Η παρακμή του λογοτεχνικού λόγου
Του Άντη Ροδίτη*
(Στο προηγούμενο μου κείμενο με τίτλο «Θα τον κλείναν μέσα» -τον Οδυσσέα
Ελύτη- έγραψα: «… το γεγονός ότι ο Ελύτης παραδέχεται πόσο επικίνδυνο
είναι να πεις την αλήθεια, πόσο εμποδίζεται η αλήθεια σε συγκεκριμένες
περιπτώσεις από τα πανεπιστήμια μας και άλλους θεσμούς, αποτελεί μέγιστο
βήμα προς την αλήθεια. Σημαίνει ότι δεν έχουμε ακόμα χάσει εντελώς το
παιγνίδι. Μόνη η Λογοτεχνία, αποδιωγμένη και περιφρονημένη στο περιθώριο,
αλλά πρωτοπόρος, υλοποιεί αυτό το μέγιστο βήμα!».
Το πιο κάτω καθαρά λογοτεχνικό κείμενο και θέμα αρνήθηκε να το δημοσιεύσει η
Εθνική Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου στο Φ/Β. Ούτε κανένα λογοτεχνικό
περιοδικό (όλα επιχορηγημένα από την εκάστοτε κυβέρνηση) θα μου το
δημοσίευε. Το δημοσίευσα στην προσωπική μου στήλη στο Φ/Β και το στέλνω και
σε σάς εδώ:
Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
Ότι σήμερα δεν παράγεται καμιά αληθινά σημαντική λογοτεχνία στην Ελλάδα δεν
είναι θέμα που διαχωρίζεται από τη σκόρπια στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
πνευματική κατάσταση της χώρας. Η πολιτική και οικονομική εξάρτηση έχουν την
αντίστοιχή τους στην καλλιτεχνική. Μίμηση, αντιγραφή, εισαγωγή προτύπων
άσχετων με τις παραδόσεις τού έθνους, θαυμασμός για ό,τι «επιτυγχάνεται»
αλλού, ανάμιχτος με ζήλεια, αισθήματα κατωτερότητας αντιμαχόμενα ανυπόστατα
και αδικαιολόγητα αισθήματα ανωτερότητας.
Όσον αφορά στα Γράμματα και τις Τέχνες, την εικόνα της απώλειας του
«μπούσουλα» δίνουν τα αντίστοιχα περιοδικά, από τα οποία δεν εξαιρείται η
προεξάρχουσα (από τα 1927), «Νέα Εστία». Τρανταχτό παράδειγμα το τελευταίο
τεύχος του έτους 2016, αφιερωμένο μάλιστα στην Κύπρο, που θυμίζει αυτοσχέδια
διαδήλωση, απρογραμμάτιστη και απροειδοποίητη. Σημεία των καιρών. Εκεί
παρουσιάζονται άγνωστα και ασήμαντα ονόματα, μερικά εις διπλούν κιόλας, άλλα
αμφισβητούμενης επιστημονικής ακεραιότητας, μηδαμινού έργου και
καλλιτεχνικής ποιότητας, ενώ απουσιάζουν ονόματα ανθρώπων με άξιο λόγου
καλλιτεχνικό και κριτικό έργο. Η παρακμή ενός έθνους-κράτους στις μέρες μας,
και ειδικά των δικών μας δύο, βγαίνει στην επιφάνεια, ορατή απ’ όλους, ως
πελατειακή σχέση κομμάτων και ψηφοφόρων, και «φιλική» αλληλοεξυπηρέτησης
στον πνευματικό-καλλιτεχνικό χώρο. Έξω οι «εχθροί», όποια κι αν είναι η αξία
τους, μέσα οι φίλοι, όποια κι αν είναι η «αξία» τους.
Το τελευταίο τεύχος της «Νέας Εστίας», αριθμός 1884, Σεπτέμβριος 2020 είναι
«αφιερωμένο» στον κριτικό Αλέξη Ζήρα.
Αρκεί, νομίζω, να παρουσιάσω εδώ τη σημείωση 15 του βιβλίου μου «Εγκώμια
στην παρακμή των Ελλήνων του πνεύματος», Αρμός 2018 για να βγάλει όποιος
ενδιαφέρεται τα συμπεράσματά του:
Το τεύχος 108 του κυπριακού περιοδιού «ΑΚΤΗ», Φθινόπωρο 2016, σ. 449-462,
δημοσιεύει μια μελέτη του Αλέξη Ζήρα με τίτλο «Ο ποιητής Κώστας Μόντης: προς
μια ιδιότυπη ποιητική του ελάσσονος». Στη μικρόψυχη αυτή, ύποπτα στοχευμένη
μελέτη τού Ζήρα, όπου δεν γίνεται καμιά αναφορά στον T.S. Eliot, τον οποίο ο
Μόντης αναγνωρίζει ως πρώτιστο πρότυπό του, αφιερώνεται λιγότερο από μισή
σελίδα στο “Δεύτερο Γράμμα στη Μητέρα”, το magnum opus του Μόντη!
Η ΠΡΟΘΕΣΗ να παραγνωριστεί και να διαγραφεί η πολιτική διάσταση στην ποίηση του Μόντη είναι εμφανής. Ο Ζήρας υιοθετεί το επιχείρημα τού Ανδρέα
Χριστοφίδη (που ασπάζεται και ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης) ότι τα “Γράμματα” δεν
είναι άλλο παρά συναγωγές «στιγμών» ή «συνθέματα… γεγονότων, διαθέσεων,
αυθόρμητων και εύστροφων σκέψεων που ενσωματώνονται στην γειωμένη
καθημερινότητα, δηλαδή στην ‘κάτω ιστορία’ του ανθρώπου κ.λπ.» και δεν έχουν
καμιά σχέση με μια μεγάλη ποιητική σύνθεση που σκόπευε στην αναγνώριση της
ευρωπαϊκής πολιτισμικής εκτροπής και της συνακόλουθης παρακμής ως ταυτόσημης
με την κυπριακή, αν και από διαφορετικά γενεσιουργά αίτια.
Ο χρόνος θα καταδείξει την ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ της ποίησης τού Μόντη και τη
μάταιη απόπειρα ενός «συνδικάτου» (ή «συρφετού» διανοουμένων, mob, στα
αγγλικά όπου για πρώτη φορά διατυπώθηκε ο όρος) να δικαιώσει τις «αριστερές»
ή αριστερίστηκες (του συρμού) πολιτικές του επιλογές εις βάρος των πολιτικών
μηνυμάτων του Μόντη.
Τη δική του συμβολή σε αυτή τη δόλια απόπειρα ο Ζήρας κορυφώνει με μια
αναφορά σε ένα ποίημα του Μόντη, που δήθεν δείχνει πόσο ο ποιητής ήταν
«γειωμένος» και απεχθανόταν, τάχα, τις όποιες σχέσεις με τα «υψηλά»,
υπονοώντας και την Ένωση. Όμως, η ΕΝΩΣΗ δεν ήταν ποτέ κανένα «ουράνιο
ιδεολόγημα» για τους αληθινούς πιστούς της, ένας από τους οποίους ήταν και ο
Μόντης, αλλά το πιο «γειωμένο» ΑΙΤΗΜΑ ΑΞΙΟΠΡΕΠΟΥΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ που
θα μπορούσε να υπάρξει και θα μπορούσε, ελεύθερα πια, να της επιτρέψει να
στοχεύσει οτιδήποτε άλλο υψηλό.
Ως «ανέφικτη ιδέα» και φαντασίωση κατηγορούσαν και κατηγορούν την Ένωση μόνο
οι πρώην ενωτικοί και νυν ανθενωτικοί για να δικαιολογήσουν την από τα
ατομικά τους ή από τα κομματικά τους συμφέροντα ελαυνόμενη μεταστροφή τους.
Ο Χριστοφίδης, τον οποίο επικαλείται ο Ζήρας, αποκαλύφθηκε, ανάμεσα σ’ άλλα,
και με το άρθρο του «Φημισμένος σε γλώσσες πολλές» (“Κουράγιο Πηνελόπη”,
Αρμός 2013, σ. 390-394), που ήταν μια απόπειρα να πείσει ότι υπήρχε, δήθεν,
κάτι καλύτερο από την Ένωση!!
Ο Φρίξος Πετρίδης, επίσης πρώην ενωτικός, αξιωματούχος του κυπριακού κράτους
(Υπουργός Παιδείας 1970-72), με τον «πηνελοπισμό» του (σ. 398 στο “Κουράγιο
Πηνελόπη”), πρόβαλε μια αστεία, φτηνή δικαιολογία για τη μεταστροφή του υπέρ
της απεξαρτησιακής από την Ελλάδα πολιτικής του Μακαρίου… την οικονομική
ευχέρεια της Κύπρου ν’ ακολουθήσει δικό της δρόμο, μακριά από την Ελλάδα!
Η ΜΙΚΡΟΨΥΧΙΑ, σαν τον έρωτα, δεν είναι κάτι που κρύβεται. Το ποίημα του
Μόντη που χρησιμοποιεί ο Ζήρας για να δικαιολογήσει την «άποψή» του, το μόνο
που αποδεικνύει είναι πόσο κακόβουλα προσπαθεί να «ακυρώσει» τον πολιτικό
Μόντη, δηλαδή τον ιστορικά και ποιητικά πιο σημαντικό, αληθινό Μόντη, ο
οποίος γράφει, κιόλας, σε μια στγμή:
«Ή θα περπατήσουμε στον ουρανό
ή κάντε μας τη χάρη.
Δεν έχουμε ανάγκη από μικρές ζωές».
(Άπαντα Α΄ , σ. 31, λη).