Η εφημερίδα “Haaretz” Τελευταίο προπύργιο της εβραϊκής αντιπολίτευσης στο Ισραήλ

Η εφημερίδα “Haaretz” Τελευταίο προπύργιο της εβραϊκής αντιπολίτευσης στο Ισραήλ

Του Sylvain Cypel*

“Το Ισραήλ βρίσκεται στα πρόθυρα μιας δεξιάς, θρησκευτικής και αυταρχικής επανάστασης”, τιτλοφορεί η εφημερίδα Haaretz ( Η Χώρα)την επομένη των ισραηλινών βουλευτικών εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 2022, οι οποίες επιβεβαίωσαν την εδραίωση μιας φασίζουσας ακροδεξιάς και τη μη αποδοχή της καταπίεσης στην Παλαιστίνη. Οι παραδοσιακές αριστερές δυνάμεις μπορεί να έχουν χρεοκοπήσει, αλλά η Haaretz, μια φιλελεύθερη εφημερίδα, διατηρεί μια συνεπή γραμμή αντίθεσης στις επίσημες πολιτικές. Μια έρευνα για μια καθημερινή εφημερίδα που δεν μοιάζει με καμία άλλη.

Φτάνοντας στο Ισραήλ, αγοράζετε την εφημερίδα Haaretz και ανακαλύπτετε τον εξής τίτλο: “Πετάξτε το υλικό στα πηγάδια. Αρχεία δείχνουν ότι ο ισραηλινός στρατός είχε δεξιαγάγει έναν βιολογικό πόλεμο το 1948”. Συνεχίζοντας την ανάγνωση, ανακαλύπτετε ότι δόθηκαν εντολές να δηλητηριαστούν τα πηγάδια των παλαιστινιακών χωριών κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που έφερε αντιμέτωπες τις δυνάμεις του Yishuv (του εβραϊκού εποικισμού στην Παλαιστίνη) με εκείνες του ντόπιου πληθυσμού κατά την περίοδο που προηγήθηκε και ακολούθησε τη δημιουργία του Ισραήλ στις 15 Μαΐου 1948. Η επιχείρηση αυτή, που σχεδιάστηκε υπό την ηγεσία του μελλοντικού πρωθυπουργού David Ben Gourion και του μελλοντικού αρχηγού του επιτελείου του Ygael Yadin, και ονομάστηκε “Ρίξε το ψωμί σου” (Cast Thy Bread), είχε ως στόχο να αποτρέψει την επιστροφή των Παλαιστινίων μετά την εκδίωξή τους. Τα αρχεία δείχνουν ότι ο στρατηγός Yohanan Ratner ζήτησε γραπτή εντολή, την οποία του αρνήθηκαν. Ο Yadin έγραψε στους υφισταμένους του ότι έπρεπε να ενεργήσουν “με τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα”. Οι πρώτες δηλητηριάσεις πραγματοποιήθηκαν τον Απρίλιο του 1948 κοντά στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας και σε χωριά κοντά στη Γάζα. Τελικά, αυτή η μάλλον αναποτελεσματική τακτική εγκαταλείφθηκε γρήγορα.

Αποκαλύψεις αυτού του είδους, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το Ισραήλ εκδίωξε τους Παλαιστίνιους από τη γη τους, δημοσιεύονται τώρα με φρενήρη ρυθμό από την Haaretz, την ισραηλινή “εφημερίδα αναφοράς”. Βασίζεται, συχνά, στο έργο ενός νεαρού ιστορικού, του Adam Raz, ο οποίος δημιούργησε το 2015 μια ομάδα εργασίας, το Ινστιτούτο Έρευνας για την Ισραηλινο-Παλαιστινιακή Σύγκρουση, με την ονομασία Akevot. Η λέξη στα εβραϊκά σημαίνει “ίχνη”. Ο Raz αναζητά τα θαμμένα ίχνη του ισραηλινού παρελθόντος που η επίσημη ιστοριογραφία έχει σβήσει για να συγκαλύψει τα γεγονότα που αποκρύπτονται από την ηρωική εκδοχή της. Ο Raz δημοσιεύει συστηματικά τις αποκαλύψεις του στις στήλες της Haaretz.

Η εφημερίδα απασχολεί έναν δημοσιογράφο (τον Ofer Aderet) σχεδόν σε πλήρη απασχόληση, ο οποίος παρακολουθεί το έργο των ιστορικών που “αποδομούν” πλήρως τις παλιές επίσημες αφηγήσεις. Ο Raz, ο οποίος έχει γράψει μερικά βιβλία (μεταξύ των οποίων το 2018 το Kafr Qasim Massacre για τη σφαγή του Kafr Kassem), έχει ο ίδιος δημοσιεύσει τα τελευταία χρόνια στη Haaretz ή έχει δει το έργο του να αναφέρεται από τον Aderet σε μια σειρά από καυτά άρθρα για τη Nakba, για σφαγές που έμειναν στη σκιά, αλλά και για θέματα όπως η ενσωμάτωση των νεοφερμένων Εβραίων της Ανατολής τη δεκαετία του 1950. “Ούτε η Yedioth Aharonot (η πιο πολυδιαβασμένη εφημερίδα της χώρας), ούτε οποιαδήποτε άλλη ισραηλινή εφημερίδα θα δημοσίευε αυτά τα άρθρα“, λέει. Εκτός από τη Haaretz, όλα τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης υπερασπίζονται την “επίσημη αφήγηση”” για το παρελθόν του Ισραήλ, λέει ο ιστορικός.

Δεν είναι όμως μόνο γεγονότα από το παρελθόν όσα αποκαλύπτει η καθημερινή αυτή εφημερίδα, και που οι άλλες κρύβουν. Και για το παρόν επίσης, η Haaretz διακρίνεται για τη μοναδική κάλυψη στη χώρα της. “Δεν φοβόμαστε να καταπιαστούμε με τα πιο συγκρουσιακά ζητήματα. Κανείς άλλος δεν δημοσιεύει με συνέπεια και συστηματικότητα την πληροφόρηση που εμείς μεταδίδουμε”, εξηγεί η Hagar Shezaf, μια νεαρή δημοσιογράφος που καλύπτει τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. “Ένας δημοσιογράφος όπως ο Dov Hasson παρακολουθεί με εξαιρετικό τρόπο εδώ και μια δεκαετία την ιουδαιοποίηση της Ιερουσαλήμ και τον απίστευτο διαχωρισμό των Παλαιστινίων κατοίκων που προκαλεί”. “Ενσαρκώνει την αλλαγή που έχει γνωρίσει η εφημερίδα”, συνεχίζει ένα από τα διεθνή αστέρια της, η Amira Hass, η οποία καλύπτει τα παλαιστινιακά εδάφη από το 1993.

Η “αλλαγή” στην οποία αναφέρεται εκτείνεται προς τρεις κατευθύνσεις, εξηγεί η Noa Landau, η βοηθός διευθύντρια σύνταξης: “Πρώτον, είμαστε μια φιλελεύθερη εφημερίδα” – με την αγγλοσαξονική έννοια της λέξης: με κλίση προς τον προοδευτισμό. “Και σαφώς είμαστε πολύ μπροστά σε θέματα ενημέρωσης όπως η κατοχή των Παλαιστινίων, η μεταχείριση των μεταναστών και τα ανθρώπινα δικαιώματα”. Πώς συνέβη αυτό σε μια εφημερίδα που, μετά την εξαγορά της το 1933-1934 από τους Schocken (μια οικογένεια πλούσιων Γερμανών Εβραίων που διέφυγαν από τον ναζισμό), ήταν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ο φορέας ενός διατρανωμένου σιωνισμού και πολιτικά κεντροδεξιά;

Για να εξηγήσουν αυτή την εξέλιξη, οι δημοσιογράφοι της υπογραμμίζουν δύο συγκλίνουσες τάσεις. Πρώτον, η συνεχής ενίσχυση του ισραηλινού εποικισμού στα κατεχόμενα εδάφη και, δεύτερον, η ολοένα και πιο ριζική αποικιοκρατική κατεύθυνση τόσο της ισραηλινής κοινωνίας όσο και της πολιτικής της εκπροσώπησης. Αυτές οι τάσεις ώθησαν σταδιακά τη σύνταξη προς περισσότερο ή λιγότερο έντονες μορφές “αντίστασης”, λόγω της αίσθησης ενός αυξανόμενου κινδύνου, που δεν είχε να κάνει τόσο με τους Παλαιστίνιους, αλλλά περισσότερο με την “ισραηλινή δημοκρατία”. Ο Amos Schocken, διευθύνων σύμβουλος της εφημερίδας από το 1992, ενσαρκώνει τη μετριοπαθή αλλά και ασυμβίβαστη εκδοχή αυτής της εξέλιξης. Μέσα στη σύνταξη, όλοι υπογραμμίζουν τον καθοριστικό ρόλο του σημερινού διευθύνοντος συμβούλου στην πορεία που ακολούθησε η Haaretz. Διατήρησε εξαρχής τον οικογενειακό χαρακτήρα της οικονομικής της δομής, επιτρέποντάς της έτσι να αντιστέκεται στους πειρασμούς των αρπακτικών. Κι έπειτα, όχι μόνο βρήκε μειοψηφικούς μετόχους που δεν απειλούσαν το μέλλον, αλλά και δημιούργησε ένα οικονομικό ένθετο (The Marker), το οποίο, ασπαζόμενο έναν καθαρόαιμο οικονομικό φιλελευθερισμό, συνέβαλε τα μέγιστα στην αποκατάσταση της οικονομικής υγείας της εφημερίδας, η οποία αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες πριν από μια δεκαετία. Τέλος, ο Schocken είναι ο βασικός πυλώνας που εξασφάλισε την ανεξαρτησία του τίτλου.

Όσο για την πολιτική του στράτευση: “Ναι, είμαι σιωνιστής. Και όταν πιστεύεις στον σιωνισμό, όπως αυτός εκφράστηκε στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του Ισραήλ, δεν μπορείς να δεχτείς τον Νόμο για το Έθνος-Κράτος του Εβραϊκού Λαού, έναν νόμο με φασιστικό χαρακτήρα”, λέει σήμερα ο Schocken. Αυτός ο λεγόμενος “θεμελιώδης” (με συνταγματική ισχύ) νόμος, που ψηφίστηκε το 2018, ορίζει δύο κατηγορίες πολιτών: τους Εβραίους, οι οποίοι έχουν όλα τα δικαιώματα, και τους άλλους (άρα τους Παλαιστίνιους), οι οποίοι, ακόμη και ως πολίτες, δεν τα απολαμβάνουν στο σύνολό τους. “Μας οδηγεί στην καταστροφή”, επαναλαμβάνει ο Schocken. Η Haaretz αντιτάχθηκε στον νόμο για το ‘Εθνος-κράτος ήδη από το 2011, όταν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινοβούλιο.

Το 2011 είναι ακριβώς η χρονιά που ανέλαβε καθήκοντα ο σημερινός διευθυντής σύνταξης, ο Aluf Benn. Όμως “η διαδικασία απελευθέρωσης του λόγου σχετικά με τους Παλαιστίνιους είχε ξεκινήσει από τον προηγούμενο διευθυντή σύνταξης” (τον Dov Alfon, νυν διευθυντή της Libération), επισημαίνει ο Gideon Levy, ένας από τους πιο μαχητικούς χρονικογράφους (υποστηρίζει το κίνημα Boycott Divestment Sanctions – BDS). Σύμφωνα με τον ίδιο, “για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήταν αδύνατο να πεις στη Haaretz ότι ο σιωνισμός από μόνος του συνεπάγεται την αντίληψη της εβραϊκής ανωτερότητας. Υπό την αιγίδα του Benn, οι όροι “έγκλημα πολέμου”, “απαρτχάιντ”, “εβραϊκή υπεροχή” κ.λπ. έγιναν νόμιμοι” μέσα στην εφημερίδα. Έκτοτε, υπάρχει το εξής παράδοξο: οι Ισραηλινοί ηγέτες προσπαθούν να πείσουν τον κόσμο ότι η χρήση του όρου απαρτχάιντ για να περιγράψει το καθεστώς που επιβλήθηκε στους Παλαιστίνιους αποτελεί εκδήλωση αντισημιτισμού. Αλλά μέσα στο πιο γνωστό έντυπο του Ισραήλ, λέει η Anat Kam, μια νεαρή δημοσιογράφος που εργάζεται στις σελίδες γνώμης της ιστοσελίδας της εφημερίδας, “υπάρχει μια βαθιά συζήτηση σχετικά με τη χρήση του όρου απαρτχάιντ. Αλλά μπορεί να υπάρξει μόνο επειδή βασίζεται σε συλλογική συμφωνία: το δικαίωμα στην έκφραση είναι ιερό”.

Αυτές οι σημασιολογικές αλλαγές συνοδεύονται από πολλές άλλες. “Για μεγάλο χρονικό διάστημα”, παραδέχεται ο Aluf Benn, “πιστεύαμε ότι η κατοχή [των Παλαιστινίων] θα ήταν προσωρινή. Τώρα είναι σαφές ότι έχει γίνει μόνιμη. Πριν από τριάντα χρόνια, όταν οι στρατιώτες σκότωναν ένα παιδί, θα μπορούσε να περιμένει κανείς μία έρευνα. Σήμερα, ο στρατός εγκρίνει τα πάντα. Οι έρευνες έχουν εξαφανιστεί. Αυτό εξηγεί την εμφάνιση της οργάνωσης Breaking the Silence” – μιας ΜΚΟ από έφεδρους στρατιώτες που καταθέτουν τις μαρτυρίες τους για τις ενέργειες του στρατού στα κατεχόμενα εδάφη. Είναι επίσης αυτό που οδήγησε την Haaretz να αλλάξει: “Οι περισσότερες εφημερίδες δεν δημοσιεύουν τίποτα για την πραγματικότητα της κατοχής. Αντιθέτως, εμείς καταλαμβάνουμε μια μοναδική θέση σε αυτόν τον τομέα“.

Μια άλλη σημαντική αλλαγή είναι ότι οι διακρίσεις εις βάρος Ισραηλινών ανατολικής καταγωγής λαμβάνονται πολύ πιο συστηματικά υπόψη. Η Iris Leal, συνεργάτης των λογοτεχνικών σελίδων, αυτοσυστήνεται ως η “διακεκριμένη Ανατολίτισσα” της εφημερίδας. Πολύ επικριτική απέναντι στην ιστορική “τύφλωση” των ηγετών των Εργατικών Ασκενάζι (Εβραίων της Κεντρικής Ευρώπης) απέναντι στους Ανατολικούς Εβραίους, γράφει πολύ συχνά για το αγαπημένο της θέμα. “Οι αναγνώστες της Haaretz, λέει, είναι στην πολύ μεγάλη τους πλειοψηφία Ασκενάζι (και επομένως πιο πλούσιοι και πιο μορφωμένοι). Με σέβονται επειδή είμαι αριστερή” [υπονοώντας, όχι επειδή είμαι Ανατολίτισσα]. Μάλιστα, “πολλοί αναγνώστες της εφημερίδας με αποκαλούν “κλαψιάρα”, μου γράφουν ότι “το θέμα της Ανατολής είναι ξεπερασμένο”. Αυτοί είναι σχεδόν πάντα Ασκενάζι. Όμως, συνέχισε, “έχω την υποστήριξη της διοίκησης, που ενδιαφέρεται για μία όσο το δυνατόν καλύτερη κάλυψη των όσων συνέβησαν και συμβαίνουν στους Εβραίους της Ανατολής στο Ισραήλ”.

Πιστώνει την εφημερίδα της ότι εμπόδισε “την υπόθεση των μωρών από την Υεμένη να μπει κάτω από το χαλί”. Η υπόθεση αυτή, η οποία χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, παραμένει μια πολύ καυτή εστία έντασης. Εκατοντάδες μωρά που γεννήθηκαν από γονείς κυρίως από την Υεμένη και άλλες μουσουλμανικές χώρες φέρονται να δηλώθηκαν ψευδώς ως θνησιγενή στους γονείς τους, προκειμένου να δοθούν κρυφά για υιοθεσία σε ζευγάρια Ασκενάζι που δεν ήταν σε θέση να τεκνοποιήσουν (ανάμεσα στα οποία και επιζώντες από τα στρατοπέδα θανάτου). Μεταξύ εκείνων που καταγγέλλουν ένα “κρατικό έγκλημα” ανύποπτων διαστάσεων και εκείνων που αμφισβητούν ένα “φανταστικό” κατασκεύασμα, η συζήτηση μαίνεται εδώ και 50 χρόνια, χωρίς να έχει καταλήξει. Η Haaretz, λέει η Leal, έχει δώσει πολύ χώρο σ’ αυτούς που καταγγέλουν ένα fake. Όμως ο Alon Idan, ο επικεφαλής των σελίδων συζήτησης, ο οποίος τις άνοιξε στις “διαφορετικές απόψεις”, έδωσε σημαντικό βήμα στους υποστηρικτές του κρατικού εγκλήματος.

Ωστόσο, η πιο θεαματική ίσως αλλαγή που γνώρισε η Haaretz είναι η αρχή “αραβοποίησης” του συντακτικού της προσωπικού. Το 2000, η Noa Landau ξεκίνησε το πρόγραμμα Haaretz 21. Στόχος ήταν η στρατολόγηση Παλαιστίνιων δημοσιογράφων (Ισραηλινών πολιτών). “Η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Χρειαζόμασταν Παλαιστίνιους στην αίθουσα σύνταξης για δύο λόγους: για να είμαστε συνεπείς με τις αρχές μας, που βασίζονται στα ίσα δικαιώματα των Ισραηλινών πολιτών, και, ακόμη πιο σημαντικό, για να δώσουμε στους αναγνώστες μας την αντίληψη του άλλου, που οι Ισραηλινοί δεν ακούνε σχεδόν ποτέ. Αλλά για έναν Παλαιστίνιο, δεν υπήρχε κανένας τρόπος να εκπαιδευτεί ως δημοσιογράφος στο ισραηλινό σύστημα. Γι’ αυτό και πήραμε την πρωτοβουλία. Το Haaretz 21 είναι μια θερμοκοιτίδα. Η πρώτη σειρά αποτελούνταν από 20 άτομα, πέντε από τα οποία εργάζονται τώρα στην εφημερίδα”. Η δεύτερη σειρά θα αποφοιτήσει σε ένα χρόνο και θα προσληφθούν πέντε έως έξι νέοι Παλαιστίνιοι δημοσιογράφοι.

Η Sheren Falah Saab ήταν από τους πρώτους που επιλέχτηκαν. Καλύπτει κυρίως την κοινωνία και την κουλτούρα των Παλαιστινίων-Ισραηλινών πολιτών, θέματα που σπάνια εμφανίζονται στον Τύπο. Τα άρθρα της δημοσιεύονται συχνά στο πολιτιστικό ένθετο Galleria. Όταν ερωτάται για την ταυτότητά της, απαντά ότι είναι “πολύπλοκη”. Χωρίς να απαρνείται την ισραηλινή υπηκοότητά της, αισθάνεται “άλλοτε Παλαιστίνια, άλλοτε Αράβισσα και συχνά και τα δύο”. Επιπλέον, είναι Δρούζα, μια ταυτότητα που έρχεται ξανά στο προσκήνιο σε ορισμένες περιστάσεις. Εν ολίγοις, βιώνει “τις εσωτερικές συγκρούσεις ως προς την ταυτότητά τους των περισσότερων Παλαιστινίων που είναι Ισραηλινοί πολίτες, και οι οποίες οφείλονται πολύ στις πολιτικές που μας επιβάλλει το Ισραήλ”.

Μια Παλαιστίνια να γράφει σε μια ισραηλινή εφημερίδα; Στην αρχή οι φίλοι της την κοίταξαν με καχυποψία. Τώρα, “αυτό τελείωσε“. Λέει επίσης ότι “δεν αισθάνεται ξένη” στη σύνταξη. Ένα από τα τελευταία της άρθρα, “Η τραγική ζωή του Ghassan Kanafani” αφορούσε τον άνθρωπο που παραμένει μια εμβληματική φιγούρα του παλαιστινιακού αγώνα. Ο Kanafani, ποιητής και ηγέτης του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP), δολοφονήθηκε στη Βηρυτό από ισραηλινό κομάντο στις 8 Ιουλίου 1972. Η Falah Saab του αφιερώνει τρεις σελίδες στο εβδομαδιαίο ένθετο, βασιζόμενη στο βιβλίο ενός πρώην δημοσιογράφου της Haaretz, του Danny Rubinstein. Εκείνη την εποχή, όλο το Ισραήλ θεωρούσε νόμιμη τη δολοφονία ενός “τρομοκράτη”. Σήμερα, ο Rubinstein γράφει ότι ο Kanafan “δεν είχε σωματοφύλακες. Ούτε άλλαζε κατοικία. Δεν φανταζόταν καν ότι το Ισραήλ θα μπορούσε να τον θεωρήσει τρομοκράτη”. Η Sheren αφηγείται απλώς την ιστορία ενός ανθρώπου που η μία κοινωνία θεωρεί τέρας και η άλλη ήρωα.

“Τίποτα από όλα αυτά δεν θα ήταν δυνατό χωρίς τον ιδιοκτήτη”, τον Amos Shocken, τον προοδευτικό μεγιστάνα που συχνά λοιδορείται από την ισραηλινή δεξιά με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να λοιδορείται ο Georges Soros από τους αμερικανικούς κύκλους γύρω από τον Trump, υποστηρίζει ο Gideon Levy. “Αν η Yediot Aharonot εξαφανιζόταν, το Ισραήλ θα συνέχιζε να είναι το ίδιο. Αν η Haaretz εξαφανιζόταν, κανείς δεν θα μιλούσε πια για τα παλαιστινιακά εδάφη, τους περιβαλλοντικούς κινδύνους ή την καταπίεση των γυναικών”. Ο Aluf Benn εκφράζει μια παρόμοια σκέψη. “Έχουμε γίνει ο μοναδικός αντιπολιτευτικός πόλος στη χώρα; Κατά κάποιο τρόπο, ναι.” Το ερώτημα που θέτει, είναι:

“Γιατί συνέβη αυτό; Είναι η έκφραση μιας κούρασης; Εκτός από τους εποίκους και τον στρατό, ο κόσμος δεν πηγαίνει στα κατεχόμενα εδάφη. Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια εξέγερση στην Τζενίν και τη Ναμπλούς που καταστέλλεται με άγριο τρόπο. Ούτε η κυβέρνηση ούτε ο στρατός δίνουν την παραμικρή εξήγηση. Αλλά και κανείς δεν κάνει ερωτήσεις. Το ίδιο ισχύει και για τους μόνιμους ισραηλινούς βομβαρδισμούς στη Συρία. Στην πραγματικότητα, δεκαπέντε χρόνια μετά το τέλος της δεύτερης ιντιφάντα, οι περισσότεροι άνθρωποι αδιαφορούν για το τι συμβαίνει στους Παλαιστίνιους.”
 

Επομένως, καταλήγει ο διευθυντής σύνταξης, “αν η αποκάλυψη των γεγονότων που κανείς δεν θέλει να γνωρίζει μας κάνει μοναδικούς, είναι επίσης επειδή έχουν αλλάξει πολλά τις τελευταίες δεκαετίες“. Με διαφορετικούς όρους, η δημοσιογράφος Anat Kam συμφωνεί: “Ναι, η Haaretz είναι de facto η μόνη αντιπολίτευση στους ισραηλινούς κυβερνώντες, αλλά αυτό το γεγονός κρύβει ένα άλλο: η εφημερίδα πείθει μόνο όσους έχουν πειστεί εκ των προτέρων”.

Αν η Haaretz προκαλεί συχνά οργισμένες αντιδράσεις στους περισσότερους Ισραηλινούς, η εφημερίδα επικρίνεται μερικές φορές από εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης που αντιτίθενται στην κατοχή. Είναι η περίπτωση, για παράδειγμα, του ειδησεογραφικού ιστότοπου “Ο πιο καυτός τόπος στην κόλαση” ή του τηλεοπτικού καναλιού Democrat TV, το οποίο διευθύνει η Lucy Aharish, μία Παλαιστίνια πολίτης του Ισραήλ. Αλλά ο πιο ενεργός ιστότοπος ονομάζεται Local Call και η αγγλική του έκδοση +972.com. Ορισμένοι από τους δημοσιογράφους του και κυρίως οι επισκέπτες του επικρίνουν την τάση της Haaretz να διατηρεί μια μορφή μετριοπάθειας στην κριτική των ενεργειών των ισραηλινών αρχών. Κυρίως, σημειώνει η σκηνοθέτρια Anat Even, το Local Call είναι το μόνο “πραγματικά δι-εθνικό” μέσο ενημέρωσης. Οι πένες του όπως και οι διαχειριστές του ονομάζονται Hagai Matar, Orly Noy, Meron Rapoport, Yonit Mozes κλπ., αλλά και Basil El-Adra, Fatima Abdul Karim, Vera Sajraoui, Baker Zoubi, Samiha Houreini κλπ. Εν ολίγοις, υπάρχουν τόσοι Παλαιστίνιοι όσο και Εβραίοι δημοσιογράφοι.

Αλλά και στο εσωτερικό της Haaretz, ακούγονται επικριτικές φωνές. Η Amira Hass, ανταποκρίτρια στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, όπου ζει από το 1993, αναγνωρίζει ότι η εφημερίδα της δεν έχει όμοιά της στο Ισραήλ. “Δημοσιεύουμε τώρα άρθρα και πληροφορίες που δεν θα εμφανίζονταν ποτέ πριν και δίνουμε στους Παλαιστίνιους μία ορατότητα στα μέσα ενημέρωσης που δεν έχουν πουθενά αλλού στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης”. Προσθέτει ωστόσο:
 

“Η Haaretz δίνει την εντύπωση ότι κάνει πολλά. Σε σύγκριση με άλλους, αυτό είναι προφανές. Αλλά συμβαίνουν πολύ περισσότερα από όσα αναφέρονται, είτε πρόκειται για τις σφαγές παιδιών από στρατιώτες, είτε για τις επιθέσεις εποίκων εναντίον Παλαιστινίων αγροτών, είτε για τις ισραηλινές μεθόδους για την αρπαγή της γης. Ίσως με δέκα ακόμη δημοσιογράφους θα το καταφέρναμε, αν εκτός των άλλων το επέτρεπε και το “rating”.

Πιστεύει ότι θα έπρεπε επίσης να υπάρχει το ίδιο ενδιαφέρον για την παλαιστινιακή κοινωνία όσο και για τις καθημερινές συγκρούσεις. Δεν είναι η μόνη που αναφέρει αυτή την έλλειψη. Αρκετοί από τους συνομιλητές μου ανέφεραν αυτούς που αποκαλούν “Τελαβιβιανούς”, οι οποίοι υπερεκπροσωπούνται αριθμητικά στη σύνταξη. Ο όρος παραπέμπει σε ένα είδος “bobo αριστεράς” [μποέμ αστοί – σ.σ.] που είναι σίγουρα προοδευτική στο σύνολό της, αλλά που δεν νοιάζεται και πολύ για τις ζωές των Παλαιστινίων. Η Amira Hass επιμένει επίσης στο “λεξιλόγιο” που, όσον αφορά τους Παλαιστίνιους, “δεν έχει απελευθερωθεί επαρκώς στη σύνταξη από την επίσημη γλώσσα”. ‘Ενα παράδειγμα: μόλις αυξάνεται ο αριθμός των πυροβολισμών από Παλαιστίνιους, ο όρος “κλιμάκωση”, που προβάλει αμέσως ο εκπρόσωπος του στρατού, επαναλαμβάνεται συχνά μηχανικά και στην εφημερίδα. “Αλλά η επιτάχυνση του εποικισμού, η πιο σταθερή και επιθετική διαδικασία από όλες, δεν ονομάζεται ποτέ κλιμάκωση”. Ένα άλλο παράδειγμα: “Μια παλαιστινιακή πόλη ή χωριό αναφέρεται συχνά στον Τύπο, ακόμη και στην Haaretz, ανάλογα με την εγγύτητά της σε έναν εποικισμό. Αυτό δίνει μια λανθασμένη εντύπωση συνύπαρξης και κανονικότητας. Αντί να γράφουμε ότι η πόλη Salfit βρίσκεται κοντά στο Ariel (ένας μεγάλος ισραηλινός εποικισμός), θα έγραφα εγώ ότι βρίσκεται νοτιοδυτικά της Ναμπλούς και ότι το Ariel χτίστηκε στη γη της“. Συγχρόνως, επιμένει πως στην Haaretz “απολαμβάνουμε μια ελευθερία γραφής που δεν υπάρχει στα άλλα μεγάλα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης, τα οποία ασκούν μαζική αυτολογοκρισία” μόλις αγγίξουμε την κατοχή και τους εποικισμούς.

Από αυτή την άποψη, τι αντίκτυπο έχει η Haaretz στην κοινωνία της; Εδώ οι απόψεις των δημοσιογράφων διίστανται. Η Sheren Falah Saab πιστεύει ότι καταφέρνει να “ταρακουνήσει λίγο τα πράγματα”. Το βλέπει στα μηνύματα που λαμβάνει, ακόμη και αν αυτά περιλαμβάνουν και αρκετές βρισιές (“τις αγνοώ”). Η Hagar Shezaf απαντά ότι “μερικές φορές υπάρχουν μικροεπιτυχίες. Αναγκάζουμε τον στρατό να αλλάξει μια δήλωση. Αλλά αν έκανα τη δουλειά μου με την ελπίδα να αλλάξω τα πράγματα, νομίζω ότι θα έπεφτα σε βαθιά κατάθλιψη”. Ο Gideon Levy πιστεύει μετά λύπης του ότι η επιρροή της εφημερίδας του στην ισραηλινή κοινωνία είναι “σχεδόν μηδενική”. Από την άλλη πλευρά, συνεχίζει, ο διεθνής αντίκτυπός της είναι πλέον δεδομένος. Η συνεχής αύξηση των πωλήσεων της αγγλικής έκδοσης (σε συνεργασία με τους New York Times) και οι συνδέσεις στον αγγλικό ιστότοπό της το αποδεικνύουν. Σε όλο τον κόσμο, πολιτικοί ηγέτες, επιχειρηματίες, διπλωμάτες, πανεπιστημιακοί, όλοι όσοι ενδιαφέρονται για τη Μέση Ανατολή “γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει άλλο μέρος για να πάρουν αξιόπιστες πληροφορίες από τη Haaretz”. Η εφημερίδα μπορεί να μην αλλάζει τους διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεων, ούτε να εμποδίζει τις διπλωματικές επιτυχίες του Ισραήλ, έχει γίνει όμως σημαντική πηγή που καταδεικνύει τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση της εικόνας αυτού του κράτους στον κόσμο.

Τέλος, η Noa Landau θεωρεί ότι είναι πρόωρο να γίνει μια πραγματική αξιολόγηση της εξέλιξης της Haaretz. Η σημαντικότερη επιτυχία της, στα μάτια της, είναι ότι συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στο να εμποδίσει την προσπάθεια των κυβερνώντων να “σβήσουν τη Νάκμπα από τη δημόσια συζήτηση”, όπως είχε προσπαθήσει να κάνει ο Benyamin Nétanyahou . Αλλά πιστεύει, κυρίως, ότι η πιο πειστική επιτυχία της εφημερίδας της δεν έχει γίνει ακόμη αισθητή, παρότι ήδη “σχηματίζονται εβραϊκοαραβικές ομάδες”. Όπως το Standing Together, μια ένωση που αγωνίζεται για ίσες αμοιβές για Εβραίους και Άραβες. “Όλο και περισσότεροι άνθρωποι στην Αριστερά καταλαβαίνουν ότι δεν υπάρχει μέλλον στο Ισραήλ χωρίς να ληφθεί υπόψη η γνώμη των Αράβων. Η τάση της συνεργασίας μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών ενισχύεται και θα συνεχιστεί”. Ο χρόνος θα δείξει, αλλά αυτή είναι η κατεύθυνση που σκοπεύει να προωθήσει η Haaretz.

Sylvain Cypel υπήρξε μέλος της αρχισυνταξίας της Monde, και πριν διευθυντής σύνταξης του Courrier international. Αρθρογραφεί τακτικά στο σάιτ Orient XXI. ‘Εχει γράψει τα βιβλία Les emmurés. La société israélienne dans l’impasse (La Découverte, 2006) και L’État d’Israël contre les Juifs (La Découverte, 2020)./ Πηγή: lifo.gr

 

Share this post