« Η Κοινότητα Σούνι-Ζανατζιά, μέσα στην Ιστορία και την Αρχαιολογική τοπογραφία του αρχαίου Βασιλείου του Κουρίου».
Η Δρ. Ελένη Προκοπίου, Αρχαιολογική Λειτουργός του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου, μέσα από ιστορικά και εκκλησιαστικά κείμενα, αναδεικνύει μία προϋπάρχουσα, αλλά λανθάνουσα γνώση για την Κύπρο ως κοιτίδα των Ελληνικών φύλων από τα τέλη της 4ης χιλιετηρίδος π.Χ., παρά ως αποικία Μυκηναίων Ελλήνων στα τέλη της 2ης χιλιετηρίδος π.Χ.
Μία μικρή, αλλά όχι ασήμαντη ιστορική/αρχαιολογική μελέτη της χρονιάς που μας πέρασε βγήκε στο τελευταίο τεύχος του Εκκλησιαστικού περιοδικού «Αρχάγγελος» του Ιερού Ναού Αρχαγγέλου Μιχαήλ Σουνίου, με τίτλο « Η Κοινότητα Σούνι-Ζανατζιά, μέσα στην Ιστορία και την Αρχαιολογική τοπογραφία του αρχαίου Βασιλείου του Κουρίου».
Η μικρή αυτή κοινότητα, η οποία απαντάται σε καταλόγους χωριών από τον 16ο μέχρι και τον 19ο αιώνα, βρίσκεται μεταξύ του χωριού Καντού και των Κυβίδων, και ανήκει στους κατοίκους του χωριού Βουνί, οι οποίοι είναι οι κύριοι ιδιοκτήτες και καλλιεργητές της γης. Διατηρούσαν μάλιστα σε αυτήν συστάδες από εποχιακά οικιστικά καταλύματα και αλώνια.
Το δάσος της περιοχής αποτελούσε το ζωτικό περιβάλλον του αρχαίου Βασιλείου του Κουρίου, μία πηγή οξυγόνου, νερού, κυνηγίου και αναζωογόνησης. Παρά το ότι οι αρχαιολογικές έρευνες που έγιναν στην περιοχή από το Τμήμα Αρχαιοτήτων και από ξένες αποστολές, ήσαν κυρίως επιφανειακές και ελάχιστα ανασκαφικές, καταχωρήθηκε η ύπαρξη ενός ελληνιστικού ιερού και αρκετές θέσεις εγκατάστασης, της περιόδου των αραβικών επιδρομών, όταν η εξασθενημένη βυζαντινή κυριαρχία επί της νήσου κατέστησε αυτήν ευάλωτη στις επιδρομές των Αράβων, αναγκάζοντας τους κατοίκους να φύγουν και να κρυφτούν στην ενδοχώρα, υπό το ιδιόμορφο καθεστώς μίας καταναγκαστικά επικίνδυνης ουδετερότητας. Όρος της συνθήκης ήταν οι Κύπριοι να τηρήσουν στάση ανοχής έναντι των επεκτατικών τους σχεδιασμών εις βάρος της βυζαντινής αρχής, και να πληρώνουν λύτρα μη επίθεσης, κάτι που δεν φαίνεται να τηρήθηκε, με αποτέλεσμα η Κύπρος να δεχθεί ανελέητα και επανειλημμένα τιμωρητικά κτυπήματα από το 649 μέχρι και το 965 μ.Χ. Μαζί με τις εγκαταστάσεις αυτές, οι οποίες παρατίθενται στο κείμενο, εντοπίστηκαν και παλαιότατα εκκλησιαστικά μνημεία, στα οποία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά.
Ιδιαίτερη προσοχή αξίζει και στην εισαγωγή του κειμένου, στην οποίαν η συγγραφέας, αντικρύζει το προϊστορικό παρελθόν του νησιού και την γενεαλογία των κατοίκων της περιοχής μέσα από το 10ο κεφάλαιο του βιβλίου της Γενέσεως της Παλαιάς Διαθήκης, που ανιστορεί τις προελεύσεις και την κατανομή των φυλών. Ταυτίζει, στη βάση της τεκμηριωμένης πλέον αρχαιομετρικής ανάλυσης των πήλινων πινακίδων της Αμάρνα, την «Αλασίυα» των ανατολικών επιγραφικών κειμένων με τη γειτονική Άλασσα, και με τους Αλισσαίους-Αίολους, οι οποίοι σε αρχαία εβραϊκά ιστορικά και πατερικά κείμενα είναι ένα από τα πρωτο-ελληνικά φύλα που εξαπλώθηκαν στα νησιά και τις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου, μετά την περί την Βαβέλ σύγχυση, στα τέλη τη 4ης χιλιετίας. Ο γενάρχης της φυλής αυτής ο Ελισάχ, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ήταν γυιός του Ιωυάν, εγγονός του Ιάφεθ και δισεγγονός του Νώε.
Μία ενδιαφέρουσα ματιά στην προϊστορική Κύπρο από μία βυζαντινολόγο, την Δρα Ελένη Προκοπίου, Αρχαιολογική Λειτουργό του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου, μέσα από ιστορικά και εκκλησιαστικά κείμενα, η οποία προκαλεί, αφού ουσιαστικά αναδεικνύει μία προϋπάρχουσα, αλλά λανθάνουσα γνώση για την Κύπρο ως κοιτίδα των Ελληνικών φύλων από τα τέλη της 4ης χιλιετηρίδος π.Χ., παρά ως αποικία Μυκηναίων Ελλήνων στα τέλη της 2ης χιλιετηρίδος π.Χ.
*Διαβάστε αναλυτικά
Μία ενδιαφέρουσα ματιά στην προϊστορική Κύπρο by ARISTEIDIS VIKETOS on Scribd