Η επίσκεψη Ερντογάν στην Θράκη

Η επίσκεψη Ερντογάν στην Θράκη

Του Αλέξη Αλεξανδρή, πρέσβη επί τιμή*

Όπως όλες οι επισκέψεις Τούρκων αξιωματούχων στην Ελλάδα την τελευταία δεκαπενταετία έτσι και η επικείμενη επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου της Δημοκρατίας Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν θα συμπεριλάβει και την Θράκη. Έχει ήδη ανακοινωθεί από τον φιλοερντογανικό τουρκικό τύπο ότι ο Τούρκος Πρόεδρος προγραμματίζει να μεταβεί στην Θράκη την Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου προκειμένου να συμπροσευχηθεί με τους εκεί «Τούρκους μουσουλμάνους αδελφούς».
Στο μεταξύ η τουρκική διπλωματία έχει πετύχει, εδώ και καιρό, να επιβάλει το δικό της «πρωτόκολλο» στις επισκέψεις των αξιωματούχων της στην Ελλάδα αποδίδοντας στο θρακικό σκέλος χαρακτήρα «ιδιωτικής επίσκεψης». Χάρις στο τέχνασμα αυτό, οι Τούρκοι αξιωματούχοι διευκολύνονται στο να έχουν «ανενόχλητη» επαφή με τους Θρακιώτες μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες, σε χώρους που θεωρούνται από την ελληνική Πολιτεία ότι λειτουργούν, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, παράνομα και καταχρηστικά, όπως οι «τουρκικές ενώσεις» και ψευδομουφτείες Κομοτηνής και Ξάνθης. Σε αυτούς ακριβώς τους χώρους οι ελεγχόμενοι από το τουρκικό Προξενείο μουσουλμάνοι Έλληνες πολίτες έχουν την ευχέρεια να διατρανώνουν τον τουρκισμό και την αγάπη τους προς την «μεγάλη Μητέρα Πατρίδα των 80 εκατομμυρίων».
Πρόσφατα δε κατά την «ιδιωτική επίσκεψή» του, ο καταγόμενος από τα Δειλινά Ροδόπης αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης Χακάν Τσαβούσογλου διαβεβαίωσε ότι η Τουρκία παρακολουθεί και παρεμβαίνει στα ζητήματα που αφορούν την «τουρκομουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης» («Μπατί Τράκια», όπως αποκαλούν την περιοχή οι γείτονες διαφοροποιώντας την από την υπόλοιπη ελληνική επικράτεια). Το γεγονός ότι κατά την θρακική περιοδεία του συνοδευόταν από τους τέσσερεις μειονοτικούς βουλευτές (που οι τρεις εκπροσωπούν τον ΣΥΡΙΖΑ και ένας το Ποτάμι) καθώς και από τους αιρετούς συμβούλους της Περιφερείας Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης έδωσε μια επίσημη νότα, τουλάχιστον από διπλωματικής άποψης, στη υποτιθέμενη «ιδιωτική» επίσκεψη του κου Τσαβούσογλου (!).
Διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις επιλέγουν να κλείνουν τα μάτια στην κατάσταση αυτή όπως άλλωστε και στην έντονη πολιτική, πολιτιστική, κοινωνική, θρησκευτική και εκπαιδευτική παρεμβατικότητα του τουρκικού Γενικού Προξενείου Κομοτηνής. Με τον τρόπο αυτό, η τουρκική πλευρά να δρα κατά το δοκούν στην Θράκη, προκαλώντας ενίοτε την αντίδραση γενικά της ελληνικής κοινής γνώμης. Οι λόγοι για τους οποίους η ελληνική πλευρά εδώ και δεκαετίες ανέχεται την κατάσταση αυτή και δεν προχωρά στην επεξεργασία και επιβολή δικού της «πρωτοκόλλου» όσον αφορά τις «ιδιωτικές επισκέψεις Τούρκων αξιωματούχων» εντός της επικράτειας της ή αποφεύγει να αξιώσει από του Τούρκους προξενικούς υπαλλήλους στην Κομοτηνή να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση της Βιέννης περί Προξενικών Σχέσεων (24.4.1963) είναι ένα τεράστιο ζήτημα που θα έπρεπε να αναλυθεί σε αυτοτελές άρθρο.
Στο «πρωτόκολλο» όμως που ουσιαστικά επέβαλε η Τουρκία κατά τις επισκέψεις των αξιωματούχων της στην Ελλάδα ήλθε πρόσφατα να προστεθεί και μια νέα παράμετρος. Τόσο ο πρώην πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου όσο και πρόσφατα ο Χακάν Τσαβούσογλου, αλλά και άλλοι αξιωματούχοι, συναντούνται κατά την παραμονή τους στην Αθήνα με την ηγεσία των εκπατρισθέντων Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και της Ίμβρου. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί απόρροια της πολιτικής που ακολουθούν από το 2002, οι κυβερνήσεις του εν πολλοίς προσωποπαγούς Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Στην προσπάθεια τους να προσεταιρισθούν τους Ευρωπαίους στην αντιπαράθεση τους με το κεμαλικό κατεστημένο, οι ερντογανικοί εμφανίστηκαν, ιδίως τα πρώτα χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας, πιο φιλικοί προς τις μη μουσουλμανικές μειονότητες της Τουρκίας. Υπό το φως της διαφοροποίησης αυτής από το κεμαλικό παρελθόν καθιέρωσαν ένα διάλογο με τους ταγούς της ελληνορθόδοξης μειονότητας αλλά και με τους εκπατρισθέντες (ή ορθότερα εκδιωχθέντες) Κωνσταντινουπολίτες και Ιμβρίους της Ελλάδας.

 


Οι επαφές αυτές έχουν, σύμφωνα με την τουρκική επιχειρηματολογία, στόχο την αποκατάσταση των αδικιών του παρελθόντος, αν και τα μέχρις στιγμής τα αποτελέσματα τους είναι δυστυχώς πενιχρά, καθώς το ΑΚΡ εμμέσως πλην σαφώς παραμένει καθηλωμένο στη λογική της στείρας αμοιβαιότητας , όπως αυτό διαφαίνεται στην περίπτωση της συνεχιζόμενης απαγόρευσης της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής Χάλκης. Εν τω μεταξύ, η τουρκική διπλωματία αξιοποιεί επικοινωνιακά την επαφή αυτή με το ελληνικό μειονοτικό στοιχείο.
Από την άλλη πλευρά η πληθυσμιακά συρρικνωμένη πλέον ελληνορθόδοξη μειονότητα, με πρωτοστάτη τον Ίμβριο Οικουμενικό Πατριάρχη κκ. Βαρθολομαίο, ανταποκρίθηκε στο άνοιγμα αυτό του ΑΚΡ αναπτύσσοντας μια πιο διεκδικητική στάση έναντι της Άγκυρας. Προσέφυγε για διάφορες υποθέσεις τουρκικών αυθαιρεσιών και καταπατήσεων των μειονοτικών δικαιωμάτων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, πρόβαλλε και κατήγγειλε στα διεθνή fora κατάφορες αδικίες του παρελθόντος και απαίτησε από την Άγκυρα να αναγνωρίσει τους μειονοτικούς Ρωμιούς ως ισότιμους πολίτες της Τουρκίας και όχι ως ένα αναλώσιμο διαπραγματευτικό χαρτί σε ένα ατέρμονο ελληνοτουρκικό διπλωματικό παιγνίδι πινγκ-πονγκ αρνητικής αμοιβαιότητας μεταξύ Πόλης-Ίμβρου και Θράκης. Συναφώς, το Συνέδριο των Ρωμιών της Πόλης του Ιουλίου 2006 που πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη θεωρείται ορόσημο στην πρόσφατη ιστορία της ελληνικής μειονότητας η οποία, με πρωτόγνωρη εξωστρέφεια σε σύγκριση με το παρελθόν, διακήρυξε την αποφασιστικότητα της να συνεχίσει την πορεία της ως διεθνώς αναγνωρισμένη μειονότητα της Τουρκίας. Στο Συνέδριο αυτό συμμετείχαν διακεκριμένοι επιστήμονες αλλά και οι κωνσταντινουπολίτικοι σύλλογοι του εξωτερικού, βασικά της Ελλάδας, οι οποίοι είχαν ήδη ιδρύσει ένα δευτεροβάθμιο όργανο την Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών (ΟΙΟΜΚΩ).
Ο συλλογικός φορέας των ευαγών ιδρυμάτων ο Σύνδεσμος Υποστήριξης Ρωμαίικων Κοινοτικών Ιδρυμάτων (ΣΥΡΚΙ), ο οποίος ιδρύθηκε αμέσως μετά το εν λόγω Συνέδριο, η ΟΙΟΜΚΩ και οι Σύλλογοι των Ιμβρίων εγκαινίασαν παράλληλους διαλόγους με την κυβέρνηση Ερντογάν αξιώνοντας την επίλυση σειρά προβλημάτων που αντιμετωπίζει διαχρονικά η ελληνορθόδοξη μειονότητα της Τουρκίας. Ποια είναι τα θέματα που θέτουν οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΚΙ-ΟΙΟΜΚΩ στους Τούρκους συνομιλητές τους; Είναι ζωτικά ζητήματα που αφορούν την επιβίωση και ομαλή λειτουργία της ταλαιπωρημένης αλλά δραστήριας ελληνορθόδοξης κοινότητας, όπως η διεξαγωγή κοινοτικών εκλογών για την ανάδειξη αιρετών διοικήσεων (εδώ και μια πενταετία δεν επιτρέπεται η διενέργεια εκλογών στα ελληνικά ευαγή ιδρύματα της Πόλης). Επίσης τίθεται το θέμα της επανένταξης στους κόλπους της οργανωμένης ελληνικής κοινότητας του Μείζονος Ιδρύματος Βαλουκλή, το οποίο μαζί με το νοσοκομειακό του συγκρότημα κατέχει γύρω στο εβδομήντα τοις εκατό του συνόλου της ομογενειακής περιουσίας.
Ο τερματισμός της κατάληψης των τριών ιστορικών ελληνικών εκκλησιών του Γαλατά μαζί με τα πενήντα ακίνητα τους από τους «Τουρκορθόδοξους» (!) απογόνους του περιβόητου εξωμότη παπά Εφτίμ συγκαταλέγεται στα θέματα που εγείρουν οι ομογενείς. Επιπλέον, η υπόθεση αυτή βρίσκεται ενώπιον των τουρκικών δικαστηρίων μετά από προσφυγή της ελληνικής κοινότητας όπως άλλωστε και εκείνη που αφορά την επιστροφή της κυριότητας των κατειλημμένων (μαζμπούτ) ελληνικών βακουφίων, που περιλαμβάνουν ιστορικά μοναστήρια των Πριγκιποννήσων ορισμένα από τα οποία χρονολογούνται από την βυζαντινή περίοδο.
Τα αιτήματα αυτά έθεσε πρόσφατα η ΟΙΟΜΚΩ στον αντιπρόεδρο της τουρκικής κυβέρνησης Χακάν Τσαβούσογλου και προτίθεται να τα επαναλάβει και στον Πρόεδρο Ερντογάν αν καταστεί δυνατή μια τέτοια συνάντηση. Ωστόσο η εξωστρέφεια και η διεκδικητικότητα της ιστορικής ελληνορθόδοξης μειονότητας που πασχίζει να ξαναγίνει υπολογίσιμη κοινότητα παρά το μικρό μέγεθος της παρεξηγείται από ορισμένους κύκλους τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία. Η εθνικιστική τουρκική κοινή γνώμη καταγγέλλει ως αντιπατριωτική την τάση των μειονοτικών να προσφεύγουν στα διεθνή δικαστήρια ή την προσπάθεια διεθνοποίησης του ζητήματος της εθνοτικής κάθαρσης του ρωμαίικου στοιχείου.
Στην Ελλάδα, αντίστοιχοι κύκλοι, θεωρούν ότι η διεξαγωγή εκ μέρους των Κωνσταντινουπολιτών και Ιμβρίων ενός επίσημου διαλόγου με τους Τούρκους αξιωματούχους παρέχει άλλοθι στην τουρκική διπλωματία και δυσχεραίνει την ελληνική θέση στο Θρακικό. Δυστυχώς η λογική αυτή στηρίζεται στα σύνδρομα του παρελθόντος όταν την περίοδο 1954-1974, η Ελλάδα στην πράξη θυσίασε την ομογένεια της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου προκειμένου να μην επιβαρυνθεί η ελληνική πολιτική στο Κυπριακό. Μια θυσία όμως που δεν φάνηκε ικανή να αποτρέψει την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τις δυσμενείς εξελίξεις στο Κυπριακό αφού στη συνέχεια αποδείχθηκε περίτρανα ότι οι αντιφάσεις, οι αγκυλώσεις, οι διχασμοί και οι εν γένει οι ανεπάρκειες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής της εποχής εκείνης ευθύνονταν για τα όσα συνέβησαν στη Μεγαλόνησο. Αλλά και μετά το 1974 συνέχισε μέχρι τις ημέρες μας να επικρατεί, τουλάχιστον σε ορισμένους κύκλους στην Αθήνα, η λογική ότι η «χαμένη υπόθεση» της ομογένειας στην Τουρκία αποτελεί «βαρίδιο» στην αντιμετώπιση του Θρακικού πλέον θέματος.
Όσον αφορά την Ρωμιοσύνη της Πόλης και της Ίμβρου θεωρώ ότι δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση «χαμένη υπόθεση» και ότι η πορεία της είναι ανεξάρτητη από εκείνη της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης καθώς οι πληθυσμοί αυτοί συνιστούν πλέον μη συγκρίσιμες, από κάθε άποψη, οντότητες. Συνεπώς η επιλογή των εκπροσώπων της Ρωμιοσύνης τόσο στην Τουρκία όσο και στο εξωτερικό μιας πολιτικής επίσημου διαλόγου με την επίσημη τουρκική πλευρά είναι χρήσιμη και επιβεβλημένη. Ωστόσο, αν ο διάλογος αυτός δεν είναι bona fide και ειλικρινής τότε πρέπει να καταγγέλλεται δημοσίως και χωρίς περιστροφές ιδίως όταν είναι φανερή η ανυπαρξία , μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ουσιαστικής προόδου σχετικά με την ικανοποίηση των βασικών αιτημάτων της ελληνορθόδοξης μειονότητας. Επίσης πρέπει να τονίζεται με έμφαση ότι η θετική διάθεση των εκπροσώπων της Πολίτικης και Ιμβριακής Ρωμιοσύνης για εποικοδομητικό διάλογο δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για επικοινωνιακά οφέλη από την Άγκυρα.
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα των Αθηνών «ΕΣΤΙΑ»
-Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τις θέσεις του συγγραφέα τους

Share this post