Η δημοσιογραφία μπορεί να σου κοστίσει τη ζωή στο Αφγανιστάν
Ένας νεαρός αφγανός δημοσιογράφος, ο Τζαβάντ Χατίμπι (φωτογραφία πάνω) , που παραμένει εγκλωβισμένος στη χώρα του μαζί με την οικογένειά του και διατρέχει μεγάλο κίνδυνο και δύο αφγανές δημοσιογράφοι, που βρέθηκαν με ασφάλεια στην Ελλάδα, περιγράφουν την τραγωδία στην χώρα τους.
Της Ελίζας Τριανταφύλλου*
«Βρίσκομαι σε κίνδυνο και ζητώ από τη χώρα σας να προστατεύσει εμένα και την οικογένειά μου. Ο λόγος που κινδυνεύω είναι επειδή είμαι ενεργή γυναίκα και δημοσιογράφος. […] Το μόνο που θέλω είναι να φύγω από αυτή τη χώρα με την οικογένειά μου για να σωθούμε και να ξεκινήσουμε μία νέα ζωή στη χώρα σας που δεν έχει πόλεμο», έγραφε ανήσυχη λίγο μετά την πτώση της κυβέρνησης της Καμπούλ στα χέρια των Ταλιμπάν η αφγανή συνάδελφος Μασουμέ Χαλαμί, απευθυνόμενη σε μία γνωστή της βρετανίδα δημοσιογράφο. Η απρόσμενα γρήγορη αλλαγή φρουράς μετά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν, βρήκε τη Μασουμέ στο Ιράν τη στιγμή που οι γονείς και τα τρία παιδιά της ήταν πίσω στο Αφγανιστάν, όπου και γύρισε για να τους σώσει.
Παρόμοιες δραματικές εκκλήσεις για βοήθεια απηύθυνε και η δημοσιογράφος Σάρα Τουργκάν, μητέρα ενός 4χρονου κοριτσιού και σύζυγος ενός πολιτικού μηχανικού. «Όπως γνωρίζετε αυτή τη στιγμή η χώρα βρίσκεται υπό τον απόλυτο έλεγχο ενός καθεστώτος τρομοκρατών που αναζητούν δημοσιογράφους, ειδικά γυναίκες δημοσιογράφους που έχουν αποκαλύψει την απανθρωπιά και τα εγκλήματά τους μέσω των ρεπορτάζ τους. Οι Ταλιμπάν ήδη τους ψάχνουν από σπίτι σε σπίτι. Απειλείται η ζωή μου. Αυτή τη στιγμή κρύβομαι στο υπόγειο του σπιτιού μου και ελπίζω να μην πέσω στα χέρια τους. […] θα ήθελα επειγόντως να ζητήσω την προστασία σας για να μην με σκοτώσουν οι Ταλιμπάν. Λόγω των ρεπορτάζ μου είναι πλέον αδύνατο να ζω και να εργάζομαι σε μία χώρα που κυριαρχούν οι Ταλιμπάν […] είναι πολύ πιθανό να με σκοτώσουν όπως επίσης τον σύζυγο και την κόρη μου, γι αυτό σας παρακαλώ σώστε μας από βέβαιο θάνατο».
Όπως αναφέρει στο inside story. gr ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων (IFJ), Τζέρεμι Ντίαρ, «από τον Αύγουστο τουλάχιστον έξι δημοσιογράφοι έχουν σκοτωθεί και πολλοί περισσότεροι έχουν δεχθεί απειλές, παρενοχλήσεις, εκφοβισμό και βία. Ένας αυξανόμενος αριθμόςTaliban’s return ‘a catastrophe’ for journalism in Afghanistan | The Guardian δημοσιογράφων αναφέρει ότι έχει δεχθεί επιθέσεις, έχει τεθεί σε κράτηση και έχει απειληθεί από αξιωματούχους των Ταλιμπάν. Σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε τον περασμένο μήνα από την Εθνική Ένωση Δημοσιογράφων του Αφγανιστάν, πάνω από το 70% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι έχει δεχθεί απειλές μέσα στον πρώτο μήνα απ’ όταν οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την εξουσία. Το 67% εξ αυτών ήταν γυναίκες».
Η IFJ μέχρι στιγμής έχει δεχτεί σχεδόν 7.000 εκκλήσεις για βοήθεια, όπως αυτές που έστειλαν η Μασουμέ και η Σάρα, όχι μόνο από δημοσιογράφους αλλά και τεχνικούς σε ΜΜΕ ή σε άλλους ρόλους όπως γραφεία Τύπου υπουργείων και άλλων κρατικών φορέων. Παρόμοια είναι και η εικόνα στο inbox της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων, όπως μας λέει η πρόεδρος Σάια Τσαουσίδου.
Ένας συνδυασμός διάφορων επιβαρυντικών παραγόντων όπως οικονομικές δυσκολίες για τα ΜΜΕ, που έχασαν σημαντικές πηγές χρηματοδότησης μετά την πτώση της Καμπούλ (διαφημίσεις, ξένα αναπτυξιακά κονδύλια), προβλήματα στις τηλεπικοινωνίες, φυγή προσωπικού, απαγόρευση εργασίας στις γυναίκες και οι αυστηροί κανόνες των Ταλιμπάν για το ποια θέματα μπορούν να καλύψουν οι δημοσιογράφοι, έχει οδηγήσει 153 ΜΜΕ να βάλουν «λουκέτο». Αριθμός που αντιστοιχεί στα ⅔ όλων των ΜΜΕ της χώρας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που υποστήριζαν τα γυναικεία δικαιώματα, εξηγεί ο Τζέρεμι Ντίαρ.
Μέσα στην ατυχία του να βλέπουν την εύθραυστη δημοκρατία στο Αφγανιστάν, αλλά και τη ζωή που με κόπο οικοδόμησαν να καταρρέει μπροστά στα μάτια τους και τη χώρα τους να μπαίνει για άλλη μία φορά σε μία δίνη χάους, η Σάρα και η Μασουμέ στάθηκαν τυχερές. Τα ονόματά τους χάρη στη συνδρομή που τους παρείχε η Διεθνής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων ήταν μέσα στη εγκεκριμένη λίστα δεκάδων γυναικών από το ΑφγανιστάνΓυναίκες από το Αφγανιστάν στην ελληνική Βουλή | Το Βήμα (δικαστικών, βουλευτριών και ακτιβιστριών) που κατάφεραν με τη βοήθεια μη κυβερνητικών οργανώσεων και του ελληνικού κράτους να βρεθούν με ασφάλεια στην Ελλάδα μαζί με την οικογένειά τους. Μέχρι στιγμής σχεδόν 700 άτομα έχουν βρει καταφύγιο στη χώρα μας, χάρη σε διάφορες διεθνείς πρωτοβουλίες που οργανώθηκαν με έμπνευση και βάση τις αρχικές προσπάθειες που κατέβαλαν προς αυτήν την κατεύθυνση ήδη από τον Αύγουστο το δίκτυο ΜέλισσαNetwork for migrant and refugee women in Greece Melissa και η οργάνωση Human Rights 360. Η ομάδα της Μέλισσας επικοινωνούσε καθημερινά με μέλη όλων των ομάδων που έχουν φθάσει στη χώρα μας, ώστε να οργανωθεί ο απεγκλωβισμός τους, καθώς και με διεθνείς οργανώσεις και ιδρύματα ώστε να δημιουργηθεί γύρω τους μια παγκόσμια «αλυσίδα αλληλεγγύης», όπως την αποκαλεί η Ναντίνα Χριστοπούλου, που συντόνιζε την προσπάθεια, μαζί με γυναίκες από όλον τον κόσμο – μεταξύ των οποίων και Αφγανές πρόσφυγες στην Ελλάδα και αλλού, που αγωνιούσαν για την τύχη των γυναικών στην πατρίδα τους. Από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης, στη γέφυρα «διάσωσης» που στήθηκε για αυτές τις γυναίκες σε κίνδυνο συμμετείχε το υπουργείο Εξωτερικών, το υπουργείο Εργασίας και πιο συγκεκριμένα η υφυπουργός Μαρία Συρεγγέλα και το υπουργείο Μετανάστευσης. «Το πιο σημαντικό για εμάς ήταν να τις σώσουμε, να τις απεγκλωβίσουμε από τη χώρα τους», λέει η ελληνίδα υφυπουργός Εργασίας. Μέσα στις διασωθείσες είναι και η πρώην υπουργός Εργασίας του Αφγανιστάν.
Την περασμένη Τετάρτη 3 Νοεμβρίου, συναντήσαμε τις δύο δημοσιογράφους μαζί με την οικογένειά τους στο ξενοδοχείο που μένουν προσωρινά, πέριξ της Ομόνοιας.
Στη χώρα μας έφτασαν μόλις μία εβδομάδα πριν τη συνάντησή μας. Τα βασικά τους έξοδα καλύπτονται με τη βοήθεια της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών. Η ΕΣΗΕΑ ενισχύει το διεθνές πρόγραμμα στήριξης των Αφγανών δημοσιογράφων | ΕΣΗΕΑ. Όπως μας εξήγησε η πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, Μαρία Αντωνιάδου, οι δύο γυναίκες για τους επόμενους έξι μήνες θα λαμβάνουν μηνιαίο χρηματικό βοήθημα 500 ευρώ έκαστη από το Ταμείο Αλληλοβοήθειας των δημοσιογράφων και οι ιατροφαρμακευτικές τους ανάγκες πρόκειται να καλυφθούν από τον ΕΔΟΕΑΠ, ενώ ήδη τις έχουν προμηθεύσει με απαραίτητο ρουχισμό και είδη υγιεινής, αφού ήρθαν στη χώρα μας μόνο με μία βαλίτσα στο χέρι. Μέσα στο επόμενο διάστημα η ελπίδα της Μασουμέ και της Σάρα, όπως μας είπαν, είναι να γίνουν δεκτές στον Καναδά, όπου θέλουν να μετεγκατασταθούν μαζί με την οικογένειά τους. Η κυβέρνηση του Καναδά Supporting Afghan nationals: About the special programs | Canada.ca έχει ανακοινώσει ότι θα δεχθεί έως και 40.000 Αφγανούς μετανάστες στο πλαίσιο δύο ειδικών ανθρωπιστικών προγραμμάτων που τρέχει.
Σύμφωνα με την υφυπουργό Μετανάστευσης Σοφία Βούλτεψη, σε όλες τις γυναίκες και τις οικογένειές τους θα δοθεί τρίμηνη παράταση παραμονής στην Ελλάδα, ώστε να καταστεί εφικτό να έχουν ιατροφαρμακευτική κάλυψη και να είναι καλυμμένες σε περίπτωση αστυνομικού ελέγχου στον δρόμο. Σε περίπτωση που το τρίμηνο παρέλθει και δεν έχουν γίνει δεκτές για μετεγκατάσταση εκτός Ελλάδας (κάτι που είναι η επιθυμία των περισσοτέρων), ανέφερε η κ. Βούλτεψη στο inside story, θα χρειαστεί να ακολουθήσουν τις προβλεπόμενες διαδικασίες και να αιτηθούν άσυλο από την ελληνική υπηρεσία.
Η Μασουμέ είναι μία δυναμική 29χρονη γυναίκα και μητέρα δύο αγοριών (7 και 12 χρονών) και μιας τρίχρονης κόρης. Τα παιδιά, όπως μας είπε, τα μεγάλωσε μόνη της μετά το διαζύγιο που πήρε. «Όταν αποφάσισα να γίνω δημοσιογράφος υπήρχαν πάρα πολλά προβλήματα που ξεκίνησαν μέσα από το ίδιο μου το σπίτι. Ο άντρας μου δεν ήθελε να σπουδάσω και να προχωρήσω στη ζωή μου και γι’ αυτό χώρισα. Είναι πολύ δύσκολο να είσαι μόνη σου, να σπουδάζεις, να δουλεύεις και να μεγαλώνεις τρία παιδιά». Παρόλα αυτά διατηρεί καλές σχέσεις με την αδερφή του πρώην συζύγου, η οποία μένει ήδη στον Καναδά γι αυτό και η ίδια θέλει να πάει εκεί – για να είναι κοντά σε ένα γνώριμο πρόσωπο και να έχει βοήθεια με τα παιδιά. Επί επτά συναπτά χρόνια, από το 2015, δούλευε στον τηλεοπτικό σταθμό Tamadon TV ως παρουσιάστρια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων και έχει δεχτεί ευθείες απειλές από τους Ταλιμπάν ακόμη και πριν την επικράτησή τους. «Η δουλειά μου ήταν εναντίον των Ταλιμπάν και αρκετές φορές τους επέκρινα ανοικτά» έγραφε στην επιστολή με την οποία ζητούσε βοήθεια.
Από δελτίο ειδήσεων που παρουσίαζε η Μασουμέ.
Μπορεί η ίδια και τα τρία της παιδιά να είναι πλέον ασφαλή μακριά από το Αφγανιστάν, όμως η ανησυχία της είναι μεγάλη για τα μέλη της οικογένειας (παππού, γιαγιά και γονείς) που έμειναν πίσω. «Δεν είναι ασφαλείς, άλλαξαν σπίτι επειδή πριν έμενα μαζί τους. Μου ζητούν να τους βοηθήσω να δραπετεύσουν. Μου λένε “επειδή εσύ ήσουν δημοσιογράφος κινδυνεύει τώρα και η δική μας ζωή”».
Οι δύο δημοσιογράφοι που συναντήσαμε στην Ομόνοια δεν γνωρίζονταν πριν έρθουν στην Ελλάδα. «Ήξερα τη Μασουμέ από την τηλεόραση που έλεγε τις ειδήσεις, αλλά όχι προσωπικά» λέει η 31χρονη Σάρα, που πήρε το πτυχίο της στη δημοσιογραφία το 2015 από το Herat University και έκτοτε έχει εργαστεί σε διάφορα τηλεοπτικά κανάλια, ραδιοφωνικούς σταθμούς και εφημερίδες. Ως ρεπόρτερ στην εφημερίδα Kabul Morning (Sobhe-Kabul) ασχολούνταν με τα εγκλήματα που διέπρατταν οι Ταλιμπάν σε όλη τη χώρα και ως αποτέλεσμα, όσο δούλευε εκεί, δέχθηκε αρκετές απειλές και τηλεφωνήματα από τους Ταλιμπάν που την ανάγκασαν να παραιτηθεί. Επίσης έχει εργαστεί στην Ανεξάρτητη Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Αφγανιστάν και η τελευταία της δουλειά ήταν ως επόπτρια σε έργα της Παγκόσμιας Τράπεζας στη χώρα της, αλλά σταμάτησε μετά την πτώση της Καμπούλ
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, η Σάρα μάς δείχνει μία φωτογραφία στο κινητό της. Είναι ένας γείτονάς της που έχει ανάψει μία πρόχειρη φωτιά στην πίσω αυλή του για να κάψει άρον άρον το πτυχίο του και κάθε είδους «ενοχοποιητικό» –στα μάτια των Ταλιμπάν– χαρτί όπως έγγραφα εργασιακής εμπειρίας κτλ.
«Δεν φύγαμε από τη χώρα μας επειδή απλώς είχαμε μία δυσκολία. Παλέψαμε πολλά χρόνια με τα προβλήματα που είχαμε και πριν τους Ταλιμπάν. Ο μοναδικός λόγος που φύγαμε τώρα είναι για να μείνουμε ζωντανές εμείς και η οικογένειά μας» λέει, με την Μασουμέ δίπλα της να γνέφει συμφωνώντας. Η Σάρα έχει ακόμη τα σημάδια στο χέρι της από τον άγριο ξυλοδαρμό που υπέστη από Ταλιμπάν όταν επιχείρησε να καλύψει δημοσιογραφικά μία διαδήλωση στην Καμπούλ μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης.
Η περίπτωση της Μασουμέ και της Σάρα αποτελεί εξαίρεση. Από τους χιλιάδες ανθρώπους που έχουν στείλει εκκλήσεις για βοήθεια σε δημοσιογραφικές, ανθρωπιστικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις σε μία προσπάθεια να σώσουν τη ζωή τους, ελάχιστοι είναι αυτοί που έχουν καταφέρει να διαφύγουν. Οι περισσότεροι, σχεδόν τρεις μήνες μετά την επικράτηση των Ταλιμπάν, συνεχίζουν να αγωνιούν καθημερινά.
Ένας από αυτούς είναι ο 30χρονος Τζαβάντ Χατίμπι, που μαζί με τη σύζυγο και τις δύο ανήλικες κόρες τους παραμένει εγκλωβισμένος στο Αφγανιστάν, με τη ζωή τους να κρέμεται από μία κλωστή. Εκτός από το γεγονός ότι είναι δημοσιογράφος, δηλαδή ένα επάγγελμα που βρίσκεται στο στόχαστρο των Ταλιμπάν, έχει την «ατυχία» να ανήκει σε μία εθνική (Χαζαρά) και θρησκευτική μειονότητα (σιίτης) που αποτελεί «κόκκινο πανί» εδώ και χρόνια για αυτή την ομάδα, πόσο μάλλον τώρα που έχουν τον απόλυτο έλεγχο της χώρας.
Επειδή όπως αποδείχθηκε για μία ακόμη φορά ο κόσμος είναι μικρός, ο Τζαβάντ συμπτωματικά εργάζεται στο ίδιο τηλεοπτικό κανάλι με την Μασουμέ. Όταν συναντηθήκαμε στο αθηναϊκό ξενοδοχείο, της ζήτησα να μιλήσει μαζί του με βιντεοκλήση στο WhatsApp. Η Μασουμέ, εκτός από το γεγονός ότι πιστοποίησε τη δημοσιογραφική ιδιότητα του Τζαβάντ με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο, τόνισε ότι ο συνάδελφός της πράγματι βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο. Ο σιίτες και οι Χαζαρά αντιμετωπίζουν ακόμη μία απειλή: Το Ισλαμικό Κράτος φαίνεται, σύμφωνα με όσα μας είπαν ο Τζαβάντ, η Σάρα (Χαζαρά επίσης) και η Μασουμέ (σιίτισσα), να έχει ενδυναμωθεί το τελευταίο διάστημα, αφού πρώην μαχητές που βρίσκονταν στο πλευρό των Ταλιμπάν ενώνουν τώρα τις δυνάμεις τους με τον ISIS. «Οι πιο ριζοσπαστικοί μαχητές θεωρούν ότι οι Ταλιμπάν μετά την ανάληψη της εξουσίας έχουν “μαλακώσει”, έτσι συντάσσονται με το Ισλαμικό Κράτος. Είμαστε σιίτες και ο ISIS είναι ο βασικός εχθρός μας. Αν είναι ισχυρός, είμαστε σε μεγάλο κίνδυνο. Είναι αδίστακτοι και δεν δείχνουν έλεος ούτε στα μικρά παιδιά μας».
Με τον Τζαβάντ συνομιλούμε σχεδόν καθημερινά στο WhatsApp από τα τέλη Σεπτεμβρίου, με αφορμή ένα άλλο θέμα που έψαχνα εκείνη την περίοδο. Είναι σκηνοθέτης πολιτικών ντοκιμαντέρ και αναπληρωτής διευθυντής ειδήσεων στο Tamadon TV και μετράει εννέα χρόνια στο επάγγελμα.
Το ντοκιμαντέρ του Τζαβάντ για τα εγκλήματα των Ταλιμπάν κατά της ανθρωπότητας, που αφήνει αιχμές για το λαθρεμπόριο ναρκωτικών στο Αφγανιστάν και προβλήθηκε τον Φεβρουάριο του 2020. «Αυτό το ντοκιμαντέρ δεν αποτελεί απειλή μόνο για τη δική μου ζωή αλλά και για τη ζωή της οικογένειάς μου, συμπεριλαμβανομένης της συζύγου και των δύο μικρών κορών μου, που είναι πολύ νέες για να υποστούν τις συνέπειες από την ασχολία του πατέρα τους με τα media».
«Η κατάσταση στη χώρα είναι πολύ κρίσιμη και τεταμένη και η δημοσιογραφία εδώ μπορεί να κοστίσει ζωές. Οι Ταλιμπάν με έχουν χτυπήσει και με έχουν απειλήσει με καλάσνικοφ πολλές φορές. Έχω προσπαθήσει πολύ, έχω στείλει πολλά email σε διάφορους παραλήπτες αλλά ακόμη δεν έχω καταφέρει να φύγω», έγραφε στην πρώτη μας επικοινωνία.
Σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει από τότε η κατάσταση γι’ αυτόν έχει επιδεινωθεί σημαντικά. Εκτός από το γεγονός ότι ο κρατικός μηχανισμός είναι υπό διάλυση, όπως μας λέει, με τους δημόσιους υπαλλήλους να μην εμφανίζονται στο γραφείο τους για δουλειά –άρα οι υπηρεσίες να υπολειτουργούν (όπως τα γραφεία διαβατηρίων)– και την κυβέρνηση να έχει σχηματιστεί σχεδόν αποκλειστικά από ανθρώπους των Ταλιμπάν, εκτός επίσης από τις συχνές διακοπές ρεύματος και τα μπλακ άουτ στο internet, ο κίνδυνος για τη ζωή του και της οικογένειάς του έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Στις 10 Οκτωβρίου η αστυνομία των Ταλιμπάν σε έλεγχο που του έκανε καθώς πήγαινε στη δουλειά του κατέσχεσε το κινητό τηλέφωνο και έψαξε τα περιεχόμενά του. Τρεις μέρες μετά, όταν πήρε τη συσκευή από το αστυνομικό τμήμα, η οθόνη ήταν διαλυμένη και αναγκάστηκε να δανειστεί ένα κινητό από φίλο του για να κάνει τη δουλειά του.
Στις 15 Οκτωβρίου ένας βομβιστής αυτοκτονίας που φέρεται να ανήκει στον ISIS ανατινάχθηκε μέσα σε ένα τζαμί σιιτών στην Κανταχάρ, παίρνοντας μαζί του στον θάνατο τουλάχιστον 37 ανθρώπους και τραυματίζοντας δεκάδες.
Το τζαμί αυτό ανήκει εμμέσως στο ίδιο συγκρότημα επιχειρήσεων με τον τηλεοπτικό σταθμό στον οποίο εργάζεται ο Τζαβάντ. «Το γραφείο μας έχει δεχτεί απειλές από τον ISIS και τώρα δεν ξέρω τι να κάνω. Η κατάσταση στο Αφγανιστάν επιδεινώνεται καθημερινά και ο ISIS αποκτά όλο και περισσότερη δύναμη» έγραφε ανήσυχος στο WhatsApp στις 16 Οκτωβρίου. Λίγες ημέρες μετά, στις 31 Οκτωβρίου, ένας συνάδελφός του δέχτηκε δολοφονική επίθεση από ενόπλους, τον βρήκε μία σφαίρα στο πηγούνι αλλά ευτυχώς γλίτωσε. Στις 2 Νοεμβρίου το Ισλαμικό Κράτος ήταν πίσω από την επίθεση στο μεγαλύτερο στρατιωτικό νοσοκομείο της Καμπούλ | Capital.gr . Τουλάχιστον 25 άνθρωποι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 50 τραυματίστηκαν.
Ο Τζαβάντ Χατίμπι δεν είναι επιλεκτικός· θέλει απλώς να πετύχει αυτό που θα προσπαθούσε με κάθε τρόπο οποιοσδήποτε άνθρωπος: να σώσει τη ζωή του και της οικογενείας του από αιμοσταγείς εχθρούς. Όταν τον ρωτάω σε ποια χώρα θέλει να πάει, απαντά «σε οποιαδήποτε εκτός από το Αφγανιστάν». Όπως μας εξηγεί όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και η Μπέλκις Γουίλ από το Human Rights Watch και η IFJ, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο.
Σύμφωνα με τον εγκλωβισμένο συνάδελφο, η έξοδος από την χώρα είναι για αυτόν επί της ουσίας αδύνατη, αφού η διέλευση ελέγχεται από τους Ταλιμπάν και χωρίς την έγκρισή τους κανείς δεν μπορεί να περάσει τα σύνορα εκτός κι αν πρόκειται για εξαιρετικούς λόγους υγείας. Στο μεταξύ το διαβατήριό του έχει λήξει, η ανανέωση επί του παρόντος είναι ανέφικτη λόγω της κατάστασης στις δημόσιες υπηρεσίες (με υπαλλήλους συχνά να ζητούν αντίτιμο 500 δολαρίων για τα διαβατήρια) ενώ η γυναίκα και οι δύο κόρες τους (4 ετών και ενός) δεν έχουν καν ταξιδιωτικά έγγραφα. «Δεν πρόλαβα να τους βγάλω διαβατήριο καθώς δεν πίστευα ότι οι Ταλιμπάν θα καταλάμβαναν τόσο γρήγορα την Καμπούλ» έγραφε μεταξύ άλλων στην επιστολή με παραλήπτες διάφορες δημοσιογραφικές ενώσεις αλλά και τη γερμανική κυβέρνηση. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση που έλαβε από την Bundestag στις 7 Οκτωβρίου. Αφού του εξηγούν ότι η ομάδα διαχείρισης κρίσης του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών δεν μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτόν επί του παρόντος και ότι είναι στη δυσάρεστη θέση να απορρίψει το αίτημά του, γράφουν: «Παρακαλώ λάβετε υπόψιν ότι αυτή τη στιγμή είναι δύσκολο έως αδύνατο να φύγετε από το Αφγανιστάν προς κάποια γειτονική χώρα και ότι η κατάσταση είναι ρευστή. Σε γενικές γραμμές το αν αξίζει να ρισκάρετε το ταξίδι οδικώς έως τα σύνορα είναι κάτι που πρέπει να αποφασίσετε μόνος σας ανάλογα με τις περιστάσεις που αντιμετωπίζετε εσείς προσωπικά».
Αρνητικά ήταν τα νέα που έλαβε ο Τζαβάντ μέσα Οκτωβρίου και από τη Γαλλική Ένωση Δημοσιογράφων (SNJ), η οποία προηγουμένως είχε ζητήσει με επιστολή από το γαλλικό κράτος να εκδώσει ανθρωπιστική βίζα, πιστοποιώντας ότι ο συγκεκριμένος Αφγανός δημοσιογράφος βρίσκεται σε κίνδυνο και πως εύλογα φοβάται για τη ζωή του. Παρόμοια επιστολή έχει λάβει και από την IFJ (τη γνησιότητά της πιστοποίησε στο inside story o γ.γ. της IFJ που την υπογράφει).
Στις 15 Οκτωβρίου η SNJ γράφει «είχαμε συνάντηση σήμερα με το υπουργείο Εξωτερικών και όπως σας είχαμε υποσχεθεί σας στέλνουμε ενημέρωση. Δυστυχώς τα νέα δεν είναι καλά. Η γαλλική κυβέρνηση δεν μπορεί να απομακρύνει Αφγανούς πολίτες χωρίς την άδεια των Ταλιμπάν. Μέχρι στιγμής προσπαθούν να βγάλουν πολύ μικρούς αριθμούς ανθρώπων. Από τις 31 Αυγούστου έχουν καταφέρει να βγάλουν μία χούφτα Αφγανούς (λιγότερους από 10 πιστεύουμε) […]. Ως εκ τούτου μετά από 1,5 μήνα δουλειάς και άσκησης πίεσης με μεγάλη στεναχώρια σας λέμε ότι δεν υπάρχουν ελπίδες για μαζική εκκένωση από τις γαλλικές αρχές στο άμεσο μέλλον […]».
Στο πλήθος των συμβουλών που στέλνει η SNJ στους παραλήπτες Αφγανούς δημοσιογράφους, σημειώνει μεταξύ άλλων πως αντιλαμβάνονται ότι οι Ταλιμπάν δεν δίνουν διαβατήρια σε δημοσιογράφους. Σε άλλο σημείο αναφέρει ότι «μόλις μάθαμε ότι κατασκευάζονται στην Καμπούλ πλαστά πιστοποιητικά από την IFJ και την SNJ, από άτομα που δεν είναι δημοσιογράφοι. Που σημαίνει ότι αυτά που σας στείλαμε είναι πλέον άχρηστα […)
Την ίδια στιγμή, αναφέρει στο inside story ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας του IFJ, Τζέρεμι Ντίαρ, το κόστος των πτήσεων λόγω της τεράστιας ζήτησης και της χαμηλής προσφοράς κινείται σε απαγορευτικά επίπεδα. Αυτό οδηγεί δεκάδες εκατοντάδες άτομα να προσπαθούν να διαφύγουν παράνομα και τελικά να τους απελαύνουν πάλι πίσω στο Αφγανιστάν. Η Μπέλκις Γουίλ, που επίσης έχει έρθει σε επαφή με αρκετούς παγιδευμένους μέσα στην ίδια τους τη χώρα, μας λέει ότι «δυστυχώς καταφέραμε να βγάλουμε κάποιους τις πρώτες εβδομάδες αλλά πλέον δεν μπορούμε. Οι περισσότεροι Αφγανοί με τους οποίους έχουμε μιλήσει κατευθύνονται δυτικά και μέσω της Νιμρόζ περνάνε στο Ιράν. Οι Ταλιμπάν αφήνουν ανθρώπους από τα σημεία ελέγχου να περνάνε αν τους δωροδοκήσουν. Πολλοί από το Ιράν προσπαθούν να πάνε στην Τουρκία, αλλά οι Τούρκοι στρατιώτες τους απωθούν βίαια πίσω στο ΙράνTurkey: Soldiers Beat, Push Afghan Asylum Seekers Back to Iran | HRW.org».
Άλλο σημαντικό πρόβλημα είναι ότι τα προγράμματα που έχουν τεθεί σε εφαρμογή από διάφορα κράτη για την υποδοχή Αφγανών που βρίσκονται σε κίνδυνο δεν είναι σωστά σχεδιασμένα. Σύμφωνα με τον κ. Ντίαρ «οι βίζες που εκδίδονται είναι πολύ λίγες και οι προϋποθέσεις πολύ περιοριστικές – για παράδειγμα ζητούν βίζα αλλά όλες οι πρεσβείες στην Καμπούλ είναι κλειστές, ζητούν διαβατήριο αντί απλώς ηλεκτρονική ταυτότητα. Η πλειονότητα των Αφγανών δεν έχει διαβατήρια και τα γραφεία έκδοσης διαβατηρίων δεν λειτουργούν. Σε ορισμένα προγράμματα πρέπει να κάνεις αίτηση όταν βρεθείς εκτός χώρας, αλλά δεν μπορείς να φύγεις από τη χώρα αν δεν έχεις βίζα. Λόγω έλλειψης πόρων, σε ορισμένες περιπτώσεις μας έχουν πει ότι μπορεί να χρειαστούν έως και εννέα μήνες μέχρι να επεξεργαστούν τα αιτήματα».
Στη τηλεφωνική συνομιλία που είχαμε, η υφυπουργός Μετανάστευσης και δημοσιογράφος στο επάγγελμα Σοφία Βούλτεψη προσφέρθηκε να μεσολαβήσει ώστε να βρεθεί τρόπος να έρθουν στην Ελλάδα συνάδελφοί μας που βρίσκονται παγιδευμένοι στο Αφγανιστάν, εφόσον πρώτα λάβει συγκεκριμένη λίστα με ονόματα που έχουν διασταυρωθεί από την Διεθνή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων. Μένει να φανεί αν η ευγενής πρόθεση της υφυπουργού θα μετουσιωθεί σε κυβερνητική πρωτοβουλία ικανή να σώσει ζωές που βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο.
ΠΗΓΗ: insidestory.gr