Η εργαλειοποίηση της θρησκείας από τον Ερντογάν
Πώς σχεδιάζει να αναλάβει την ηγεσία της παγκόσμιας ισλαμικής κοινότητας
Του Γεώργιου Κ. Οικονόμου*
Η Τουρκία, σύμφωνα με τον Samuel Huntinghton, είναι μια χώρα διχασμένη. Η δυσκολία να την τοποθετήσει κανείς σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή ή σε ορισμένο πολιτισμό οφείλεται στο γεγονός ότι υπήρξε πάντοτε μια «συνοριακή» χώρα.
Μια ματιά στον χάρτη θα δείξει γιατί η Τουρκία δεν εμπίπτει σε καμία από τις γεωγραφικές διαιρέσεις που οι Δυτικοί μελετητές έχουν επισημάνει για την μελέτη ενός πολυσύνθετου κόσμου. Η χώρα κείται μεταξύ Ευρώπης και Ασίας χωρίς στην πραγματικότητα να ανήκει ούτε στη μια ούτε στην άλλη.
Άνθρωποι βγαίνουν από τον τερματικό σταθμό διεθνών αφίξεων στο νέο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, κάτω από τις εικόνες του ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας, Ataturk, και του Τούρκου προέδρου, Ταγίπ Ερντογάν, στις 16 Ιουλίου 2019. REUTERS/Marius Bosch
——————————————————————
Η γεωγραφία εξηγεί μόνον εν μέρει το γιατί οι Τούρκοι θεωρούν τους εαυτούς τους «μοναδικούς». Ιστορικοί και πολιτικοί λόγοι παίζουν μεγαλύτερο ρόλο στην ταυτότητα της Τουρκίας. Όπως γράφει ο Ömer Taşpınar στο πολύ διεισδυτικό βιβλίο του με τίτλο What the West is getting wrong about the Middle East: «Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ιστορικά ο μεγάλος εχθρός της Ευρώπης. Με θρησκευτικούς και στρατιωτικούς όρους ο “τρομερός Τούρκος” αντιπροσώπευε τον “άλλο” και υπήρξε καθοριστικός στην εμπέδωση της Ευρωπαϊκής Χριστιανικής ταυτότητας.
»Με την πάροδο των αιώνων η αυτοκρατορική λάμψη έσβησε και η εδαφική συρρίκνωση άρχισε, και τότε η Οθωμανική άρχουσα τάξη αναζήτησε την σωτηρία στον εκμοντερνισμό και στην Δυτικοποίηση. Ο τουρκικός εκμοντερνισμός είχε ταυτοποιηθεί με την Ευρώπη και την Δύση.
»Δεν υπήρξε προσπάθεια να υπάρξει διάκριση μεταξύ νεωτερικότητας και Δυτικοποίησης. Η Τουρκία δεν ήταν Ιαπωνία. Η νεωτερικότητα δεν σήμαινε την υιοθέτηση της Δυτικής τεχνολογίας μόνο. Ο Δυτικός πολιτισμός έπρεπε να εισαχθεί χοντρικά, ιδίως στα μάτια των Νεότουρκων, των πλέον ένθερμων οπαδών του Ευρωπαϊσμού κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Ο Δυτικός πολιτισμός, οι νόμοι, η ενδυμασία, το ημερολόγιο και το αλφάβητο θεωρήθηκαν στοιχεία ενός πακέτου. Στην προσπάθεια να εισάγει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, η Δημοκρατία του Ατατούρκ κατήργησε το Χαλιφάτο, το αραβικό αλφάβητο, την Ισλαμική εκπαίδευση και τις αδελφότητες των Σούφι.
Υιοθέτησε Δυτικούς νομικούς κώδικες από την Γερμανία, την Ιταλία, και την Ελβετία μαζί με το λατινικό αλφάβητο και το Δυτικό ημερολόγιο, τις γιορτές της Δύσεως και το Δυτικό μετρικό σύστημα. Η επίσημη ιστορία και γλώσσα υπέστησαν αλλοίωση. Ένα νέο σύστημα εκπαίδευσης ηρωοποιούσε τους προ-ισλαμικούς τουρκικούς πολιτισμούς εις βάρος του πρόσφατου οθωμανικού παρελθόντος, και πολλές αραβικές και περσικές λέξεις έχουν αφαιρεθεί για να δημιουργηθεί ένα λεξιλόγιο αυθεντικά τουρκικό. Ακόμη και η αραβική λέξη «azan», το πανισλαμικό κάλεσμα για προσευχή, μεταφράσθηκε στη μοντέρνα τουρκική. Το παραδοσιακό φέσι απαγορεύθηκε, και οι άνδρες ενθαρρύνθηκαν να φορούν Ευρωπαϊκά καπέλα. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι γυναίκες αποθαρρύνονταν από το να φοράνε την ισλαμική μαντήλα. Οι υιοθετημένοι νομικοί κώδικες επέφεραν την ισότητα των φύλων και οι γυναίκες απέκτησαν ψήφο.
Παρά τις φιλόδοξες αυτές μεταρρυθμίσεις, ο εκμοντερνισμός του Κεμάλ και η Δυτικοποίηση μόλις που άγγιξε την τουρκική κοινωνία. Υπήρχε ένας αδιάψευστος κοινωνικός προγραμματισμός στην Άγκυρα, αποκομμένος από την συντηρητισμό της Ανατολίας. Ενώ οι αγροτικές θρησκευόμενες μάζες παρέμειναν γενικώς ανεπηρέαστες από την κυβερνητική γραφειοκρατία, ήταν οι στρατιωτικοί, η κυβερνητική γραφειοκρατική μηχανή, και η μικρή αστική μεσαία τάξη που υιοθέτησε την Δυτικοποίηση που επέβαλε ο Κεμάλ. Με λίγα λόγια, το πολιτιστικό χάσμα μεταξύ του Κεμαλικού κέντρου και της περιφέρειας της Ανατολίας είχε καταστεί ανυπέρβλητο. Όπως παραφράσθηκε το σύνθημα του κόμματος του Ατατούρκ, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) της δεκαετίας του 1920, η τουρκική κυβέρνηση «διοικούσε για τον λαό, παρά την θέληση του λαού».
Το πείραμα του βίαιου εξευρωπαϊσμού της τουρκικής κοινωνίας από τον Κεμάλ, το οποίο κατόρθωσε να συντηρηθεί μέχρις ενός βαθμού ελέω Στρατού, ήλθε να το αλλάξει με συστηματικό τρόπο ο Ερντογάν με την εργαλειοποίηση της θρησκείας. Η προσπάθειά του είναι να ηγηθεί της παγκόσμιας ισλαμικής κοινότητας, της Ummah. Όπως πριν από αυτόν και ο Χομεϊνί, ο Ερντογάν επιθυμεί να διαγράψει την εκκοσμίκευση και τους δεσμούς με την Δυτική κουλτούρα και να επαναφέρει την ισλαμοποίηση της κοινωνίας. Γυναίκες με καλυμμένα πρόσωπα ήταν σπάνιο φαινόμενο την Τεχεράνη προ του Χομεϊνί και τώρα ο Ερντογάν επαναφέρει την μαντήλα στην τουρκική κοινωνία.
Η διαφορετικότητα της τουρκικής κοσμικότητας που επέβαλε η Κεμαλική Δυτικοποίηση ήταν άκρως προβληματική και γενικώς αφύσικη. Αντί να δημιουργηθεί το νομικό πλαίσιο όπου η πολιτεία θα διατηρούσε τις ίδιες ίσες αποστάσεις από όλες τις θρησκείες, η Τουρκική εκκοσμίκευση δεν διαφοροποιούσε την θρησκεία από το κράτος.
Οι διακρίσεις κατά των μη Μουσουλμάνων απέκτησαν νέες και σε μεγάλο βαθμό παράδοξες εκφάνσεις για ένα σύστημα που ισχυριζόταν ότι θα διατηρούσε ίσες αποστάσεις από όλες τις φυλές και θρησκείες. Όμως, το σουνιτικό Ισλάμ παρέμεινε η μοναδική θρησκεία που αναγνωριζόταν επισήμως από το κράτος και κατέληξε να συγχωνευθεί με την κυβερνητική μηχανή της νεοσύστατης δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, σε ένα σύστημα που συνέχιζε αδιαλείπτως να ακολουθεί την κρατική παράδοση των Οθωμανών, ο τουρκικός εκμοντερνισμός δεν διέκρινε κανένα πρόβλημα στο να αποδέχεται το Σουνιτικό Ισλάμ ως de facto «επίσημη» θρησκεία του κράτους.
Ως αποτέλεσμα, αντί να καταστεί συνταγματική Αρχή ο διαχωρισμός της θρησκείας από το κράτος, η τουρκική εκκοσμίκευση μεταλλάχθηκε σε κοινωνικό σύμβολο, μιμούμενο έναν «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής». Η αποσπασματική και συμβολική απεικόνιση Δυτικότροπου τύπου δικαιωμάτων χωρίς ουσιαστική ενσωμάτωση εθεωρείτο ως εκκοσμίκευση. Η κατανάλωση αλκοόλ, το Δυτικό ένδυμα, τα θέματα του φύλου, η μαντήλα, ακόμη και η προτίμηση για κλασική μουσική και όπερα υπεράνω της μουσικής «αλλά Τούρκα» είναι καθοριστικά για ένα «κοσμικό» τρόπο ζωής συνδεδεμένο με τον Δυτικό πολιτισμό. Καθώς τα ενδυματολογικά και στυλιστικά θέματα μετετράπησαν σε επιφανειακά σημάδια εκκοσμίκευσης, η ιδέα της Δυτικοποίησης έχασε το βασικό της raison d’être: να κτίσει ένα νομικό τείχος που να διαχωρίσει την πολιτεία από την θρησκεία και να διασφαλίσει ότι στην πολιτεία δεν θα υπάρχουν διακρίσεις βασισμένες στην θρησκεία.
Η τουρκική εκκοσμίκευση απέτυχε να διαχωρίσει το κράτος από το Ισλάμ για δύο λόγους: υπήρχε το ιστορικό μονοπάτι της εξάρτησης το οποίο συνδυαζόταν με την πολιτική σκοπιμότητα.
Η κεμαλική εκκοσμίκευση ποτέ δεν αμφισβήτησε την βαθιά ριζωμένη οθωμανική και γενικώς μουσουλμανική παράδοση του ελέγχου της πολιτικής από το Ισλάμ. Η ηγεμονική και πατριαρχική συμπεριφορά του Ατατούρκ ακολουθεί πιστά τα αυτοκρατορικά δρώμενα που είχαν παγιωθεί κατά την διάρκεια των αιώνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η συνέχεια αυτή καθιστούσε την ύπαρξη ελέγχων κατά της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής πρακτικής του κράτους σχεδόν αδύνατη.
Το όραμα του Ατατούρκ για εκκοσμίκευση προχώρησε ακόμη ένα βήμα παρακάτω την οθωμανική αυτή ηγεμονική παράδοση και διατήρησε ακόμη αυστηρότερο έλεγχο πάνω στο Ισλάμ, επειδή θεωρούσε τον συντηρητισμό που προέρχεται από την θρησκεία ως απειλή για να περιορισθεί και να ουδετεροποιηθεί.
Το Ισλάμ μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε μια αντι-επαναστατική δύναμη κατά της Δυτικοποίησης. Πιο θεμελιώδες, η κεμαλική επανάσταση διέκρινε στο Ισλάμ τους λόγους της κοινωνικής, πνευματικής, πολιτικής και οικονομικής στασιμότητας. Στο πνεύμα αυτό, το Ισλάμ ήταν ένα εμπόδιο στην Δυτικοποίηση και τον εκμοντερνισμό. Επομένως, ο Κεμαλισμός «συνέλαβε» την εκκοσμίκευση ως κρατικό έλεγχο επί των θρησκευτικών θεμάτων, σύμφωνα με την ιστορική αρμονία της Οθωμανικής πολιτείας.
Ο Ερντογάν προωθεί την παγκόσμια εκστρατεία της θυματοποίησης των Μουσουλμάνων την οποία ονομάζει κατ’ ευφημισμό «Ισλαμοφοβία». Στην πραγματικότητα εκείνοι που κινδυνεύουν είναι οι πολέμιοι του εξτρεμιστικού Ισλάμ που συχνά γίνονται θύματα.
Στον Καύκασο ο Ερντογάν φρόντισε να αναζωπυρωθεί ο πόλεμος μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας με πρόγραμμα να δημιουργηθεί ένας Ισλαμικός διάδρομος μεταξύ Τουρκίας, Αζερμπαϊτζάν και άλλων μουσουλμανικών κρατών που να οδηγεί μέχρι το σινικό τείχος.
Ο νέος Σουλτάνος αυξάνει την επιρροή του στην Συρία, την Λιβύη και τον Καύκασο, συγχρόνως δε την προωθεί στην Μεσόγειο και στο Αιγαίο. Για την ειρηνιστική Ευρώπη, οι θάλασσες αυτές είναι οι παράδεισοι των παράτυπων μεταναστών που αποστέλλονται για να την κατακτήσουν.
Το σημερινό καθεστώς της Τουρκίας χρησιμοποιεί την διασπορά των ομοθρήσκων της ως Δούρειο Ίππο. Στην Τουρκία του Ερντογάν τα σχολικά βιβλία έχουν επαναδιατυπωθεί και παρουσιάζουν τους Εβραίους και τους Έλληνες ως «gavur» –«άπιστους»- ενώ αντίθετα ο Προφήτης Μωάμεθ τούς επιφυλάσσει ξεχωριστή θέση στο Κοράνι ως οπαδούς μονοθεϊστικών θρησκειών. Την αλλαγή αυτή επισημαίνει το Ινστιτούτο για τον έλεγχο της Ειρήνης και του Πολιτισμού στην Σχολική Μόρφωση (IMPACT-se). Τα σχολικά προγράμματα που εφαρμόζει η Τουρκία σήμερα υιοθετούν μια αντι-Δυτική στάση, και επιδεικνύουν συμπάθεια προς την πολιτική του ISIS και της Al-Qaeda.
Οι μουλάδες κατάφεραν να επιβάλουν διεθνώς την χρήση της λέξης «Ισλαμοφοβία» αλλά σήμερα είναι η Τουρκία η οποία ανέλαβε την ηγεσία της δήθεν ιδεολογικής καταπίεσης των Ισλαμόφοβων. Υπό την αιγίδα του Τούρκου προέδρου της 75ης Συνόδου της Γενικής Συνελεύσεως, τα Ηνωμένα Έθνη καθιέρωσαν Διεθνή Ημέρα κατά της Ισλαμοφοβίας και ο Γενικός Γραμματέας, Αντόνιο Γκουτέρες, κατήγγειλε με σκληρούς τόνους την «επιδημία της ισλαμοφοβίας». Ενώ είναι σε εξέλιξη μια παγκόσμια καμπάνια θυματοποίησης των Μουσουλμάνων μέσω της ισλαμοφοβίας, στην πραγματικότητα είναι οι πολέμιοι του εξτρεμιστικού Ισλάμ των οποίων κινδυνεύει η ζωή. Στις 24 Ιουλίου 2020, ο Ερντογάν προκάλεσε την Δύση με την επαναλειτουργία του μεγαλύτερου μνημείου της Ανατολικής Εκκλησίας ως τζαμιού. Η απουσία σθεναρή αντίδρασης τον έπεισε ότι η κίνηση ήταν σωστή.
Σε αντίθεση με το Ιράν και την Σαουδική Αραβία η Τουρκία εκλαμβάνεται ακόμη ως χώρα δημοκρατική. Βρίσκεται σε διάλογο με την Ευρωπαϊκή Ένωση και συντηρεί τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ. Δυστυχώς πολλοί Δυτικοί ηγέτες θεωρούν τον Ερντογάν είτε επαρκώς «δημοκρατικό», είτε είναι αδιάφοροι για την διακυβέρνησή του, είτε είναι αναγκασμένοι να τον αποδέχονται λόγω του ότι έχουν μεγάλα εμπορικά και οικονομικά συμφέρονται μαζί του.
Έχουν δημοσιευθεί σειρά από αναλύσεις για το σχέδιο του Ερντογάν για ηγεμονισμό. Από το 2009 η Τουρκία έχει αυξήσει τον αριθμό των πρεσβειών της στην Αφρική, από 12 στις 42. Ο Ερντογάν έχει επισκεφθεί περισσότερες από 20 πρωτεύουσες. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι τα επόμενα μερικά χρόνια θα διπλασιάσει το εμπόριο της Τουρκίας με την Αφρική στα 50 δισ. λίρες Αγγλίας, περίπου το 1/3 του σημερινού εμπορίου με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Τουρκία επέλεξε και τα Βαλκάνια ως πεδίο μάχης. Η περιοχή, κατά τους Financial Times, καλύπτεται από συμβολισμό, αφού οι περισσότερες χώρες που την αποτελούν κυβερνώντο από την Κωνσταντινούπολη κατά την διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πολλές χώρες της Ευρώπης έχουν εκφράσει ανησυχίες για τις ενέργειες της Τουρκίας στο έδαφός τους και την χρήση ιμάμηδων για να κατασκοπεύουν τους Τούρκους της διασποράς. Σκοπός του Ερντογάν είναι να χρησιμοποιήσει την τουρκική διασπορά ως πολιτική πίεση στα διάφορα κράτη της Ευρώπης και ως βάση για να ηγεμονεύει την παγκόσμια Ισλαμική Κοινότητα.
Στον Καύκασο η Τουρκία υποστήριξε τον πόλεμο του Αζερμπαϊτζάν κατά της Αρμενίας στο Ναγκόρνο – Καραμπάχ για να δημιουργηθεί ένας τουρκο-ισλαμικός διάδρομος μεταξύ Αζερμπαϊτζάν, Τουρκίας και άλλων μουσουλμανικών χωρών.
Για την παγκόσμια προβολή της Τουρκίας, ο Ερντογάν χρησιμοποιεί μισθοφόρους κατά της Ινδίας (βοηθώντας το Πακιστάν στο Κασμίρ), κατά των Αρμενίων, καθώς και στους εμφυλίους πολέμους στην Λιβύη και την Συρία. Η Αρμενία δέχεται επίθεση από Αζέρους και Τούρκους που θέλουν την καταστροφή της. Είναι έκφραση του πολέμου των πολιτισμών.
Η Τουρκία είναι φανερό ότι φιλοδοξεί να εξελιχθεί σε μια μεγάλη νεο-οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία να ηγείται της Μουσουλμανικής κοινωνίας. Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί είναι ο καταλύτης στην ισλαμική ιστορία που προοιωνίζει την εγκαθίδρυση μιας δυναμικής παρατάξεως μουσουλμανικών εθνών για να αντιμετωπίσουν δυναμικά την Δύση υπό την αιγίδα της Τουρκίας. Το Mavi Vatan/Η Γαλάζια Πατρίδα, είναι το γεωπολιτικό κατασκεύασμα του προγράμματος του Ερντογάν για τα προσεχή χρόνια. Πνευματικό παιδί του Ναυάρχου Cem Gürdeniz είναι η «διπλωματία των διατρήσεων και των πολεμικών πλοίων» που θα «επαναφέρουν» την Τουρκία στην θάλασσα και την ενότητα μεταξύ της Ανατολίας και της Ανατολικής Μεσογείου. Ο τελικός σκοπός είναι καθαρός: ο έλεγχος της θάλασσας, ο έλεγχος του πλούτου και η επιβολή της επιρροής της. Ο Ερντογάν ονομάζει το Αιγαίο «νησιωτική θάλασσα».
Ο Ερντογάν έχει εξαγγείλει προσφάτως την κατασκευή της Διώρυγας της Κωνσταντινούπολης που θα ενώνει το Αιγαίο με τον Εύξεινο Πόντο. Ένα φαραωνικό έργο που θα στοιχίσει δισεκατομμύρια και θα του επιτρέψει να έχει μεγαλύτερο έλεγχο στα πολεμικά πλοία που θα χρησιμοποιούν την διώρυγα.
Η Άγκυρα είναι σε πορεία σύγκρουσης με την Ελλάδα και την Κύπρο για το ποιος έχει το δικαίωμα να εκμεταλλευθεί τα αποθέματα υδρογονανθράκων και αερίου στην Μεσόγειο. «Πρέπει να καταλάβουν», είπε ο Ερντογάν, «ότι η Τουρκία έχει την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική δύναμη να σκίσει ανήθικους χάρτες και έγγραφα».
Η Τουρκία έχει προβλήματα με την Κύπρο, η οποία, σε αντίθεση με την Τουρκία, ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά όχι στο ΝΑΤΟ. Η Τουρκία, η οποία εισέβαλε στην Κύπρο το 1974, παραμένει η μόνη χώρα που αναγνωρίζει την τουρκοκρατούμενη Βόρεια Κύπρο, ως κράτος. Η Δημοκρατία της Κύπρου, η οποία είναι ελληνική, υπέγραψε συμφωνίες με ξένες ενεργειακές εταιρίες, ενώ η Τουρκία, διεκδικεί ενεργειακά δικαιώματα στα ύδατα της Κύπρου που η Κυπριακή Δημοκρατία θεωρεί ως τμήμα της επικράτειας της.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν, σε επίσημη επίσκεψη στο Παρίσι στις 5 Ιανουαρίου, 2018, δήλωσε στους ηγέτες του Γαλλικού Συμβουλίου Μουσουλμάνων: «Οι Μουσουλμάνοι της Γαλλίας είναι υπό την προστασία μου». Πολλές αναφορές της Γενικής Διεύθυνσης για την Εσωτερική Ασφάλεια (DGSI) αποκαλύπτουν το μέγεθος και αντικείμενο μιας «πραγματικής στρατηγικής διείσδυσης» μέσω δικτύων που κατευθύνονται από την Τουρκική Πρεσβεία και την ΜΙΤ, την τουρκική μυστική υπηρεσία. Διεισδύουν κυρίως εντός του τουρκικού μεταναστευτικού πληθυσμού, αλλά επίσης μέσω των τουρκικών οργανώσεων και προσφάτως εισέρχονται στην τοπική πολιτική ζωή μέσω της βοήθειας που τους παρέχεται από εκλεγμένους αξιωματούχους.
Οι κινήσεις αυτές αποσκοπούν, πρώτον, στην ωραιοποίηση της εικόνας του τουρκικού καθεστώτος στην διασπορά και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Δεύτερον, στην υπεράσπιση της εικόνας του Ερντογάν, ανεξαρτήτως κόστους. Και τελικώς στην μετάδοση του ισλαμικού οράματος για την Ummah.
Το κείμενο με τις αρχές που εξήγγειλε ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν για την ενδυνάμωση των «δημοκρατικών αρχών» και έχει σταλεί προς ψήφιση στην Βουλή, δεν έγινε αποδεκτό από δύο τουρκικές συνομοσπονδίες, κατόπιν οδηγιών της Άγκυρας. Ο Ερντογάν χρησιμοποιεί την διασπορά ως Δούρειο Ίππο.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Εσωτερικών της Γαλλίας «151 ιμάμηδες έχουν σταλεί από την Τουρκία μέσω των οποίων προσπαθεί να επηρεάσει τους Μουσουλμάνους της Ευρώπης την τελευταία δεκαετία». Η Τουρκία ελέγχει 400 τζαμιά από τα 2,500 που υπάρχουν στην Γαλλία. Γενικώς οι Τούρκοι ψηφοφόροι στην Γαλλία είναι υπέρ του Ερντογάν σε μεγαλύτερα ποσοστά από τους Τούρκους της Τουρκίας. Στις προεδρικές εκλογές του 2014, ο Ερντογάν κέρδισε 66% των ψήφων των Τούρκων της Γαλλίας, ενώ στην Τουρκία τον ψήφισε μόνο το 51,79%.
Η πρώτη και η δεύτερη γενιά Τούρκων εμιγκρέδων στην Γαλλία εξακολουθούν και βλέπουν τουρκική τηλεόραση την οποία ελέγχει στο σύνολό της ο Ερντογάν. Στα γαλλικά δημόσια σχολεία, 180 δάσκαλοι διορίζονται απ’ ευθείας από την Άγκυρα και διδάσκουν την τουρκική γλώσσα. Τα ανωτέρω αποτελούν μέρος του σχεδίου ισλαμοποίησης του Ερντογάν για την Ευρώπη.
Προσφάτως ο Ερντογάν απέσυρε την Τουρκία από την Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την προστασία των γυναικών κατά της βίας. Με την απόφαση αυτή, ο πρόεδρος είναι αποφασισμένος να προχωρήσει την ισλαμοποίηση της κοινωνίας αφαιρώντας τα δικαιώματα των γυναικών και των ομοφυλοφίλων επειδή δεν έχουν θέση σε μια ισλαμοποιημένη κοινωνία.
Στην σημερινή Τουρκία στα σχολικά βιβλία δοξάζεται ο θρησκευτικός πόλεμος (Jihad) που καταλήγει σε μαρτυρικό θάνατο στη μάχη. Επίσης προβάλλονται τα εθνο-θρησκευτικά επιτεύγματα του νεο-Οθωμανισμού και του Παντουρκισμού, υιοθετούνται θέσεις αντι-κουρδικές και υπάρχει λυσσώδης άρνηση της γενοκτονίας των Αρμενίων και των Ποντίων. Το Ισλάμ διδάσκεται ως πολιτική για να συνδυάζεται με την επιστήμη και την τεχνολογία προς επίτευξη του σκοπού που είναι η παγκόσμια επικράτηση της Τουρκίας και του τουρκικού ή οθωμανικού ιδεώδους για την παγκόσμια τάξη. Σύμφωνα δε με τα σχολικά προγράμματα σπουδών το τουρκικό λεκανοπέδιο εκτείνεται από την Αδριατική μέχρι την κεντρική Ασία.
Σε μια πρόσφατη ομιλία του ο Ερντογάν στη Μολδαβία δήλωσε: «Είμαστε μια μεγάλη οικογένεια αποτελούμενη από 300 εκατ. κατοίκους από την Αδριατική μέχρι το Σινικό Τείχος».
Είναι καιρός οι Ηνωμένες Πολιτείες, το ΝΑΤΟ, η Ευρώπη, αλλά και η Ρωσία να αρχίσουν να ανησυχούν. Ο Ερντογάν προσπαθεί να γίνει ο νέος Ισλαμιστής λύκος με προβιά αρνιού. Και ο τρόπος που πιστεύει ότι θα το επιτύχει είναι να πείσει ότι είναι ο ηγέτης της Ummah.
*Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ είναι Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω και πρόεδρος του American Hellenic Institute στην Ελλάδα. Το άρθρο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 70 (Ιούνιος – Ιούλιος 2021) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.
Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους