Η επόμενη, σκοτεινή Ρωσία
Η Varia Bortsova*, ιδρύτρια της “Σοβιετικής Οπτικής”, ενός διαδικτυακού αρχείου οπτικών τεχνουργημάτων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, γράφει στους New York Times για το μέλλον της χώρας της, το οποίο την φοβίζει. Η Ρωσία όμως, σύμφωνα με την ίδια, μπορεί να ξαναχτιστεί. Σωστά αυτή τη φορά.
Όταν το πρώτο εστιατόριο McDonald’s άνοιξε τις πόρτες του στη Σοβιετική Ένωση το 1990, οι γονείς μου, με την εννέα μηνών αδελφή μου αγκαλιά, περίμεναν επί ώρες στην ουρά εν μέσω του γνωστού ρωσικού χειμώνα προκειμένου να πάρουν μια “γεύση” από το Big Mac και τις διάσημες τηγανιτές πατάτες.
Η ουρά εκτεινόταν πέριξ της εμβληματικής Πλατείας Πούσκιν της Μόσχας: τα δημοσιεύματα αναφέρουν ότι 30.000 άνθρωποι έδωσαν το “παρών” μόνο την πρώτη ημέρα λειτουργίας του.
Μία συναρπαστική στιγμή
Επρόκειτο για μια πολύ συναρπαστική στιγμή, σύμφωνα με τους γονείς μου: η πρώτη γεύση ελευθερίας, μια κλεφτή ματιά στο πώς θα μπορούσε να είναι η έξοδος για φαγητό πέρα από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, ένα δείγμα της μεγαλύτερης αλλαγής που επίκειτο.
Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, η ΕΣΣΔ έπαψε να υφίσταται, ανοίγοντας την πόρτα σε κάθε είδους δημοκρατικές ελευθερίες. Η Ρωσία όπου μεγάλωσα “έβλεπε” μεταγλωττισμένα κινούμενα σχέδια της Disney και αργεντίνικες σαπουνόπερες. Άξαφνα, όλοι ήταν ερωτευμένοι με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Η δε παλέτα σκιών της μητέρας μου περιείχε κάθε είδους απόχρωση νέον. Εγώ, πήγαινα σε συναυλίες, αγόραζα αφίσες και κασέτες με τραγούδια και, σε αντίθεση με τους γονείς μου, δεν χρειαζόταν να φορώ στο στήθος το σήμα με τα πέντε αστέρια και το πορτρέτο του Βλαντίμιρ Λένιν κάθε μέρα στο σχολείο.
Φυσικά, υπήρχε και μια “ύπουλη” πλευρά. Με τις νέες ελευθερίες ανέκυψαν και νέες προκλήσεις: μια βαθιά οικονομική κρίση και μια απότομη αύξηση της ανισότητας, μια έκρηξη του οργανωμένου εγκλήματος. Μετά από δεκαετίες κατά τη διάρκεια των οποίων το κράτος υπαγόρευε σχεδόν κάθε απόφαση των υπηκόων του, από τον τόπο κατοικίας και τον χώρο εργασίας τους μέχρι το είδος των ταινιών και της μουσικής που βλέπουν και ακούν, η νέα εποχή έφερε μαζί της αβεβαιότητα και χάος.
Και πάλι, όμως, ένιωθα τυχερή που μεγάλωσα σε μια ζωντανή, ευημερούσα κοινωνία• σίγουρα δεν ήθελα να επιστρέψουμε πίσω στη Σοβιετική εποχή. Οι ιστορίες που μου είχε αφηγηθεί η οικογένειά μου ήταν ζοφερές.
Ο φόβος της επιστροφής
Μιλούσαν για απαγορευμένη λογοτεχνία (οτιδήποτε θεωρούνταν ότι αντιβαίνει στις σοβιετικές αξίες ή είχε γραφτεί από μετανάστες συγγραφείς που είχαν εγκαταλείψει τη Σοβιετική Ρωσία), για ταξίδια “μετ’ εμποδίων” (πρακτικά αδύνατα χωρίς τις ευλογίες της επιτροπής του κόμματος), για συνεχείς ελλείψεις τροφίμων και καταναλωτικών αγαθών.
Είμαι πολύ μικρή για να θυμάμαι, αλλά οι γονείς μου στέκονταν για ώρες στην ουρά για τα λίγα έπιπλα που έκαναν την εμφάνισή τους στα καταστήματα κάθε λίγους μήνες. Το 1990, όταν ακόμη τα καταναλωτικά είδη ήταν διαθέσιμα σποραδικά, η μητέρα μου μας αγόρασε από ένα ζευγάρι καλσόν για κάθε ηλικία μέχρι τα 16 έτη μας, διότι υπέθεσε ότι δεν θα υπήρχαν πλέον όταν εμείς θα μεγαλώναμε. Οι ταινίες λογοκρίνονταν, οι ξένοι ραδιοφωνικοί σταθμοί ήταν μπλοκαρισμένοι.
Με γοήτευαν αυτές οι ιστορίες, αλλά ένιωθα ανακούφιση που δεν χρειάστηκε ποτέ να τις ζήσω. Ήμουν διατεθειμένη να ξεθάψω ασήμαντα στοιχεία της καθημερινότητας του σοβιετικού λαού, στοιχεία που δεν συμπεριλαμβάνονται στα βιβλία της ιστορίας: ένα ξεχασμένο σπιτικό μουσικό βίντεο, μια αμήχανη φωτογραφία γάμου, ένα διαφημιστικό φυλλάδιο, ένα δείγμα της αμφιλεγόμενης τότε μόδας. Ξεκίνησα να συλλέγω απομεινάρια της σοβιετικής εποχής, να ψαχουλεύω παλιές βιντεοκασέτες, φωτογραφικά άλμπουμ φίλων, αποκόμματα περιοδικών και σκονισμένες υπαίθριες αγορές συγκεντρώνοντας τεχνουργήματα μιας χώρας που δεν υπάρχει πια.
Το 2016, ενόσω ζούσα στη Σιγκαπούρη, δημιούργησα έναν λογαριασμό στο Twitter, το @sovietvisuals, προκειμένου να μοιραστώ το πρόχειρο αυτό σοβιετικό αρχείο μου με τον υπόλοιπο κόσμο. Άρχισαν κι άλλοι να προσθέτουν εκεί τις δικές τους φωτογραφίες, βίντεο και προσωπικές ιστορίες, καθιστώντας την όλη προσπάθεια ένα “αποθετήριο” του κοινού μας παρελθόντος. Παρείχε, επίσης, μια ευκαιρία να κριτικάρουμε τις κοινωνικές και πολιτιστικές νόρμες της εποχής, αναγνωρίζοντας παράλληλα τις ωμότητες των ιδεολογικών κατασκευών και των καταπιεστικών πρακτικών της ΕΣΣΔ.
Κυνική παραδοχή και κόλαση επί Γης
Ο κυνικός χαρακτηρισμός της εισβολής στην Ουκρανία ως “ειδική στρατιωτική επιχείρηση” από τον Βλαντίμιρ Πούτιν κατέστησε τη χώρα μου παρία – δικαίως, δεδομένων των φρικαλεοτήτων, των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αυθάδους περιφρόνησης της κυριαρχίας που επέδειξε στην Ουκρανία. Κατά τρόπο απίθανο, τις προηγούμενες εβδομάδες νιώθαμε σαν να επιστρέψαμε πίσω στη σοβιετική εποχή, μόνο που αυτήν τη φορά ήταν πιο τρομακτική, πιο καταπιεστική από όσον φανταζόμασταν. Η Ρωσία δεν χάνει απλώς τις ανέσεις που παρέχει ο δυτικός καπιταλισμός, λόγω των σκληρών κυρώσεων• ο κ. Πούτιν εντείνει την καταστολή οποιασδήποτε έκφρασης διαφωνίας.
Για τους Ουκρανούς, ο πόλεμος έφερε την κόλαση επί γης. Αμέτρητες ζωές καταστράφηκαν. Παρακολουθώ με τρόμο τους φίλους μου εκεί να κρύβονται στα καταφύγια. Σχολεία, νοσοκομεία, οικιστικά συγκροτήματα βομβαρδίστηκαν, αθώοι άνθρωποι σύμφωνα με πληροφορίες πυροβολήθηκαν στους δρόμους καθώς προσπαθούσαν να διαφύγουν. Είναι υπέρμετρα απάνθρωπο, άδικο και καταστροφικό.
Στους Ρώσους, επικρατεί φόβος και αηδία για την ανηλεή εκστρατεία του κ. Πούτιν, η οποία αναπόφευκτα θα αυξήσει τον θλιβερό απολογισμό των νεκρών αμάχων. Επικρατεί επίσης το αίσθημα της ανικανότητας, γιατί δεν μπόρεσαν να σταματήσουν τον πόλεμο, αλλά και της ντροπής που κατάγονται από τη χώρα του εισβολέα.
Η μαύρη τρύπα
Και όπως ήταν αναμενόμενο, η Ρωσία βυθίζεται σε μια “μαύρη τρύπα”. Πολλές ξένες επιχειρήσεις -φίρμες ένδυσης και πιστωτικών καρτών, κατασκευαστές αυτοκινήτων και τεχνολογικές εταιρείες, αλυσίδες γρήγορης εστίασης και λιανικού εμπορίου- έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους, επηρεάζοντας κάθε πτυχή της οικονομίας. Οι κυρώσεις της Δύσης έχουν σε μεγάλο βαθμό αποκόψει τους Ρώσους από την παγκόσμια οικονομία.
Εν τω μεταξύ, ο κ. Πούτιν έχει διασφαλίσει ότι οι Ρώσοι που εκφράζουν την αντίθεσή τους στην εισβολή βρίσκονται αντιμέτωποι με διώξεις: ένας νέος νόμος επιβάλλει ποινή φυλάκισης έως και 15 ετών σε όποιον διαδίδει πληροφορίες για τον πόλεμο που θεωρούνται “ψευδείς”. Αυτή η καταστολή της ελευθερίας δεν είναι κάτι νέο για τους Ρώσους, αλλά πλέον έχει φτάσει στο απόγειο του παραλογισμού: σήμερα, το να στέκεσαι στον δρόμο με ένα λουλούδι στο χέρι ή ένα κενό πλακάτ σε οδηγεί στην κλούβα της αστυνομίας.
Εν μέσω συλλήψεων, λογοκρισίας, φημολογίας περί στρατιωτικού νόμου και αδυσώπητης προπαγάνδας, μοιάζει σαν να έχουμε επιστρέψει κατευθείαν στην εποχή του Στάλιν.
Η Ρωσία που ήξερα δεν υπάρχει πια. Αυτό που ακολουθεί είναι σκοτεινό. Η ΕΣΣΔ μας δίνει μια εικόνα για το πώς θα μπορούσε να είναι – αλλά ακόμη και τότε υπήρχαν κάποιες αχτίδες ελπίδας.
Όπως καταδεικνύουν οι ιστορίες των γονιών μου και το αρχείο μου, πολλοί πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης βρήκαν τρόπους να ευημερήσουν εν μέσω αυτού του ουσιαστικά κολοσσιαίου κοινωνικού πειράματος. Ναι, έπρεπε να υποστούν τις ουρές για ψωμί, τις ειδήσεις (και την προπαγάνδα) της ελεγχόμενης από το κράτος, Οργουελιανής ονομασίας, εφημερίδα Πράβντα (Αλήθεια) και τον διαρκή φόβο του πυρηνικού πολέμου. Αλλά, συνέχισαν να κάνουν τέχνη, επιστημονικές ανακαλύψεις, να δημιουργούν οικογένειες και να χτίζουν αρχιτεκτονικά αριστουργήματα. Υπήρχε επίσης χιούμορ, ομορφιά και δημιουργικότητα πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα.
Όταν έμαθα ότι τα McDonald’s εντάχθηκαν στη μακρά λίστα των διεθνών επιχειρήσεων που ανέστειλαν τη λειτουργία τους στη Ρωσία, δεν μπόρεσα να μην θυμηθώ την πρώτη επίσκεψη της οικογένειάς μου. Θα μπορούσε κάποιος από τους ανθρώπους που στάθηκαν τότε στην ουρά για να αγοράσουν το πρώτους τους τσίζμπεργκερ το 1990 ότι η σύγχρονη Ρωσία θα κατρακυλούσε και πάλι στο σημείο από όπου ξεκίνησε;
Θα ξαναχτίσουμε, φυσικά, τη Ρωσία, αργά και υπομονετικά, όπως ακριβώς η γενιά πριν από μας. Αλλά όχι πριν καταρρεύσει η υπάρχουσα.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους
ΠΗΓΗ: Capital.gr