Η Παναγία του Άρακα

Η Παναγία του Άρακα

 *Δύο ογκώδεις τόμοι  στα ελληνικά και στα αγγλικά για το λαμπρότερο μνημείο βυζαντινής τέχνης της Κύπρου.

*Κυκλοφόρησαν από το Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη και το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου

Μόλις κυκλοφόρησε από το Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη και το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου συλλογικός τόμος για την εκκλησία της Παναγίας του Άρακος στα Λαγουδερά, του λαμπρότερου μνημείου βυζαντινής τέχνης στην Κύπρο. Πρόκειται για δύο ογκώδεις τόμους, στα ελληνικά και στα αγγλικά, των 370 σελίδων, με εξαιρετικά επιστημονικά κείμενα και πλήρη υψηλής ποιότητας φωτογραφική και σχεδιαστική τεκμηρίωση.
Έξω από τα Λαγουδερά κτίστηκαν διαδοχικά στα τέλη του 12ου αι. δύο εκκλησίες αφιερωμένες στην Παναγία Αρακιώτισσα.

Ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής, διευθυντής του Ιδρύματος Αναστάσιος Γ. Λεβέντης μας πληροφορεί σχετικά με την ιστορία της Μονής:

“Ο κτήτωρ της δεύτερης εκκλησίας, Λέων, κατεχόμενος από σφοδρή επιθυμία της ‘συνέχειας’, προσάρμοσε χωροταξικά και μορφολογικά την εκκλησία που έκτισε εις τρόπον ώστε να περιλάβει σε αυτή ακέραιο το τοιχογραφημένο ιερό βήμα της προηγούμενης εκκλησίας. Τον κτήτορα της πρώτης εκκλησίας αποκαλεί με σεβασμό, υπερηφάνεια και στοργή Αυθέντη. Ήταν ο πατέρας του; Ήταν ο κηδεμών του; Ο Λέων ολοκλήρωσε τον Δεκέμβριο 1192 την αγιογράφηση της εκκλησίας του, η οποία υπήρξε καθολικό μονής της Παναγίας του Άρακος και σώζεται έως σήμερα.
Το έργο του Λέοντος αποπνέει σεβασμό, ευγένεια και κομψότητα. Πρόκειται για κατάγραφη τρουλλαία εκκλησία, στην οποία συνυπάρχουν τοιχογραφίες δύο διαδοχικών αγιογράφων. Τη σοβαρότητα του πρώτου ζωγράφου ‘του Αυθέντη’ συνεχίζει η αριστουργηματικότητα του δεύτερου ζωγράφου ‘του Λέοντος’. Ο ζωγράφος ‘του Λέοντος’ είναι διεθνών προδιαγραφών της υστεροκομνήνειας εποχής. Δεν διστάζει μπροστά στο μέγεθος, ξεπερνά το κενό χωρίς να μειώνει την εκφραστικότητα, εισάγει με τόλμη και διακριτικότητα στην αγιότητα των σκηνών την τοπική καθημερινότητα, συνοδοιπορεί με τις τοπικές λατρευτικές αξίες απεικονίζοντας στους τοίχους της εκκλησίας αγίους της Κύπρου εν μέσω αγίων και ιεραρχών της εν γένει βυζαντινής αγιολογίας. Δεν είναι άνευ λόγου ο συσχετισμός του με τον Θεόδωρο Αψευδή, τον πολυσυζητημένο ζωγράφο της Εγκλείστρας του Αγίου Νεοφύτου. Η συνύπαρξη στον Άρακα δύο ανωνύμων λαμπρών ζωγράφων, όπως και το ποίημα προς την Παναγία, το οποίο ο Λέων έγραψε στον νότιο τοίχο της εκκλησίας, μαρτυρούν ότι η εκφραστική δεινότητα στα τέλη του 12ου αι. δεν ήταν αποκλεισμένη από τα απομονωμένα, τραχιά και διαμελισμένα τοπία της ορεινής βυζαντινής Κύπρου, όταν το 1191-1192 ο Ριχάρδος Λεοντόκαρδος κατελάμβανε και πωλούσε την Κύπρο πρώτα στους Ναΐτες Ιππότες και κατόπιν στους Γάλλους Λουζινιάν”.

 


Το νέο βιβλίο για την Παναγία του Άρακος εκδίδεται με πρωτοβουλία, παρότρυνση και ευλογία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεοφύτου: «Η έκδοση τούτη αποτελεί αναμφίβολα την κατά δύναμη κατάθεση έναντι της πολλαπλής οφειλής μας προς την Παναγία την Αρακιώτισσα. Στις σελίδες του έργου, όπως ο φιλίστορας αναγνώστης θα διαπιστώσει, με επιστημονική εγκυρότητα, αλλά και θεολογική ευαισθησία αναδεικνύεται η ιδιαίτερη σημασία και αξία του μοναδικού τούτου μνημείου της ρωμαίικης παράδοσης και ταυτότητάς μας». Το βιβλίο περιγράφει, αναλύει και προσεγγίζει αυτό το αριστούργημα της βυζαντινής τέχνης επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον στα συστατικά της τέχνης του, που βρήκαν στην Κύπρο γόνιμο έδαφος ανάπτυξης.
Στο πρώτο κεφάλαιο ο Αθανάσιος Παπαγεωργίου, τ. Διευθυντής Αρχαιοτήτων, ανασυντάσσει το ιστορικό της μονής Παναγίας του Άρακος από της ιδρύσεώς της βασιζόμενος στα αρχαιολογικά πράγματα και πληροφορίες από επιγραφές, χειρόγραφα και άλλες πηγές. «Το όνομα της Μονής οφείλεται στην κτητορική επιγραφή: ‘Ανιστορήθη ο πανσεπτος ναός της υπεραγίας Θεοτόκου του Άρακος δια συνδρομής και πολλού πόθου κυρού Λέοντος του Αυθέντου μηνί Δεκεμβρίω ινδικτιώνος 14 του έτους 1192’».
Στο δεύτερο κεφάλαιο ο αείμνηστος Σλομπόνταν Τσούρτσιτς, καθηγητής βυζαντινής αρχιτεκτονικής στα Πανεπιστήμια Ιλλινόις και Πρίνστον, μέλος της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών και ζωγράφος, περιγράφει την αρχιτεκτονική της Παναγίας του Άρακος και αναλύει τις παραλλαγές με τις οποίες ο τύπος του μονόχωρου τρουλλαίου ναού εφαρμόστηκε στη βυζαντινή Κύπρο: «Η αρχιτεκτονική στην Κύπρο στον 11ο και 12ο αιώνα μέσα από τη διάδοση των ιδίων αρχιτεκτονικών τύπων και ειδικά των μονόχωρων τρουλλαίων ή μη τρουλλαίων ναών, δείχνει να έχει πανομοιότυπα γεικά χαρακτηριστικά. Οι κυπριακές εκκλησίες, παρόλο ότι εμφανίζουν γενικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της ευρύτερης Μεσοβυζαντινής αρχιτεκτονικής, παρουσιάζουν ιδιαίτερα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά που επιχωριάζουν στη νήσο». Συσχετίζοντας αρχιτεκτονικά σχήματα και εικονογραφικά θέματα προχωρά στην εξιχνίαση της λειτουργίας διαφόρων τμημάτων του ναού και αναζητεί τη θέση του τάφου του κτήτορος Λέοντος, της συζύγου του και του ζωγράφου.
Η Χαρά Κωνσταντινίδη, καθηγήτρια βυζαντινής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αποκαθιστά το εικονογραφικό πρόγραμμα και σχολιάζει λεπτομερώς τις παραστάσεις. Μεταγράφει όλες τις επιγραφές και τις ερμηνεύει . Επισημαίνει τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του υστεροκομνήνειου καλλιτεχνικού ρεύματος όπως ανεπτύχθησαν στην Κύπρο. Αναδύει την καλλιτεχνική προσωπικότητα των δύο ανωνύμων ζωγράφων, τους οποίους ονομάζει ζωγράφο ‘του Αυθέντου’ και ζωγράφο ‘του Λέοντος’, και τους αξιολογεί. Για το κτήτορα Λέοντα γράφει: «Στο ειλητό του αποστόλου Παύλου αναγράφεται χωρίο από την Επιστολή προς Γαλάτας, το οποίο αναφέρεται στα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος Τα λόγια του Παύλου αντιπροσωπεύουν την κοσμοθεωρία ενός λόγιου, όπως θα ήταν Λέων, για τον οποίο καρπός του αγίου Πνεύματος είναι τα αγαθά της ειρήνης, της χαράς και της μεγαλοψυχίας. Ως βυζαντινός διανοούμενος λόγιος απέστειλε ένα μήνυμα αισιοδοξίας, αναμένοντας ως χριστιανός από τον Θεό μεγαλοσύνη και φιλευσπλαχνία κατά τους δύσκολους καιρούς που ζούσε. Τολμώ να καταθέσω ότι ο Λέων, ο γιος του Αὐθέντου, διέθετε τα χαρακτηριστικά του νέου ανθρώπου, και σε μια εποχή, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο προάγγελος της Αναγέννησης».

Οι λέξεις των γραπτών επιγραφών, που συνοδεύουν τις παραστάσεις των τοιχογραφιών, δεν είναι κατά τον Παναγιώτη Αγαπητό, καθηγητή βυζαντινής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και πεζογράφο, μόνον γράμματα προς ανάγνωση αλλά και ήχοι που ηχούν. «Ο γραπτός λόγος εμφανίζεται στον ζωγραφικό διάκοσμο του ναού με δύο μορφές. Καταρχάς, παίρνει το σχήμα ενός αντικειμένου, είτε αυτό είναι ένα σταχωμένο βιβλίο είτε είναι ένα λυτό ειλητάριο. Κατά δεύτερον, παίρνει το σχήμα μιας «μετεωριζόμενης» επιγραφής».

Ο Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος καθοδηγεί τον εισερχόμενο στον ναό ώστε να δει όσα δεν φαίνονται και να ακούσει όσα δεν ακούγονται : «Έτσι, η εικόνα είναι μεν ένας εικαστικός κώδικας, ο οποίος όμως εκβάλλει στο ανείκαστο. Είναι φτιαγμένη με υλικά του κόσμου, αλλά παραπέμπει στα υπέρ κόσμον και στα υπέρ αίσθησιν».

Ο Χριστόδουλος Χατζηχριστοδούλου, έφορος του ιστορικού αρχείου της Τράπεζας Κύπρο, περιγράφει τις τοιχογραφίες του 17ου αι., το ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο, εξαπτέρυγα, σταυρούς λιτανείας και φορητές εικόνες, από τις οποίες δύο, ο Χριστός και η Παναγία Αρακιώτισσα, ανάγονται στην ίδρυση της εκκλησίας και διεσώθησαν έως σήμερα χάρις στο σεβασμό των ανθρώπων. «Παρά την αγέρωχη στάση η έκφραση της Θεοτόκου είναι μάλλον μελαγχολική, με τα φρύδια χαμηλωμένα. Το βλέμμα της είναι βυθισμένο στο άπειρο σαν να βλέπει την οπτασία του Πάθους, που είχε προφητεύσει ο Συμεών κατά την Υπαπαντή», σημειώνει.
Ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής, διευθυντής του Ιδρύματος Αναστάσιος Γ. Λεβέντης, και ο Ιωάννης Ηλιάδης, ηλεκτρολόγος/μηχανολόγος φωτισμών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας Ελλάδος, παρακολουθούν το φως πως εισέρχεται και μεταπλάθει το εσωτερικό της εκκλησίας και τις τοιχογραφίες σε ζώντα χώρο όπου συμβαίνουν πολλά. «Εντός της Παναγίας του Άρακος είναι ο άχρονος χώρος που δια του φωτός εικονίζεται. Το αέναον του φωτός που κατά τη διάρκεια της ημέρας, των εποχών και του έτους, συνεχώς αλλάζει και συνεχώς επανέρχεται, δημιουργεί την ελπίδα της αιωνιότητος αλλά και της μόνης που μπορεί να την συλλάβει δύναμης, της φιλανθρώπου αγάπης της Θεού», επισημαίνουν.


Τα αρχιτεκτονικά σχέδια είναι του Ρίτσαρντ Άντερσον, αρχιτέκτονα της Βρετανικής Σχολής Αθηνών και της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών, παλαιού συνεργάτη αρχαιολογικών αποστολών στην Κύπρο. Το βιβλίο περιέχει πλήρη έγχρωμη φωτογραφική απεικόνιση των τοιχογραφιών εις τρόπον ώστε αυτή να διαβάζεται ανεξάρτητα από τα κείμενα και να δίνει από μόνη της εικόνα του μνημείου. Οι άριστες φωτογραφίες είναι του Βάσου Στυλιανού και συμπληρώθηκαν με φωτογραφίες του Στέλιου Στυλιανού, του Άκη Ιωαννίδη και του Πασχάλη Παπαπέτρου. Πλην των εγχρώμων πινάκων δημοσιεύονται εντός και εκτός κειμένου παλαιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, οι οποίες προέρχονται από το αρχείο του Τμήματος Αρχαιοτήτων. Ιδιαίτερη φωτογραφία της Παναγίας του Άρακος είναι του Γιώργου Σεφέρη (Δεκέμβριος 1954).

                            Η φωτογραφία ανήκει στο Αρχείο Σεφέρη στο ΜΙΕΤ. 

Το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου, μετά την κήρυξη της Παναγίας του Άρακος σε μνημείο Πίνακα Β΄ (1935), έθεσε την προστασία του και την ευθύνη της συντήρησής του κάτω από τη μέριμνα της Κυβέρνησης. Αφιέρωσε μαζί με τη Μητρόπολη Κυρηνείας, και με τη Μητρόπολη Μόρφου μετά την εισβολή του τουρκικού στρατού το 1974, φροντίδα και δαπάνες για την επισκευή του μνημείου και τη συντήρηση των τοιχογραφιών του πρωτοστατούντος του Αθανασίου Παπαγεωργίου, ο οποίος συντήρησε και προστάτεψε το μνημείο χωρίς καταστροφή της ιστορικής του αύρας.
Η εικαστική και αισθητική πληρότητα, που αποπνέουν σήμερα οι τοιχογραφίες της Παναγίας του Άρακος, οφείλει πολλά στην  αναστήλωσή τους από τον Ντέιβιντ και την Τζουν Γουίνφιλντ (1968-1970/73). “Η δουλειά του Γουίνφιλντ στην Παναγία του Άρακος, χωρίς να έχει τον εγωισμό του καλλιτέχνη, διαρκεί στον χρόνο ως τεχνική και ως αισθητική επέμβαση, και ως έργον τέχνης διακριτικό έδωσε πρόσωπο σε ένα αριστούργημα”, σημειώνει ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής.
Η λαμπρή έκδοση, αντάξια του μνημείου, είναι προϊόν εργασίας αποκλειστικά Κυπρίων και φίλων της Κύπρου. Τη μετάφραση στα αγγλικά των περισσοτέρων ελληνικών κειμένων ανέλαβε η δρ Ντέμπορα Καζάζη, ιστορικός της τέχνης. Ο Θεοχάρης Πέτρου, ο Σάσα Τζώρτζεβιτς και ο Μενέλαος Φωτίου, όλοι κάτοχοι μεταπτυχιακών διπλωμάτων και υποψήφιοι διδάκτορες στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ανέλαβαν κατά καιρούς τη σύνταξη πινάκων και βιβλιογραφίας, τον έλεγχο παραπομπών και διορθώσεων. Η δρ Ουρανία Περδίκη βοήθησε στην εν γένει επιμέλεια της ελληνικής έκδοσης. Ο Άκης Ιωαννίδης είχε τον σχεδιασμό του βιβλίου. Την έκδοση επιμελήθηκαν οι Αθ. Παπαγεωργίου, Χ. Μπακιρτζής και Χρ. Χατζηχριστοδούλου. Ο τόμος και ως εμφάνιση αποπνέει φροντίδα, μέριμνα και σεβασμό. Θα αποτελεί για πολλές δεκαετίες βιβλίο αναφοράς.
Ο κ. Α. Π. Λεβέντης, Πρόεδρος του Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη, γράφει στον πρόλογό του: «Στη δημοσίευση του τόμου συγχρονίζονται δύο πηγές ευαγούς χορηγίας, το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου και το Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη. Και τα δύο Ιδρύματα κύριο σκοπό έχουν τη διάσωση και την προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου. Το έργο αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αφορμή και υπόδειγμα για την παρουσίαση στο ίδιο υψηλό επίπεδο επεξεργασίας και άλλων λαμπρών κυπριακών μνημείων εγγεγραμμένων στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Ουνέσκο». Τον τόμο χαιρετίζει ο πρόεδρος του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Κύπρου, Συμεών Μάτσης , και προλογίζει η διευθύντρια του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου, δρ .Μαρίνα Σολομίδου-Ιερωνυμίδου.
*Ο τόμος πωλείται στην τιμή των 80,00 ευρώ στα γραφεία του Ιδρύματος Αναστάσιος Γ. Λεβέντης.(τηλ: + 357 22 667706
E-mail: [email protected] 

 

Share this post