Η πολιτική ματιά του Χρ.(π. Δοσιθέου) Αναγνωστόπουλου
Της Νίκης Σταυρίδη*
Το «Τέλος της μπαλάντας» είναι ένας «έτοιμος από καιρό», όπως λέει στο ποίημά του ο Καβάφης, απολογισμός για όσα συντελέστηκαν σε μια πασίγνωστη και όχι μόνο στους Πολίτες και τις Πολίτισσες χρονιά, το 1964. Είναι το χρονικό του αποχωρισμού από τον τόπο που γέννησε, έθρεψε και ταυτόχρονα φαρμάκωσε το ψωμί των Ρωμιών, διαφορετικά σε κάθε ηλικία, και διαφορετικά εκείνων που απελάθηκαν εκείνη τη χρονιά από την Τουρκία και εκείνων που έμειναν πίσω και τελικά έφυγαν στην πλειονότητά τους αργότερα. Ένα μυθιστόρημα μικρό σε αριθμό σελίδων και άρα καθόλου φλύαρο, αλλά γεμάτο από σκηνές, εικόνες, στοχασμούς, γεγονότα. Μια αναλυτική παρακολούθηση εκείνης της χρονιάς μέσα από την καθημερινότητα δέκα περίπου ανθρώπων, οι περισσότεροι άντρες, που συνδέονται μεταξύ τους με στενές σχέσεις -οικογένεια, φίλοι- ή χαλαρές, και ανήκουν σχεδόν όλοι στην ομογένεια. Είναι γραμμένο με φιλική γλώσσα που ωστόσο από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα έχει ένα ξεκάθαρο στόχο: να ειπωθούν συγκεκριμένα πράγματα που κρατήθηκαν επί χρόνια στο νου του συγγραφέα, ζωντανά, ψάχνοντας την καλή στιγμή να γίνουν βιβλίο. Στην τελευταία σελίδα διαβάζουμε δύο ημερομηνίες σαν αρχή και τέλος της συγγραφής του: 1967 Σαράντα Εκκλησιές – 1991 Βίσμπαντεν. Τόποι που συν τοις άλλοις δίνουν και ένα στίγμα για την οδυσσειακή περιπλάνηση του Χρ. Αναγνωστόπουλου όσο καιρό συγκροτούσε το υλικό του. Ένα τέταρτο του αιώνα για να κατασταλάξει αυτή η εξιστόρηση και το συναίσθημα που τη συνοδεύει, ή για να παρθεί η απόφαση να ανοίξουν επιτέλους κάποια χαρτιά. Ακόμη, είναι εξαιρετικά αξιοσημείωτο ότι το βιβλίο εκδόθηκε πενήντα δύο ολόκληρα χρόνια μετά το ’64, στα ελληνικά, στην Πόλη και πάλι, από ένα νεότατο εκδοτικό οίκο, τον Ιστό, που ιδρύθηκε το 2012 και ήδη έχει δώσει σημαντικό αριθμό βιβλίων στα ελληνικά αλλά και στα τουρκικά, βιβλία για τη Ρωμιοσύνη και τον πολιτισμό της καθ’ ημάς Ανατολής. Τρανό σημάδι αλλαγής των καιρών θα λέγαμε.
Το «Τέλος της μπαλάντας» είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα, με τη στενή έννοια της πολιτικής, γεμάτο από στοχασμούς. Ό,τι βασάνιζε το μυαλό των ανθρώπων στην Πόλη εκείνη την εποχή, σκέψεις δημόσια ανομολόγητες αλλά ειπωμένες χαμηλόφωνα, μέσα στην απόγνωση της τότε καθημερινότητας και του μόχθου, όπως: «Αυτός είναι κρυφός διωγμός» (σελίδα 18), «η τυραννική μοίρα πολλών νέων που δεν έβρισκαν πειστικούς λόγους για να μείνουν» (σ. 63), ο διχασμός του να αγαπάς έναν τόπο όπου είσαι ανεπιθύμητος (σ. 80), «είναι κούφιος εγωισμός να θέλεις να κρατάς τα παιδιά σου σε τούτη τη χώρα» (σ. 246), «θα πρέπει να υπάρχει μια πατρίδα στον κόσμο για το Θωμά και για όλους μας» (σ. 161). Ειδικά η τελευταία φράση, ειπωμένη από την Τατιάνα του βιβλίου, αναφέρεται σε κάτι που φαίνεται ως δεδομένο αλλά το συλλαμβάνεις μόνο μέσω της στέρησής του, όπως πικρά βίωσαν οι Ρωμιοί της Πόλης την δεκαετία του ’60. Εκείνο όμως που καθιστά το βιβλίο επιπλέον πολιτικό, με την πλατιά έννοια, είναι ότι μας φέρνει μπροστά στις ιδεολογικές διαφορές των ηρώων της ιστορίας. Είναι συνηθισμένη η τάση να λέμε τόσο οι εντός όσο και οι εκτός των τειχών «η ρωμέικη κοινότητα της Πόλης», «η ελληνική μειονότητα», «οι Πολίτες», «οι Πολίτισσες», γενικεύσεις δηλαδή που ναι μεν χωράνε μέσα τους μερικά κοινά στοιχεία αλλά και αφήνουν από έξω πλήθος από σημαντικά διαφοροποιητικά χαρακτηριστικά και βιώματα. Στο «Τέλος της μπαλάντας» ένας από τους βασικούς ήρωες, ο Θωμάς, φέρνει μαζί του ένα αποσιωπημένο έως και απαγορευμένο παρελθόν. Μια ιστορία αγώνα για την ελευθερία και την αλλαγή του κόσμου, που αποτελούσε ταμπού τότε και για την τουρκική κοινωνία αλλά και για την ελληνική μειονότητα με τους παλιούς και γερούς μηχανισμούς επιβίωσής της. Σε αρκετά σημεία του βιβλίου βλέπουμε να γίνεται διαλογική συζήτηση, με αντίλογους και επιχειρήματα. Ίσως είναι η λιγότερο λογοτεχνική πλευρά του, φαίνεται ωστόσο αναγκαία για να ζωγραφιστούν οι χαρακτήρες και οι πράξεις τους. Από τα πιο ευαίσθητα παραδείγματα σε αυτό είναι η συζήτηση για το δίλημμα/τραύμα όσων υπέγραψαν «δήλωση μετανοίας», στην Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο πόλεμο, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν μια «κανονική» ζωή (σ. 176-177). Εδώ το βασικό ερώτημα του ήρωα αυτής της ιστορίας είναι τι απαρτίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η συζήτηση αφορά τις αξίες. Την χρειαζόμαστε.
Απολαυστική στην ανάγνωση είναι και η ελευθερία, η αυθεντικότητα στη χρήση της γλώσσας. Οι Ρωμιές και Ρωμιοί που ήρθαμε να ζήσουμε στην Ελλάδα ξέρουμε συνειδητά ή ενσωματώσαμε περίπου ασυνείδητα την επιβεβλημένη απάρνηση-αποπομπή ή απλώς το ξέχασμα της πολίτικης λαλιάς μας. Από ανάγκη να μην ξεχωρίζουμε. Δεν μας δυσκόλεψε να την αποβάλλουμε ούτε ήταν ακατόρθωτο το πέρασμα στις κάποιες αθηναίικες/ ελλαδικές λέξεις και εκφράσεις. Ωστόσο ήταν και αυτό ένας αποχωρισμός, από εκείνα τα ελληνικά μας. Στο βιβλίο του Χρ. Αναγνωστόπουλου ξανα-βρίσκουμε αυτή τη γλώσσα άψογα νυμφευμένη με τα «κανονικά», τα κυρίαρχα σημερινά ελληνικά. Το πολίτικο ιδίωμα εμφανίζεται αραιά και πού, αβίαστα και καθόλου επιτηδευμένα ούτε επιδεικτικά -όπως συχνά έχουμε δει σε σύγχρονες αφηγήσεις που αφορούν την Πόλη και τους ανθρώπους της. […]
Ο τίτλος του βιβλίου αναφέρεται στο τέλος της ηλικίας των νιάτων, στη δύσκολη ώρα της ανάληψης ευθυνών και εντέλει στην απόφαση του οριστικού φευγιού από την Πόλη. Εδώ τα ξένοιαστα νιάτα παρομοιάζονται με μια μπαλάντα, όμως το ίδιο το βιβλίο άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «το μπλουζ του κάθε Ρωμιού». Όπου η μελαγχολία του μπλούζ υπάρχει στον αναστοχασμό του «χθες» και είναι σαν να ήταν ακόμα σήμερα.
Κλείνοντας επιστρέφω στην αρχική παρατήρηση πως το «Τέλος της μπαλάντας» είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα. Εστιάζει στον δημόσιο βίο. Συναφές με αυτό είναι και το ότι ο κόσμος για τον οποίο μας μιλάει είναι ένας αντρικός κόσμος. Ο συγγραφέας, πιστός στον έμφυλο εαυτό του, δεν ανοίγεται συνειδητά, σε χωράφια όπου η ανάλυση της σκέψης και του συναισθήματος δεν θα πήγαζε από πρωτογενές βιωματικό υλικό. Οι γυναίκες στο βιβλίο εμφανίζονται ελάχιστα, παρά λίγο σαν σκιές, και όμως αυτές, μια μεσοαστή, η Τατιάνα, και μια εργάτρια-υπηρέτρια, η Μαριγώ, είναι τα πρόσωπα που κάνουν την αποφασιστική, τη ριζοσπαστική κίνηση που ξεκινάει από το μυαλό, την πολιτική συνειδητοποίηση, και μετά γίνεται πράξη η οποία αφήνει πίσω της την παλιά τάξη πραγμάτων.
Ας διαβάσουμε το «Τέλος της μπαλάντας» σαν ένα χρέος κατανόησης και συμπάθειας αλλά και εγρήγορσης προς τους εαυτούς μας, όσον αφορά την αλλοτινή και σημερινή θέση μας, σχέση μας, με την Πόλη.
*ΠΗΓΗ: Περιοδικό Εταιρείας Μελέτης της καθ’ ημάς Ανατολής “Η Κινστέρνα”, Δεκέμβριος 2017. Το άρθρο αναδημοσιεύεται ως Μνημόσυνο του π. Δοσιθέου, ο οποίος κοιμήθηκε την περασμένη βδομάδα.