Η ίδρυση της «ΤΔΒΚ» και η απομόνωση των Τουρκοκυπρίων
Του KIZILYÜREK Niyazi, ευρωβουλευτή*
Η Τουρκική πλευρά παρουσιάζει την ανακήρυξη του ψευδοκράτους ως «νόμιμη» και επικαλείται τη Συνθήκη Εγγύησης για να νομιμοποιήσει την τουρκική εισβολή. Είναι, όμως γεγονός, ότι η τουρκική εισβολή και η ανακήρυξη του ψευδοκράτους, αποτελούν κατάφορη παραβίαση της εν λόγω συνθήκης. Ας δούμε αναλυτικά το περιεχόμενο της συνθήκης αυτής.
Το πρώτο άρθρο της Συνθήκης Εγγύησης, η οποία υπεγράφη μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Τουρκίας, της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου στις 15 Αυγούστου 1960 στις 11 το βράδυ και τέθηκε σε ισχύ στις 16 Αυγούστου, προβλέπει τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας, την εδαφικής ακεραιότητας και την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και σεβασμό στο σύνταγμά της. Επιπλέον, με τη συνθήκη αυτή, η Κυπριακή Δημοκρατία αναλαμβάνει την υποχρέωση «να μην εισέλθει σε πολιτική ή οικονομική ένωση, εν όλω ή εν μέρει, με οποιοδήποτε άλλο κράτος».
Η Συνθήκη Εγγύησης απαγορεύει επίσης κάθε ενέργεια που θα ενθάρρυνε άμεσα ή έμμεσα την ένωση με άλλο κράτος (Ένωσις) ή τη διχοτόμηση του νησιού (Ταξίμ). Η Συνθήκη Εγγύησης όχι μόνο αποκλείει την Ένωση και τη Διχοτόμηση, αλλά και απαγορεύει δραστηριότητες που προωθούν αυτούς τους στόχους, όπως η προπαγάνδα. Με άλλα λόγια, αν η δικαιοσύνη είχε λειτουργήσει σωστά όταν ιδρύθηκε η Δημοκρατία, οι περισσότεροι πολιτικοί παράγοντες θα μπορούσαν να διωχθούν νομικά για προπαγάνδα υπέρ της Ένωσης και της Διχοτόμησης.
Το δεύτερο άρθρο της συνθήκης επιβάλλει στην Τουρκία, την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο την υποχρέωση να αναγνωρίζουν και να εγγυώνται την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και την τάξη που καθορίζεται από τα Βασικά Άρθρα του Συντάγματος. Με άλλα λόγια, πρόκειται περισσότερο για υποχρέωση και όχι για δικαίωμα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η απαγόρευση της προπαγάνδας και τυχόν δραστηριοτήτων υπέρ της Ένωσης ή της Διχοτόμησης, η οποία ισχύει για την Κυπριακή Δημοκρατία, ισχύει επίσης και για τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις.
Προφανώς, το δεύτερο άρθρο επιβάλλει στην Τουρκία, όπως και στα άλλα εγγυητικά κράτη, την ευθύνη εγγύησης της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την τάξη που καθορίζεται από τα Βασικά Άρθρα του Συντάγματος. Όπως είναι γνωστό, τα εν λόγω άρθρα βασίζονται στη Συνθήκη της Ζυρίχης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η οποία προβλέπει την ίδρυση του κράτους σε δικοινοτική βάση.
Το άρθρο 4 επιβάλλει στην Τουρκία, την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο την υποχρέωση να διαβουλεύονται μεταξύ τους προκειμένου να τηρούνται οι διατάξεις της συνθήκης σε περίπτωση παραβίασης της συνταγματικής τάξης. Εάν δεν είναι δυνατόν να ενεργήσουν από κοινού ή με συναίνεση, καθένα από τα τρία κράτη επιφυλάσσεται του δικαιώματος να αναλάβει μονομερή δράση, η οποία περιορίζεται στην αποκατάσταση της τάξης και μόνο.
Είναι σαφές ότι η Τουρκία τον Ιούλιο του 1974, όταν η τάξη που είχε καθιερωθεί από τη Συνθήκη Εγγύησης παραβιάστηκε με το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας, είχε το δικαίωμα -αλλά και την υποχρέωση- ως εγγυήτρια χώρα, να «αναλάβει δράσει» από κοινού με τις άλλες εγγυήτριες δυνάμεις ή μονομερώς.
Ανεξάρτητα, όμως, αν το δικαίωμα της «δράσης» προβλέπει στρατιωτική επέμβαση ή όχι, η «ανάληψη δράσης» είναι νόμιμη, αποκλειστικά και μόνο, προς αποκατάσταση της διαταραγμένης τάξης. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που οι Τουρκοκύπριοι ηγέτες Rauf Denktaş και Dr. Küçük σε έγγραφο το οποίο έστειλαν στις 14 Σεπτεμβρίου 1963,στην Τουρκία, υποστήριζαν, ότι δεν θα ήταν «καλό πράγμα» να παρέμβει η Τουρκία με βάση τη Συνθήκη Εγγύησης. Οι Τουρκοκύπριοι ηγέτες, δεν επιθυμούσαν επαναφορά της συνταγματικής τάξης του 1960, αλλά εισηγούνταν τη δημιουργία μιας «Τουρκικής Δημοκρατίας» στην Κύπρο.
Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι καμία προσπάθεια διαίρεσης του νησιού δεν θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί βάσει της Συνθήκης Εγγύησης. Αυτό εκφράστηκε με σαφήνεια και στην περίφημη επιστολή που έστειλε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Johnson στον πρωθυπουργό İsmet İnönü στις 5 Ιουνίου 1964. Ο Αμερικανός πρόεδρος τόνιζε τα εξής: «Έχω την εντύπωση ότι είστε της γνώμης ότι μια τέτοια επέμβαση είναι επιτρεπτή σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης Εγγυήσεως του 1960. Ωστόσο, πρέπει να επιστήσω την προσοχή σας στην κατανόησή μας ότι η επέμβαση που σχεδιάζει η Τουρκία θα κατευθυνόταν προς την πραγματοποίηση της διχοτόμησης, λύση που απαγορεύεται ρητά από τη Συνθήκη Εγγυήσεως».
Όπως είναι γνωστό, η τουρκική εισβολή του 1974 διαίρεσε το νησί και εγκαθίδρυσε μια «νέα τάξη πραγμάτων». Η παραβίαση δεν περιορίστηκε μόνο στη γεωγραφική και δημογραφική διαίρεση της Κύπρου, αλλά ενισχύθηκε με την «ίδρυση» της «ΤΔΒΚ». Το ψευδοκράτος που ιδρύθηκε μετά την τουρκική εισβολή είναι παράνομο. Η ίδια η Συνθήκη Εγγύησης το καθιστά ένα παράνομο μόρφωμα. Έτσι και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ θεωρούν την ίδρυση του ψευδοκράτους άκυρη. Παρομοίως και η ΕΕ. Αντιδρώντας στην πρωτοβουλία της Τουρκίας να εξασφαλίσει το στάτους του παρατηρητή στον Οργανισμό Τουρκογενών Κρατών για το ψευδοκράτος, η ΕΕ κατηγόρησε την Τουρκία, και τόνισε ότι αναγνωρίζει μόνο την Κυπριακή Δημοκρατία ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου. Επίσης, ξεκαθάρισε, ότι η μοναδική λύση για το Κυπριακό είναι η Δικοινοτική Διζωνική Ομοσπονδία με πολιτική ισότητα και τόνισε εμφαντικά ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση.
Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους είχε -και εξακολουθεί να έχει- μεγάλο κόστος για τους Τουρκοκύπριους. Είναι ο βασικός λόγος που σήμερα οι Τουρκοκύπριοι είναι μια κοινότητα αόρατη και απομονωμένη…
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους