Ο Γιάννης Παπαϊωάνου και ο Ηλίας Βενέζης , αμφότεροι από την Μικρά Ασία έγραψαν ιστορία στην νεώτερη Ελλάδα και απεβίωσαν, με διαφορά ενός χρόνου ο ένας από τον άλλο μια μέρα σαν την σημερινή, 3 Αυγούστου. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου (ΦΩΤΟ ΕΠΑΝΩ) υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές και κύριους εκφραστές του λαϊκού μας τραγουδιού. Γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1913 στην Κίο της Προποντίδας. Σε ηλικία δυο ετών ορφάνεψε από πατέρα κι επτά χρόνια αργότερα έζησε τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Αρχικώς εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τη γιαγιά του στη Σαμοθράκη και λίγο αργότερα μετακόμισαν στον Πειραιά, στις Τζιτζιφιές, όπου ζούσαν οι θείοι του και η υπόλοιπη οικογένεια. Στη δουλεία μπήκε από μικρός. Εργάστηκε ως ψαράς, ως μαραγκός, σε συνεργείο αυτοκινήτων και σε οικοδομές. Η σκληρή βιοπάλη του απαγόρευσε να συνεχίσει το σχολείο.
Το 1928 ξεκίνησε να παίζει μουσική με μια φυσαρμόνικα, αλλά η σχέση του με τη μουσική θα παρέμενε σε εκείνο το επίπεδο αν δεν ήταν το ποδόσφαιρο. Έπειτα από έναν σοβαρό τραυματισμό του, η μητέρα του τού έκανε δώρο ένα μαντολίνο για να σταματήσει να παίζει. Η ζωή του άλλαξε, όταν μια μέρα άκουσε σε μια ταβέρνα Το μινόρε του τεκέτου Γιάννη Χαλκιά. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγε μπουζούκι. Το ερωτεύτηκε και το υπηρέτησε πιστά μέχρι το τέλος της ζωής του.
Στο πάλκο πρωτανέβηκε το 1933. Στη σαραντάχρονη πορεία του έγραψε πάνω από 800 τραγούδια, περιόδευσε σε Ελλάδα και Αμερική, και ανέδειξε μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών, μουσικών και τραγουδιστών. Η Φαλιριώτισσα, Βαδίζω και παραμιλώ, Καπετάν Αντρέα Ζέππο, Πριν το χάραμα, Σβήσε το φως να κοιμηθούμε, είναι μερικά μόνο από τα διαχρονικά τραγούδια του που άφησε ως κληρονομιά.
Ο Γιάννης Παπαιωάννου σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τα χαράματα της 3ης Αυγούστου 1972, καθώς μετά τη δουλειά πήγαινε για ψάρεμα στα Βασιλικά της Σαλαμίνας. Στη μνήμη του, ο Βασίλης Τσιτσάνης -κουμπάρος, φίλος και συνεργάτης του για πολλά χρόνια- έγραψε Το τραγούδι του Γιάννη που τραγούδησε με την Πόλη Πάνου.
Ηλίας Βενέζης: Επέζησε από τα διαβόητα «Τάγματα Εργασίας» και περιέγραψε τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας πριν από τον ξεριζωμό.
Ο Ηλίας Βενέζης ήταν έλληνας πεζογράφος, από τους σημαντικότερους της λογοτεχνικής γενιάς του 1930. Από την παιδική του ηλικία, η ζωή του ακολούθησε τις περιπέτειες του μικρασιατικού ελληνισμού και τις αποτύπωσε στο έργο του. Έγινε ο ραψωδός της προσφυγιάς και του ξεριζωμού, αλλά μαζί και της ανθρωπιάς, της καρτερίας και της πίστης. Μείζονα έργα του τα μυθιστορήματα «Το Νούμερο 31328» (1931), «Γαλήνη» (1939) και «Αιολική Γη» (1943).
Ο Ηλίας Μέλλος, όπως ήταν το πατρικό επώνυμο (Βενέζης ήταν το επώνυμο του παππού του, το οποίο υιοθέτησε ως φιλολογικό ψευδώνυμο) γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1904 στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας. Για το έτος της γέννησής του η νεότερη έρευνα έχει αποδείξει, με βάση τη ληξιαρχική πράξη του θανάτου του, ότι είχε γεννηθεί το 1898.
Ο Ηλίας ήταν ένα από τα επτά παιδιά του κτηματία Μιχαήλ Μέλλου, με καταγωγή από την Κεφαλλονιά και της Βασιλικής Μπιμπέλα, κόρης του μεγαλοτσιφλικά Γιαννακού Μπιμπέλα. Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένειά του κατέφυγε στη Μυτιλήνη, τόπο καταγωγής της μητέρας του, όταν οι Τούρκοι άρχισαν διωγμούς κατά των χριστιανών. Εκεί ο Βενέζης πέρασε τα πρώτα γυμνασιακά του χρόνια με σκληρές στερήσεις, σπουδάζοντας την ημέρα και εργαζόμενος τη νύχτα.
Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε στο Αϊβαλί και άρχισε να μελετά ανώτερα μαθηματικά για να σπουδάσει μηχανικός στη Γαλλία. Όμως, η Μικρασιατική Καταστροφή και η έξοδος των Ελλήνων της Μικράς Ασίας ανέτρεψαν τα σχέδια του. Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το Αϊβαλί, τον συνέλαβαν μαζί με άλλους 3.000 Έλληνες και τον οδήγησαν αιχμάλωτο στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας για να εργασθεί στα διαβόητα «Τάγματα Εργασίας».
Εκεί, ο Βενέζης υπέστη επί 14 μήνες αφάνταστα βάσανα, τα οποία περιέγραψε στο βιβλίο του «Το Νούμερο 31328», που εκδόθηκε το 1931. Το νούμερο αυτό ήταν ο αριθμός με τον οποίο ήταν καταχωρημένος στα «Τάγματα Εργασίας». Οι απάνθρωπες συνθήκες της αιχμαλωσίας (ήταν ένας από τους μόλις 23 συμπολίτες του που επέζησαν) και ο ξεριζωμός από την πατρώα γη άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στο νεαρό τότε Βενέζη και σημάδεψαν με καίριο τρόπο τη θεματογραφία του έργου του.
Μετά τη διάσωσή του, κατέφυγε και πάλι στη Μυτιλήνη, όπου εγκαταστάθηκε και άρχισε να εργάζεται στην Εθνική Τράπεζα. Εκεί γνωρίστηκε με τον Στράτη Μυριβήλη και την ομάδα των λογοτεχνών και καλλιτεχνών του νησιού, τη γνωστή με την ονομασία «Λεσβιακή Άνοιξη». Το 1930 μετατάχθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος και το 1932 πήρε μετάθεση για το Κεντρικό Κατάστημα της Αθήνας, όπου υπηρέτησε ως το 1957 και συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό του Υποδιευθυντή.
Στα αθηναϊκά γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1928, μετά την βράβευσή του στο διαγωνισμό του περιοδικού «Νέα Εστία» για το διήγημά του «Ο θάνατος». Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε στη Μυτιλήνη το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Ο Μανώλης Λέκκας και άλλα διηγήματα», το οποίο έγινε ευμενώς δεκτό από τους κριτικούς των Αθηνών.
Το 1938 παντρεύτηκε τη Σταυρίτσα Μολυβιάτη με καταγωγή από το Αϊβαλί, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Άννα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Γαλήνη».
Είναι, ίσως, το πρώτο βιβλίο που αντιμετωπίζει με λογοτεχνική επάρκεια το θέμα της εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα. Οι δυσκολίες για να συνυπάρξουν δύο διαφορετικοί ουσιαστικά κόσμοι και οι αναπόφευκτες συγκρούσεις τους εξιστορούνται τόσο μέσα από την ομαδική περιπέτεια του πλήθους, όσο και μέσα από τα ιδιωτικά περιστατικά της οικογενειακής ζωής του κεντρικού ήρωα, του γιατρού Δημήτρη Βένη. Για τη «Γαλήνη» τιμήθηκε το 1940 με το Α’ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών.
Στις 28 Οκτωβρίου 1943 οι υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδας είχαν συγκεντρωθεί στη μεγάλη αίθουσα του κτιρίου για να τιμήσουν την επέτειο του «ΟΧΙ», αλλά και τη μνήμη των συναδέλφων τους που έπεσαν μαχόμενοι. Οι Γερμανοί εισέβαλαν στην αίθουσα και συνέλαβαν τον διοικητή και μερικούς υπαλλήλους, μεταξύ των οποίων και τον Βενέζη. Τον απομόνωσαν στο «Μπλοκ C» των φυλακών Αβέρωφ και θα τον εκτελούσαν, αν δεν επενέβαινε συντονισμένα ο πνευματικός κόσμος της χώρας και ζητούσε την απελευθέρωσή του. Από τη νέα αυτή τραγική εμπειρία θα προκύψει το μοναδικό θεατρικό του έργο «Μπλοκ C», που ανέβηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1945 από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσούλη και πρωταγωνιστές τον Θάνο Κωτσόπουλο και τον Ιορδάνη Μαρίνο.
Στα τέλη του 1943 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Αιολική Γη», το δημοφιλέστερο και περισσότερο μεταφρασμένο από τα έργα του Βενέζη. Το μυθιστόρημα αυτό, γραμμένο από την οπτική ενός μικρού παιδιού, αποτελεί έναν ύμνο για τον χαμένο παράδεισο των παιδικών του χρόνων και, ταυτόχρονα, ένα χρονικό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας πριν από τον ξεριζωμό.
Από το 1946 χρονολογείται και η πρώτη μετάφραση βιβλίων του στο εξωτερικό, σε πολλές γλώσσες, που είχαν μεγάλη απήχηση. Εκτός από τα τρία μείζονα έργα του, για τα οποία κατέχει περίοπτη θέση στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας, ο Ηλίας Βενέζης δημοσίευσε συλλογές διηγημάτων, μυθιστορήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και ιστορικά έργα. Το 1958 συμμετείχε στο «Μυθιστόρημα των 4», που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις» και το οποίο έγραψαν κατά σειρά ο Στράτης Μυριβήλης, ο Μ. Καραγάτσης, ο Άγγελος Τερζάκης και ο ίδιος.
Το 1948, εν μέσω Εμφυλίου Πολέμου, συμμετείχε στην ίδρυση της αντικομουνιστικής Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και τον επόμενο χρόνο με πρόσκληση του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών περιόδευσε επί εξάμηνο στις ΗΠΑ, όπου έδωσε διαλέξεις και συνεντεύξεις.
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο συνεργάστηκε για πολλά χρόνια (1954-1970) με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) σε εκπομπές λόγου, ενώ υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, της Λυρικής Σκηνής, της Κοινότητας Ευρωπαίων Συγγραφέων, της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης και ιδρυτικό μέλος της λογοτεχνικής «Ομάδας των 12».
Τον Ιανουάριο του 1957 η Ακαδημία Αθηνών εξέλεξε τον Ηλία Βενέζη τακτικό μέλος της στην τάξη των Γραμμάτων και Καλών Τεχνών και το 1959 του απενεμήθη ο Ταξιάρχης του Τάγματος Γεωργίου Α.
Ο Ηλίας Βενέζης πέθανε στις 3 Αυγούστου 1973, καταβεβλημένος από τον καρκίνο του λάρυγγα, με τον οποίο είχε διαγνωστεί πριν από δύο χρόνια.