Η «μαύρη» επέτειος της 21ης Απριλίου 1967

Η «μαύρη» επέτειος της 21ης Απριλίου 1967

 

 

Στις 21 Απριλίου 1967 οι Έλληνες ξύπνησαν με την είδηση ότι στην χώρα είχε επιβληθεί δικτατορία. Η νύχτα της 20ης προς την 21η Απριλίου βύθισε την Ελλάδα στο σκοτάδι για επτά χρόνια.

Την νύχτα εκείνη, ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, μια ομάδα αξιωματικών του στρατού, υπό την ηγεσία του ταξίαρχου Στυλιανού Παττακού και των συνταγματαρχών Γεωργίου Παπαδόπουλου και Νικόλαου Μακαρέζου κατέλαβε την εξουσία  πραξικοπηματικά. 

Με  περίπου 100 τεθωρακισμένα στην περιοχή της πρωτεύουσας, οι πραξικοπηματίες κινήθηκαν  και κατέλαβαν αρχικά το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Στη συνέχεια έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο έκτακτης ανάγκης του ΝΑΤΟ με κωδικό “Σχέδιο Προμηθεύς”, με αποτέλεσμα να κινητοποιηθούν όλες οι στρατιωτικές μονάδες της Αττικής. Το συγκεκριμένο σχέδιο προορίζονταν για την αναγκαστική ανάληψη εξουσίας από το στρατό με σκοπό την εξουδετέρωση κομμουνιστικής εξέγερσης, σε περίπτωση που εισέβαλλαν στην Ελλάδα δυνάμεις του Σοβιετικού Στρατού. Ο έμπιστος του βασιλιά Κωνσταντίνου, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού στρατηγός, Γρηγόριος Σπαντιδάκης,  αντικαταστάθηκε από τον Οδυσσέα Αγγελή. Ο Αγγελής κάνοντας χρήση του νέου του αξιώματος έδωσε εντολή στο Γ΄ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη να εφαρμόσει το “Σχέδιο Προμηθεύς” σε όλη τη χώρα.
Η μοναδική προσπάθεια για να αντιμετωπιστεί εγκαίρως το πραξικόπημα ήταν από την πλευρά κυρίως του υπουργού Δημόσιας Τάξης Γεωργίου Ράλλη ο οποίος προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη για να κινητοποιήσει το Γ’ Σώμα Στρατού (Θεσσαλονίκη). Δεν πρόλαβε, αφού το σχέδιο “Προμηθεύς” είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή με αποτέλεσμα ο ταξίαρχος Βιδάλης να αγνοήσει το σήμα του Ράλλη. 

(Σπάνια έγχρωμη φωτογραφία της 22ας Απριλίου του 1967 που έστειλε Ιταλός τουρίστας από ξενοδοχείο της Αθήνας, στο Associated Press)

Το Δεκέμβριο του 1967, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επιχείρησε αντικίνημα για την ανατροπή των πραξικοπηματιών, το οποίο όμως απέτυχε. Ο ίδιος και η οικογένειά του κατέφυγαν στην Ιταλία. Η Ελλάδα τυπικά παρέμεινε Βασιλευομένη Δημοκρατία, με τους στρατιωτικούς να ορίζουν αντιβασιλέα τον Γεώργιο Ζωϊτάκη. Βέβαια , τα ανάκτορα και οι ανώτατοι επιτελείς του στρατού ετοίμαζαν το δικό τους σχέδιο για εκτροπή από την δημοκρατία, αλλά η τριανδρία Πατακού- Παπαδόπουλου- Μακαρέζου τους “έπιασαν στον ύπνο” 

Οι εγκάρδιες χειραψίες, τα χαμόγελα και οι εναγκαλισμοί των δικτατόρων με επιφανείς Αμερικανούς πολιτικούς ή στρατιωτικούς αποτέλεσαν ισχυρότατο προπαγανδιστικό όπλο του καθεστώτος, το οποίο πρόβαλε εντονότατα τις σχετικές φωτογραφίες ως απόδειξη της στήριξής του από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Ο εκ των πρωτεργατών του πραξικοπήματος ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός πρωτοστάτησε στα σχετικά φωτογραφικά στιγμιότυπα, ειδικά κατά τον πρώτο χρόνο της δικτατορίας. Ο πρώην αντιπρόεδρος και μετέπειτα πρόεδρος των Η.Π.Α., Ρίτσαρντ Νίξον, ήταν ο πρώτος κορυφαίος Αμερικανός πολιτικός που έφτασε στην Αθήνα δύο μόλις μήνες μετά το πραξικόπημα, στις 20 Ιουνίου του 1967. Το ίδιο βράδυ της άφιξής του συναντήθηκε με τον Σπύρο Μαρκεζίνη, τον μόνο αρχηγό κόμματος που διέθετε σχετική ελευθερία κινήσεων, σε δείπνο που παρέθεσε σε στενό κύκλο ο πολυπράγμων Αμερικανός επιτετραμμένος Νόρμπερτ Άνσουτς, άμεσα αναμειγμένος στις πολιτικές διεργασίες που οδήγησαν στο πραξικόπημα. Την επομένη ο Ρίτσαρντ Νίξον επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό της χούντας Κόλλια, τον υπουργό Εξωτερικών Παύλο Οικονόμου-Γκούρα και τον υπουργό Εσωτερικών Στυλιανό Παττακό. Την ίδια ημέρα, πριν αναχωρήσει για το Ισραήλ, ο Αμερικανός επίσημος δέχθηκε τους δημοσιογράφους στους οποίους μεταξύ άλλων δήλωσε: «Γενική εντύπωσίς μου είναι ότι όλοι οι συνομιληταί μου, μου κατέστησαν εμφαντικώς ενδεικτικόν ότι ευνοούν την αρχήν της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και ότι επιθυμούν να την αποκαταστήσουν όσον το δυνατόν ταχύτερον». Μάλιστα ο Νίξον δεν παρέλειψε να τονίσει ότι «επί του θέματος τούτου ο βασιλεύς είναι ιδιαιτέρως απερίφραστος και αποφασιστικός». Στις 28 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, επισκέφθηκε την Ελλάδα ο αρχηγός της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής στρατηγός Βαν Φλιτ. Ο πλέον ένθερμος φίλος του δικτατορικού καθεστώτος αναδείχθηκε ο Αμερικανός γερουσιαστής Έντουαρντ Ντερβίνσκι, ο οποίος επισκέφθηκε την Αθήνα στις 2 Οκτωβρίου του 1967.
Οι Η.Π.Α. εφάρμοσαν την τακτική της realpolitik ως προς τις σχέσεις τους με το νέο καθεστώς. Έτειναν να αποδέχονται ως τετελεσμένο γεγονός τη δικτατορία επικαλούμενες  διάφορα εκλογικευτικά επιχειρήματα: ο απλός κόσμος της ελληνικής υπαίθρου και των αστικών κέντρων δεν έρχόταν σε ευθεία ρήξη με το καθεστώς. Γενικά η απουσία κάποιου ισχυρού αντιπολιτευτικού κινήματος στο εσωτερικό, η εκ μέρους της οικονομικής ολιγαρχίας του τόπου υποστήριξης του καθεστώτος και οι διακηρύξεις της χούντας για την πρόωθηση μέτρων εκδημοκρατισμού λειτουργούσαν αποτρεπτικά για την αμερικανική πλευρά. Το κλειδί για την κατανόηση της αμερικανικής στάσης «βρίσκεται στο γεγονός της φιλοατλαντικής στάσης της ηγεσίας της χούντας».  Κάποιο πρόβλημα φαίνεται να δημιουργήθηκε , μετά το αποτυχημένο κίνημα του Κωνσταντίνου, αλλά τελικά, στις 23 Ιανουαρίου 1968,  ο Αμερικανός πρόεδρος Λίντον Τζόνσον έστειλε επιστολή στο καθεστώς της Αθήνας αποκαθιστώντας πλήρως τις μεταξύ τους σχέσεις.

Η έκδοση των «Δεκαοχτώ κειμένων»

Της ΜΑΡΙΑΣ ΡΩΤΑ*

Από την πρώτη κιόλας μέρα της επτάχρονης απριλιανής δικτατορίας οι πραξικοπηματίες κάνουν γνωστές τις διαθέσεις τους απέναντι στους ανθρώπους των γραμμάτων. Συντάσσουν Index με χίλιους και πλέον απαγορευμένους τίτλους βιβλίων και λεξικών, συλλαμβάνουν και βασανίζουν λογοτέχνες –όπως τον υπέργηρο Κοσμά Πολίτη, που του απαγορεύουν να παραστεί στην κηδεία της γυναίκας του– κι ακόμη επιδιώκουν να τους επιβάλουν τη χρήση μιας «εθνικώς ορθής» γλωσσικής μορφής: «Οι λογοτέχναι οφείλουν [σεβασμόν] εις τας καταλήξεις των λέξεων και εις τας αυξήσεις των παρωχημένων χρόνων των ρημάτων. Περισσότερον από όλους καταστρέφουν την γλώσσαν οι ποιηταί.

Ο Πλάτων, ως γνωστόν, είχεν αποκλείσει τους ποιητάς από την πολιτείαν του» («Αρχηγείον Ενόπλων Δυνάμεων: εθνική γλώσσα»). Ο έλεγχος για τη συμμόρφωση των λογοτεχνών είχε ανατεθεί στη λογοκρισία: «Η Εθνική Κυβέρνησις, προκειμένου να ανακοπεί η ύπουλος δηλητηρίασις της εθνικής ψυχής, έχει αναγκασθεί να επιβάλλει λογοκρισίαν εις τα βιβλία.
Τοιουτοτρόπως, επειδή ενδέχεται να υπάρχουν λέξεις διφορούμενοι ή όχι ευθέως καταληπταί ή ουχί εν τω πλαισίω και τη εννοία τού υπό της Εθνικής Επαναστάσεως διαγραφομένου πνεύματος του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, απαιτείται η παρουσία του συγγραφέως διά να συζητήσει μετά των αρμοδίων αρχών τα επίμαχα σημεία ή λέξεις και να επιφέρει τας αναγκαίας τροποποιήσεις ή να αποδείξει προσφεύγων εις την αμέσως ανωτέρα βαθμίδα της ιεραρχίας ή εν ανάγκη και στην ανωτέρα της αμέσως ανωτέρας ή εν ανάγκη και στην γενικήν διεύθυνσιν την αθωότητα των προθέσεών του» (Αρχείο Αλέξανδρου Κοτζιά).
Έντονη παρουσία διά της σιωπής
Ευλόγως οι περισσότεροι από τους λογοτέχνες εναντιώθηκαν σε όλους τους παραπάνω εξευτελισμούς. Προτίμησαν να σωπάσουν παρά να φιμωθούν κι έτσι σταμάτησαν να δημοσιεύουν.
Αυτή η αυτόβουλη απόσυρση και η σιωπή, λόγω της οποίας δεν κυκλοφορούσαν λογοτεχνικά περιοδικά και νέα βιβλία, ήταν πολύ πιο εύγλωττη και αποκαλυπτική από όλους τους λόγους της εξουσίας: η Ελλάδα των συνταγματαρχών ήταν η εφιαλτική, αυθαίρετη και απάνθρωπη χώρα των άλαλων.
Η σιωπή των λογοτεχνών κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια (1967-1970).

                                                                Τα Νέα Κείμενα Ι και ΙΙ κυκλοφόρησαν το 1970-71.
Σιωπηλός είχε παραμείνει και ο μοναδικός ώς τότε Ελληνας ποιητής που τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ, ο Γιώργος Σεφέρης. Είχε επιλέξει τη σιωπή από την 21η Απριλίου του 1967, όταν έγραψε στην ατζέντα του το λακωνικό «Προκόβουμε καταπληκτικά», έως τις 28 Μαρτίου του 1969, όταν η ηχογραφημένη δήλωσή του εναντίον της δικτατορίας ακούστηκε από τη ραδιοφωνία του BBC, αναμεταδόθηκε στα ευρωπαϊκά δίκτυα και δημοσιεύθηκε στον Τύπο:
«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. […] Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά, τη σκέψη μου. […] Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας, και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη, στεκούμενα νερά. […] Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει» («Δοκιμές Γ΄»).

                                                      «Η Συνέχεια» κυκλοφόρησε το 1973. H έκδοσή της διεκόπη τον                                                            Νοέμβριο με    την επιβολή της χούντας Ιωαννίδη.

 

«Η Συνέχεια» κυκλοφόρησε το 1973. H έκδοσή της διεκόπη τον Νοέμβριο με την επιβολή της χούντας Ιωαννίδη.
«Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει / Φιλελεύθερη λαλιά»
Η βαρυσήμαντη δήλωση του Γιώργου Σεφέρη, κυρίως η εντυπωσιακή απήχησή της στο εξωτερικό και η στήριξή της στο εσωτερικό από 18 λογοτέχνες που αρνούνταν τη δημοσίευση κειμένων τους «κατά διαταγήν» γνωστοποιώντας τη διαμαρτυρία τους στο BBC (23 Απριλίου 1969), εξανάγκασε τους δικτάτορες να οδηγηθούν στην άρση της προληπτικής λογοκρισίας, το φθινόπωρο του 1969. Την αντικατέστησαν με έναν δρακόντειο νόμο περί Τύπου, που εξεδίωκε τους εκδότες μετά την κυκλοφορία των βιβλίων τους, των οποίων ο τίτλος όφειλε να περιγράφει επακριβώς το περιεχόμενό τους. Ο νέος νόμος άφηνε ανοίγματα στους λογοτέχνες για να σπάσουν την τρίχρονη σιωπή τους και να επιδοθούν σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι προκλήσεων με το ανελεύθερο καθεστώς που επεδίωκε να συνθλίψει κάθε ζωντανό λόγο. Το πρώτο βήμα έγινε με τα «Δεκαοχτώ κείμενα», έναν συλλογικό τόμο που άρχισε πυρετωδώς να ετοιμάζεται από τον χειμώνα του 1969 για να εκδοθεί τον Ιούλιο του 1970 από τον εκδοτικό οίκο «Κέδρος» και με υπεύθυνους εκδότες «σύμφωνα με το νόμο» τους: Μανόλη Αναγνωστάκη, Αλέξανδρο Αργυρίου, Νίκο Κάσδαγλη, Αλέξανδρο Κοτζιά, Τάκη Κουφόπουλο, Ρόδη Ρούφο και Θ.Δ. Φραγκόπουλο.

                                            Τα «Δεκαοχτώ κείμενα»

Η αγγλική έκδοση.

Ο τόμος που κυκλοφόρησε στη Γαλλία.


Ο πρόλογος στην ισχυρή αυτή αντιδικτατορική εκδήλωση των πνευματικών ανθρώπων που συνεργάζονταν πρώτη φορά μετά την 21η Απριλίου του 1967 με πρωτότυπο έργο τους στα «Δεκαοχτώ κείμενα» του 1970 είναι ο εξής: «Παρουσιάζοντας για πρώτη φορά, ύστερα από τρία χρόνια, πρωτότυπη λογοτεχνική εργασία σε τούτο τον τόμο, πιστεύουμε ότι συμβάλλουμε σε μιαν απόπειρα επανατοποθέτησης του προβλήματος του Ελληνα δημιουργού κάτω απ’ τις σημερινές συνθήκες. Η άρση της προληπτικής λογοκρισίας δεν αρκεί για τη χειραφέτηση της πνευματικής ζωής ενός τόπου, όταν μεγάλες ζωτικές περιοχές εξακολουθούν να περιβάλλονται από πλέγματα που καθιστούν ανέφικτη την εξαντλητική περιγραφή και αξιολόγησή τους. Μολοντούτο, ύστερα από ώριμη στάθμιση, επιχειρούμε να επαναλάβουμε, με τον εκφραστικό μας τρόπο ο καθένας, την πίστη μας σε κάποιες θεμελιακές αξίες, με πρώτη ανάμεσά τους το δικαίωμα της ελεύθερης πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, που δεν θα παύσουμε να διεκδικούμε και που συνδέεται αναπόσπαστα με το σεβασμό της γνώμης και της αξιοπρέπειας όλων ανεξαίρετα των δημιουργών, αλλά και του κάθε ανθρώπου. […] Κρίναμε ταιριαστό να προτάξουμε τιμητικά στα δικά μας κείμενα ένα ποίημα του Σεφέρη, δημοσιευμένο σε ξένες χώρες αλλά ανέκδοτο στη γλώσσα μας».
Διεύθυνση: «Αώου 6, Αθήνα. Τώρα φυλακές Αιγίνης»

Αφιέρωση-σχόλιο του Γ. Σεφέρη προς τον Αλ. Κοτζιά και για την τότε ασφυκτικά περιοριστική χρήση της γλώσσας (πρβ. τη σολωμική επιγραφή στα «Δεκαοχτώ κείμενα»).
Το ποίημα του Σεφέρη, που προτάσσεται τιμητικά στα «Δεκαοχτώ κείμενα», είναι «Οι γάτες τ’ Αι-Νικόλα». Ως επιγραφή του συλλογικού αντιστασιακού λογοτεχνικού τόμου έχει προκριθεί ο στίχος του Διονυσίου Σολωμού «Αλλά Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου» («Ελεύθεροι πολιορκημένοι», Σχεδίασμα Γ΄). Σολωμός και Σεφέρης συνυπάρχουν σε μιαν αντιδικτατορική διαμαρτυρία που κινείται πάνω στην κόψη: «Οταν σ’ έναν τόπο περπατούνε τριγύρω Μισολογγίτισσες “γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ’ αδέλφια τους”, την ώρα που τρέμει η γη “από το κανόνισμα το πολύ”, ο ποιητής [Διονύσιος Σολωμός] γράφει “Ελεύθερους πολιορκημένους” και αποκρυσταλλώνει για το έθνος του κορυφώματα αυτοσυνειδησίας […] Αφουγκραστήκατε τάχα κάτω από τον ήχο της φωνής του [Γιώργου Σεφέρη] τον αντίλαλο του κενού;… “χαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι /…Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες /παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα /το αίμα το φαρμακερό των ερπετών”. Ψηλαφήσατε, αλήθεια, στον παλμό του την οργή της καρδιάς του;» (Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Η Συνέχεια», Απρίλιος 1973).

Η οργή των 18 συγγραφέων που συνεργάζονται στα «Δεκαοχτώ κείμενα» αλλά και η οξύτητα της πρόκλησής τους προς το καθεστώς, είναι εμφανής τόσο στις λογοτεχνικές συνεργασίες τους, όσο και στα βιογραφικά τους σημειώματα στα οποία αναγράφουν και διεύθυνση κατοικίας, «προς διευκόλυνση των αρχών». Ανάμεσά τους ξεχωρίζει αυτή του πεζογράφου Σπύρου Πλασκοβίτη: «Αώου 6, Αθήνα. Τώρα φυλακές Αιγίνης». Οι συγγραφείς δείχνουν πως συμμορφώνονται, αλλά είναι προφανές πως υπονομεύουν. Το βιβλίο τους διακινείται σε τουλάχιστον 12.000 αντίτυπα μέσα σε έξι μήνες (Νινέττα Μακρυνικόλα, «Το Χρονικό του Κέδρου»), μεταφράζεται στο εξωτερικό, επηρεάζει, γίνεται έναυσμα για μια συντονισμένη πνευματική αντίδραση ενάντια στη χούντα («Νέα Κείμενα Ι και ΙΙ»,1970-1971, περιοδικό «Η Συνέχεια», 1973). Θεωρείται ως σημείο τομής τόσο για τους φιλολόγους όσο και για τους ιστορικούς: «Τα “18 Κείμενα”, όπου λόγος και πράξη γίνονται ένα, όπου η συλλογική πράξη του λόγου εκφράζει μια κοινότητα αισθημάτων και, πιο πολύ, το αίσθημα ενός ολόκληρου λαού φιμωμένου, σηματοδοτούν μια κορυφαία στιγμή αδελφοσύνης και αλληλεγγύης μπροστά σε απτούς κινδύνους. Δεν μπορεί παρά να είναι αναφορά για τις νεώτερες γενιές παντού και πάντα όταν, απροκάλυπτα ή και με τρόπους “εκσυγχρονισμένους”, υπονομεύεται η ελευθερία» (Σημείωμα του Κέδρου στην ανατύπωση των «Δεκαοχτώ κειμένων», Απρίλιος 1994).
* Η κ. Μαρία Ρώτα είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών./ Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Καθημερινή” Αθηνών το 2018

*Δείτε πιο κάτω αφιέρωμα της ΕΡΤ για την «μαύρη» επέτειο 

Στρατιωτικό πραξικόπημα 21ης Απριλίου

Share this post