Η νομοκανονική μεταχείριση του πρώην Κιτίου κ. Χρυσοστόμου

Η νομοκανονική μεταχείριση του πρώην Κιτίου κ. Χρυσοστόμου

Του Αναστάσιου Βαβούσκου*

Σύντομο ιστορικό.

Προσφάτως, το Επαρχιακό Δικαστήριο της Λάρνακας έκρινε σε πρώτο βαθμό ένοχο τον Μητροπολίτη πρώην Κιτίου κ. Χρυσόστομο για άσεμνη επίθεση κατά κοριτσιού ηλικίας 16 ετών, που έλαβε χώρα το 1981, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους με αναστολή.

Σημειώνω, ότι ο καταδικασθείς Αρχιερέας έχει ήδη παραιτηθεί από τον θρόνο του, απόφαση την οποία έλαβε το 2019.

Περαιτέρω, επισημαίνω επίσης, ότι μετά την απόφαση για την ποινή, έχει το δικαίωμα να κάνει έφεση. Συνεπώς, η απόφαση που θα εκδοθεί θα είναι οριστική και θα καταστεί τελεσίδικη:

α) είτε αφού παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για την άσκηση εφέσεως, διότι ο καταδικασθείς Αρχιερέας δεν άσκησε το δικαίωμα του,

β) είτε αφού ασκήσει έφεση και εκδοθεί η απόφαση επ’ αυτής.

Κατόπιν των ανωτέρω, το ερώτημα που τίθεται, είναι, τι περιθώρια ενεργειών έχει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου.

Α. Κατά τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, και ειδικότερα κατά το άρθρο 14 πργφ. 3 εδάφιο α΄: «Σε περίπτωση, κατά την οποία υφίστανται αποχρώσες ενδείξεις για την τέλεση από τον Αρχιερέα σοβαρού εκκλησιαστικού αδικήματος, η Ιερά Σύνοδος έχει την δυνατότητα, με απόφαση, που λαμβάνεται με πλειονοψηφία των τριών τετάρτων των μελών της, να αφαιρέσει από αυτόν την διοίκηση και διαποίμανση της Επαρχίας του, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως».

Ενώ, όμως:

  1. έχουμε αποχρώσες ενδείξεις, και μάλιστα αδιαμφισβήτητες. Αυτές είναι η καταδικαστική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Λάρνακας
  2. έχουμε εκκλησιαστικό αδίκημα και αυτό είναι η σεξουαλική παρενόχληση της ανήλικης τότε κοπέλας,

η διάταξη δεν εφαρμόζεται, διότι ο καταδικασθείς Αρχιερέας έχει ήδη παραιτηθεί από τον θρόνο του, οπότε η Ιερά Σύνοδος δεν δύναται εν τοις πράγμασι να εφαρμόζει την σχετική διάταξη.

            Υπάρχει όμως η διάταξη του εδαφίου β΄ της ίδιας παραγράφου, κατά την οποία: «Περαιτέρω, σε όλως έκτακτες και εξαιρετικές περιστάσεις, στις οποίες υφίστανται αποχρώσες ενδείξεις για την τέλεση βαρυτάτου εκκλησιαστικού αδικήματος, και έχει προκληθεί, για τον λόγο αυτόν, ισχυρός σκανδαλισμός, μπορεί ακόμη η Ιερά Σύνοδος να τον θέσει σε αργία, με την παραπάνω πλειονοψηφία, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως».

Επί της συγκεκριμένης διατάξεως πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις, δηλαδή:

  1. έχουμε έκτακτη και εξαιρετική περίπτωση, καθόσον δεν είναι σύνηθες και στοιχείο της καθημερινότητας να καταδικάζεται Αρχιερέας για σεξουαλική παρενόχληση ανήλικης κοπέλας
  2. έχουμε τις αποχρώσες ενδείξεις, δηλαδή την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας περί της καταδίκης τους
  3. έχουμε βαρύτατο εκκλησιαστικό αδίκημα, την σεξουαλική παρενόχληση της ανήλικης κοπέλας
  4. έχουμε ισχυρό σκανδαλισμό, επειδή αποδεικνύεται, ότι επί σαράντα έτη ήταν Αρχιερέας και ασκούσε τα λειτουργικά και διοικητικά καθήκοντα του κληρικός, που είχε τελέσει κανονικό παράπτωμα ηθικής τάξεως.

Συνεπώς, δύναται να εφαρμοσθεί η συγκεκριμένη διάταξη και η Ιερά Σύνοδος μπορεί – μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να θέσει σε αργία τον Μητροπολίτη πρώην Κιτίου κ. Χρυσόστομο υπό τις προϋποθέσεις του Καταστατικού Χάρτη.

Η διάρκεια, βεβαίως, της ποινής της αργίας, που πιθανόν να επιβληθεί, συναρτάται αμέσως με την άσκηση (ή μη;) εκ μέρους του καταδικασθέντος Αρχιερέα του δικαιώματος της εφέσεως.

Όσον αφορά στην λήψη των αποδοχών του εφαρμόζεται το άρθρο 15 του Καταστατικού Χάρτη. Όσον αφορά στην απόλαυση των λοιπών εκ της αρχιερωσύνης δικαιωμάτων και προνομίων, η απάντηση επ’ αυτού εξαρτάται από την σύνδεση των δικαιωμάτων και προνομίων αυτών με τον βαθμό της ιερωσύνης ή με την άσκηση των αρχιερατικών καθηκόντων.

Β. Περαιτέρω, η Εκκλησία της Κύπρου οφείλει να επιληφθεί του θέματος διά των δικαιοδοτικών οργάνων της.

Αυτό σημαίνει, ότι η Ανακριτική Επιτροπή (άρθρο 11 Καταστατικού Χάρτη) θα πρέπει – κατόπιν παραγγελίας της Ιεράς Συνόδου – να μελετήσει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, καθώς και την λοιπή δικογραφία, προκειμένου να χαρακτηρίσει την κολάσιμη πράξη από πλευράς Κανονικού Δικαίου. Αυτή η ενέργεια επιβάλλεται, διότι όλα τα ποινικά αδικήματα δεν αποτελούν απαραίτητα και κανονικά παραπτώματα και αντιστρόφως.

Απαραίτητος λοιπόν, ο χαρακτηρισμός της πράξεως και η θεμελίωση του χαρακτηρισμού σε αντίστοιχες κανονικές διατάξεις.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το κανονικό παράπτωμα, που πιθανότερον συνάδει με την πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο πρώην Κιτίου είναι η μίανση χειλέων (βλ. Βαβούσκου Αν., Νομοκανονικός Κώδικας, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 1112). Εξεταστέο, δε, περαιτέρω, αν θεμελιώνεται και η επιβαρυντική περίπτωση της προσεγγίσεως μίας γυναίκας με περισσότερους – πλην αυτού – τρόπους, οπότε προβλέπεται ως ποινή αυτή της καθαιρέσεως.

Η τελική βεβαίως κρίση επί της τελέσεως κάποιου κανονικού παραπτώματος ανήκει στην Ανακριτική Επιτροπή, η οποία και θα υποβάλλει την εισήγησή της κατά τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου. Η δε Ιερά Σύνοδος, ενεργώντας ως εκκλησιαστικό δικαστήριο, θα αποφανθεί επί της ενοχής και επί της ποινής.

Ο Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος είναι Δικηγόρος και  Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε./  Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Share this post