Ι. Παπαμελετίου: Ενίσχυση αποτρεπτικής ικανότητας και διπλωματικών ερεισμάτων
Tου Κώστα Βενιζέλου
«Όλοι αντιλαμβανόμαστε, ότι όταν έχεις έναν επεκτατικό γείτονα, επιστρατεύεις όλα τα μέσα που έχεις στη διάθεσή σου. Δηλαδή ενισχύεις την αποτρεπτική σου ικανότητα και επεκτείνεις τα διπλωματικά σου ερείσματα, τόσο σε διεθνές όσο και σε περιφερειακό επίπεδο». Αυτό δηλώνει σε συνέντευξή του στον «Φιλελεύθερο», ο πρέσβης της Ελλάδος στην Κύπρο, Ιωάννης Παπαμελετίου, σημειώνοντας «η Ελλάδα με ψυχραιμία, νηφαλιότητα και αποφασιστικότητα είναι πάντοτε έτοιμη να υπερασπισθεί την εδαφική της ακεραιότητα και τα κυριαρχικά της δικαιώματα, εφ’ όσον απαιτηθεί». Ο πρέσβης της Ελλάδος υπενθυμίζει παράλληλα αυτό που πολλές φορές έχει τονιστεί από την πολιτική ηγεσία της χώρας, ότι η Αθήνα δεν πρόκειται να παίξει το παιχνίδι της ρητορικής έντασης με την Τουρκία. Ερωτηθείς για την ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος με ειδική αναφορά στο δόγμα του ενιαίου αμυντικού δόγματος, που διαμορφώθηκε στο παρελθόν, ο κ. Παπαμελετίου επισήμανε πως η Ελλάδα και Κύπρος αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία. Συνέχισε δε λέγοντας πως «το ιστορικό βάθος και το αδελφικό επίπεδο των σχέσεων είναι τέτοιο που καθιστά την όλη συζήτηση περί δογμάτων άνευ αντικειμένου». Εξάλλου, επισήμανε, στον τομέα της άμυνας η συνεργασία ήταν και παραμένει ιδιαίτερα στενή. Για να επισημάνει και το εξής: «Υπάρχει, δηλαδή, κάτι που γινόταν παλαιότερα και πλέον δεν το πράττουμε; Δεν υπάρχει».
-Ελλάδα και Κύπρος έχουν να αντιμετωπίσουν μια άκρως επιθετική Τουρκία. Ποια η δική σας εκτίμηση για τις επιδιώξεις Ερντογάν; Συμφωνείτε με όσους υποστηρίζουν ότι είναι πιθανό ένα θερμό επεισόδιο;
-Δεν θα ήθελα να υπεισέλθω στη σεναριολογία ως προς τις πιθανότητες θερμού επεισοδίου. Εξάλλου, αυτό είναι ένα ερώτημα που μόνο η τουρκική πλευρά μπορεί κατ’ ουσίαν να απαντήσει. Σας διαβεβαιώ, πάντως, ότι η Ελλάδα με ψυχραιμία, νηφαλιότητα και αποφασιστικότητα είναι πάντοτε έτοιμη να υπερασπισθεί την εδαφική της ακεραιότητα και τα κυριαρχικά της δικαιώματα, εφ’ όσον απαιτηθεί. Όπως έχει τονίσει επανειλημμένως η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας, η Αθήνα δεν πρόκειται να παίξει το παιχνίδι της ρητορικής έντασης με την Τουρκία. Ως προς τις επιδιώξεις του Τούρκου Προέδρου, εκτιμάται ότι αυτές καθορίζονται από τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, αλλά και από έναν ολοένα και αυξανόμενο αναθεωρητισμό στην τουρκική εξωτερική πολιτική, ο οποίος, δυστυχώς, δεν περιορίζεται μόνο στην κυβερνώσα παράταξη, αλλά βρίσκει ευήκοα ώτα και στην αντιπολίτευση της Τουρκίας.
-Υπάρχει από κοινού σχεδιασμός αντιμετώπισης αυτής της επιθετικότητας;
-Παρέλκει να τονίσω ότι ο συντονισμός Αθηνών και Λευκωσίας είναι στενός και συνεχής. Βεβαίως και υπάρχει. Τον Ιούνιο, o Πρωθυπουργός της Ελλάδος βρέθηκε στη Λευκωσία και συζήτησε το θέμα της τουρκικής επιθετικότητας με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ακολούθησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά το οποίο οι δύο ηγέτες ήταν σε συνεχή συνεννόηση ως προς τους χειρισμούς για το λεκτικό των Συμπερασμάτων. Υπενθυμίζω ότι στα συμπεράσματα που υιοθετήθηκαν, η ΕΕ καλεί την Άγκυρα να σεβασθεί την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα όλων των κρατών-μελών και να αποκλιμακώσει την ένταση που καλλιεργεί στην Ανατολική Μεσόγειο. Ελλάδα και Κύπρος, με έρεισμα το Διεθνές Δίκαιο και σε πλήρη συντονισμό μεταξύ τους, απαντούν τεκμηριωμένα σε κάθε πρόκληση, αξιοποιώντας, επίσης, τους οργανισμούς και συμμαχίες στις οποίες συμμετέχουν.
ΦΩΤΟ: Δήμος Λευκωσίας
-Η Ελλάδα ενισχύει την άμυνά της με νέες αγορές από ΗΠΑ και Γαλλία. Αυτός ο σχεδιασμός περιλαμβάνει και την Κύπρο; Κάποτε υπήρχε το ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδος και Κύπρου…
-Πέραν της όποιας ορολογίας που χρησιμοποιείται στον δημόσιο λόγο για να περιγράψει τις σχέσεις Ελλάδος και Κύπρου, θεωρώ ότι Ελλάδα και Κύπρος αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία. Το ιστορικό βάθος και το αδελφικό επίπεδο των σχέσεων είναι τέτοιο που καθιστά την όλη συζήτηση περί δογμάτων άνευ αντικειμένου. Εξάλλου, στον τομέα της άμυνας η συνεργασία ήταν και παραμένει ιδιαίτερα στενή. Υπάρχει, δηλαδή, κάτι που γινόταν παλαιότερα και πλέον δεν το πράττουμε; Δεν υπάρχει. Όλοι αντιλαμβανόμαστε, ότι όταν έχεις έναν επεκτατικό γείτονα, επιστρατεύεις όλα τα μέσα που έχεις στη διάθεσή σου. Δηλαδή ενισχύεις την αποτρεπτική σου ικανότητα και επεκτείνεις τα διπλωματικά σου ερείσματα, τόσο σε διεθνές όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.
-Υπό τις σημερινές συνθήκες βλέπετε προοπτική επανέναρξης των διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό;
-Έχει εν πολλοίς παγιωθεί η άποψη ότι, έως τις τουρκικές εκλογές, η Τουρκία δεν πρόκειται να επιδείξει ενδιαφέρον για την επανεκκίνηση της διαδικασίας. Στο ενδιάμεσο διάστημα, όμως, θα πρέπει να βρισκόμαστε σε εγρήγορση για την αποφυγή δημιουργίας νέων τετελεσμένων επί του εδάφους και στη θάλασσα. Το ζητούμενο είναι να κρατηθεί ζωντανό το ενδιαφέρον, ώστε όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, να υπάρξει άμεση επανεκκίνηση των συνομιλιών. Αυτό είναι και το νόημα των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που προωθεί η κυπριακή Κυβέρνηση.
-Των ελλαδοτουρκικών συνομιλιών μετά και την ανακοίνωση Ερντογάν ότι τερματίζει κάθε συζήτηση και επαφή με την Ελλάδα;
-Κατ’ αρχάς, δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε ακούσει τέτοιου είδους δηλώσεις από την τουρκική ηγεσία. Σε κάθε περίπτωση, όπως επεσήμανε και πρόσφατα ο κ. Πρωθυπουργός, η Ελλάδα είναι πάντοτε έτοιμη να συμμετάσχει σε έναν καλόπιστο διάλογο με τη γείτονα, επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου, αλλά όχι σε έναν διάλογο με το παράλογο. Εμείς κρατούμε τους διαύλους επικοινωνίας ανοικτούς. Εναπόκειται στην άλλη πλευρά να αποφασίσει ποιον δρόμο θα ακολουθήσει.
-Το Ουκρανικό έχει αλλάξει τα δεδομένα στο διεθνές πεδίο. Πώς μπορεί να αξιοποιηθεί η στάση της διεθνούς κοινότητας έναντι μιας εισβολής, της Ρωσίας στην Ουκρανία και για την περίπτωση της Κύπρου;
-Η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας στη ρωσική εισβολή ήταν η ενδεδειγμένη, παρά το γεγονός ότι, ως Έλληνες, μας πικραίνει το γεγονός ότι δεν υπήρξε ανάλογη αντίδραση στην περίπτωση της Κύπρου. Παρά ταύτα, μας δίδεται η ευκαιρία να αναδείξουμε τις ομοιότητες και τους παραλληλισμούς μεταξύ των δύο περιπτώσεων. Στην περίπτωση της Κύπρου, από νομικής άποψης, έχουμε πολλά όπλα στη φαρέτρα μας, όπως οι δεσμευτικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ, μεταξύ άλλων. Όλο αυτό το νομικό κεκτημένο, λοιπόν, εκ των πραγμάτων ενισχύεται και λόγω των εξελίξεων στην Ουκρανία.
Περί τις 8.000 εξ Ελλάδος φοιτούν σε κυπριακά πανεπιστήμια
-Για χρόνια -κι αυτό ισχύει μέχρι και σήμερα- χιλιάδες νέοι από την Κύπρο μεταβαίνουν στην Ελλάδα για σπουδές. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα κύμα Ελλαδιτών στα κυπριακά πανεπιστήμια. Έχετε εικόνα για αριθμούς κ.λπ.;
-Οι μορφωτικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου είναι ιδιαίτερα στενές. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, αυτή τη στιγμή φοιτούν στα κυπριακά πανεπιστήμια περί τις 8.000 εξ Ελλάδος φοιτητές, ενώ ο συνολικός αριθμός Ελλαδιτών στην Κύπρο υπερβαίνει τις 70.000. Οι Κύπριοι φοιτητές σπουδάζουν εδώ και πολλές δεκαετίες δωρεάν στα δημόσια πανεπιστήμια της Ελλάδας. Οι φοιτητές από την Ελλάδα φοιτούν κυρίως στα ιδιωτικά πανεπιστήμια της Κύπρου, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην κυπριακή οικονομία. Και οι δύο ομάδες φοιτητών ολοκληρώνουν τις σπουδές τους και επιστρέφουν στον τόπο τους έχοντας λάβει μία πολύ καλή πανεπιστημιακή μόρφωση και έχοντας εξοικειωθεί με την Ελλάδα και την Κύπρο αντιστοίχως. Αυτοί οι νέοι αποτελούν τη γέφυρα και τη ραχοκοκαλιά των διμερών μορφωτικών, αλλά και πολιτιστικών, σχέσεών μας για τις επόμενες δεκαετίες.
Ο θείος απέφευγε να μιλήσει για τις μάχες του αεροδρομίου Λευκωσίας
-Η σχέση σας με την Κύπρο δεν είναι τωρινή. Ο θείος σας πολέμησε το 1974 στην Κύπρο και μάλιστα ήταν στην πρώτη γραμμή. Τι αφηγήσεις έχετε από τον θείο σας;
-Πράγματι, ο διοικητής της Α’ Μοίρας Καταδρομών (1972-75) η οποία αντιστάθηκε σθεναρά και κράτησε τη γραμμή άμυνας στο αεροδρόμιο Λευκωσίας τον Ιούλιο 1974, ταγματάρχης (τότε) Γιώργος Παπαμελετίου, ήταν πρώτος ξάδελφος του πατέρα μου. Ήταν ένας ταπεινόφρων άνθρωπος, που απέφευγε να αυτοπροβάλλεται και να διηγείται τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στις οποίες είχε λάβει μέρος. Τις ολίγες φορές που μας μίλησε για τα τραγικά γεγονότα του 1974 και για την επιχείρηση «Νίκη», αντιλαμβανόμουν ότι έφερε ένα μεγάλο βάρος, τόσο για τους στρατιώτες που σκοτώθηκαν στο δυστύχημα του «Noratlas», όσο και για την τραγική κατάληξη της εισβολής.