Η εξωτερική πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας.-Η Επόμενη Μέρα

Η εξωτερική πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας.-Η Επόμενη Μέρα

Ο νέος πρόεδρος θα πρέπει να δημιουργήσει τις συνθήκες, ώστε να καταστεί εφικτός ακόμη κι ένας ανεπίσημος διάλογος μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων σε πολλά επίπεδα.
Tης Άννας  Κουκκίδη-Προκοπίου*
Εν απουσία ύπαρξης Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, καθώς και ύπαρξης Δόγματος Εθνικής Στρατηγικής, η εξωτερική πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας καθορίζεται πρωτίστως από τον Πρόεδρο του κράτους και δευτερευόντως από το Υπουργείο Εξωτερικών. Η ιδιαιτερότητα της εφαρμογής του Συντάγματος της ΚΔ δια του δικαίου της ανάγκης, μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τους κρατικούς θεσμούς του 1963, έχει δημιουργήσει στην Κύπρο τον ισχυρότερο πρόεδρο της ΕΕ, ο οποίος είναι, ταυτόχρονα, αρχηγός του κράτους, αλλά και της κυβέρνησης, χωρίς ιδιαίτερα checks and balances. Επιπρόσθετα, μέρος των εξουσιών για καθορισμό της εξωτερικής πολιτικής της Κύπρου έχουν έτσι κι αλλιώς εκχωρηθεί στο Διπλωματικό Γραφείο του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας, το οποίο στεγάζεται στο Προεδρικό Μέγαρο, αλλά κι εμμέσως στο Γραφείο του Διαπραγματευτή της Ελληνοκυπριακής Κοινότητας, αναφορικά σε ζητήματα που εφάπτονται του Κυπριακού, το οποίο αποτελεί το μέγιστο υπαρξιακό ζήτημα εξωτερικής πολιτικής που έχει να αντιμετωπίσει η κυπριακή διπλωματία.
Ας σημειωθεί ότι ενώ το Δεκέμβριο του 2020, το Υπουργικό Συμβούλιο της ΚΔ ενέκρινε την ίδρυση ενός Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής, Άμυνας και Ασφάλειας, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εξωτερικών, του Υπουργείου Άμυνας και της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, παρά τη θεσμοθέτηση του, ένα τέτοιο συμβούλιο δεν δημιουργήθηκε ποτέ. Επιπρόσθετα, μικρή ήταν μέχρι σήμερα η συνεισφορά από δεξαμενές σκέψεως και εμπειρογνώμονες στη χάραξη εξωτερικής πολιτικής του κράτους. Το Εθνικό Συμβούλιο της χώρας, το οποίο αποτελείται από κομματικούς αρχηγούς και πρώην κρατικούς αξιωματούχους, υπάρχει ως μη θεσμοθετημένο σώμα και ως εκ τούτου κυρίως ενημερώνεται παρά συμβουλεύει τον ηγέτη της χώρας. Με βάση τα πιο πάνω, ο πιο καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση εξωτερικής πολιτικής του κράτους δεν μπορεί παρά να είναι ο ίδιος ο Πρόεδρος.
Γι’ αυτό και η ύπαρξη οράματος και αφηγήματος από τον Νίκο Χριστοδουλίδη, τον όγδοο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, παραμένει αναπόφευκτα υψίστης σημασίας. Ως έμπειρος διπλωμάτης, αλλά και πρώην ΥΠΕΞ, έχει τεκμηριωμένες θέσεις και για το Κυπριακό, αλλά και τις διμερείς και πολυμερείς σχέσεις της Κύπρου, στις οποίες έχει συμβάλει ποικιλοτρόπως την τελευταία δεκαετία. Είτε πρόκειται για τις τριμερείς συνεργασίες με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, είτε για τη σύσφιξη των σχέσεων μας με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Ταυτόχρονα, είναι γνώστης του κυπριακού προβλήματος, με ακαδημαϊκές γνώσεις αλλά και εμπειρία. Έχει ήδη δηλώσει ότι προτεραιότητα του αποτελεί η επανέναρξη διαλόγου για το κυπριακό αλλά και η άμεση εμπλοκή της ΕΕ στην επίλυση του.
Το Κυπριακό και η αποφυγή νέων τετελεσμένων δεν μπορεί παρά να είναι ο πιο επείγον στόχος του νέου προέδρου. Παρά την αντίληψη ότι μετά την κατάρρευση των επίσημων συνομιλιών στο Κραν Μοντάνα λίγα πράγματα έχουν συμβεί, αυτό πόρρω απέχει από την πραγματικότητα. Πρώτο, γιατί η θέση της Τουρκίας έχει επανατοποθετηθεί μακριά από τα πλαίσια της ΔΔΟ και έχει αντικατασταθεί με επιμονή στη λύση των δύο κρατών, αρχικά δια μέσου της αναγνώρισης κυριαρχικής ισότητας στην τουρκοκυπριακή πλευρά. Υπάρχει, δηλαδή, η άρνηση της τουρκικής πλευράς για επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, εάν πρώτα δεν αναγνωριστούν οι ΄νέες πραγματικότητες’ επί του εδάφους. Δεύτερο, γιατί υπάρχει έντονη ρητορική, όπως και κάποια κινητικότητα, σε σχέση με το άνοιγμα της περίκλειστης Αμμοχώστου, κάτι που συνυπάρχει με μια προσπάθεια ‘διευθέτησης’ του θέματος των Βαρωσίων μακριά από πολιτικές διαπραγματεύσεις. Αυτό πρέπει να ανησυχήσει ιδιαίτερα τη δική μας πλευρά, σε περίπτωση που η τουρκική πλευρά είναι διατεθειμένη να αφήσει να καταστραφεί το δυνατότερο της αντάλλαγμα και διαπραγματευτικό χαρτί, συγκατανεύοντας στην επιστροφή των Βαρωσιωτών ή/και την αποζημίωση των περιουσιών τους. Πιθανόν κάτι τέτοιο να μεταφράζεται σε χειροπιαστή απουσία επιθυμία συνέχειας των διαπραγματεύσεων.
Ας μην ξεχνάμε ότι έτσι κι αλλιώς το Κυπριακό βρίσκεται σε χαμηλή σειρά προτεραιότητας για την Τουρκία, εν μέσω έντονης προεκλογικής δραστηριότητας κι εν μέσω της ανθρωπιστικής κρίσης που έχει προκύψει μετά τους σοβαρούς σεισμούς στη χώρα. Υπό αυτές τις περιστάσεις, ο νέος Πρόεδρος είναι σημαντικό να λειτουργήσει αξιόπιστα ως Πρόεδρος όλων των πολιτών. Θα πρέπει να δημιουργήσει τις συνθήκες, ώστε να καταστεί εφικτός ακόμη κι ένας ανεπίσημος διάλογος μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, σε πολλά επίπεδα και με διαφορετικά κανάλια επικοινωνίας, ο οποίος θα αφουγκραστεί τις ανησυχίες και τις ανάγκες της τουρκοκυπριακής κοινότητας στα μη ελεγχόμενα από την ΚΔ εδάφη της. Σημασία πρέπει να δοθεί στον εναγκαλισμό της Άγκυρας στα κατεχόμενα, αναζητώντας ακόμα και λύσεις από τα ίδια τα άτομα που άμεσα επηρεάζονται, αποφεύγοντας όμως την εργαλειοποίηση των εμπλεκομένων, κάτι που θα τους έφερνε αντιμέτωπους με το καθεστώς Τατάρ. Παράλληλα, πρέπει να εγκαινιαστεί ένας απευθείας διάλογος με τους ίδιους τους κατοίκους της περίκλειστης πόλης, ώστε να διευκρινιστούν οι κίνδυνοι που προκύπτουν από τη ‘σαλαμοποίηση’ της επιστροφής των περιουσίων τους στα Βαρώσια.
Είναι εκ των ων ουκ άνευ το να λειτουργήσουν οι ίδιοι οι νόμιμοι κάτοικοι της πόλης ως η αιχμή του δόρατος σε μια εκστρατεία για την επιστροφή της, με Iβάση τα υπάρχοντα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Τελειώνοντας, δεν μπορεί παρά να τονιστεί το αναπόφευκτο μιας καλύτερης συνεργασίας με το προσωπικό των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο και το γραφείο του ΓΓ του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, με σκοπό το διορισμό ενός ειδικού απεσταλμένου για το Κυπριακό. Η θέση μας πρέπει να παραμείνει ότι ένας τέτοιος διορισμός θα δημιουργήσει τις συνθήκες για κοινό έδαφος για επανέναρξη των συνομιλιών κι όχι το αντίθετο, όπως φαίνεται να είναι σήμερα η θέση Γκουτέρες. Καλό θα ήταν να είχαμε τους τεχνοκράτες των ΗΕ δίπλα μας και όχι απέναντι μας σε αυτή την προσπάθεια, χωρίς, όμως, να παραγνωρίζουμε τον καταλυτικό ρόλο των πέντε μονίμων μελών του ΣΑ, αλλά και της ίδιας της ΕΕ. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοίχημα με πολλές προεκτάσεις για τον νέο πρόεδρο.
Η Άννα Κουκκίδη-Προκοπίου είναι  Σύμβουλος σε θέματα Κυπριακού-Τουρκίας, Τμήμα Ευρασίας, International Crisis Group Ανώτερη Επιστημονική Συνεργάτιδα, Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας /   Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους.
Πηγή: Center for European and International Affairs – UNIVERSITY OF NICOSIA

Share this post