Η τραγωδία των Ελλήνων του Πόντου

Η τραγωδία των Ελλήνων του Πόντου

Πριν από 101 χρόνια οι Νεότουρκοι εξόντωσαν πάνω από το 40% των  697.000 Ελλήνων κατοίκων του Πόντου.

ΣΗΜΕΡΑ συμπληρώθηκαν 101 χρόνια από την γενοκτονία των Ποντίων,ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα κατά των Ελλήνων. Ωστόσο, παρόλο ότι η γενοκτονία αναγνωρίστηκε από μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας, ακόμη και από Τούρκους ερευνητές, υπάρχουν αρκετοί ακαδημαϊκοί, πολιτικοί και απλοί πολίτες, οι οποίοι υποστηρίζουν πως δεν υπήρξε γενοκτονία στον Πόντο,  αλλά ένα είδος εθνοκάθαρσης ή ένας διωγμός στο πλαίσιο του πολέμου και της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 

Πριν από τον όρο «Γενοκτονία» υπήρχε ο όρος «Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας». Η γενοκτονία ως όρος διαμορφώθηκε κυρίως στη δίκη της Νυρεμβέργης το 1945, όπου δικάστηκε η ηγεσία των ναζιστών εγκληματιών του πολέμου.
Συγκεκριμένα ο όρος σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας. Πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις.
Ο γενοκτόνος δεν εξοντώνει μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι. Στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, επειδή ήταν Έλληνες και χριστιανοί.
Το 1915 ήταν μια χρονιά ορόσημο για τον ποντιακό ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Τη χρονιά εκείνη, και ενώ όλα τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν εμπλακεί στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Τούρκοι εκπόνησαν ένα σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Τον Ιούνιο πραγματοποιήθηκε η εξορία και στη συνέχεια η σφαγή των Αρμενίων, ενώ αρχίζουν οι πρώτες βιαιοπραγίες εναντίον του ποντιακού στοιχείου. Τον Δεκέμβριο του 1916 εκπονήθηκε από τους Τούρκους στρατηγούς Εμβέρ και Ταλαάτ σχέδιο εξόντωσης του άμαχου ελληνικού πληθυσμού του Πόντου που προέβλεπε «Άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16 έως 60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικόπαιδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης».
Το πρόγραμμα ξεκίνησε 15 ημέρες αργότερα και εφαρμόστηκε κυρίως στις περιοχές της Σαμψούντας και της Πάφρας. Η περιοχή της Τραπεζούντας είχε γλιτώσει από τη μανία των Τούρκων διότι είχε καταληφθεί τον Απρίλιο του 1916 από τον ρωσικό στρατό. Όταν όμως οι Ρώσοι εγκατέλειψαν την πόλη τον Φεβρουάριο του 1918, τότε ο μισός περίπου πληθυσμός της περιοχής εγκατέλειψε τις εστίες του και ακολούθησε τον ρωσικό στρατό κατά την υποχώρησή του. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Καυκάσου και των παραλίων της Γεωργίας.
Οι Πόντιοι πίστεψαν ότι το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου θα έφερνε και οριστικό τέρμα στα δεινά τους, αλλά διαψεύσθηκαν…
Οι εκκλήσεις τους για να συμπεριληφθούν στο ελληνικό κράτος δεν εισακούστηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Πόντος ήταν πολύ απομακρυσμένος από τις υπόλοιπες ελληνικές περιοχές με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η υπεράσπισή του από τις τουρκικές επιδρομές. Σε αντάλλαγμα πρότεινε να προχωρήσουν οι Πόντιοι στη δημιουργία μιας ομοσπονδίας με τους Αρμένιους, και πράγματι ο αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο πρόεδρος των Αρμενίων Αλέξανδρος Χατισιάν υπέγραψαν τον Ιανουάριο του 1920 συμφωνία για τη δημιουργία ποντοαρμενικού κράτους. Όμως τον Νοέμβριο του 1920 ο αρμενικός στρατός ηττήθηκε στο Ερζερούμ από τις δυνάμεις του Κεμάλ με αποτέλεσμα να συνθηκολογήσουν οι Αρμένιοι και να μείνουν οι Πόντιοι μόνοι τους. Έκτοτε και μέχρι τον Αύγουστο του 1922 ο Κεμάλ, έχοντας εκκαθαρίσει τα δευτερεύοντα μέτωπα στη Μικρά Ασία, προχώρησε ανενόχλητος στη σταδιακή εξόντωση του ποντιακού ελληνισμού.

 

Οι πόλεις και τα χωριά κάηκαν, οι χωρικοί σφάχτηκαν, ατιμάστηκαν, εξορίστηκαν ή έφευγαν ομαδικά στα δάση και στα βουνά. Όσοι άνδρες συλλαμβάνονταν προωθούνταν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Υπολογίζεται ότι στο διάστημα 1914-1922 εξοντώθηκαν περίπου 200.000 Πόντιοι.

 

 

 

Οι Τούρκοι εκτόπιζαν και εξόριζαν τους Έλληνες μέσα στην βαρύτερη κακοκαιρία, χωρίς να τους επιτρέπουν να παραλάβουν ούτε τρόφιμα ούτε στρώματα. Τα κυβερνητικά όργανα που συνόδευαν τους εκτοπιζόμενους δεν επέτρεπαν στα θύματά τους να σταθμεύουν σε κατοικημένα μέρη, αλλά μόνο σε μέρη έρημα και εκτεθειμένα στις χειμερινές συνθήκες. Ο σκοπός ήταν διπλός: πρώτα να μην μπορούν να στεγασθούν και έπειτα να μην μπορούν να αγοράσουν τρόφιμα. Δεν επέτρεπαν για κανένα λόγο να δώσουν βοήθεια στους γέρους γονείς ή στα ανήλικα παιδιά και στους αρρώστους, οι οποίοι εγκαταλείπονταν στα φαράγγια και στα δάση και πέθαιναν από την πείνα ή αποτελειώνονταν από την λόγχη των Τούρκων. Σε διάφορα μέρη της χώρας ιδρύθηκαν λουτρώνες δήθεν για στρατιωτικούς λόγους. Τα κυβερνητικά και αστυνομικά όργανα που οδηγούσαν τους μετατοπιζόμενους εξανάγκαζαν τους δυστυχείς για λόγους δήθεν υγιεινής να λουστούν. Έβαζαν κατά εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά στα λουτρά, γυμνούς, με θερμοκρασία 40 βαθμών. Τα ενδύματα των δυστυχών λεηλατούνταν. Όταν έβγαιναν από το λουτρό, τους εξανάγκαζαν να παρατάσσονται στο χιόνι και με θερμοκρασία κάτω του μηδενός και να περιμένουν επίσκεψη του αστυνόμου για καταμέτρηση, ο οποίος ποτέ δεν ερχόταν πριν από μία ώρα. Έπειτα άλλη μία ώρα περίμεναν τον γιατρό για ιατρική επιθεώρηση.
Κατά την επιθεώρηση χαρακτηρίζονταν άρρωστοι οι νεότεροι και υγιέστεροι, οι οποίοι θανατώνονταν κατά την αποστολή στο νοσοκομείο.
Από την έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου (1914) ως τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), οι Νεότουρκοι με τα σκληρά μέτρα που έλαβαν εναντίον των Ελλήνων του Πόντου με τη μέθοδο των εξοριών, βιασμών, σφαγών, εξανδραποδισμών και απαγχονισμών (κατά τον Πανάρετο Τοπαλίδη) εξόντωσαν:
α. κατά την περίοδο 1914-1918
170.576 Ποντίους
β. κατά την περίοδο 1918-1922
119.122 Ποντίους
συνολικά
289.698 Ποντίους
ποσοστό δηλαδή 41,56% σε σύνολο 697.000 Ελλήνων κατοίκων, ενώ κατά τον Γ. Βαλαβάνη οι απώλειες των Ποντίων σύμφωνα με τη Μαύρη Βίβλο του Κεντρικού Συμβουλίου των Ποντίων στην Αθήνα ανέρχονται σε 303.238 ως το 1922, και 353.000 ως το Μάρτιο του 1924, ποσοστό που ξεπερνά το 50% του ολικού πληθυσμού των Ελλήνων του Πόντου.
Από το βιβλίο του Βλάση Αγτζίδη “Έλληνες του Πόντου”.

**************************

Μια από τις κορυφαίες μορφές του Ποντιακού Ελληνισμού, ο οποίος πήγε πρόσφυγας στην Ελλάδα ,  είναι ο από Μητροπολίτης Τραπεζούντος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Χρύσανθος, κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης. Γεννήθηκε το 1881 στην Κομοτηνή. Μετά από εγκύκλιες σπουδές στο ημιγυμνάσιο της Ξάνθης, σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1897-1903). Ακολούθως διορίστηκε καθηγητής στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας, χειροτονήθηκε διάκονος το 1903 και εν συνεχεία υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος στη Μητρόπολη Τραπεζούντας. Συνέχισε τις σπουδές του στη Λωζάνη και τη Λειψία (1907-1911) στο Κανονικό Δίκαιο και τη γλωσσολογία. Μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη διορίστηκε διευθυντής του περιοδικού «Εκκλησιαστική Αλήθεια» και αρχειοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’.
Το 1913 εξελέγη Μητροπολίτης Τραπεζούντας, αλλά προτού μεταβεί στην έδρα του, επισκέφθηκε την Αθήνα και συναντήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο διατηρούσε φιλία. Κατά την περίοδο του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου ορίστηκε διοικητής Τραπεζούντας, τόσο από τους Τούρκους, όσο και από τους Ρώσους, που κατείχαν για ένα διάστημα την πόλη του Πόντου.

Μετά τον πόλεμο χρησιμοποιήθηκε σε εθνικές αποστολές για την προβολή των δικαίων του αλύτρωτου Ελληνισμού στη Γαλλία, στην Αγγλία και στην Ιταλία (1918-1920).
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και χρημάτισε από το 1926 «αποκρισιάριος» (αντιπρόσωπος) του Οικουμενικού Πατριαρχείου και χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες αποστολές για την αντιμετώπιση εκκλησιαστικών ζητημάτων.
Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου (Παπαδόπουλου) το 1938, ήταν υποψήφιος για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, αλλά υπελείφθη κατά μία ψήφο (30 έναντι 31), του συνυποψηφίου του μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνού (Παπανδρέου), ο οποίος εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Η εκλογή του προσβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ακυρώθηκε. Στις 13 Δεκεμβρίου 1938, ο Χρύσανθος διορίστηκε με βασιλικό διάταγμα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος.
Κατά τη σύντομη παραμονή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο επέδειξε εντυπωσιακή δραστηριότητα για τους εθνικούς αγώνες και για τα εκκλησιαστικά πράγματα. Η εκλογή του ως μέλους της Ακαδημίας Αθηνών (28 Νοεμβρίου 1938), αποτέλεσε αναγνώριση των παλαιοτέρων εθνικών του αγώνων και ενίσχυσε την πνευματική του ακτινοβολία.
Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1941 συνέστησε την εθελοντική οργάνωση «Πρόνοια Στρατευσίμων» και βοήθησε παντοιοτρόπως της οικογένειες των μαχομένων στρατιωτών.
Σθεναρή υπήρξε η στάση του εναντίον των Γερμανών κατακτητών. Απέφυγε να παραστεί στην παράδοση της Αθήνας στα στρατεύματα κατοχής (27 Απριλίου 1941) και αρνήθηκε να ορκίσει την πρώτη κυβέρνηση δοσιλόγων του στρατηγού Τσολάκογλου (30 Απριλίου 1941), χαρακτηρίζοντάς την ενέργειά του «πράξη αντεθνική, στην οποία η Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να δώσει τον όρκο και την ευλογία της».
Η άρνησή του αυτή και η εν γένει απαξιωτική συμπεριφορά τους προς τους κατακτητές, επιτάχυνε την απομάκρυνσή του από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Συγκλήθηκε Μείζων Σύνοδος, η οποία αποκατέστησε στο θρόνο τον Δαμασκηνό (2 Ιουλίου 1941) και αποδοκίμασε τον διορισμό του Χρύσανθου ως αντικανονικό. Έκτοτε, ο Χρύσανθος ιδιώτευσε ασχολούμενος με τα εθνικά και θρησκευτικά θέματα και το συγγραφικό του έργο, που ήταν πλούσιο και πολυποίκιλο («Το ζήτημα του Ευξείνου Πόντου», «Η Εκκλησία της Τραπεζούντος» κ.ά.). Μετά την απελευθέρωση δεν επιδίωξε την επάνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.
Ο Χρύσανθος, πρώην Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, απεβίωσε στην Αθήνα στις 28 Σεπτεμβρίου 1949, σε ηλικία 68 ετών και κηδεύθηκε με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού.

 

Το βίντεο, όπως αναφέρεται από τη Νεολαία Ποντίων Αττικής, είναι ένας φόρος “τιμής στους γεννοκτονημένους λαούς. Στους 353.000 Έλληνες του Πόντου, 700.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας , 700.000 Ασσύριους και 1.500.000 Αρμένιους αλλά και σε αυτούς που δεν πρόλαβαν να γεννηθούν”.
Ακούγεται η αφήγηση της Παρθένας Πουαρίδου από τον Ανατολικό Πόντο και το Χαψίκιοϊ της περιφέρειας Τραπεζούντας. Η Παρθένα Πουαρίδου είχε ζήσει τον ξεριζωμό:
“Εμείς όταν ξεκινήσαμε από την πατρίδα για να φύγουμε για την Ελλάδα, τίποτα πολύ τα έχασα, τίποτα δεν σκέφτηκα να πάρω. Την εικόνα είπα ας πάρω και τα άγια λείψανα να μας προστατεύουνε στους δρόμους. Και με εκείνα ήρθαμε εδώ στην Ελλάδα. Και το τι τραβήξαμε, τις ταλαιπωρίες, τις φτώχιες, τα βάσανα, ο Θεός μόνο τα ξέρει…”.

Ο πρόεδρος Αναστασιάδης

Το δικό του μήνυμα για την ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων απέστειλε ο πρόεδρος  Αναστασιάδης, με αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.


Όπως σημειώνει, «η ιστορική μνήμη και ο σεβασμός της είναι απαραίτητο συστατικό στοιχείο για την επικράτηση της ειρήνης. Στηρίζουμε τον αγώνα για αναγνώριση της ιστορικής πραγματικότητας που συνιστά η Γενοκτονία των Ποντίων».

Ανακοίνωση Γραφείου Επιτρόπου Προεδρίας, Φώτη Φωτίου, μεταξύ άλλων αναφέρει:

“Σήμερα είναι ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των εκατοντάδων χιλιάδων Ποντίων αδελφών μας. Ημέρα μνήμης και θλίψης για μια από τις πλέον μαύρες σελίδες της ανθρωπότητας. Αλλά και ημέρα απόδοσης τιμής και έκφρασης σεβασμού για ένα μεγάλο τμήμα του Ελληνισμού που υπέστη τα πάνδεινα από τη βαρβαρότητα και αγριότητα των Νεοτούρκων του Κεμάλ Ατατούρκ.
Μαζί με τους Έλληνες του Πόντου και τον ευρύτερο Ελληνισμό συνεχίζουμε τον αγώνα για δικαίωση της ιστορικής αλήθειας. Συνεργαζόμαστε με Ελλάδα και άλλα κράτη για την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας και προκλητικότητας. Στη βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου που πρέπει να επικρατήσουν και στην περίπτωση όλων των λαών που έπεσαν θύματα βάναυσων και άγριων συμπεριφορών και ενεργειών, επιδιώκουμε την ειρηνική συνύπαρξη των κρατών”.

Το ΑΚΕΛ, σε ανακοίνωση αναφέρει ότι το κόμμα ” τιμά τη μνήμη των θυμάτων της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Οι Έλληνες του Πόντου υπέστησαν την οργανωμένη πολιτική εξόντωσης που εφάρμοσαν οι Νεότουρκοι με τη μέθοδο των εξοριών, των σφαγών, των εξανδραποδισμών και των απαγχονισμών. H Κύπρος με ομόφωνο ψήφισμα της Βουλής αναγνώρισε το 1994 τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Υποστηρίζουμε τον αγώνα για τη Διεθνή Αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων Ποντίων.

Στη σημερινή μέρα θυμόμαστε ότι και μετά τον ξεριζωμό τους, οι Έλληνες του Πόντου υπέστησαν ως πρόσφυγες στιγματισμό και επιθέσεις. Με την ευκαιρία αυτή το ΑΚΕΛ απευθύνει χαιρετισμό αλληλεγγύης και φιλίας σε όλους τους Πόντιους που ζουν στην πατρίδα μας. Χαιρετίζουμε την πολιτιστική δράση των ποντιακών συλλόγων στο νησί μας για διατήρηση της ταυτότητας, της ιστορίας και της κληρονομιάς τους, που αποτελεί πλούτο και για τον τόπο μας”.

ΕΛΛΑΔΑ

 

Η πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλουστο μήνυμά της για την Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, τόνισε : «Η ανάληψη της ευθύνης για ειδεχθείς πράξεις του παρελθόντος και η ειλικρινής μεταμέλεια αποτελούν δείγμα γενναιότητας και ευθύνης ηγετών, που προσβλέπουν σε ένα μέλλον ειρηνικής συνύπαρξης και ευημερίας των λαών».  

Σήμερα τιμούμε τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα των Ελλήνων του Πόντου, που χάθηκαν πριν από έναν αιώνα, σημειώνει η κ. Σακελλαροπούλου και υπενθυμίζει ότι «η Ελλάδα, καθώς και άλλες χώρες, έχουν αναγνωρίσει τη γενοκτονία αυτή, αποτίοντας με τον τρόπο αυτό τον ελάχιστο φόρο τιμής και μνήμης στη θυσία του ποντιακού Ελληνισμού». Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι «οφείλουμε να αναλογιστούμε την τεράστια συμβολή και ενεργό συμμετοχή των διασωθέντων Ελλήνων του Πόντου στην ανόρθωση του ελληνικού κράτους υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, στην οικονομική ανάταση, καθώς και στην άνθηση της ελληνικής παιδείας και του πολιτισμού κατά τον 20ο αιώνα».
Καταλήγοντας, επεσήμανε  ότι «η διεθνής κοινότητα έχει χρέος να φέρνει στο φως και να καταδικάζει ενέργειες αποτρόπαιης βαρβαρότητας, όπως η συστηματική εξολόθρευση αθώων πολιτών, προκειμένου όχι μόνο να διαφυλαχθεί η μνήμη των θυμάτων αλλά και να αποτραπούν παρόμοια εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στο μέλλον».

Ο πρωθυπουργός της Ελλάδος, Κυριάκος Μητσοτάκης , σε δήλωση του ανέφερε: «Πριν από έναν αιώνα, οι Έλληνες του Πόντου έπεσαν θύματα μιας πρωτοφανούς θηριωδίας. Διώχθηκαν, εκτοπίστηκαν, αφανίστηκαν. Όσοι γλίτωσαν, άφησαν πίσω τις πατρογονικές εστίες για να αναστηθούν στην μητέρα-πατρίδα. Με τη λύρα τους να θρηνεί ακόμη τον ξεριζωμό. Αλλά και με το δοξάρι της να τραγουδά την ελπίδα. Και να ζητά δικαίωση». Ο πρωθυπουργός πρόσθεσε: «Η Πολιτεία ανταποκρίθηκε ομόψυχα στο αυτονόητο καθήκον της αναγνώρισης της Γενοκτονίας. Και αγωνίζεται για τη διεθνοποίηση και την παγκόσμια προβολή της. Ταυτόχρονα η Ελλάδα ενσωματώνει στη νέα πορεία της το δυναμισμό των παιδιών της του Πόντου. Εκείνων που κρατούν ζωντανή τη μνήμη και τις παραδόσεις του τόπου τους. Θα τιμούμε την «Ημέρα Μνήμης» μέχρι να ξημερώσει η Ημέρα της Δικαίωσης!”

Το ΑΠΕ-ΜΠΕ μετέδωσε από την Αθήνα ότι με  ενός λεπτού σιγή και με την ομόφωνη δήλωση «δεν ξεχνάμε», η Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων τίμησε την ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.
Όλα τα κόμματα αναφέρθηκαν στο χρέος της πολιτείας να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη των Ελλήνων του Πόντου που κράτησαν ψηλά και αναλλοίωτα, όπως τονίστηκε, τα ελληνικά ιδανικά, αλλά και να μείνει προσηλωμένη στον εθνικό στόχο για τη διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας.
Ο Α’ αντιπρόεδρος της Ολομέλειας της Βουλής, Νικήτας Κακλαμάνης, εκ μέρους του Σώματος επεσήμανε ότι το επίσημο τουρκικό κράτος διαχρονικά τηρεί μια πάγια γραμμή άρνησης του εγκλήματος της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου κατατάσσοντας το στις παράπλευρες απώλειες και πρόσθεσε ότι στο ίδιο μοτίβο συνεχίζει και σήμερα με απειλές και με Δούρειο Ίππο τους μετανάστες.
«Χρέος μας είναι να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη και τη θυσία των Ελλήνων του Πόντου και από εκεί να αντλούμε δύναμη. Ας σταθούμε στο δράμα των ακριτών του Πόντου ως ένα άστρο φωτεινό σαν η πατρίδα της πατρίδας», κατέληξε ο κ. Κακλαμάνης.
«Ακόμα και σήμερα, η Τουρκία συνεχίζει να μην αναγνωρίζει το έγκλημα της Γενοκτονίας που είχε ως αποτέλεσμα πάνω από 353.000 νεκρούς», τόνισε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, που μίλησε εκ μέρους της κυβέρνησης.
«Η μνήμη τους παραμένει ζωντανή, όπως ζωντανός παραμένει και ο εθνικός μας στόχος για αναγνώριση της ποντιακής γενοκτονίας. Το οφείλουμε στους αδερφούς μας που έχασαν τη ζωή τους, το οφείλουμε στους απογόνους τους, το οφείλουμε σε ολόκληρο τον Ελληνισμό. Το οφείλουμε και σε ολόκληρο τον κόσμο, που οφείλει να μην ξεχνά. Να μην ξεχνά τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», υπογράμμισε ο κ. Βαρβιτσιώτης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Share this post