Η επιστροφή του Ερντογάν, ο Τραμπ και η Ελλάδα

Η επιστροφή του Ερντογάν, ο Τραμπ και η Ελλάδα

Του Άγγελου Κωβαίου*

Μέσα στη γενική γεωπολιτική αναστάτωση που ξεκίνησε λίγο πριν την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και συνεχίζεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς αφότου ο αμερικανός Πρόεδρος ανέλαβε καθήκοντα, συντελείται μία τεράστια ανατροπή, που αναμένεται ότι θα επηρεάσει άμεσα και την Ελλάδα.

Τους τελευταίους μήνες έχει αναβαθμιστεί με εντυπωσιακά άλματα η διεθνής παρουσία της Τουρκίας, όπως και η επιρροή της σε εμπόλεμες ζώνες και η δυνατότητα παρέμβασής της σε περιοχές κρίσης, όπως η Μέση Ανατολή και η Ουκρανία. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι οι συνομιλίες για την εξεύρεση μίας ειρηνευτικής φόρμουλας μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας αποφασίστηκε να γίνουν στη Κωνσταντινούπολη (15/5). Οπως τυχαίο δεν είναι ότι έχουν προηγηθεί εγκάρδιες τηλεφωνικές συνομιλίες του Ντόναλντ Τραμπ με τον Ταγίπ Ερντογάν, σε συνέχεια των οποίων ο αμερικανός πρόεδρος συνάντησε την Τετάρτη (14/5) στο Ριάντ (όπου βρέθηκε και υπέγραψε επενδυτικές συμφωνίες εκατοντάδων δισεκατομμυρίων με την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας), τον Αχμέντ αλ Σάρα, τον  λεγόμενο μεταβατικό ηγέτη της Συρίας, πρώην μέλος της Αλ Κάιντα και εκλεκτό του Ερντογάν.

Ο τούρκος πρόεδρος συμμετείχε μέσω τηλεδιάσκεψης. Λίγο νωρίτερα, ο Τραμπ είχε ανακοινώσει την άρση του καθεστώτος των πολυετών αμερικανικών κυρώσεων σε βάρος της Συρίας, προς ικανοποίηση του Ερντογάν, αφού η Τουρκία έχει ουσιαστικά καταλάβει τη χώρα. Παράλληλα ο αμερικανός πρόεδρος έχει δρομολογήσει συνομιλίες με το Ιράν, προς απογοήτευση του Μπενιαμίν Νετανιάχου. Υπενθυμιστικά σημειώνεται, ότι ο πρωθυπουργός του Ισραήλ είναι ο υπ’ αριθμόν 1 αντίπαλος του Ερντογάν. Ασχέτως του αν ο Τραμπ σκοπεύει να εγκαταλείψει τον Νετανιάχου, όπως πολλοί αναλυτές εκτιμούν, σχεδόν δεν κρύβεται ότι στρέφεται προς τον Ερντογάν για συγκεκριμένους λόγους και προσφέροντάς του συγκεκριμένους ρόλους. Είτε αυτόν του επίσημου διαμεσολαβητή για την ειρήνη στην Ουκρανία, είτε του τοποτηρητή (ή και κάτι περισσότερο) στη Συρία, ενώ κατά την παρουσία του στο Ριάντ δήλωσε και δημοσίως την επιθυμία του να προσέλθει και η Σαουδική Αραβία στις Συμφωνίες του Αβραάμ, της εξομάλυνσης δηλαδή των σχέσεων των αραβικών κρατών με το  Ισραήλ. Και ενδεχομένως όλα αυτά να αποκαλύπτουν πώς ο Τραμπ φαντάζεται έναν κύκλο συνομιλητών για την επίλυση του Παλαιστινιακού. Οσο συμβαίνουν αυτά, ο Ερντογάν φιλοξενεί τις συνομιλίες για την Ουκρανία, ενώ ταυτόχρονα το PKK ανακοινώνει τη διάλυσή του, έπειτα από δεκαετίες ένοπλου αγώνα. Θα θυμούνται οι περισσότεροι ότι μόλις πριν από λίγους μήνες ο Ερντογάν θεωρούνταν κάτι σαν αποσυνάγωγος στο διεθνές στερέωμα, λόγω της σύλληψης και φυλάκισης του πολιτικού του αντιπάλου, δημάρχου Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου. Η σημερινή εικόνα μόνο με διεθνή απομόνωση της Τουρκίας δεν μοιάζει και περισσότερο ως μία εντυπωσιακή επιστροφή της ως γεωπολιτικού παίκτη θα πρέπει να ερμηνευτεί. Σε τι επηρεάζουν την Ελλάδα όλα αυτά; Πέραν των προφανών, η εδραίωση του ρόλου της Τουρκίας στη Συρία και η «σφραγίδα» του Τραμπ ως προς αυτό, είναι ένα στοιχείο που κρύβει πολλούς κινδύνους σοβαρών περιπλοκών. Ενδεχομένως η πιο σοβαρή: να προστεθεί στο κατά πολλούς ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο, ένα πολύ πιο βάσιμο τουρκοσυριακό, το οποίο θα διαμορφώσει μία εντελώς νέα και δυσάρεστη για την Ελλάδα και την Κύπρο συνθήκη στη συζήτηση για τις θαλάσσιες ζώνες στην Ανατολική Μεσόγειο. Στο σημείο αυτό και εν αναμονή των προσεχών εξελίξεων, ιδιαίτερη σημασία θα έχει ο τρόπος με τον οποίο θα διαμορφωθούν και οι ευρωτουρκικές σχέσεις. Μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γερμανία, Ιταλία) δεν βλέπουν αρνητικά τη συμμετοχή της Τουρκίας στη νέα αρχιτεκτονική Αμυνας της Ενωσης, όπως και τη συνεργασία μαζί της στους εξοπλισμούς. Ταυτόχρονα, όσο παραμένει στο τραπέζι η επανένταξή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των αμερικανικών F-35, το θέμα της πώλησης μαχητικών στην Αγκυρα δεν έχει κλείσει, ενώ και οι πωλήσεις τουρκικών εξοπλισμών στην ΕΕ συζητούνται.

Τα όσα ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο Βερολίνο την Τρίτη (13/5) κατά τη διάρκεια των κοινών δηλώσεων με τον καγκελάριο Μερτς, ήταν ενδεικτικά της ανησυχίας της ελληνικής κυβέρνησης: «Δεν είναι η δουλειά ενός Πρωθυπουργού, φιλοξενούμενου σε μία μεγάλη χώρα όπως η Γερμανία, να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίον η Γερμανία θα κάνει πωλήσεις οπλικών συστημάτων», είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και προσέθεσε:  «Πιστεύω όμως ότι υπάρχει μια, θα σας έλεγα, κατανόηση ως προς την ανάγκη τέτοιου είδους πωλήσεις, αλλά και ενδεχόμενες μελλοντικές αμυντικές συνεργασίες, να πληρούν ορισμένες βασικές προϋποθέσεις. Και οι προϋποθέσεις αυτές έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι οι τρίτες χώρες οι οποίες θέλουν με κάποιον τρόπο να συνδεθούν αμυντικά με την Ευρώπη, θα πρέπει να δείχνουν, αν μη τι άλλο, μια υψηλή συμμόρφωση ως προς την κοινή πολιτική εξωτερικών και ασφάλειας ή -γιατί όχι;- να υπογράψουν και μία συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση». Υπό αυτές τις συνθήκες, οι κοινές γεωστρατηγικές εφαπτόμενες ΕΕ – ΗΠΑ – Τουρκίας, Αθήνας – Αγκυρας – Βερολίνου και Αθήνας – Αγκυρας – Ουάσινγκτον, συνθέτουν ένα πλέγμα, που κάποια στιγμή ίσως δώσει απαντήσεις για τις ισορροπίες στην περιοχή. Θα πρέπει όμως να θεωρείται βέβαιο ότι, στην Αθήνα και με δεδομένο τον σταθερό προσανατολισμό στον ατλαντισμό και στην σχέση με τις ΗΠΑ, θα απαιτηθεί μία συνολική αναπροσαρμογή στρατηγικού χαρακτήρα. Πηγή:

*Tα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους. Πηγή: Protagon.gr

Share this post