Η Πομπηία της Αιγύπτου

Η Πομπηία της Αιγύπτου

Μεγάλη αρχαία αιγυπτιακή πόλη αποκαλύπτεται στη Δυτική Όχθη του Λούξορ

Μεγάλη αρχαία αιγυπτιακή πόλη αποκαλύπτεται στη Δυτική Όχθη του Λούξορ μεταξύ των θέσεων Μεντίνετ Χάμπου και Κομ ελ Χετάν από αιγυπτιακή αποστολή υπό τον δρα Zahi Hawass. Η πόλη, της οποίας η αποκάλυψη ανακοινώθηκε σε πρόσφατη συνέντευξη τύπου, χρονολογείται κατά τη βασιλεία του φαραώ Αμενχοτέπ (1391-1353 π.Χ.), συνέχισε να χρησιμοποιείται κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του διαδόχου του, Αμενχοτέπ Δ’ ή Ακενατών, ενώ ίσως κατοικήθηκε και κατά τη βασιλεία των φαραώ Τουταγχαμών και Άυ.

Σύμφωνα με τον Χαουάς, η αποστολή ξεκίνησε αναζητώντας στη θέση τον ταφικό ναό του Τουταγχαμών, υποθέτοντας την ύπαρξή του σε κοντινή απόσταση από τους ναούς των διαδόχων του, Άυ και Χορεμχέμπ, οι οποίοι βρίσκονται στην περιοχή.

Προς έκπληξη της ομάδας, οι έρευνες έφεραν στο φως μια τεράστια οικιστική εγκατάσταση, μια πόλη που ιδρύθηκε από έναν από τους μεγαλύτερους ηγέτες της Αιγύπτου και άκμαζε κατά το ξεκίνημα της ταραχώδους περιόδου της μεγαλύτερης πολιτισμικής αλλαγής στην αρχαία αιγυπτιακή ιστορία – της «θρησκευτικής επανάστασης» του Ακενατών.

Το τμήμα της πόλης που έχει ερευνηθεί βρέθηκε σε εξαιρετική κατάσταση. Οι δρόμοι του εξακολουθούν να πλαισιώνουν τις προσόψεις οικιών από ωμόπλινθους, στο εσωτερικό των οποίων σώζονται κατάλοιπα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων που τις κατοίκησαν. Ορισμένοι τοίχοι σώζονται σε ύψος 3 μέτρων. Σύμφωνα με τον Χαουάς, η πόλη φαίνεται να εκτείνεται προς τα δυτικά, μέχρι το διάσημο «χωριό των εργατών» του Νέου Βασιλείου στη θέση Ντέιρ ελ Μεντίνα, μέχρι πρόσφατα τον μόνο γνωστό αρχαίο οικισμό που διατηρήθηκε στην περιοχή των αρχαίων Θηβών.

«Πρόκειται για μια πολύ σημαντική ανακάλυψη», σχολίασε ο Πίτερ Λακοβάρα, διευθυντής του αμερικανικού Ταμείου Αρχαίας Αιγυπτιακής Κληρονομιάς και Αρχαιολογίας και κορυφαίος μελετητής της οικιστικής αρχιτεκτονικής της αρχαίας Αιγύπτου. Η κατάσταση στην οποία βρέθηκε η πόλη και ο μεγάλος αριθμός των αντικειμένων θυμίζουν μια άλλη, διάσημη πόλη, πρόσθεσε: «Είναι σαν μια αρχαία αιγυπτιακή Πομπηία και δείχνει πόσο κρίσιμο είναι να διαφυλαχθεί η περιοχή αυτή ως αρχαιολογικό πάρκο». Ο Λακοβάρα εργάζεται εδώ και 10 χρόνια στην ανασκαφή του ανακτορικού συμπλέγματος του Αμενχοτέπ Γ’ στη γειτονική θέση Μαλκάτα, αλλά δεν συμμετείχε στην ομάδα του Χάουας.

Το εύρημα συγκρίνεται επίσης και ίσως συνδέεται με τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που είχαν φέρει στο φως γαλλικές έρευνες υπό τους Robichon και Varille, σε άλλο τμήμα της ίδιας θέσης κατά τη δεκαετία του ’30, καθώς σύμφωνα με την ερευνήτρια δρα Βίκυ Τζένσεν, η οποία δεν σχετίζεται με την ανασκαφική ομάδα, η περιοχή των νέων ευρημάτων εντοπίζεται σε απόσταση 100 μ. από εκείνη της γαλλικής ανασκαφής. Η έρευνα επίσης εξετάζει τη σχέση του οικισμού με το ανάκτορο του Αμενχοτέπ Γ’ στη Μαλκάτα.

Περιγραφή των ευρημάτων

Μέχρι στιγμής, έχουν αποκαλυφθεί τρεις περιοχές φαινομενικά διαφορετικού χαρακτήρα. Στην πρώτη, στο νότιο τμήμα του ανεσκαμμένου χώρου, οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει χώρους αποθήκευσης και προετοιμασίας φαγητού όπου έχουν εντοπιστεί φούρνοι και άφθονη κεραμική. Από το μέγεθος του συγκροτήματος φαίνεται ότι ο χώρος είχε σχεδιαστεί για να εξυπηρετεί μεγάλο αριθμό ατόμων, πιθανώς απασχολούμενους σε ένα μεγάλο έργο.

Η δεύτερη περιοχή, που είναι μερικώς ανεσκαμμένη,  περιλαμβάνει μεγαλύτερες και καλά οργανωμένες μονάδες οικιστικού αλλά και διοικητικού χαρακτήρα. Περιβάλλεται από κυματιστό τείχος, μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική μορφή που είναι γνωστή στην περιοχή των Θηβών από το Μέσο Βασίλειο και αργότερα εξαπλώνεται και σε άλλες περιοχές της Αιγύπτου. Μια μοναδική είσοδος στο συγκρότημα δίνει την εντύπωση ενός περίκλειστου χώρου που απαιτεί ειδικά μέτρα ασφαλείας.

Στην τρίτη περιοχή η ομάδα έχει εντοπίσει εργαστήρια παραγωγής ωμοπλίνθων για οικοδομές καθώς και αντικείμενα μικροτεχνίας όπως κοσμήματα, διακοσμητικά στοιχεία που προορίζονταν για διάφορα αντικείμενα, αντικείμενα ταφικής χρήσης κ.λπ. Οι πλίνθοι φέρουν σφράγισμα με φαραωνική δέλτο που περικλείει το όνομα Neb Maat Re, προσωνυμία του Αμενχοτέπ Γ’. Στο εργαστήριο διακοσμητικών στοιχείων, οι αρχαιολόγοι αποκάλυψαν μεγάλο αριθμό από μήτρες χύτευσης για την παραγωγή φυλακτών και άλλων πολύτιμων αντικειμένων που χρησιμοποιούνται σε ταφές αλλά και σε ναϊκές τελετές. Έχει επίσης βρεθεί σκωρία από μέταλλο και γυαλί, αν και εγκαταστάσεις μεταλλουργίας και υαλουργίας δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί.

Τέλος, η αποκάλυψη εργαλείων και αντικειμένων που σχετίζονται με την κλώση και την ύφανση σε διάφορες περιοχές του οικισμού δικαιολογούν ότι οι δημιουργικές δραστηριότητες των κατοίκων δεν περιορίζονταν στις περιοχές των εργαστηρίων. Επιμελημένα και πλούσια διακοσμημένα μεγάλα κεραμικά αγγεία, κοσμήματα, σκαραβαίοι και άλλα αντικείμενα που επίσης βρέθηκαν σε διάφορα σημεία πιστοποιούν ότι ο χώρος αποτελούσε μια ακμάζουσα κοινότητα.

Στα βόρεια του οικισμού οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει μεγάλο νεκροταφείο του οποίου το μέγεθος και ο χαρακτήρας δεν έχουν ακόμη προσδιοριστεί. Στα ευρήματα συγκαταλέγονται τάφοι λαξευμένοι στο φυσικό βράχο, προσβάσιμοι από κλίμακες.

Ωστόσο, ανθρώπινα λείψανα έχουν βρεθεί στον ίδιο τον οικισμό: ένας πλήρης ανθρώπινος σκελετός βρέθηκε σε ύπτια στάση με τα χέρια τεντωμένα στο πλάι, ενώ τμήματα σχοινιού βρέθηκαν γύρω από τα γόνατά του. Η τοποθεσία και η θέση αυτού του σκελετού είναι μάλλον περίεργη, ενώ διεξάγονται περισσότερες έρευνες για να γίνει κατανοητό το εύρημα.

Από πλευράς ζωικών καταλοίπων εντυπωσιάζει η εύρεση ενός μεγάλου επιχρυσωμένου ψαριού, το οποίο σώζεται σε εξαιρετική κατάσταση και, κατά τους ανασκαφείς, ίσως αποτελούσε αντικείμενο λατρείας. Οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει επίσης κατάλοιπα βοοειδούς (αγελάδας ή ταύρου) θαμμένα σε ένα από τα δωμάτια του οικισμού. Η φύση και ο σκοπός αυτής της πρακτικής δεν είναι ακόμη σαφή.

Χρονολόγηση του χώρου

Ευρήματα από τις διάφορες περιοχές του οικισμού μαρτυρούν τον πολύπλευρο χαρακτήρα του, την ταυτότητα των ανθρώπων που ζούσαν εκεί καθώς και τη διάρκεια ζωής του. Ένα αγγείο που βρέθηκε να περιέχει αποξηραμένο ή βραστό κρέας, γράφτηκε ως εξής: «Το 37ο έτος, αποξηραμένο κρέας για την Τρίτη Εορτή Σεντ από το σφαγείο της αυλής του Kha, φτιαγμένο από τον κρεοπώλη luwy». Η επιγραφή, που αποκαλύπτει τα ονόματα δύο κατοίκων, επισημαίνει επίσης μια απόλυτη ημερομηνία για το πότε η πόλη ήταν ενεργή,καθώς αναφέρεται σε ένα γνωστό γεγονός της βασιλείας του Αμενχοτέπ Γ’: την Εορτή Σεντ, τελετή για την ανανέωση της βασιλικής εξουσίας (,γνωστή στη βιβλιογραφία ως ιωβηλαίο) την οποία ο φαραώ γιόρτασε για τρίτη φορά κατά το 37ο έτος της βασιλείας του.

Επιπλέον, ένα σφράγισμα με την ένδειξη «Gem pa Aten» (ο Ατόν Ανακαλύφθηκε), αναφέρεται στο όνομα ενός ναού που χτίστηκε από τον διάδοχο του Αμενχοτέπ Γ’, Αμενχοτέπ Δ’ ή Ακενατών, κατά τα πρώτα στάδια της «μονοθεϊστικής επανάστασής» του, λίγο πριν από τη μετακίνηση της πρωτεύουσάς του στη σημερινή Τελ ελ Αμάρνα. Δείχνει λοιπόν ότι η πόλη ήταν ενεργή κατά το ξεκίνημα της εποχής της Αμάρνα. Αντίθετα, οτιδήποτε συνέβη μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας αλλά και μετά την παλινόρθωση των παραδοσιακών θεοτήτων, ιερών και τεχνοτροπικών γνωρισμάτων του αιγυπτιακού πολιτισμού  κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Τουταγχαμών, θα φανεί μόνο μετά από περαιτέρω ανασκαφή.

Οικιστικά κατάλοιπα στην αρχαία Αίγυπτο

Οι τυπικές αρχαίες αιγυπτιακές πόλεις της κοιλάδας του Νείλου αναπτύσσονταν στην ανατολική όχθη του ποταμού, τόπο των ζωντανών σύμφωνα με την αιγυπτιακή κοσμοθεωρία. Η δυτική όχθη, αντίστοιχα, ως περιοχή των νεκρών, φιλοξενούσε μικρότερης σημασίας οικισμούς οι οποίοι σχετίζονταν με την οργάνωση των νεκροπόλεων και των ταφικών ναών.

Αντίθετα με τους αρχαίους αιγυπτιακούς ναούς και τους τάφους που διατηρούνται σε εξαιρετική κατάσταση, τα οικιστικά κατάλοιπα είναι πιο σπάνια και μη αντιπροσωπευτικά για τον τρόπο ζωής μιας μέσης αιγυπτιακής κοινότητας. Αυτό οφείλεται στο ότι οι αρχαίες αιγυπτιακές οικίες χτίζονταν από φθαρτά υλικά (ωμόπλινθους) μέσα στο όριο της καλλιεργήσιμης έκτασης στις όχθες του Νείλου, με αποτέλεσμα τα κτίσματα να καταστρέφονται και στη συνέχεια να χάνονται καθώς η μορφή της κοίτης άλλαζε ανάλογα με την αλλαγή της ροής του ποταμού. Έτσι, από τις πρωτεύουσες της Αιγύπτου σώζονται μόνο δύο, από τις οποίες καμία δεν είναι αντιπροσωπευτική λόγω των ιδιόρρυθμων ιστορικών συνθηκών κατά τις οποίες αναπτύχθηκαν: η πρωτεύουσα των Υκσώς στη θέση Τελ Ελ Ντάμπα του Ανατολικού Δέλτα του Νείλου και η πρωτεύουσα του φαραώ Ακενατών στην Τελ Ελ Αμάρνα. Άλλες οικιστικές θέσεις, όπως εκείνη που αναπτύχθηκε γύρω από το βασιλικό «χαρέμι» στη θέση Μεντινέτ ελ Γκουρόμπ του Φαγιούμ κατά το Νέο Βασίλειο, έχουν δώσει μεν άφθονα κινητά ευρήματα αλλά σώζουν ελάχιστα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα.

Οι υπόλοιπες καλοδιατηρημένες οικιστικές θέσεις έφτασαν έως εμάς καθώς αναπτύχθηκαν γύρω από νεκροπόλεις, εκτός της καλλιεργήσιμης ζώνης της κοιλάδας του Νείλου. Η αρχαιότερη σώζεται στη Γκίζα και ταυτίζεται με τον οικισμό των εργατών των πυραμίδων (Αρχαίο Βασίλειο, 4η Δυναστεία, περ. 2520–2472 π.Χ.), ενώ ακολουθεί η μεγάλη πόλη του Λαχούν, στην περιοχή του Φαγιούμ, η οποία ιδρύθηκε για να στηρίξει την κατασκευή και τη διαχείριση του πυραμιδικού συμπλέγματος του Σέσωστρη Β’ (Μέσο Βασίλειο, 1844–1837 π.Χ.). Τέλος, από το Νέο Βασίλειο η σημαντικότερη σωζόμενη ανάλογη θέση είναι το χωριό που φιλοξένησε τους εργάτες των βασιλικών τάφων στη θέση Ντέιρ ελ Μεντίνα, το οποίο ιδρύθηκε στις αρχές της 18ης Δυναστείας και άκμασε μέχρι και το τέλος της 20ής. Όσο για τη νέα θέση, και πάλι στη Δυτική Όχθη, η έρευνα μόνο θα αναδείξει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της.

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σύνταξη: Archaeology Newsroom με πληροφορίες από Αιγυπτιακό Υπουργείο Τουρισμού και Αρχαιοτήτων, ΑΠΕ-ΜΠΕ και προσωπική επικοινωνία με τη δρα Βίκυ Τζένσεν.
4. The Deir El Medina Database, https://dmd.wepwawet.nl

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:  Zahi Hawass Center For Egyptology

Share this post