Ιερά Μονή Οσίου Αββακούμ και εκκλησιαστική δικαιοσύνη
Του Αναστάσιου Βαβούσκου*
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου αποφάσισε την παραπομπή δύο ιερομονάχων, εγκαταβιούντων στην Ιερά Μονή Αββακούμ, στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο, για κανονικά παραπτώματα που φέρονται ότι τέλεσαν. Όπως προκύπτει από τα δημοσιεύματα, την απόφαση αυτή την έλαβε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου μετά από κατάθεση ενώπιον της σχετικών στοιχείων από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα.
Δεν είμαι σε θέση να εκφέρω άποψη επί της ουσίας, διότι δεν γνωρίζω τα στοιχεία του φακέλου. Επικροτώ πλήρως την βούληση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου για διελεύκανση της υποθέσεως και απονομή των ευθυνών, εκεί που υπάρχουν. Όμως, όσον αφορά στην διαδικασία που ακολουθήθηκε, έχω την αίσθηση, ότι δεν έγιναν οι σωστές κινήσεις, με αποτέλεσμα η βούληση της Ιεράς Συνόδου να τελεί υπό αίρεση. Και θα εξηγήσω αμέσως, τι εννοώ.
Τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία είναι, ότι δύο ιερομόναχοι εγκαταβιούντες σε Ιερά Μονή της κανονικής δικαιοδοσίας του Πανιερωτάτου Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα, φέρονται, ότι διέπραξαν περισσότερα του ενός κανονικά παραπτώματα. Αυτό σημαίνει, ότι στην περίπτωση αυτή, οι φερόμενοι ως ύποπτοι έχουν διπλή ιδιότητα (κληρικού και μοναχού), οπότε προ πάσης ενεργείας θα έπρεπε να αποφασισθεί, αν θα κριθούν ως μοναχοί ή ως κληρικοί. Η διάκριση αυτή είναι υποχρεωτική, διότι αναλόγως της ιδιότητας (κληρικός, μοναχός) διαφέρει και η διαδικασία που ακολουθείται.
Αν είχε αποφασισθεί να κριθούν ως μοναχοί:
Αν είχε κριθεί, ότι υπερτερεί η ιδιότητα του μοναχού, διότι αυτή συνδέεται με μείζονες υποχρεώσεις και δεσμεύσεις από αυτές του κληρικού, τότε υπό αυτά τα δεδομένα, αρμόδιος συμφώνως προς τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου (και τους ιερούς κανόνες) θα ήταν ο Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής, ο οποίος θα είχε τις εξής επιλογές:
Πρώτη επιλογή. Κατά το άρθρο 79 Α πργφ 2 θα μπορούσε να επιβάλλει στους δύο κληρικούς εκκλησιαστικά επιτίμια.
Δεύτερη επιλογή. Εάν έκρινε, ότι δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, θα έπρεπε, να ακολουθήσει την διαδικασία που προβλέπεται στο Παράρτημα Β’ του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου και να προκαλέσει την κίνηση της διαδικασίας ενώπιον της Ανακριτικής Επιτροπής, η οποία – αφού θα ασκούσε τις αρμοδιότητες της – θα αποφάσιζε, εάν θα έπρεπε να παραπέμψει ή όχι τους κατηγορουμένους μοναχούς στο αρμόδιο εκκλησιαστικό δικαστήριο, ορίζοντας και τον Εκκλησιαστικό Εισαγγελέα.
Αν είχε αποφασισθεί να κριθούν ως κληρικοί:
Στην περίπτωση αυτή θα υπήρχε καταρχήν ζήτημα, με τις ποινές που μπορούν να επιβληθούν, διότι υπάρχουν ποινές, που καταρχήν είναι συμβατές με την ιδιότητα μόνο του κληρικού και όχι του μοναχού.
Αν υποθέσουμε, ότι θα είχε λυθεί και αυτό ζήτημα, τότε ο Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής θα μπορούσε:
- Ή να θεωρήσει τα παραπτώματα ήσσονος σημασίας και να τα δικάσει ο ίδιος, επιβάλλοντας μία εκ των προβλεπόμενων ποινών (άρθρο 79Α).
- Ή να θεωρήσει τα παραπτώματα πλείων της ήσσονος σημασίας, οπότε αρμόδιο θα ήταν το Επισκοπικό Δικαστήριο της επαρχίας του (άρθρο 79Β).
- Ἠ να θεωρήσει τα παραπτώματα μείζονος σημασίας, οπότε αρμόδιο είναι το Πενταμελές Συνοδικό Δικαστήριο (79Γ).
Στις περιπτώσεις 2 και 3 λογικώς θα έπρεπε μάλλον ο Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής βάσει του άρθρου 13 του Παραρτήματος Β΄ του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου να κινήσει την διαδικασία της συγκλήσεως της Ανακριτικής Επιτροπής, η οποία θα αποφάσιζε, αν θα δικασθούν ή όχι οι δύο κατηγορούμενοι και σε περίπτωση θετικής αποφάσεως να ορισθεί και Εκκλησιαστικός Εισαγγελέας και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο αρμόδιο πολυμελές εκκλησιαστικό δικαστήριο.
Σε καμία περίπτωση δεν ήταν αρμόδια η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου, διότι κατά το άρθρο 79Δ του οικείου Καταστατικού Χάρτη, οι αρμοδιότητες της ως πρωτοβαθμίου δικαστηρίου είναι:
Α) η εκδίκαση παραπτωμάτων Αρχιερέων υπό δωδεκαμελή όμως σύνθεση
Β) η επιβολή της ποινής του αναθέματος (μεγάλου αφορισμού).
Αυτή είναι η διαδικασία, που θα έπρεπε να ακολουθηθεί, βάσει των διατάξεων του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου.
Συνεπώς, η απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου δεν είναι σύννομη. Αν τώρα, στα προεκτεθέντα προσθέσουμε, ότι το Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο, στο οποίο η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου παρέπεμψε εσφαλμένως την υπόθεση, δεν προβλέπεται στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σύνθετα.
Οφείλω, όμως, να ομολογήσω, ότι η αδρή αυτή περιγραφή της διαδικασίας δεν ήταν ευχερής, διότι οι διατάξεις περί εκκλησιαστικής δικαιοσύνης του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, ως μικρογραφία Ποινικού Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έχει νομικούς όρους και θεσμούς, οι οποίοι όχι μόνον είναι περιττοί και δυσχερείς στην κατανόηση, απαιτουμένων για την εφαρμογή τους ειδικών γνώσεων Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας, αλλά είναι και άγνωστοι στο Κανονικό Δίκαιο και μη συμβατοί με τα θέσμια της Εκκλησίας. Δημιουργούν, δε, επιπλέον, και μία δαιδαλώδη διαδικασία, στην οποία δεν δύνανται εκ των πραγμάτων να ανταποκριθούν οι Αρχιερείς της Εκκλησίας της Κύπρου και να απονείμουν – το κυριότερο – εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Σ’ αυτήν την διαπίστωση οφείλεται προφανώς και η κίνηση της συγκεκριμένης – αλλά εσφαλμένης – διαδικασίας, καθόσον, κρίθηκε βεβαίως ως η ιδανικότερη βάσει προσωπικών εκτιμήσεων σε σχέση με την σοβαρότητα της υποθέσεως, όμως άλλα προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου. Και δυστυχώς, οι διατάξεις αυτού είναι και οι δεσμευτικές, οδηγώντας – σε περίπτωση παραβιάσεως τους – σε ακυρότητα της όλης διαδικασίας και σε ακύρωση της βουλήσεως της Ιεράς Συνόδου.
Ευελπιστώ, ότι θα ληφθούν τα αναγκαία μέτρα και η Εκκλησία της Κύπρου θα απονείμει δικαιοσύνη, όπως απαιτείται.
*Ο Αναστάσιος Βαβούσκος είναι Δρ. του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Δικηγόρος και Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε./ Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους.