“Η θεολογική παρακαταθήκη του π.Γ. Φλωρόφσκυ”.
ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΓΙΑ ΤΟΝ «ΠΡΥΤΑΝΗ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ
Με μεγάλη επιτυχία στέφθηκε το Διεθνές Συνέδριο, με θέμα “Η θεολογική παρακαταθήκη του πρωθιερέως Γεωργίου Φλωρόφσκυ”, το οποίο διοργανώθηκε στην Κωνσταντινούπολη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών.
Στις εργασίες του Διεθνούς Συνεδρίου, την έναρξη των οποίων κήρυξε με ομιλία Του ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, έλαβαν μέρος Ιεράρχες, κληρικοί, διακεκριμένοι Πανεπιστημιακοί Καθηγητές και Θεολόγοι από Πανεπιστημιακά Ιδρύματα από όλο τον κόσμο.
Ο π.Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ο οποίος εκοιμήθη πριν 40 χρόνια, υπήρξε ρηξικέλευθος θεολόγος και καθηγητής, και έχει χαρακτηριστεί ως ο “πρύτανης των Ορθοδόξων θεολόγων” του εικοστού αιώνα.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος μεταξύ άλλων τόνισε:
«Κεντρικός άξων της σκέψεως και της μαρτυρίας του π. Γ. Φλωρόφσκυ ήτο η ¨δημιουργική επιστροφή εις τους Πατέρας¨, διά την ορθήν κατανόησιν και την εφαρμογήν της οποίας ηνάλωσε την υπερπεντηκονταετή ενασχόλησίν του με την θεολογίαν”.
Επίσης, επισήμανε ο Οικουμενικός Πατριάρχης: “Γεγονός καθοριστικής σημασίας διά την ιστορίαν και την ταυτότητα της Εκκλησίας και της θεολογίας είναι κατά τον Φλωρόφσκυ η σύζευξις Ελληνισμού και Χριστιανισμού, οι κύριοι συντελεσταί, της οποίας ανήκουν εις την χορείαν των μεγάλων Ελλήνων Πατέρων, οι οποίοι, όπως γράφει, επέτυχαν να εκφράσουν αριστοτεχικώς και χωρίς μινιμαλιστικάς εναρμονίσεις, με την γλώσσαν και την ορολογίαν της ελληνικής φιλοσοφίας, ¨μία εξ ολοκλήρου καινούργια εμπειρίᨔ.
Στην ομιλία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρθηκε με έμφαση στην προσφορά του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ στην Οικουμενική Κίνηση. Κατά τον Φλωρόφσκυ, σημείωσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης, όλοι οι Χριστιανοί «κατά κάποιο τρόπο ανήκουν στον ίδιο πνευματικόν χώρο. Δεν πρόκεται περί ¨παραλλήλων παραδόσεων¨, αλλά περί μιάς παραδόσεως, η οποία ηλλοτριώθη και διεσπάσθη. Ανατολή και Δύσις είναι μέρη του ενός χριστιανικού κόσμου, που, κατά το σχέδιον του Θεού, ¨δεν έπρεπε να είχε διασπασθή¨. Η τραγωδία της διαιρέσεως είναι το μεγαλύτερο και κρισιμώτερο πρόβλημα της χριστιανικής ιστορίας».
Αν αυτό κατανοηθεί , εκτίμησε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος , τότε υπάρχουν βάσιμες ελπίδες για την αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητας.
Εξάλλου, ο κ. Βαρθολομαίος σημείωσε: «Εβιώσαμε, πόσον εύθραστος είναι η πανορθόδοξος ενότης και εις την περίπτωσιν της συγκλήσεως και πραγματοποιήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης, καθώς και εις το ζήτημα του Ουκρανικού αυτοκεφάλου. Σχετικά με το θέμα αυτό πρόσθεσε: Δυστυχώς, η ευχαριστιακή και η εσχατολογική ταυτότης της Εκκλησίας απειλούνται σήμερον όχι μόνον από το πνεύμα της εκκοσμικεύσεως, αλλά και από τάσεις αγόνου πνευματικότητος και ευσεβείας εντός του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, καθώς και από τας εντάσεις εις τας διορθοδόξους σχέσεις”.
Τέλος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης τόνισε: “Η εργαλειοποίησις της Θείας Ευχαριστίας και η μετατροπή της εις μέσον ασκήσεως εκκλησιαστικής πολιτικής και πιέσεων αποκαλύπτει αλλοτρίωσιν και απομάκρυνσιν από τας βασικάς αρχάς της Ευχαριστιακής Εκκλησιολογίας, η οποία, ομού με την ¨Επιστροφήν εις τους Πατέρας¨ και την συνδεομένην με αυτήν ανάπτυξιν της θεολογικής ανθρωπολογίας του προσώπου, αποτελεί την καθοριστικήν σύγχρονον συμβολήν της Ορθοδοξίας εις την χριστιανικήν θεολογίαν και εις τον πνευματικόν πολιτισμόν».
Επίτιμός πρόεδρος του Συνεδρίου ήταν ο Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου κ. Ιωάννης , ο οποίος υπήρξε μαθητής του αειμνήστου π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ.
Ο Γέρων Περγάμου μίλησε με θέμα: “π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ:
Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΤΟΥ”.
*Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:
“Παναγιώτατε Δέσποτα,
Σεβασμιώτατοι καί θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀρχιερεῖς,
Ἀγαπητοί πατέρες,
Ἐλλογιμώτατοι Κύριοι Καθηγηταί,
Κυρίες καί Κύριοι.
Ὑπάρχουν διδάσκαλοι καί συγγραφεῖς, τῶν ὁποίων τό ἔργο καί ἡ προσφορά ὑπερβαίνουν τά ὅρια τῆς ἐποχῆς των καί ἀποκτοῦν διαχρονική σημασία γιά τίς μελλοντικές γενεές καί τά ὑπαρξιακά προβλήματά τους. Οἱ διδάσκαλοι αὐτοί γίνονται «πατέρες», οἱ ὁποῖοι «γεννοῦν» μαθητές σέ ὅλες τίς ἐποχές, ὅπως συμβαίνει κατ’ ἐξοχήν μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ τήν ἐμπνευσμένη ἀπόφαση τῆς Ὑμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος καί τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον τιμᾶ μέ τό συνέδριο αὐτό τή μνήμη ἑνός τέτοιου διδασκάλου, ὁ ὁποῖος, παρά τήν παρέλευση σαράντα χρόνων ἀπό τήν κοίμησή του, παραμένει ἐπίκαιρος καί στή δική μας ἐποχή. Ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ γεννήθηκε στή Ρωσία, ἀλλά οἱ κοσμογονικές ἀναταράξεις τῆς ἐποχῆς του τόν ὑποχρέωσαν νά ζήσει τό μεγαλύτερο καί δημιουργικότερο μέρος τοῦ βίου του ἀρχικά στήν Εὐρώπη καί τελικά στήν Ἀμερική, ὅπου καί ὁλοκλήρωσε τόν ἐπίγειο βίο του. Οἱ συνθῆκες αὐτές τοῦ προσέφεραν τή δυνατότητα νά μεταφέρει τή μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας σέ εὐρύτερο καί, γιά τήν ἐποχή του, οἰκουμενικό περιβάλλον, ἀρχικά ὡς καθηγητής στό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι καί στή συνέχεια ὡς Κοσμήτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου στή Νέα Ὑόρκη, μετέπειτα ὡς καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Harvard καί τελικά ὡς καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Princeton στίς Η.Π.Α. Κατά τή διάρκεια τῆς μακρᾶς αὐτῆς ἀκαδημαϊκῆς διαδρομῆς του μετέχει ἐνεργά στήν Οἰκουμενική Κίνηση, ἡ ὁποία βρισκόταν τήν ἐποχή ἐκείνη στήν ἀκμή της, ὡς ἱδρυτικό μέλος τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν τό 1947 καί ἐνεργόν μέλος τοῦ τμήματος «Πίστις καί Τάξις», καθώς καί ὡς μέλος τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας στή Γενική Συνέλευση τοῦ Evanston τό 1956, ὅπου καί ἀφήνει ἔντονη τή σφραγίδα τῆς Ὀρθοδόξου μαρτυρίας. Προικισμένος μέ εὐρεῖα γλωσσομάθεια, τήν ὁποία εἶχεν ἤδη ἀποκτήσει ἀπό τήν παιδική του ἡλικία (γεννήθηκε καί ἀνατράφηκε σέ οἰκογένεια διανοουμένων) – γνώριζε καί χρησιμοποιοῦσε ἄνετα τήν Ἀγγλική, τή Γερμανική καί τή Γαλλική, καθώς καί σέ μεγάλο βαθμό τή νέα ἑλληνική, εἶχε δέ πλήρη ἐξοικείωση μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική καί τή λατινική – ἐκινεῖτο ἄνετα στά ὑψηλότερα ἐπίπεδα τῆς διεθνοῦς ἀκαδημαϊκῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία καί τόν τίμησε κατ’ ἐπανάληψη μέ ὑψηλές διακρίσεις, ὅπως ἐκείνη τοῦ ἐπιτίμου διδάκτορος διαφόρων Πανεπιστημίων.
Ἡ εὐρύτητα αὐτή τῶν ὁριζόντων τοῦ ἀειμνήστου διδασκάλου ἀποτυπώθηκε ἔντονα καί στή θεολογική του σκέψη καί προσφορά. Ὅπως οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἔτσι καί αὐτός, ξεκίνησε μέ βαθειά γνώση τῆς φιλοσοφίας τῆς ἐποχῆς του (τήν ὁποία καί ἐδίδαξε γιά κάποιο χρονικό διάστημα), γιά νά θέσει τελικά τούς προβληματισμούς της καί τά ἐρωτήματά της καί νά ἀναζητήσει τίς ἀπαντήσεις των στή μελέτη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, στήν ὁποία καί τελικά ἀφιερώθηκε σταθερά ἀπό τήν ἐποχή τῆς διδασκαλίας του στό Ἰνστιτοῦτο Ὀρθοδόξου Θεολογίας τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι. Ἔτσι μποροῦσε μέ πλήρη ἄνεση νά φέρει τόν λόγο τῶν Πατέρων, καί κατ’ ἐπέκταση τῆς Ὀρθοδοξίας, σέ διάλογο μέ τή διανόηση τῆς ἐποχῆς του καί νά τόν κάνει σεβαστό καί στούς πιό ἐξέχοντες ἐκπροσώπους της.
Στά πλαίσια αὐτά ὁ π. Φλωρόφσκυ ἀνέπτυξε καί προέβαλε τήν πεποίθησή του ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἀδιάρρηκτα δεμένη μέ τόν «ἑλληνισμό». Ἡ θέση του αὐτή δέν εἶχε καμμία σχέση μέ τόν ἐθνικισμό, ἀλλά μέ τήν πεποίθηση ὅτι ἡ πατερική καί δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἐνσαρκώθηκε καί μᾶς προσφέρεται σέ κατηγορίες δανεισμένες ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία, καί, κατά συνέπειαν, δέν εἶναι δυνατή ἡ πρόσβασή μας σ’ αὐτήν χωρίς τήν ἐξοικείωσή μας μέ τίς ἑλληνικές κατηγορίες σκέψεως. Γι’ αὐτό καί πρῶτο μέλημά του, ὅταν ἀνέλαβε τήν κοσμητεία τῆς Θεολογικῆς τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου στή Νέα Ὑόρκη ἦταν νά ἐπιβάλει τή διδασκαλία τῶν ἑλληνικῶν στό πρόγραμμα διδασκαλίας, πρᾶγμα πού προκάλεσε ὀξύτατη ἀντίδραση καί ὁδήγησε, μαζί μέ ἄλλους λόγους, στήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τή θέση τοῦ κοσμήτορος τῆς Σχολῆς. (Στούς ἄλλους λόγους περιλαμβάνεται καί ἡ προσπάθειά του νά ἀνυψώσει τό ἀκαδημαϊκό κῦρος τῆς Σχολῆς ὥστε νά γίνει ἰσότιμη μέ τά ἄλλα ἀκαδημαϊκά ἱδρύματα τῆς Ἀμερικῆς, πρᾶγμα πού ἐπέσυρε τήν κατηγορία ὅτι θά ὁδηγοῦσε, ἐκτός ἀπό τήν «ἑλληνοποίηση» καί στήν «ἀμερικανοποίηση» τῆς Σχολῆς). Στό ὑπόβαθρο ὅλων αὐτῶν τῶν προβλημάτων ὑπῆρχε οὐσιαστικά τό δίλημμα ἄν ἡ Ὀρθοδοξία θά ἐνσωματώνετο στόν σύγχρονο κόσμο, ἄν θά ἐρχόταν σέ διάλογο μέ τό πολιτισμικό της περιβάλλον, ἤ θά παρέμενε μιά συνέχεια τῆς ρωσσικῆς παραδόσεως ἐν ἐξορίᾳ. Ὁ π. Γεώργιος ἔβλεπε πάντοτε τήν Ὀρθοδοξία σέ διάλογο μέ τόν σύγχρονο κόσμο, καί σ’ αὐτό ἀφιέρωσε ὅλη τή ζωή του.
Ἡ παρατήρηση αὐτή μᾶς εἰσάγει καί στό θέμα τῆς ὁμιλίας μου αὐτῆς. Ὅπως καταδεικνύεται στό πρόγραμμα τοῦ συνεδρίου, διακεκριμένοι ὁμιλητές θά παρουσιάσουν καί συζητήσουν λεπτομερῶς ἐπί μέρους πτυχές τοῦ θεολογικοῦ ἔργου τοῦ τιμωμένου διδασκάλου. Στή γενική αὐτή εἰσαγωγική εἰσήγησή μου τό ἐρώτημα πού θά μᾶς ἀπασχολήσει εἶναι ποιά ἀπό τά θέματα πού ἀπασχόλησαν τόν ἀείμνηστο διδάσκαλο ἐξακολουθοῦν νά ἀπασχολοῦν καί σήμερα τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τή θεολογία της, καί ποιά ἀπάντηση στά θέματα αὐτά θά μπορούσαμε νά ἀντλήσουμε ἀπό τά κείμενα πού μᾶς ἄφησεν ὁ διδάσκαλός μας. Μέ τόν τρόπο αὐτό θά φανεῖ ἡ ἐπικαιρότητα τῆς θεολογικῆς συμβολῆς του καί ἡ σημασία της γιά τή σημερινή πραγματικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς θεολογίας της.
1. Η μεταφορά τῆς Πατερικῆς θεολογίας στήν ἐποχή μας.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρέλαβε τήν πίστη της ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πιστότητά της στή διδασκαλία τῶν Πατέρων ἀποτελεῖ θεμέλιο τῆς ταυτότητάς της. Τό ἀξίωμα αὐτό ἀποτελεῖ ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας γιά κάθε ἐποχή. Πῶς ὅμως μεταφέρεται ἡ διδασκαλία αὐτή ἀπό τό παρελθόν στό παρόν, ἀπό ἕνα πολιτισμικό περιβάλλον σέ ἕνα ἄλλο; Ἄς ἀκούσομε τί γράφει γιά τό θέμα αὐτό ὁ π. Φλωρόφσκυ μέ τήν εὐκαιρία τῶν ἐπισήμων ἐγκαινίων τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου στή Νέα Ὑόρκη τό 1948:
«…ἕνας σύγχρονος ἄνθρωπος μπορεῖ καί πρέπει νά ἐπιμένει στήν παραδοσιακή πίστη καί στήν Ἐκκλησία τῶν Πατέρων χωρίς νά θυσιάζει τήν ἐλευθερία τῆς σκέψης του καί χωρίς νά προδίδει τίς ἀνάγκες καί τίς ἀπαιτήσεις τοῦ συγχρόνου κόσμου… Τό ἔργο (task) τοῦ συγχρόνου Ὀρθοδόξου θεολόγου εἶναι πολύπλοκο καί πελώριο… Πάνω ἀπ’ ὅλα πρέπει νά καταλάβει ὅτι εἶναι ὑποχρεωμένος νά ὁμιλεῖ σέ ἕνα οἰκουμενικό ἀκροατήριο… ἁπλούστατα διότι ἡ Πατερική παράδοση εἶναι μιά παράδοση οἰκουμενική. Καί πρέπει νά χρησιμοποιήσει ὅλη τή δεξιότητά του γιά νά ἐκφράσει τό οἰκουμενικό μήνυμα τῶν Πατέρων μέ τέτοιον τρόπο ὥστε νά ἐξασφαλίσει μιά οἰκουμενική ἀνταπόκριση (appeal)».
Καί συνεχίζει πολύ χαρακτηριστικά:
«Αὐτό προφανῶς δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ μέ μιά δουλική ἐπανάληψη (servile repetition) τοῦ γράμματος τῶν Πατέρων, ὅπως ἀκριβῶς δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ μέ ἕνα Βιβλικό φονταμενταλισμό. Ἡ δουλικότητα εἶναι ξένη τόσο στή Βίβλο ὅσο καί στούς Πατέρες. Οἱ ἴδιοι ἦταν τολμηροί καί θαρραλέοι καί ριψοκίνδυνοι (adventurous) ἀναζητητές τῆς Θείας ἀληθείας… Καμμιά ἀνανέωση δέν εἶναι δυνατή χωρίς ἐπιστροφή στίς πηγές. Ἀλλά πρέπει νά εἶναι μιά ἐπιστροφή στίς πηγές, στό φρέαρ τοῦ ζῶντος ὕδατος καί ὄχι σέ ἕνα μουσεῖο σεβάσμιων, ἀλλά ξεπερασμένων λειψάνων».
Δύο τρόπους προτείνει στή συνέχεια ὁ τιμώμενος διδάσκαλος γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ζωντανή μεταφορά τῆς Πατερικῆς παραδόσεως στή σύγχρονη ἐποχή. Ὁ ἕνας εἶναι νά ἑρμηνεύσομε τήν Πατερική καί τή δογματική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπό τή λατρεία καί τή λειτουργική ζωή της. Ὁ π. Φλωρόφσκυ πίστευε ὅτι ἡ πατερική καί ἡ δογματική διδασκαλία βιώνονται μέσα στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί μεταφέρονται μέ τόν τρόπο αὐτό ζωντανές σέ κάθε ἐποχή. Ἡ lex orandi καί ἡ lex credendi πρέπει νά ξαναγίνουν, ὅπως στήν Πατερική περίοδο, ἀλληλο-τροφοδοτούμενες πηγές. Ὅπως γράφει στό ἴδιο κείμενό του:
«Ἡ ἀληθινή θεολογία μπορεῖ νά πηγάσει μόνον ἀπό τή λειτουργική ἐμπειρία». Καί προσθέτει:
«Ἡ λειτουργική προσέγγιση στή Θεολογία ὑπῆρξε πάντοτε τό διακριτικό στοιχεῖο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Ἀλλά αὐτή ἡ ἑρμηνευτική μεταφορά τῆς πατερικῆς καί δογματικῆς παραδόσεως διά μέσου τῆς λειτουργικῆς ἐμπειρίας (τήν ὁποία, δυστυχῶς, ἡ ἀκαδημαϊκή θεολογία μας οὐδέποτε χρησιμοποίησε) ἀφορᾶ μόνο τούς πιστούς τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι μετέχουν στή λειτουργική ζωή της. Πῶς θά μεταφερθεῖ καί ἑρμηνευθεῖ ἡ παράδοση αὐτή στούς μή Ὀρθοδόξους Χριστιανούς ἤ ἀκόμα καί στούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, στόν πολιτισμικό περίγυρο τῆς ἐποχῆς μας; Στήν περίπτωση αὐτή ὁ π. Φλωρόφσκυ εἰσηγεῖται αὐτό πού ὀνομάζει «νεοπατερική σύνθεση». Γράφει στό ἴδιο κείμενο:
«Εἴμαστε ἴσως στήν παραμονή μιᾶς νέας σύνθεσης στή θεολογία, μιᾶς νεοπατερικῆς σύνθεσης, θά εἰσηγούμην… Αὐτό προβάλλει ὡς ἕνα ἀπό τά πιό ἄμεσα χρέη (objectives) τῆς Ἐκκλησίας στήν ἐποχή μας».
Ἀλλά τί ἐννοεῖ ὁ π. Φλωρόφσκυ μέ τήν πρόταση του αὐτή; Ἴσως μερικοί νά τήν ἐκλάβουν ὡς ἐγκατάλειψη τῶν Πατέρων, ὡς πρόταση γιά μιά «μετα-πατερική» θεολογία. Αὐτό θά ἀποτελοῦσε ἀδιανόητη ἀντίληψη γία ἕνα θεολόγο πού ἀφιέρωσε τή ζωή του στή μελέτη καί προβολή τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἀληθινό νόημα τῆς ἰδέας αὐτῆς εἶναι ἀκριβῶς τό ἀντίθετο: πῶς θά κάνομε τούς Πατέρες νά μιλήσουν ξανά στήν ἐποχή μας, πῶς δηλαδή ἡ διδασκαλία τους θά ἐκφραστεῖ μέ τή γλῶσσα καί τίς ἔννοιες, μέ τίς ὁποῖες ἐκφράζονται οἱ ἄνθρωποι σέ μιά συγκεκριμένη ἐποχή καί σέ ἕνα ὡρισμένο πολιτισμό. Αὐτό δέν εἶναι τίποτε διαφορετικό ἀπό ἐκεῖνο πού ἔκαναν οἱ ἴδιοι Πατέρες ὅταν μετέφεραν τή βιβλική παράδοση στήν ἐποχή τους χρησιμοποιώντας ὅρους πού δέν ὑπῆρχαν στήν Ἁγία Γραφή, ὅπως οὐσία, φύσις, ὑπόστασις, πρόσωπον κ.τ.λ., πού ἀποτελοῦσαν ἔννοιες τῆς ἐποχῆς στήν ὁποία ζοῦσαν. Αὐτό δέν ὁδήγησε στόν «ἐξελληνισμό τοῦ Χριστιανισμοῦ», ὅπως κατηγόρησε ὁ Harnack τούς Πατέρες, ἀλλά στόν ἐκχριστιανισμό τοῦ ἑλληνισμοῦ, ὅπως προσφυῶς ὀνομάζει τήν πατερική ἐποχή ὁ π. Φλωρόφσκυ. Ὅπως ὁ ἐκχριστιανισμός τοῦ ἑλληνισμοῦ δέν θά εἶχεν ἐπιτευχθεῖ, ἄν οἱ Πατέρες δέν χρησιμοποιοῦσαν τίς ἑλληνικές φιλοσοφικές ἔννοιες τῆς ἐποχῆς τους, ἔτσι καί ἡ μεταφορά τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων ἀπό τή μιά ἐποχή στήν ἄλλη δέν μπορεῖ νά γίνει παρά μόνο μέ τίς ἔννοιες καί τούς προβληματισμούς τῆς ἐποχῆς ἤ τοῦ πολιτισμικοῦ περιβάλλοντος, στό ὁποῖο μεταφέρεται τό μήνυμα τῶν Πατέρων.
Κατά συνέπειαν, ὑποστηρίζει ὁ π. Φλωρόφσκυ, δέν ἀρκεῖ ἡ συγκέντρωση καί παράθεση χωρίων ἀπό τούς Πατέρες, οὔτε μόνον ἡ ἔρευνα τῆς σημασίας πού εἶχαν οἱ λόγοι τῶν Πατέρων γιά τήν ἐποχή τους. Πρέπει νά γίνει ἑρμηνεία τῶν Πατέρων, καί ἡ ἑρμηνεία διαφέρει ἀπό τήν ἐξηγητική, ἡ ὁποία μεταφέρει ἁπλῶς τό νόημα τῶν λέξεων ἀπό μιά γλῶσσα σέ ἄλλη. Στήν ἐμβληματική μελέτη του «The Predicament of the Christian Historian», τήν ὁποία ἀφιέρωσε στόν τόμο πρός τιμήν τοῦ Paul Tillich, ὁ π. Φλωρόφσκυ υἱοθετεῖ τήν ἀντίληψη τοῦ Benedetto Croce ὅτι τό ἔργο τοῦ ἱστορικοῦ εἶναι «ἑρμηνευτικό», δηλαδή ἕνας διάλογος μεταξύ προσώπων μιᾶς ἐποχῆς μέ μιά ἄλλη, στόν ὁποῖο διάλογο τίθενται ἐρωτήματα καί ἀναζητοῦνται ἀπαντήσεις. Στήν ἑρμηνευτική προσέγγιση τῶν Πατέρων τά ἐρωτήματα πού θά τεθοῦν δέν μπορεῖ παρά νά προέρχονται ἀπό τήν ἐποχή μας, καί ἐνδέχεται νά μή εἶχαν τεθεῖ στήν πατερική ἐποχή (π.χ. θέματα βιοηθικῆς, ψυχολογίας, κοινωνικῶν σχέσεων σέ μιά τεχνολογική ἐποχή κ.λ.π), οἱ δέ ἀπαντήσεις τῶν Πατέρων, γιά νά ἔχουν νόημα, γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, δέν μπορεῖ παρά νά δοθοῦν μέ ἔννοιες καί κατηγορίες τῆς σύγχρονης ἐποχῆς.
Ὅλα αὐτά καταδεικνύουν τήν ἐπικαιρότητα πού ἔχει καί στίς μέρες μας ἡ πρόταση τοῦ τιμωμένου διδασκάλου γιά αὐτό πού ὀνόμαζε «νεο-πατερική σύνθεση». Πρόκειται γιά τήν «ἐνσάρκωση» τοῦ πατερικοῦ λόγου στόν κόσμο πού ζοῦμε, ὥστε νά συμμερισθεῖ καί αὐτός τά ὑπαρξιακά προβλήματά μας καί νά δώσει σ ’ αὐτά τήν ἀπάντησή του.
2. Ἡ σχέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τούς λοιπούς χριστιανούς.
Εἴδαμε ὅτι ὁ ἀείμνηστος π. Φλωρόφσκυ εἶχε ἔντονη συμμετοχή στήν Οἰκουμενική Κίνηση τῆς ἐποχῆς του, καί μάλιστα στή διαμόρφωση τῶν πρώτων θεσμῶν καί ὀργάνων της. Ἡ συμμετοχή του αὐτή ἐπήγαζεν ἀπό θεολογικές ἀρχές καί πεποιθήσεις του (ἦταν πρίν καί πάνω ἀπ’ ὅλα θεολόγος), οἱ ὁποῖες συνδεόταν μέ τήν ἐκκλησιολογία του. Ποιές ἦταν οἱ ἀρχές αὐτές, καί ποιά σημασία μποροῦν νά ἔχουν καί γιά τή σημερινή θέση τῆς Ὀρθοδοξίας στό θέμα τῆς ἑνότητας τῶν χριστιανῶν;
Πρίν προχωρήσουμε στίς ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις τῆς συμμετοχῆς τοῦ π. Φλωρόφσκυ στήν Οἰκουμενική Κίνηση πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ὁ ἀείμνηστος διδάσκαλος δέν συμφωνοῦσε μέ τόν τρόπο πού ἔβλεπαν τήν Οἰκουμενική Κίνηση οἱ Προτεστάντες πρωτεργάτες της. Ἀντί μιᾶς συγκλίσεως καί συνενώσεως τῶν ὑφισταμένων χριστιανικῶν ὀντοτήτων, ὅπως αὐτές ἔχουν σήμερα, ὁ π. Φλωρόφσκυ ὑποστήριζε αὐτό πού ἀποκαλοῦσε «οἰκουμενισμό ἐν χρόνῳ» (ecumenism in time), δηλαδή τήν προσέγγιση τῶν χριστιανῶν στή βάση τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καί θά ἔπρεπε νά εἶναι τό κριτήριο γιά κάθε χριστιανική ὀντότητα: κάθε ἀπόκλιση ἀπό τήν κοινή παράδοση τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας θά ἔπρεπε νά ἀποκηρυχθεῖ καί στή βάση αὐτή νά ἐπέλθει ἡ ἕνωση τῶν χριστιανῶν. Σημειωτέον ὅτι παρόμοια ἦταν καί ἡ θέση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὅταν ἔλαβε μέρος στήν Οἰκουμενική Κίνηση: ἡ ἐπανένωση τοῦ Χριστιανισμοῦ πρέπει νά γίνει στή βάση τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τῆς πρώτης μ.Χ. χιλιετίας.
Γιά τόν π. Φλωρόφσκυ τό θέμα αὐτό ἀποτελοῦσε γενικώτερη θεμελιώδη ἐκκλησιαστική ἀρχή. Πεποίθησή του, τήν ὁποία διεκήρυττε μέ ἔμφαση καί κατ’ ἐπανάληψη στά κείμενά του ἦταν ὅτι ἡ Ἀνατολή καί ἡ Δύση ἀποτελοῦσαν κάποτε, ὅπως χαρακτηριστικά τίς ὀνομάζει, «σιαμαῖες ἀδελφές», οἱ ὁποῖες δέν μποροῦν νά ἀποκοποῦν ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη χωρίς νά ἐπηρεαστεῖ ἡ ζωή καί τῶν δύο. Γι’ αὐτό πίστευε καί διεκήρυττε ὅτι τό σχῖσμα μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης ἐπηρέασε τήν καθολικότητα ἀμφοτέρων τῶν μερῶν, καί ἡ ἐπανένωσή των εἶναι ἀναγκαία ἐκκλησιολογικά καί γιά τίς δύο πλευρές.
Μέ τή θέση του αὐτή ὁ π. Φλωρόφσκυ δέν ὑπονοεῖ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι ἡ Una Sancta. Ἀπορρίπτει κατηγορηματικά τή «θεωρία τῶν κλάδων», ἡ ὁποία θά ἔκανε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μία ἐκκλησία μεταξύ πολλῶν. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι πιστή συνέχεια τῆς «μιᾶς, ἁγίας καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι μπορεῖ νά νοεῖται καί νά ὑπάρχει χωρίς νά βιώνει τήν «τραγωδία» τοῦ σχίσματος, ὅπως τήν ὀνομάζει, δηλαδή χωρίς νά ἐπιζητεῖ τή θεραπεία τοῦ σχίσματος, τήν ὀδύνη τῆς ἀπουσίας τοῦ ἀδελφοῦ.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ π. Φλωρόφσκυ θέλει νά ἀντικρούσει τήν ἰδέα τῶν Σλαυοφίλων (Khomiakov κ. ἄ.) ὅτι ἡ Ἀνατολή εἶναι αὐτάρκης καί δέν χρειάζεται τή Δύση. Τήν ἰδέα αὐτή τήν ὀνομάζει «ἱστορικό μύθο, ἕναν ἁμαρτωλό καί ἐπικίνδυνο μύθο», τόν ὁποῖο, δυστυχῶς, ἔχουν ἐνστερνιστεῖ πολλοί Ὀρθόδοξοι καί σήμερα. «Ἡ ἑδραιωμένη (αὐτή) αὐταπάτη (illusion) τῆς αὐτάρκειας πρέπει, γράφει, νά καταρρεύσει».
Στή συνάφεια αὐτή ἐμφανίζεται καί τό επίμαχο θέμα τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, γιά τό ὁποῖο οἱ θέσεις τοῦ π. Φλωρόφσκυ ἔχουν προκαλέσει συζήτηση. Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι τό θέμα αὐτό θά ἀποτελέσει ἀντικείμενο εἰδικῆς εἰσηγήσεως κατά τήν παροῦσα συνάντηση. Στή γενική αὐτή εἰσαγωγική ὁμιλία μας θά τεθοῦν μόνο τά γενικά πλαίσια τῶν ἀπόψεων τοῦ διδασκάλου, γιά νά καταδειχθεῖ ἡ εὐρύτερη ἐκκλησιολογική τοποθέτησή του.
Ὁ προβληματισμός τοῦ π. Φλωρόφσκυ ξεκινᾶ ἀπό μιά ἱστορική παρατήρηση. Κατά τόν ἅγιο Κυπριανό κάθε ἀπόσχιση ἀπό τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, κάθε σχῖσμα ἤ αἵρεση, συνεπάγεται πλήρη ἀπουσία τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά συνέπειαν ὅλα τά μυστήρια πού τελοῦνται ἀπό σχισματικούς καί αἱρετικούς στεροῦνται τῆς θείας χάριτος καί εἷναι «ἀνύπαρκτα». Ἀλλά ἡ θέση αὐτή τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ δέν φαίνεται νά ἔγινε δεκτή ἀπό τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἤδη ὁ Μ. Βασίλειος κάνει διάκριση μεταξύ αἱρετικῶν, σχισματικῶν καί «παρασυναγωγῆς» (σύναξης χωρίς τήν ἄδεια τοῦ ἐπισκόπου), καί ἀπαλλάσσει ἀπό τήν ἐπανάληψη τοῦ Βαπτίσματος τίς δύο τελευταῖες κατηγορίες, ἐνῶ ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐπεκτείνει τήν μή ἐπανάληψη καί σέ πολλές κατηγορίες αἱρετικῶν, περιλαμβανομένων καί τῶν Ἀρειανῶν. Πῶς ἐξηγεῖται θεολογικά αὐτή ἡ στάση τοῦ Μ. Βασιλείου καί τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία μάλιστα ἐπεκτείνεται καί στό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης μέ τήν ἀναγνώριση τῶν χειροτονιῶν καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν αἱρετικῶν;
Ἡ λύση πού προτείνεται ἀπό νεωτέρους Ὀρθοδόξους θεολόγους μέ τήν ἰδέα τῆς «οἰκονομίας» (ἀναγνώριση «κατ’ οἰκονομίαν») δέν ἱκανοποιεῖ θεολογικά τόν π. Φλωρόφσκυ: πῶς εἶναι δυνατόν, ἐρωτᾶ, ἡ Ἐκκλησία μέ τήν «οἰκονομία» νά ἀναγνωρίζει μιά πραγματικότητα (τή Θεία Χάρη κατά τήν τέλεση τοῦ Μυστηρίου) πού δέν ὑφίσταται; Ἄν δέν ἐνήργησεν ἡ Χάρις κατά τήν τέλεσιν τοῦ Βαπτίσματος ἤ τῆς Χειροτονίας τῶν σχισματικῶν, πῶς εἶναι δυνατόν ἡ Ἐκκλησία νά τά ἀναγνωρίσει ὡς μυστήρια; Ἄν, πάλι, μέ τήν «οἰκονομία» τά ἀναγνωρίζει ὡς τελεσθέντα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τότε πῶς ἰσχύει ἡ ἀρχή τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ, κατά τήν ὁποίαν οἱ σχισματικοί στεροῦνται θείας χάριτος;
Ὁ π. Φλωρόφσκυ θεωροῦσε τό πρόβλημα τοῦ σχίσματος ὡς τό πλέον σοβαρό ἐκκλησιολογικό ζήτημα πού ἀντιμετωπίζει ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία (αὐτό τόνιζε στά μαθήματά του στό Harvard καί μοῦ τό εἶχε ἀναθέσει ὡς θέμα εἰσηγήσεως στό μετα-πτυχιακό φροντιστήριό του). Βλέποντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία στήν πράξη ἀπομακρύνθηκε νωρίς ἀπό τή θέση τοῦ ἁγ. Κυπριανοῦ, καί μή ἱκανοποιούμενος ἀπό τήν ἰδέα τῆς «οἰκονομίας» γία τούς λόγους πού ἀνέφερα, εἰσηγήθηκε τήν ἀποδοχή τῆς ἰδέας τοῦ ἱ. Αὐγουστίνου, κατά τήν ὁποία τά κανονικά καί τά χαρισματικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας δέν συμπίπτουν: ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνεχίζει κατά κάποιον τρόπο νά ἐνεργεῖ εἰς πεῖσμα τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας. Παραθέτω ἀπόσπασμα ἀπό τή διατύπωση τοῦ ἰδίου τοῦ π. Φλωρόφσκυ: Γιά τόν ἱ. Αὐγουστῖνο:
«δέν ἦταν τόσο σημαντικό τό ἄν τά μυστήρια τῶν σχισματικῶν εἶναι «ἄκυρα» (illicita) ἤ ὄχι˙ πιό πολύ σημαντικό ἦταν τό γεγονός ὅτι τό σχῖσμα εἶναι μιά ρήξη τῆς ἀγάπης. Ἀλλά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπικαλύπτει καί ὑπερβαίνει τήν ἀποτυχία τῆς ἀγάπης τῶν ἀνθρώπων. Στούς σχισματικούς, ἀκόμα καί στούς αἱρετικούς, ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει νά προσφέρει τό σωτήριο καί ἁγιαστικό της ἔργο. Αὐτό δέν σημαίνει ἴσως κατ’ ἀνάγκην ὅτι οἱ σχισματικοί βρίσκονται ἀκόμη μέσα στήν Ἐκκλησία… Θά ἦταν πιό ἀκριβές νά ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει νά ἐργάζεται στούς σχισματικούς προσδοκώντας τή μυστήρια ὥρα πού ἡ ἰσχυρογνώμων καρδιά θά λυγίσει… ὅταν ἡ δίψα γιά κοινότητα καί ἑνότητα θά ξεσπάσει σέ φλόγα καί θά ἀνάψει. Ἡ ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν σχισματικῶν εἶναι ἡ μυστηριώδης ἐγγύηση τῆς ἐπιστροφῆς των στήν Καθολική πληρότητα καί ἑνότητα»
Ὁ πατήρ Φλωρόφσκυ ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ μυστηριακή θεολογία τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου δέν ἦταν γνωστή στήν Ἀνατολή καί στό Βυζάντιο κατά τήν ἀρχαιότητα, ἐνῶ στήν Ὀρθοδοξία κατά τούς νεωτέρους χρόνους ἡ διδασκαλία περί μυστηρίων ὑπέστη ρωμαιοκαθολικές ἐπιδράσεις σχολαστικοῦ τύπου. Δέν ἀναμένει, συνεπῶς, ὅτι ἡ πρότασή του γιά τήν ἐπίλυση τοῦ προβλήματος τῆς ἐγκυρότητας τῶν μυστηρίων τῶν σχισματικῶν καί τῶν αἱρετικῶν στή βάση τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Αὐγουστίνου θά γίνει εὔκολα ἀποδεκτή. Θέτει ὅμως τό πρόβλημα καί καταδεικνύει μέ τρόπον πειστικό τήν σοβαρότητα καί τήν ἐκκρεμότητά του.
Πράγματι, ὅπως ἀπέδειξεν ἡ τρέχουσα συζήτηση ἐξ ἀφορμῆς τοῦ θέματος τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ὑφίσταται σύγχυση στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς πρός τό ζήτημα αὐτό. Ἡ ἀναγνώριση ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τῶν χειροτονιῶν τῶν πρώην σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας προκάλεσε τήν ἀντίδραση ὡρισμένων Ὀρθοδόξων, ἀκριβῶς στή βάση τῆς λογικῆς ὅτι οἱ σχισματικοί δέν διαθέτουν ἁγιαστική χάρη ἐφ’ ὅσον εἶναι ἀποκομμένοι ἀπό τήν καθολική Ἐκκλησία. Ἔτσι παραγνωρίζεται τό γεγονός ὅτι, σέ ὅλη τή μακρά παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τόν Μ. Βασίλειο καί τίς Οἰκουμενικές Συνόδους μέχρι τούς νεωτέρους χρόνους μέ τήν ἄρση τοῦ Βουλγαρικοῦ σχίσματος, τά μυστήρια τῶν σχισματικῶν καί τῶν αἱρετικῶν δέν ἐπαναλαμβάνονταν κατά τή θεραπεία τοῦ σχίσματος, καί τοῦτο διότι, ὅπως τονίζουν μεγάλοι κανονολόγοι, ὅπως ὁ Δημήτριος Χωματηνός καί ὁ ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, θεωροῦνται «ἔγκυρα».
3. Το «ἀσκητικό κατόρθωμα».
Πολύ νωρίς στά κείμενα τοῦ π. Φλωρόφσκυ συναντοῦμε τόν ρωσσικό ὅρο podvig, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι εὔκολο νά μεταφραστεῖ σέ ἄλλη γλῶσσα καί συνήθως ἀποδίδεται μέ τή φράση «ἀσκητικό κατόρθωμα» (ascetic achievement) ἤ «δημιουργική νίκη» (creative victory) ἤ ἄλλες παρόμοιες φράσεις. Ἡ ἔννοια αὐτή συνδέεται μέ τήν εὐρύτερη κοσμοθεωρία τοῦ καθηγητοῦ, ἀπό τήν ὁποία ἐξαρτῶνται τά βασικότερα στοιχεῖα τῆς θεολογίας του. Εἶναι, κατά συνέπειαν, ἀναγκαῖο νά ἀναφερθοῦμε, ἔστω καί σέ πολύ γενικές γραμμές, στό θέμα αὐτό, τό ὁποῖο, ἄλλωστε, ἔχει καί καίριες ὑπαρξιακές προεκτάσεις γιά κάθε ἐποχή.
Γιά νά κατανοήσουμε τό νόημα τοῦ ὅρου αὐτοῦ πρέπει νά ἀνατρέξουμε στίς μελέτες τοῦ π. Φλωρόφσκυ σχετικά μέ τό δόγμα περί δημιουργίας. Εἶναι ἀποκαλυπτικό ὅτι, ὅταν ρωτήθηκε ὁ π. Φλωρόφσκυ ποιό ἀπό τά ἔργα του θεωρεῖ τό πιό σημαντικό, ἀπήντησε: «ἡ μελέτη μου γιά τήν ἔννοια τῆς δημιουργίας στόν ἅγιο Ἀθανάσιο καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας». Στό δόγμα αὐτό ὁ Φλωρόφσκυ ἔβλεπε τή μεγάλη τομή πού ἔφερε στήν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας ἡ Πατερική σκέψη. Γιά τόν ἀρχαῖο ἑλληνισμό ὁ Θεός καί ὁ κόσμος ἦταν ἀδιάρρηκτα δεμένοι μεταξύ τους σέ μιά ἀνακυκλούμενη αἰωνιότητα˙ τό τυχαῖο καί τό ριζικά νέο δέν δημιουργοῦσε ἀληθινό «εἶναι»: «οὐδέν καινόν ὑπό τόν ἥλιον». Τόν δ’ μ. Χ. αἰῶνα, κάτω ἀπό τήν πρόκληση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ὁ Μ. Ἀθανάσιος μίλησε γιά τόν κόσμο, τή δημιουργία, ὡς προϊόν τῆς βουλήσεως –ὄχι τῆς φύσεως– τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ ὕπαρξη τοῦ κόσμου εἶναι προϊόν ἐλευθερίας, καί ὄχι ἀνάγκης. Ἔτσι μέσα στήν ἱστορία μποροῦν νά δημιουργηθοῦν, τόσο ἀπό τόν Θεό, ὅσο καί ἀπό τόν ἄνθρωπο, γεγονότα ἐντελῶς νέα, πού δέν ὑπαγορεύονται ἀπό τήν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως, ἀλλά ἀπό τήν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία μπορεῖ νά νικήσει κάθε ἀναγκαιότητα, ἀκόμα καί τούς νόμους τῆς φύσης.
Αὐτή τή δυνατότητα τῆς ἐλευθερίας νά τροποποιεῖ ἤ καί νά ὑπερβαίνει τή φύση καί τούς νόμους της ἔβλεπεν ὁ π. Φλωρόφσκυ στούς μάρτυρες καί τούς ἀσκητές τῆς Ἐκκλησίας, πίστευε δέ ὅτι τό «ἦθος» αὐτό συνδέεται μέ τό Βάπτισμα καί τή ζωή τοῦ κάθε χριστιανοῦ, καί πηγάζει ἀπό τήν ἴδια τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, καί ἰδιαίτερα ἀπό τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση Του. Ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο πραγματοποιοῦν τό «ἀσκητικό κατόρθωμα», καί ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καλοῦνται νά ἀσκήσουν τήν ἐλευθερία τους πρός τήν κατεύθυνση αὐτή. Ἡ ἰδέα αὐτή διέπει ὅλο τό ἔργο τοῦ π. Φλωρόφσκυ, ἰδιαίτερα δέ τούς τόμους πού ἀναφέρονται στούς Βυζαντινούς ἀσκητικούς Πατέρες. (Ἐνδιαφέρον ἐπίσης παρουσιάζει γιά τό θέμα αὐτό καί ὁ Πρόλογος, πού ἔγραψε στό βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου Γέροντα Σωφρονίου γιά τόν ἅγιο Σιλουανό τόν Αθωνίτη, τόν ὁποῖον ὁ Φλωρόφσκυ εἶχε γνωρίσει προσωπικά στό Ἅγιον Ὄρος καί τοῦ ὁποίου τή φωτογραφία, ἐνθυμοῦμαι, εἶχε πάντοτε στό γραφεῖο του).
Βασική ἰδέα πού ὑπόκειται στήν ἔννοια τοῦ «ἀσκητικοῦ κατορθώματος» εἶναι ἡ ἀπεριόριστη δύναμη τῆς ἐλευθερίας. Στό σημεῖο αὐτό ὁ Φλωρόφσκυ συναντᾶ τόν Ντοστογιέφσκυ. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, γράφει ὁ Φλωρόφσκυ, μπορεῖ νά νικήσει τή φύση, ἀλλά ὄχι τή βούληση. Ἡ βούληση τοῦ ἀνθρώπου θεραπεύεται μόνο μέ τήν ἐλευθερία. Τό «ἀσκητικό κατόρθωμα» στηρίζεται στήν ἀλήθεια αὐτή. Στήν ἴδια ἀλήθεια στηρίζεται καί τό παράλογο μυστήριο, ὅπως τό ἀποκαλεῖ, τῆς αἰώνιας κόλασης: οὔτε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά βιάσει τή βούληση ὅσων θέλουν νά παραμένουν αἰώνια μακρυά Του.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀναδύεται ἡ κεντρική σημασία τῆς ἔννοιας τοῦ Προσώπου στή θεολογία τοῦ τιμωμένου διδασκάλου. Ὁ π. Φλωρόφσκυ ἀναιρεῖ ρητά τήν ἄποψη ὡρισμένων ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ Προσώπου ἀπουσιάζει ἀπό τήν Πατερική σκέψη, γράφοντας ἀναφερόμενος στούς Πατέρες: «Ἡ ἰδέα τοῦ Προσώπου ὑπῆρξεν ἴσως ἡ μεγαλύτερη χριστιανική συμβολή στή φιλοσοφία». Ἡ θεολογική σκέψη τοῦ π. Φλωρόφσκυ παραμένει καί στό θέμα αὐτό πάντοτε ἐπίκαιρη.
4. Ἡ σπουδαιότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ προβολή τοῦ «ἀσκητικοῦ κατορθώματος» ἀπό τόν π. Φλωρόφσκυ φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως νά ὁδηγεῖ στήν ἀντίληψη ὅτι τό κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ πάλη γιά τήν ἀτομική του σωτηρία. Μιά ὁλοκληρωμένη ὅμως μελέτη τοῦ ἔργου του πείθει ὅτι γιά τόν ἀείμνηστο διδάσκαλο κανένα τέτοιο «ἀτομικό» κατόρθωμα δέν ἐξασφαλίζει τή σωτηρία. Ὅπως κατ’ ἐπανάληψιν τονίζει ἐπικαλούμενος τό ἀρχαῖο ρητό «unus christianus nullus christianus». Ἤδη ἀπό τούς πρώτους χρόνους τῆς σταδιοδρομίας του ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τῆς θεολογίας του. «Ὁ Χριστός ἀποκαλύπτεται σέ μᾶς ὄχι ἐν ἀπομονώσει, ἀλλά στήν ἀμοιβαία καθολικότητα καί ἑνότητά μας». Ἡ ἐκτενής ἐργασία του «Το Σῶμα τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ. Μιά Ὀρθόδοξη Ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας» μαρτυρεῖ τή σπουδαιότητα πού ἀποδίδει στήν Ἐκκλησία γιά τό σύνολο τῆς θεολογίας, καί ἰδιαίτερα γιά τή Χριστολογία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ πλήρης Χριστός, ἡ Κεφαλή χωρίς το Σῶμα εἶναι ἀδιανόητη.
Ἀκολουθώντας τόν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα ὁ Φλωρόφσκυ δέν διστάζει νά ταυτίσει τήν Ἐκκλησία μέ τή Θεία Εὐχαριστία. «Ἡ Ἐκκλησία ζεῖ ἐν τῇ Εὐχαριστίᾳ καί διά τῆς Εὐχαριστίας», γράφει. Ὁ Φλωρόφσκυ εἶναι ἀναμφισβήτητα ἐκφραστής τῆς λεγομένης «Εὐχαριστιακῆς Ἐκκλησιολογίας». Χωρίς νά συμμερίζεται στά ἐπί μέρους τίς θέσεις τοῦ Ἀφανάσιεφ, δέν διστάζει νά ταυτίσει τό «Σῶμα τοῦ Χριστοῦ» τόσο μέ τήν Ἐκκλησία ὅσο καί μέ τήν Εὐχαριστία. Χριστός, Ἐκκλησία καί Εὐχαριστία ἀποτελοῦν μιά ἑνότητα, καί τό ἕνα ἐκφράζει τό ἄλλο: ὅλα ἀποτελοῦν «Σῶμα Χριστοῦ».
Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία, καί μάλιστα στή μορφή τῆς Θ. Εὐχαριστίας εἶναι συνδεδεμένη ἄρρηκτα στή θεολογική σκέψη τοῦ π. Φλωρόφσκυ καί μέ ἄλλους τομεῖς τῆς θεολογίας, στούς ὁποίους ἀφιέρωσε μεγάλο μέρος τοῦ ἔργου του. Πρόκειται, κυρίως, γιά τήν ἀνθρωπολογία καί τήν ἐσχατολογία. Ἡ τοποθέτησή του στά θέματα αὐτά παρουσιάζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον.
Ὁ π. Φλωρόφσκυ ἐπιδεικνύει ἰδιαίτερη εὐαισθησία στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀντιμετωπιστεῖ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη θεολογία ἡ Πλατωνική ἔννοια τῆς ψυχῆς. Ἐπικαλούμενος τούς Πατέρες τῶν πρώτων αἰώνων, ὅπως τούς ἀπολογητές Ἀθηναγόραν, Τατιανόν καί τόν ἅγιον Εἰρηναῖον, τονίζει μέ ἔμφαση τή σημασία τοῦ σώματος στήν ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου. Παραθέτει κατ’ ἐπανάληψη τά χωρία τοῦ Ἀθηναγόρα: «Ὁ Θεός δέν ἔδωσε ἀνεξάρτητη ὕπαρξη καί ζωή οὔτε στή φύση τῆς ψυχῆς καθαυτήν, οὔτε στή φύση τοῦ σώματος χωριστά, ἀλλά στόν ἄνθρωπο, ἀποτελούμενον ἀπό ψυχή καί σῶμα». Ὅπως σχολιάζει ὁ π.Φλωρόφσκυ, δέν ὑπῆρχεν πλέον ἄνθρωπος, ἄν ἡ πληρότητα αὐτῆς τῆς δομῆς διαλύονταν. Καί παραθέτει πάλι τόν Ἀθηναγόρα: «Ἄν δέν ὑπάρχει ἀνάσταση (τῶν σωμάτων), ἡ ἀνθρώπινη φύση δέν εἶναι πλέον ἀνθρώπινη». Γιά τόν π. Φλωρόφσκυ, «ἄνθρωπος χωρίς ψυχή εἶναι πτῶμα· ἀλλά καί ψυχή χωρίς σῶμα εἶναι φάντασμα (ghost)».
Ἄν ὅμως ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, τί συμβαίνει μέ τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου; Κατά τήν πλατωνική ἀνθρωπολογία ὁ θάνατος ἀπελευθερώνει τήν ψυχή ἀπό τή «φυλακή» της, τό σῶμα, καί ἔτσι ζεῖ αἰώνια. Ἡ ἔννοια τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία υἱοθετήθηκε καί ἀπό τήν πατερική παράδοση, εἶναι πλατωνικῆς προελεύσεως καί πρέπει νά γίνει δεκτή, κατά τόν π. Φλωρόφσκυ, μέ πολλή προσοχή. Ἡ αἵρεση μιᾶς φυσικῆς καί ἄνευ Θεοῦ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς εἶναι πιό σοβαρή ἀπό ἐκείνη τοῦ ταυτόχρονου θανάτου ψυχῆς καί σώματος μέχρι τήν ἀνάσταση (θνητοψυχισμός), θά γράψει. Καί σέ ἕνα ἄλλο σημείο θά ἐπεξηγήσει τή θέση του:
«Κατά κυριολεξίαν θνητόν καί φθαρτόν ἔγινε συνεπείᾳ τῆς ἁμαρτίας μόνον τό σῶμα. Μόνον τό σῶμα διαλύεται μετά τόν θάνατον… ὅμως δέν «πεθαίνει» μόνον τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος σύγκειται ἀπό σῶμα καί ψυχή. Ἀλλά οὔτε ἡ ψυχή οὔτε τό σῶμα, μεμονωμένα, ἀποτελοῦν ἄνθρωπον».
Μέ τή θέση του αὐτή ὁ Φλωρόφσκυ θέλει νά ἐπιστήσει τήν προσοχή μας στήν καίρια σημασία πού ἔχει γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη ἡ προσδοκία τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων. Κάθε ἐπανάπαυση σέ μιά ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρώπου μετά τόν θάνατο, βασισμένη μόνο στήν φυσική ἀθανασία τῆς ψυχῆς, δέν εἶναι χριστιανική. Ἡ ψυχή δέν παύει μετά τόν θάνατο νά αἰσθάνεται τήν ἔλλειψη τοῦ σώματός της καί νά προσδοκᾶ μέ λαχτάρα τήν ἐπανάκτησή του στή μελλοντική ἀνάσταση. Χωρίς αὐτή τήν ἔντονη προσδοκία ὁ θάνατος χάνει τήν τραγικότητά του, παύει νά εἶναι ὁ «ἔσχατος ἐχθρός» τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τόν ἀποκαλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ συμβιβασμός μέ τόν θάνατο, πού πολύ συχνά, δυστυχῶς, κηρύττεται καί ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι σύμφωνος οὔτε μέ τή βιβλική, οὔτε τήν Πατερική, ἀνθρωπολογία. Εἶναι πλήρης προσχώρηση στόν Πλατωνισμό.
Στό σημεῖο αὐτό ἀναδύεται ἡ καίρια σπουδαιότητα τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἀνθρωπολογία. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἐπιβιώνει μόνο προσδοκώντας τήν ἀνάκτηση τοῦ σώματός του, πῶς ἀποφεύγεται ὁ κίνδυνος τῆς ἀνυπαρξίας; Πῶς μπορεῖ νά ἀντλεῖ ὕπαρξη ἀπό τό μέλλον, ἀπό κάτι πού δέν ἔχει ἀκόμη συμβεῖ; Ὁ π. Φλωρόφσκυ δέν ἀνέπτυξε μιά φιλοσοφική ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό, ἡ ὁποία θά ὁδηγοῦσε σέ μιά τόσο ἀπαραίτητη γιά τήν Ὀρθόδοξη θεολογία ἐσχατολογική ὀντολογία. Δίνει ὅμως τήν ἀπάντηση μέσω τῆς Ἐκκλησιολογίας, καί μάλιστα τῆς εὐχαριστιακῆς. Γράφει:
«Ὁ θάνατος εἶναι καταστροφή. Ἀλλά τά πρόσωπα ἐπιβιώνουν, καί αὐτοί πού εἶναι ἐν Χριστῷ εἶναι ἀκόμη ζῶντες – ἄν καί στήν κατάσταση θανάτου. Οἱ πιστοί δέν ἐλπίζουν ἁπλῶς στή μέλλουσα ζωή, ἀλλά εἶναι ἤδη ζῶντες, ἄν καί περιμένοντας τήν Ἀνάσταση».
Πῶς συμβαίνει αὐτό; Τήν ἀπάντηση τή δίνει σέ ἕνα ἄλλο κείμενο:
«Στήν ἑνότητα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος χάνει τή δύναμή του νά χωρίζει. Οἱ κεκοιμημένοι, πού ἀναπαύονται ἐν Χριστῷ, εἶναι ἀκόμη ζῶντες, διότι ἐν Χριστῷ εἶναι ὅλοι ἕνας. Καί γι’ αὐτό οἱ ἀπελθόντες μνημονεύονται στήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας».
Ἔτσι, ἡ μετά θάνατον ἐπιβίωσή μας δέν χρειάζεται νά ἀναζητηθεῖ στήν πλατωνική ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Ἀρκεῖ γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἡ πίστη στήν «κοινωνία τῶν ἁγίων», στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία, ὅπως βιώνεται στή Θ. Εὐχαριστία. Ἐκεῖ, στό Ποτήριον της αἰώνιας ζωῆς, ὁ θάνατος χάνει τή διαιρετική του δύναμη, καί στήν κοινωνία τοῦ εὐχαριστιακοῦ Σώματος ζῶντες καί κεκοιμημένοι ἑνώνονται προγευόμενοι τήν Ἀνάστασή τους. Αὐτό εἶχαν ὑπ’ ὄψιν τους οἱ ἅγιοι Ἰγνάτιος καί Εἰρηναῖος, ὅταν ὀνόμαζαν τήν Εὐχαριστία «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν». Ἡ εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία ἀρκεῖ – δέν χρειάζεται νά καταφύγουμε στόν Πλατωνισμό – γιά νά ἀναζητήσουμε τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα τῆς μετά θάνατον ζωῆς.
Παναγιώτατε,
Σεβαστοί καί ἀγαπητοί Πατέρες καί Ἀδελφοί.
Ἡ πλούσια συμβολή ἑνός γίγαντα τῆς θεολογίας, ὅπως ὁ τιμώμενος σήμερα ἀείμνηστος καθηγητής, δέν ἐξαντλεῖται στά ὅρια μιᾶς εἰσαγωγικῆς ὁμιλίας. Ὅσα ὑπέβαλα εὐλαβῶς στή σκέψη σας δέν ἀποτελοῦν παρά ἐνδεικτικές πτυχές τοῦ ἔργου τοῦ μεγάλου διδασκάλου μέ κριτήριο τήν ἐπικαιρότητα πού μπορεῖ νά ἔχουν καί στήν ἐποχή μας. Πολλά ἄλλα ἐπί μέρους θέματα τοῦ ἔργου αὐτοῦ θά τεθοῦν καί θά ἀναλυθοῦν σέ βάθος ἀπό τούς διακεκριμένους ὁμιλητές πού θά ἀκολουθήσουν. Ὁ τιμώμενος θεολόγος δέν ἄφησε πίσω του ὁλοκληρωμένη συστηματική ἔκθεση τῆς διδασκαλίας του. Ἡ σκέψη του ὅμως ὑπῆρξε τόσο δημιουργική, ὥστε νά δεῖ καί νά παρουσιάσει τίς διασυνδέσεις καί ἀλληλουχίες μεταξύ τῶν ἐπί μέρους δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας ἔχοντας ὡς κύριο ἄξονα ὄχι ἁπλῶς τά λόγια, ἀλλά τόν «νοῦν» τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καί τήν ἀγωνία πῶς νά μεταφέρει τή σκέψη των στόν σύγχρονο άνθρωπο.
Ὡς ταπεινός ἐπί ἑπταετίαν μαθητής του, εὐνοημένος ἀπό τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ νά μυηθῶ στή σκέψη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὑπό τή σοφή του καθοδήγηση, στρέφω τή σκέψη μου στή μνήμη του μέ εὐγνωμοσύνη, εὐχαριστώντας συγχρόνως τήν Ὑμετέραν Παναγιότητα καί τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν, στήν Ὁποίαν ὁ ἀείμνηστος διδάσκαλος συνειδητά ἐπέλεξε νά ἀνήκει ὡς κληρικός κατά τό μέγιστον μέρος τῆς ζωῆς του, γιά τήν τιμή πού τοῦ ἀποδίδουν σήμερα.
Ἄς εἶναι ἡ μνήμη του αἰωνία καί μακαρία ἐν Χριστῷ στήν «κοινωνία των ἁγίων», τήν ὁποία τόσον ἀγάπησε!”