είναι οι Γάλλοι. Όλα σχεδόν τα παλιά αρχοντικά έχουν αγορασθεί από ξένους και οι τιμές των ακινήτων έχουν αυξηθεί πολύ.»
Δίπλα στις φυσικές ομορφιές και τους «ανθρώπινους» ρυθμούς, αυτό που τους γοητεύει στην Λέρο είναι οι άνθρωποί της. «Οι ντόπιοι ήταν και παραμένουν φιλόξενοι. Καχυποψία απέναντί μας, επειδή ήμασταν ξένοι ή ζούσαμε σε βάρκα, δεν είδαμε ποτέ. Ο χαρακτήρας των νησιωτών δεν έχει αλλοιωθεί από τον τουρισμό. Το νησί δεν εξαρτάται από αυτόν για να ζήσει, έχει μια οικονομία εσωστρεφή και αρκετά αυτάρκη.»
Οι δυο τους συμφωνούν πως η Λέρος είτε θα σε μαγέψει είτε θα σε απωθήσει. «Πάντως σίγουρα δεν σε αφήνει αδιάφορο» λέει η Τσετίνα. «Ο λόγος που οι περισσότεροι την ερωτεύονται είναι ακριβώς η απουσία του μαζικού τουρισμού, που καταστρέφει τα πάντα» λέει ο Έντζο. «Το νησί πρέπει να επιδιώξει τον τουρισμό πολυτελείας και τον αγροτουρισμό, που να μην περιορίζεται στον Ιούλιο και Αύγουστο.» Παρότι η Λέρος «ακούγεται» όλο και περισσότερο, η Τσετίνα δεν ανησυχεί μήπως ο τουρισμός χαλάσει το νησί. «Δεν θα ‘ρθουν ποτέ όσοι θέλουν beach bars και νυχτερινή ζωή. Δεν είναι δυνατόν να σου αρέσει η Μύκονος και η Πάρος και ταυτόχρονα η Λέρος.»
Η Λιβανέζα επιχειρηματίας Μαρί-Ελέν Μουά’ουαντ διευθύνει, μαζί με τον Γάλλο σύζυγό της, τον σεφ Ολιβιέ Γκουζόν, το πολυτελέστερο ξενοδοχείο του νησιού. Πρόκειται για το Villa Clara by the Sea, σε ένα αρχοντικό στην Αγία Μαρίνα. Μεγαλωμένη στην Βηρυτό, η Μαρί-Ελέν κατάγεται από μία από τις ισχυρές οικογένειες Μαρωνιτών, που έχουν την βάση τους στην Ζγουάρτα, στο βόρειο Όρος Λίβανος. Στην Βηρυτό, το ζεύγος διηύθυνε το ξενοδοχείο και εστιατόριο Villa Clara. Βρισκόταν λίγα μέτρα από το επίκεντρο της καταστροφικής έκρηξης του Αυγούστου 2020Υβόν Σούρσοκ: αντίο στην Ελληνορθόδοξη «πριγκίπισσα» της Βηρυτού, που το διέλυσε. «Είμαστε τυχεροί που ζούμε» λέει.
«Στην Λέρο πρωτοήλθαμε τον Ιούνιο του 2014. Κάναμε ιστιοπλοΐα και ήλθαμε να φάμε στον Μύλο.» Το καλύτερο εστιατόριο του νησιού ειδικεύεται στα θαλασσινά και τα πιάτα με ωμό ψάρι. «Στην πρώτη βόλτα στην Αγία Μαρίνα μας εντυπωσίασε η ομορφιά του μέρους και το πόσο φιλικοί ήταν οι κάτοικοι, απλοί στους τρόπους και φιλόξενοι. Στον Πλάτανο, η κεντρική πλατεία μου θύμισε εκείνη της Έχντεν, όπου περνούσα τις διακοπές μου – έχει κι εκεί πλατάνι» λέει για το χωριό-λίκνο των Μου’άουαντ στο Όρος Λίβανος. «Μόνο που εδώ τα πάντα είναι πολύ πιο καλοδιατηρημένα.» Η Λέρος, συνειδητοποίησα μιλώντας της, έχει την ικανότητα να σε κάνει να βρίσκεις εδώ αυτά που εσύ ψάχνεις, να βλέπεις αυτά που εσύ θέλεις να δεις.
«Σε εκείνη την πρώτη βόλτα είδα και το σπίτι – είναι το σπίτι των ονείρων μου, είπα. Πρόκειται για την οικία Ρούσσου, αρχοντικό του 1908. Οι Ρούσσοι ήταν Αιγυπτιώτες και όλα τα σιδερένια μέρη της κατασκευής είχαν κατασκευασθεί στην Αλεξάνδρεια. Μόλις έμαθα ότι πωλείται, έτρεξα: το αγόρασα τον Σεπτέμβριο του 2014. Η διαδικασία ήταν εύκολη και γρήγορη, ήλθα μόνη από την Βηρυτό και την έφερα σε πέρας. Φυσικά, η οικοδομή είναι διατηρητέα και έπρεπε να βγάλω άδεια για την αποκατάστασή της από την αρμόδια εφορεία νεότερων μνημείων, που εδρεύει στην Ρόδο. Η έκδοσή της πήρε ενάμισι χρόνο. Μου άρεσε όμως πως δεν ζήτησαν μίζα για να την εγκρίνουν, όπως φοβάμαι θα έκαναν στον Λίβανο…»
Το Villa Clara by the Sea ξεκίνησε να λειτουργεί το 2018. «Οι πελάτες μας είναι κυρίως Αμερικανοί, Λιβανέζοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Έλληνες και Τούρκοι» λέει. Η Ιωάννα Ασμενιάδου-Φωκά εξηγεί πως επιχειρήσεις όπως το εστιατόριο Μύλος και το Villa Clara έχουν ανεβάσει το επίπεδο της Λέρου, ενώ βρίσκονται σε αλληλεπίδραση. «Ο Μύλος ήταν αφορμή να έλθουν εδώ η Μαρί Ελέν και ο Ολιβιέ. Το Villa Clara ανέβασε τον πήχυ για τα ξενοδοχεία του νησιού. Φέρνει πελατεία ενός επιπέδου, που θα πάει στον Μύλο και θα ψωνίσει τοπικά κεραμικά από τα μαγαζιά της Αγίας Μαρίνας. Οι επιχειρήσεις στην φιλοξενία και εστίαση ανεβάζουν το επίπεδο των προμηθευτών, έτσι ώστε τώρα πια μπορείς να βρεις σχεδόν τα πάντα στην Λέρο.»
Το ζευγάρι και τα παιδιά του, Κλάρα και Πάτρικ, περνούσαν τον χειμώνα στην Βηρυτό και το εκεί ξενοδοχείο τους και το καλοκαίρι στην Λέρο. Μετά την καταστροφή του εκεί ξενοδοχείου τους και τις αλλεπάλληλες συμφορέςΑποκρυπτογραφώντας το χάος του Λιβάνου [Μέρος Α’] που υπέστη ο Λίβανος – πολιτική και οικονομική κατάρρευσηΑποκρυπτογραφώντας το χάος του Λιβάνου [Μέρος Β’] – εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο νησί. «Αρχικά τα παιδιά συνέχισαν σε γαλλικό σχολείο της Βηρυτού με τηλεκπαίδευση. Καθώς φάνηκε πως η επιστροφή μας στον Λίβανο δεν ήταν άμεσα εφικτή, αποφασίσαμε και τα γράψαμε στο δημόσιο σχολείο στην Αγία Μαρίνα. Είχαν ανάγκη να επιστρέψουν σε περιβάλλον τάξης, να βρουν φίλους και –καθώς πια ζούμε εδώ– να μάθουν ελληνικά.»
Η Μαρί Ελέν λέει πως οι Λεριοί είναι άνθρωποι αυθεντικοί και ευθείς και σε ένα τέτοιο περιβάλλον θέλει να μεγαλώσουν τα παιδιά της. «Στην Αγία Μαρίνα έχω βρει την γαλήνη. Όταν λείπω, ονειρεύομαι το μέρος και ακούω το κύμα» λέει.
Αν ο κατακλυσμός του νησιού από Τούρκους τουρίστες (ροή που διέκοψε η πανδημία) δεν εξέπληξε, πολύ πιο απρόσμενη υπήρξε η συρροή Τούρκων αγοραστών ακινήτων. Οι περισσότεροι είναι διανοούμενοι, αντιπολιτευόμενοι το καθεστώς Έρντογαν, ζουν σε ευρωπαϊκές χώρες και είναι κάτοχοι ευρωπαϊκών διαβατηρίων. Πολλοί δεν μπορούν να επιστρέψουν στην Τουρκία, καθώς οι αρχές έχουν κινητοποιήσει την δικαιοσύνη εναντίον τους.
Κάποιοι περνούν τον μισό χρόνο στο νησί. Χαρακτηριστική περίπτωση ο Α, που χάρη στην πρόσκλησή του ήλθα πρώτη φορά στην Λέρο. «Είναι παράδεισος το νησί, το μόνο που με φοβίζει είναι πως βρίσκεται τόσο κοντά στην Τουρκία και το μακρύ χέρι του καθεστώτος» μου είπε μελαγχολικά καθώς αγναντεύαμε, από το κάστρο, τα μικρασιατικά παράλια.
Μια ολόκληρη παρέα διανοουμένων και καλλιτεχνών, από τον κύκλο του φυλακισθέντος μαικήνα Οσμάν Καβάλα«Για να σιωπήσουν όλοι»: η υπόθεση Καβάλα και το βασίλειο του τρόμου στην Τουρκία, έρχονται στο νησί κάθε καλοκαίρι χωρίς να έχουν αγοράσει σπίτια εκεί. Καθώς είναι τακτικοί κάθε καλοκαίρι, εποχή κατά την οποία ακούγονται τουρκικά σε κάθε εστιατόριο και κάθε παραλία, ο Φωκάς, που έχει υιοθετήσει την λέρικη συνήθεια να βγάζει παρατσούκλια, τους βάφτισε «μάσαλλα μαχαλά». Το «μάσαλλα» είναι εντελώς ειρωνικό, καθώς όλοι είναι απολύτως άθεοι και κοσμικοί.
Πριν την πανδημία, που «καθήλωσε» κάποιους από τους «εποχικούς» Τούρκους στην Λέρο, μόνη Τούρκισσα μόνιμη κάτοικος ήταν η Ντέφνε Γκιουρσόι. Κριτικός κινηματογράφου που έζησε για δεκαετίες στο Παρίσι, διαμένει στην Λέρο από το 2016. Αμέσως αναγνωρίσιμη από τα κόκκινα μαλλιά της, εξαιρετικά δημοφιλής στην τοπική κοινωνία, την χαιρετούν όπου εμφανιστεί. «Καλώς την Δαφνούλα!»
Λίγο πριν γνωρίσει την Λέρο, η Ντέφνε είχε χάσει τον σύντροφό της, ενώ είχε περάσει μια σοβαρή περιπέτεια υγείας. Η απόφαση εγκατάστασής της δεν ήταν αποτέλεσμα ενός coup de foudre. «Δυο παιδικοί μου φίλοι από την Πόλη αγόρασαν σπίτι εδώ και μου ανέφεραν το νησί. Γιατί να πάω σε ένα μέρος τόσο κοντά στην Τουρκία, σκέφτηκα. Το 2016 όμως μία κράτησή μου για διακοπές ακυρώθηκε και πήρα μια παρέα φίλους και ήλθα εδώ. Στην αρχή δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στο μέρος. Ήμουν πολύ στρεσαρισμένη, πηγαίναμε στην παραλία και καθόμασταν σπίτι και μαγειρεύαμε και κουβεντιάζαμε, δεν πρόλαβα να δω καλά καλά το νησί. Τον Σεπτέμβριο πήγα για πρώτη φορά στην Δοϊράνη, να δω τον τόπο καταγωγής της εκ πατρός γιαγιάς μου. Δεν βρήκα όμως τίποτε σχετικό με την οικογένειά μου, κανένα ίχνος στον εκεί οικισμό. Επέστρεψα λοιπόν στην Λέρο, νοίκιασα αυτοκίνητο και άρχισα να γυρίζω το νησί.»
Στο Παρίσι η Ντέφνε εργαζόταν στον τύπο ώρες ατελείωτες, ενώ βίωνε μεγάλη αγωνία για τον πολιτικό κατήφορο στην γενέτειρά της. «Ο λόγος που αποφάσισα να μείνω εδώ ήταν οι ντόπιοι. Λόγω της ιστορίας τους, είναι πολύ ανοικτοί στην ετερότητα, έχουν μάθει να δέχονται τους άλλους. Δεν λέω, είναι ευχάριστο και ενδιαφέρον ότι ζουν στην Λέρο τόσοι Ευρωπαίοι και, για μήνες κάθε χρόνο, τόσοι Τούρκοι αντικαθεστωτικοί. Αλλά οι ντόπιοι είναι που με κρατούν εδώ. Δεν ήθελα ποτέ να ζω σε μια φούσκα ξένων παροίκων. Στην Λέρο ήλθα να φτιάξω μια νέα ζωή και οι ντόπιοι αποτελούν σημαντικό κομμάτι της.»
Προσπάθησε να ενταχθεί στην τοπική κοινωνία, να κάνει παρέες με ντόπιους. «Τους πρώτους δύο μήνες έκανα τριάντα γεύματα σπίτι, ώστε να με γνωρίσουν καλύτερα όσοι γνώριζα και να μην έχουν επιφυλάξεις για μένα. Παρότι δεν μιλούσα ελληνικά, μια χαρά συνεννοούμην – με νεύματα, σιωπές, βλέμματα. Με μεγάλη υπερηφάνεια μπορώ να πω πως είμαι πια καλοδεχούμενη. Αν οι γείτονές μου δεν με δουν για κανένα εικοσιτετράωρο, χτυπούν την πόρτα μου να δουν αν είμαι καλά. Κρατούν τις σωστές ισορροπίες: δεν χώνουν την μύτη τους σπίτι μου, αλλά αν δεν με δουν ανησυχούν και με ψάχνουν.»
Όπως πολλοί άλλοι, στην Λέρο η Ντέφνε καταπιάστηκε με κάτι που δεν είχε ξανακάνει: εθελοντική εργασία για τους πρόσφυγες και μετανάστες. «Με την ΜΚΟ Echo Plus 100 έφτιαξα ένα κινηματογραφικό ατελιέ για τους πρόσφυγες. Άρχισα να τους δείχνω ταινίες στις γλώσσες τους και παράλληλα να κινηματογραφούμε μαζί τις ζωές τους. Πίστευα πάντα πως η τέχνη είναι θεραπευτική και ο κινηματογράφος από τις πιο δημοκρατικές μορφές τέχνης. Δεν χρειάζεται να διαβάσεις ή να γράψεις. Η εργασία για τους πρόσφυγες έδωσε νέο νόημα στην ζωή μου.»
Στην Λέρο η Ντέφνε δέθηκε ιδιαίτερα με την Ιωάννα Ασμενιάδου-Φωκά. Εκτός από το κοινό τους ενδιαφέρον για τον κινηματογράφο, οι δυο τους ανακάλυψαν και μια κοινή καταγωγή: οι πατέρες τους κατάγονται και οι δύο από την Δοϊράνη. «Ένα μόνο χωριό με ελάχιστα σπίτια υπήρχε στην όχθη της λίμνης την αυγή του εικοστού αιώνα» λέει η Ιωάννα. «Ποτέ δεν είχα γνωρίσει κάποιον με καταγωγή από εκεί!» Οι δυο τους θεωρούν πως ενδεχομένως είναι εξαδέλφες, κάτι που τις διασκεδάζει ιδιαίτερα. «Η Λέρος είναι το μέρος των εξωφρενικών συμπτώσεων» γελά η Ντέφνε.
Η πανδημία της COVID 19 προσέθεσε δεκάδες νέους κατοίκους στην Λέρο, που την θεώρησαν ασφαλέστερο τόπο διαμονής από τις πόλεις της Ελλάδας ή της Ευρώπης κατά την διάρκεια του θανατικού. Αν, κατά γενική ομολογία, ο πληθυσμός βίωσε λιγότερο άγρια τους περιορισμούς της καραντίνας, αυτοί ήταν πολύ βαρείς για τις πολιτιστικές οργανώσεις του νησιού. «Η πανδημία μάς κατέσφαξε τις διοργανώσεις – ομιλίες, εκθέσεις, προβολές ταινιών» λέει ο Έντζο Μπονάνο της AIAL.
Μία ομάδα που χτυπήθηκε ιδιαίτερα ήταν η θεατρική. «Το κοινό αποτελεί συστατικό στοιχείο της θεατρικής εμπειρίας» λέει η Βίκυ Θεοτοκάτου. Το 2021 η Θεατρική Ομάδα Λέρου προσπάθησε να ανεβάσει το έργο Το χελιδόνι, του Ισπανού Γκιλιέμ Κλούα, που εμπνέεται από την δολοφονική επίθεση κατά του γκέι κλαμπ στο Ορλάντο το 2016. Η ομάδα έπεφτε από την μία καραντίνα στην επόμενη. Ξεκίνησε μία συζήτηση μεταξύ των μελών της για την σκοπιμότητα να προβληθεί η παράσταση διαδικτυακά, ωσότου επιτραπεί η επαναλειτουργία του θεάτρου με κοινό.
Η Ιωάννα Ασμενιάδου κατέγραψε την περιπέτεια της παράστασης και την ιστορία της Θεατρικής Ομάδας μέσω μιας σειράς συνεντεύξεων με τους πρωταγωνιστές και τους λοιπούς συντελεστές. Η καταγραφή αποτελεί το νέο της ντοκιμαντέρ, με τίτλο Θα πετάξει ποτέ αυτό το χελιδόνι; (που παραπέμπει στον τίτλο του θεατρικού έργου). Πρόκειται για μία σπάνια αποτύπωση της ζωής σε νησί εκτός σεζόν, μεσούσης της πανδημίας και των προβλημάτων που αυτή έφερε στην κοινωνική ζωή και τις πολιτιστικές δράσεις των κατοίκων.
Αλλά και η Ιωάννα είχε αντίστοιχα προβλήματα εν μέσω πανδημίας: δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει ούτε εικονολήπτη, ούτε ηχολήπτη, ούτε μοντέρ, ειδικότητες που, ούτως ή άλλως, δεν υπάρχουν στο νησί. Συνεπώς το νέο της ντοκιμαντέρ είναι, ακόμα και τεχνικά, απόρροια του COVID, ένα momentum του τι περάσαμε όλοι μας, χρωματισμένο με τις εμπειρίες της Λέρου.
ΠΗΓΗ: insidestory.gr
ΦΩΤΟ ΚΟΡΥΦΗΣ: Η Ντέφνε Γκιουρσόι και η Ιωάννα Ασμενιάδου-Φωκά στην Αγία Μαρίνα. Έχουν και οι δύο απώτερη καταγωγή από την Δοϊράνη, ενώ τις συνδέει η αγάπη τους για τον κινηματογράφο.