Η τοποτηρητεία του αρχιεπισκοπικού θρόνου της Εκκλησίας Κύπρου και η δυνατότητα μεταβολής της.

Η τοποτηρητεία του αρχιεπισκοπικού θρόνου της Εκκλησίας Κύπρου και η δυνατότητα μεταβολής της.

Του Δρος. Αναστάσιου Βαβούσκου*

Προσφάτως τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα της μεταβολής του πλαισίου, με βάση το οποίο ορίζεται ο τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου της Εκκλησίας της Κύπρου. Δεν σκοπεύω, να πάρω θέση είτε υπέρ είτε κατά της μεταβολής. Προτίθεμαι, όμως, με το παρόν άρθρο, να καταθέσω την άποψη μου, για την περίπτωση, που το ζήτημα αυτό ετίθετο επισήμως.

Βάσει του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, και ειδικότερα του άρθρου 19 πργφ. 1, μετά την χηρεία του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου, την προσωρινή διοίκηση του, ως τοποτηρητής του, και μέχρι την εκλογή και ενθρόνιση του νέου Αρχιεπισκόπου, αναλαμβάνει ο πρώτος τη τάξει Αρχιερέας της Εκκλησίας της Κύπρου, ο οποίος κατά το άρθρο 2 του ίδιου Καταστατικού Χάρτη είναι ο Μητροπολίτης Πάφου. Ο τοποτηρητής, βάσει του άρθρου 19 πργφ. 2 έχει ως μόνη αρμοδιότητα την διεκπεραίωση των «συνήθων» και των «απαραίτητων» θεμάτων της Αρχιεπισκοπής, χωρίς να επιτρέπεται η οποιαδήποτε άλλη μεταβολή, είτε αυτή αφορά σε πρόσωπα είτε αφορά σε πράγματα.

Αυτά προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου, ο οποίος βεβαίως έχει ως αφετηρία και βάση τους ιερούς κανόνες και τις πρόνοιες αυτών και ειδικότερα τον 97ο (β΄ πργφ.) της τοπικής συνόδου της Καρθαγένης.

Κατά τον κανόνα αυτόν «Ἤρεσεν, ὥστε αὐτεξούσιον τήν τοποτηρησίαν ἔχειν τούς ἐπί τό κομιτάτον πεμφθέντας ἐπίλεκτους τοποτηρητάς». Δηλαδή, ο οριζόμενος ως τοποτηρητής επίσκοπος είναι αυτεξούσιος. Τι σημαίνει αυτό; Όπως σημειώνει ο γνωστός κανονολόγος Ιωάννης Ζωναράς στην ερμηνεία του κανόνα αυτού, αυτεξούσιος σημαίνει, ότι υποχρεούται μεν να πράξει αυτά, για τα οποία έχει πάρει σχετική εντολή αλλά ταυτοχρόνως έχει και το δικαίωμα του ελιγμού, δηλαδή να διαχειρισθεί με γνώμονα τα συμφέροντα της εκκλησίας, όσα ζητήματα προκύψουν εκτάκτως και απροβλέπτως εκτός των ορίων της εντολής που δόθηκε: «Τό ἔχειν τούς τοποτηρητάς τό αὐτεξούσιον, τοὐτέστι, τό μή μόνον ἃ ἐνετάλθησαν λέγειν καί ποιεῖν, ἀλλά καί ὅσα συνίδωσιν ἕτερα τῇ ἐκκλησίᾳ  συμφέροντα». Την ίδια άποψη διατυπώνει στην ερμηνεία του ίδιου κανόνα και το Πηδάλιο: «Δέν εἶναι εὐκαταφρόνητος ἡ εἴδησις ὁποῦ λαμβάνομεν ἀπό τόν παρόντα κανόνα. Μανθάνομεν γάρ ἐξ αὐτοῦ, ὅτι οἱ τοποτηρηταί οἱ ἀποστελλόμενοι, ἤ πρός τόν Βασιλέα, ἤ πρός τήν σύνοδον, ἔχουν τήν αὐτεξουσιότητα, νά πράττουν, ὄχι μόνον ἐκεῖνα ὁποῦ ἤκουσαν καί ἐδιωρίσθησαν, ἀλλά καί ἐκεῖνα ὁποῦ αὐτοί ἀφ’ ἑαυτῶν ἐπινοήσωσιν ὡς συμφέροντα καί καλά, τόσον εἰς τούς ἀποσταλέντας, ὅσον καί εἰς τούς ἀποστείλαντας αὐτούς».

Εάν σε όλα τα παραπάνω λάβουμε επίσης υπόψιν, ότι «τοποτηρητής» είναι αυτός που «τηρεί τον τόπον», δηλαδή αναπληρώνει τον επίσκοπο, στου οποίου τη θέση ευρίσκεται, όπως σαφώς επισημαίνουν στην ερμηνεία του 19ου κανόνα της συνόδου της Καρθαγένης οι κανονολόγοι Ιωάννης Ζωναράς: «Τοποτηρηταί δέ λέγονται, διά τό τόν τόπον τηρεῖν, ἤγουν ἐπέχειν, ἀναπληροῦν, τῶν στειλάντων αὐτούς» και Θεόδωρος Βαλσαμών:  «Τοποτηρηταί δέ οὗτοι λέγονται, διά τό τόν τόπον τηρεῖν, ἤγουν ἐπέχειν, καί ἀναπληροῦν, τῶν ἀποστειλάντων αὐτούς», καθώς και το Πηδάλιο «Πρός τήν ὁποίαν σύνοδον ὅλοι οἱ Μητροπολῖται νά στέλνουν δύω, ἤ καί περισσοτέρους Ἐπισκόπους ἀπό τήν σύνοδον τῆς ἐπαρχίας των τοποτηρητάς, ἤτοι τηροῦντας καί ἐπέχοντας τόν τόπον αὐτῶν, τότε έχουμε μπροστά μας τα στοιχεία της ταυτότητας του τοποτηρητή. Ο τοποτηρητής, λοιπόν, κατά τους ιερούς κανόνες είναι ο επίσκοπος, ο οποίος:

Α) είναι αναπληρωτής επισκόπου, που για συγκεκριμένους λόγους δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα του, επέχοντας την θέση αυτού.

Β) είναι αυτεξούσιος, δηλαδή πράττει αυτά που πρέπει, εντός του πλαισίου των εντολών που πήρε αλλά ταυτοχρόνως χειρίζεται και όσα θέματα προκύψουν εκτός του πλαισίου των εντολών που πήρε, με τρόπο, που αυτός θεωρεί ως τον πλέον εγγύτερο προς τα συμφέροντα της Εκκλησίας.

Συνεπώς, ο επίσκοπος που ορίζεται ως τοποτηρητής πρέπει – με αφετηρία τα παραπάνω και ιδίως τα υπό το στοιχείο Β΄ δεδομένα – να έχει την ικανότητα διοικήσεως. Ικανότητα, η οποία προϋποθέτει γνώσεις αλλά και εμπειρία, προσόντα που αποκτώνται μέσω της ασκήσεως των επισκοπικών καθηκόντων, η οποία άσκηση, όσο μεγαλύτερο διάστημα ασκείται τόσο περισσότερη γνώση και εμπειρία παράγει.

Άρα, για να επανέλθω στο ζήτημα, που συνιστά και την αφορμή για το παρόν άρθρο, εάν ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Γεώργιος έκρινε τυχόν στο μέλλον απαραίτητη την μεταβολή του καθεστώτος ορισμού τοποτηρητή για τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο, θα μπορούσε να εισηγηθεί στην Ιερά Σύνοδο την τροποποίηση του άρθρου 19 πργφ. 1, έτσι ώστε ως τοποτηρητής μετά την χηρεία του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου να αναλαμβάνει όχι «ο πρώτος κατά την τάξη από τους εν ενεργεία Μητροπολίτες» αλλά ο «εκάστοτε πρώτος κατά τα πρεσβεία χειροτονίας Μητροπολίτης της Εκκλησίας της Κύπρου και σε περίπτωση κωλύματος ή αρνήσεως αυτού ο επόμενος αυτού κατά τα πρεσβεία χειροτονίας και ούτω καθ’ εξής». Υπό τον όρο, δε, «Μητροπολίτης» δεν μπορούν να συμπεριληφθούν και θα πρέπει να εξαιρεθούν οι Θεοφιλέστατοι Επίσκοποι Καρπασίας, Αρσινόης και Αμαθούντος, καθόσον αυτοί, ως εξαρτώμενοι κανονικώς από την εκκλησιαστική επαρχία από την οποία προήλθαν βάσει του άρθρου 13 του Καταστατικού Χάρτη, δεν έχουν εκ του κανονικού αυτού καθεστώτος, το αυτεξούσιο του επισκόπου, το οποίο απαιτείται και για τον τοποτηρητή επίσκοπο.

Όλα αυτά βεβαίως, εφόσον κινηθεί και επισήμως τέτοιο ζήτημα.

*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους

Share this post