«Η δημοκρατία και ο πόλεμος στον Θουκυδίδη» του Γ. Κοντογιώργη – Μια κριτική αποτίμηση

«Η δημοκρατία και ο πόλεμος στον Θουκυδίδη» του Γ. Κοντογιώργη – Μια κριτική αποτίμηση

Της Βανέσσας  Ντόμη*

Με το έργο του Γιώργου Κοντογιώργη «Η δημοκρατία και ο πόλεμος στον Θουκυδίδη»** επιχειρείται μία ανάγνωση της θουκυδίδειας Ιστορίας υπό την Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία που διακτινώνεται σε δύο βασικές κατευθύνσεις. Αφετηριακά, έχοντας προηγουμένως αποκλείσει την τυχαιότητα ως κύριο παράγοντα διαμόρφωσης της ανθρώπινης εξέλιξης και δεχθεί την εφικτότητα σύλληψης μιας εξελικτικής βιολογίας του κοινωνικού ανθρώπου,ο συγγραφέας θεμελιώνει τη σταθερά της ελευθερίας ως μέτρο του κοσμοϊστορικού χρόνου, διακρίνοντας έτσι τις δεσποτικές κοινωνίες, στις οποίες ο κοινωνικός άνθρωπος συνιστά αντικείμενο ιδιοκτησίας, από τις ανθρωποκεντρικές, που υποστασιοποιούνται επί τη βάσει της (ατομικής κατ’ ελάχιστον, κοινωνικής και πολιτικής) ελευθερίας.

Η θουκυδίδειος Ιστορία παρουσιάζει ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον καθόσον ενώ επαγγέλλεται την ενασχόλησή της με τον πόλεμο που χώρισε τον ελληνικό κόσμο τον 5ο αιώνα δεν περιγράφει ούτε μια μάχη, αλλ’αντιθέτως καταγράφει την ζωντανή λειτουργία της δημοκρατίας και με όχημα τους αντικείμενους λόγους τις στρατηγικές που καθορίζουν τις επιλογές υπέρ της ειρήνης ή του πολέμου και τις συνέπειές τους.

Η διαφορά μικρής (της πόλης κράτους)-μεγάλης (του κράτους έθνους) κλίμακας αναμφίβολα μεταβάλλει τον τρόπο και τα μέσα του πολέμου καθώς και το επικοινωνιακό σύστημα. Ωστόσο, δεν επηρεάζει τη λογική της εξέλιξης που αφορά την εκάστοτε βιούμενη φάση, κατ’ επέκταση δεν διαφοροποιεί το διακρατικό ή πολιτειακό περιβάλλον στο οποίο ομόλογες κοσμοσυστημικές φάσεις καλούνται να λειτουργήσουν.Η διακρατική πολιτική σχέση στον κρατοκεντρισμό γίνεται αντιληπτή ως πεδίο σχέσεων δύναμης, ανεξαρτήτως κλίμακας. Το μείζον ζήτημα συνίσταται στον φορέα που ενσαρκώνει την πολιτεία (ο μονάρχης ή ο Δήμος) και καλείται να αποφασίσει για τη διεξαγωγή του πολέμου ή για τη διατήρηση της ειρήνης.

Αναφορικά με το ανθρωποκεντρικό στάδιο στο οποίο εγγράφεται η θουκυδίδεια περίοδος, στο έργο του Γ. Κοντογιώργη κατατάσσεται στον ώριμο, ολοκληρωμένο κρατοκεντρισμό, που αποτυπώνεται στη δημοκρατία) εν αντιθέσει προς τη σημερινή περίοδο της ανθρωποκεντρικής ιστορίας που ταξινομείται στην πρώιμη κρατοκεντρική φάση (με μέτρο την συνταγματική/αιρετή μοναρχία). Η καταστατικής σημασίας επισήμανση καταδεικνύει τις μεθερμηνείες της νεοτερικότητας ως προς τα πορίσματα του Θουκυδίδη, τα οποία ο συγγραφέας αποκαθιστά προσδιορίζοντας τα όρια εφαρμογής τους.

Παράλληλα, αποκωδικοποιεί τα επερχόμενα στάδια της εν λόγω φάσης, ανάγοντας έτσι τη θουκυδίδεια Ιστορία σε γνωσιολογικό οδηγό προσέγγισης σύγχρονων ζητημάτων για την κατανόηση των οποίων παρέχει τα αναγκαία γνωστικά εργαλεία, κατ’ επέκταση εμπλουτίζοντάς την με μία μοναδική προοπτική: όντως ο Πελοποννησιακός Πόλεμος υποστασιοποιεί τη δυναμική υπέρβασης του κρατοκεντρισμού αναγγέλλοντας τη μετάβαση στη φάση της οικουμένης. Συνακόλουθα, οι διακρατικές σχέσεις αποκαθηλώνονται από τη στατική οπτική της νεοτερικότητας και εξετάζονται με πρόσημο την εξελικτική βιολογία τους.

Έτσι στην πρώιμη εποχή της αντιμαχίας μεταξύ μοναρχευομένης ολιγαρχίας και αιρετής μοναρχίας ο πόλεμος εμφανίζει μια τοπική ή περιφερειακή δυναμική εν αντιθέσει προς την εποχή της αντιμαχίας μεταξύ ολιγαρχίας και δημοκρατίας που ο πόλεμος αποκτά έναν καθολικό/κοσμοσυστημικό χαρακτήρα. Η αντιμαχία αυτή αναδεικνύει τη διαλεκτική μεταξύ της πρόσληψης της πολιτικής ως δύναμης στις διακρατικές σχέσεις και ως εξουσίας ή ελευθερίας στο ενδοκρατικό πεδίο.

Συνακόλουθα, ο συγγραφέας διερευνά ζητήματα όπως η μεταλλαγή του πολιτικού φαινομένου από σχέση δύναμης σε σχέση ελευθερίας, η κανονιστική τάξη στον κρατοκεντρισμό και η ισορροπία στους ηγεμονικούς συσχετισμούς, οι επιμέρους πατριωτισμοί (εθνικός, φυλετικός, πολεοτικός, πολιτειακός) στον ελληνικό κόσμο, το συμφέρον ως κινούν αίτιο για τις αποφάσεις των κρατών, ο δίκαιος και ο άδικος πόλεμος.

Η προφανής επικαιρότητα του έργου «Η δημοκρατία και ο πόλεμος στον Θουκυδίδη», δεδομένων των εξελίξεων στο παγκόσμιο κρατοκεντρικό γίγνεσθαι της εποχής μας, δεν εξαντλείται στην ερμηνεία των αιτιών του πολέμου, ούτε περιορίζεται στην αποκωδικοποίηση των διαφαινόμενων σταδίων έως την τελική υπέρβαση της κρατοκεντρικής φάσης και τη μετάβαση στην οικουμενική. Αναδεικνύεται σε σημείο αναφοράς διαχρονικής αξίας, καθώς επεκτείνεται στον επαναπροσδιορισμό των ορίων του ερμηνευτικού πεδίου της Ιστορίας, επομένως στην ανάδειξη της σπουδαιότητας της θουκυδίδειας παρακαταθήκης μέσα από τη διαύγεια του επιστημονικού επιχειρήματος και την αποκάθαρση των ιδεολογικά επιφορτισμένων αναγνώσεων της νεοτερικότητας.

Η αναλογική μέθοδος που επικαλείται η Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία και εφαρμόζει εν προκειμένω στην ανάγνωση του έργου του Θουκυδίδη φιλοδοξεί εντέλει να ανασυνδέσει τον σύγχρονο στοχασμό αφενός με το διακύβευμα της φάσης στην οποία έχει ήδη εισέλθει η εποχή μας ώστε να άρει το αδιέξοδο που επέφερε η ανατροπή των συσχετισμών, αφετέρου με τη σύνολη ανθρωποκεντρική βιολογία που διδάσκει το ελληνικό κοσμοσυστημικό παράδειγμα.

Βανέσσα Ντόμη είναι  Φιλόλογος-Πολιτική Επιστήμονας και επιμελήτρια του έργου/ Πηγή: huffingtonpost.gr /Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους. 

** Σε λιγότερο από ένα χρόνο της πρώτης έκδοσης του έργου  «Η δημοκρατία και ο πόλεμος στον Θουκυδίδη» από τις Εκδόσεις Ποιότητα,  επανακυκλοφορεί η δεύτερη έκδοση του  εμπλουτισμένη με ένα πλούσιο Γλωσσάρι που περιέχει βασικές έννοιες και όρους της Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας για τη διευκόλυνση του αναγνώστη.

*************************************************

Ο καθηγητής Γιώργος Δημ. Κοντογιώργης γεννήθηκε το 1947 στο Νυδρί Λευκάδας. Πραγματοποίησε σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μεταπτυχιακές σπουδές πολιτικής επιστήμης, κοινωνιολογίας και ιστορίας στο Παρίσι, ενώ το 1975 ανακηρύχθηκε Docteur d’ Etat πολιτικής επιστήμης από το Πανεπιστήμιο Παρισίων. Η διατριβή του τιμήθηκε με άριστα και βραβεύθηκε. Ο ερευνητικός προσανατολισμός του Γ.Κοντογιώργη εστιάζεται στην οικοδόμηση της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας και στη διαμόρφωση μιας εκ βάθρων νέας κοινωνικής επιστήμης που καλύπτει τα θεμέλια πεδία του κοινωνικού βίου: από την εννοιολογία και την τυπολογία των κοινωνικών φαινομένων έως την εξελικτική βιολογία του σύνολου κοινωνικού γίγνεσθαι.

Aπό το 1984 μέχρι το 1990 υπήρξε Πρύτανης της Παντείου ΑΣΠΕ. Σύνδεσε το όνομά του με τη μεταρρύθμιση του πανεπιστημιακού συστήματος, ιδίως σε ότι αφορά στην πανεπιστημιοποίηση των πέντε Ανώτατων Σχολών της χώρας (Παντείου, ΑΣΟΕΕ, ΑΒΣΠ, ΑΒΣΘ, Γεωπονικής) και αιχμή του δόρατος τη μετεξέλιξη της Παντείου ΑΣΠΕ σε πλήρες Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών με οκτώ ολοκληρωμένα τμήματα, καλύπτοντας το μεγαλύτερο φάσμα των κοινωνικών επιστημών, με νέους ερευνητικούς θεσμούς (Κέντρα Ερευνών, δίκτυα συνεργασίας κ.λπ.), με άνοιγμα του Πανεπιστημίου στην κοινωνία και την παραγωγή, με διεθνείς συνεργασίες, παρεμβάσεις και αναγνώριση. Υπήρξε από τους πρώτους που εισήγαγε τα ευρωπαϊκά προγράμματα (Erasmus, επιμορφωτικά κ.λπ.) στο ελληνικό πανεπιστήμιο, ενώ ήταν επίσης υπεύθυνος γι’ αυτά και για τη διεθνοποίηση του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών (I.E.P.) του Παρισιού στο οποίο δίδασκε.

Υπό την ιδιότητά του αυτή εισηγήθηκε την ιδέα και συμμετείχε ως μέλος της Διοίκησης (1996-2002) στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πολιτικής Επιστήμης (EPSNET), που εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη ένωση ευρωπαϊκών πανεπιστημίων με αντικείμενο την πολιτική επιστήμη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Στο πλαίσιο αυτό το 1989 οργάνωσε στο Παρίσι την πρώτη πανευρωπαϊκή συνδιάσκεψη για την κατάσταση της πολιτικής επιστήμης στην Ευρώπη.

Μέλος ελληνικών και ξένων επιστημονικών ενώσεων έχει διδάξει σε πολλά ξένα Πανεπιστήμια.

Υπήρξε ιδρυτικός συντελεστής (με τον Ι. Κίννα) και για τα πρώτα χρόνια ο Γεν. Γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης. Διετέλεσε ή εξακολουθεί να είναι μέλος ευρωπαϊκών ακαδημαϊκών και ερευνητικών θεσμών, όπως του Ανωτάτου Συμβουλίου και του Συμβουλίου Ερευνών του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας (και μέλος της επιτροπής που πραγματοποίησε τη συνταγματική του μεταρρύθμιση), της Γ.Σ. του Πανεπιστημίου της Ευρώπης, των Επιστημονικών Συμβουλίων του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών του Άαχεν, του Κέντρου Περιφερειακών Πολιτικών (OPPES/CEPEL) του Πανεπιστημίου του Μονπελλιέ και του Centro di ricerca sull’integrazione europea (CRIE) του Πανεπιστημίου της Σιένα, εμπειρογνώμονας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, υπεύθυνος Ευρωπαϊκών πανεπιστημιακών και ερευνητικών προγραμμάτων, επιστημονικός εταίρος της Revue Internationale de Politique Comparée, της συντακτικής/επιστημονικής επιτροπής της Revue de science politique Pôle Sud, της συντακτικής επιτροπής του Journal Southeastern Europe, επίτιμο μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του περιοδικού Eurolimes, μέλος του επιστημονικού συμβουλίου των Analele Universitatii din Oradea, δημιουργός και επί σειρά ετών επιστημονικός υπεύθυνος ενός Master Européen en Science Politique με έδρα το Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, ιδρυτικός εταίρος, μέλος του επιστημονικού συμβουλίου και καθηγητής του Master in European Studies με έδρα το Πανεπιστήμιο της Σιένα και εταίρους δώδεκα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Υπήρξε επίσης μέλος του επιστημονικού συμβουλίου των επιστημονικών περιοδικών Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών[ και Τετράδια Πολιτικής ΕπιστήμηςΕπιθεώρηση κοινωνικών ερευνών κ.α.

Συγχρόνως, διετέλεσε Τιτουλάριος της έδρας Franqui στο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών και Διευθυντής Ερευνών (Directeur de Recherche) στο γαλλικό CNRS.

Έχει δημοσιεύσει περίπου  45 βιβλία και περισσότερα από 500 επιστημονικά άρθρα στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες, ενώ αρθρογραφεί τακτικά σε έντυπα/ιστολόγια γνώμης με παρεμβάσεις του στα δημόσια πράγματα. (  Βικιπαίδεια

Share this post