Η διαφθορά ως εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής
Η διεθνής μαρτυρία και η ελληνική πραγματικότητα*
Ο Δρ ΣΩΤΗΡΙΟΣ Κ. ΜΠΕΛΛΟΣ είναι λέκτορας του Διεθνούς Τμήματος του Πανεπιστημίου του Sheffield.
Ο βασικός οδηγός των διεθνών σχέσεων είναι το εθνικό συμφέρον, το οποίο οριοθετείται αποκλειστικά με όρους ισχύος (Morgenthau, 1960). Η σύνδεση αυτή του εθνικού συμφέροντος με την ισχύ αποτελεί την βάση της Ρεαλιστικής Σχολής των διεθνών σχέσεων με την οποία παρακάμπτονται οι ιδεολογικές και ηθικές προτιμήσεις των συμμετεχόντων σε αυτές (Algosaibi, 1965).
Στο φάσμα των διαθέσιμων εργαλείων των διεθνών σχέσεων, σημαίνοντα ρόλο έχουν διαχρονικά παίξει εκείνα τα οποία συνδέονται με την χρήση οικονομικών μέσων. Η οικονομία αποτελεί κατά τον Edward Carr (1939) βασικό παράγοντα ισχύος, η οποία δεν μπορεί να διαχωρισθεί εύκολα από την πολιτική ισχύ. Τα οικονομικά εργαλεία θα μπορούσαν να ενταχθούν σε δύο κατηγορίες. Σε αυτά που σκοπεύουν στην ανάπτυξη και στην εμβάθυνση συμμαχιών μέσω παροχής βοήθειας και συνδρομής στην οικονομική ανάπτυξη φιλικά προσκείμενων χωρών, και σε εκείνα που αποσκοπούν στη μείωση της εθνικής ισχύος άλλων, κυρίως αντίπαλων, κρατών. Ως παράδειγμα για την πρώτη κατηγορία θα μπορούσε να αναφερθεί το σχέδιο Μάρσαλ των ΗΠΑ προς τις καθημαγμένες χώρες της Ευρώπης μετά τον Β’ ΠΠ, το οποίο συνετέλεσε στην εδραίωση της επιρροής των ΗΠΑ, ενώ ως παράδειγμα για την δεύτερη κατηγορία θα μπορούσε να αναφερθεί κάθε είδους οικονομικός πόλεμος, ο οποίος περιλαμβάνει κυρώσεις, περιορισμούς, αποκλεισμό από ευρύτερες διεθνείς δράσεις, κ.λπ. Στην δεύτερη κατηγορία είναι δυνατή μια περαιτέρω κατηγοριοποίηση και συγκεκριμένα στα εργαλεία εκείνα τα οποία χρησιμοποιούν νόμιμες μεθόδους, και σε εκείνα που χρησιμοποιούν μη νόμιμες. Ανεξαρτήτως της μεθόδου που χρησιμοποιείται, η μείωση της πολιτικής/οικονομικής ισχύος ενός άλλου κράτους χωρίς καταφυγή σε μέσα βίαιης επιβολής, αποτελεί κορυφαίο επίτευγμα, καθώς αυτό επιτυγχάνεται με τη μέγιστη δυνατή οικονομία στρατηγικών πόρων και δίχως έκθεση στην αβεβαιότητα που συνοδεύει τις μεθόδους βίαιης επικράτησης.
Η Γαλλίδα δικαστής Eva Joly μιλά στην «Διακήρυξη του Παρισιού», ένα συνέδριο που διοργανώθηκε ως έκκληση για δράση κατά της διαφθοράς μεγάλης κλίμακας, στο Παρίσι στις 19 Ιουνίου 2003. Η Joly, ήταν η εισαγγελέας που διερεύνησε το σκάνδαλο διαφθοράς στην οποία εμπλέκεται η γαλλική κρατική εταιρεία πετρελαίου Elf. REUTERS/Xavier Lhospice
——————————————————————-
Στο παρόν άρθρο θα γίνει μία προσπάθεια να παρουσιασθούν και να αναλυθούν στοιχεία και πλευρές μιας μη νόμιμης μεθόδευσης που υιοθετείται στις διεθνείς σχέσεις, αυτήν της διαφθοράς. Ο Hans Morgenthau, εκπρόσωπος της ρεαλιστικής σχολής των διεθνών σχέσεων ανέφερε ότι ο διπλωμάτης (statesman in international relations) έχει τρία εργαλεία στην κατοχή του: την λογική (logic), την δωροδοκία (bribes) και τις απειλές (threats) (Maynes, 1965).
ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ «ΑΝΑΔΥΣΗΣ» ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Σύμφωνα με τον Mearsheimer (2001), και την θεωρητική προσέγγιση του επιθετικού ρεαλισμού (offensive realism), η διεθνής πολιτική βασίζεται σε 5 κεντρικές υποθέσεις.
1.Ο διεθνείς σχέσεις διεξάγονται σε ένα πεδίο το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως άναρχο και στο οποίο δεν υπάρχει κάποια «Κυβέρνηση των Κυβερνήσεων» για την επιβολή κανόνων και την τιμωρία των παραβάσεων των οποιοδήποτε κανόνων λειτουργίας της.
2.Κανένα κράτος δεν μπορεί ποτέ να είναι απολύτως σίγουρο για τις προθέσεις ενός άλλου κράτους, ούτε επίσης να είναι σίγουρο ότι τα άλλα κράτη δεν θα χρησιμοποιήσουν βία εναντίον του. Επιπλέον, τα κράτη υποφέρουν από ατελή πληροφόρηση για τις προθέσεις των άλλων κρατών, οι οποίες υπόκεινται σε συνεχείς μεταβολές. Έτσι οι τυχόν καλές προθέσεις μπορούν γρήγορα να μετατραπούν σε κακές και το αντίστροφο.
3.Η επιβίωση αποτελεί το κύριο κίνητρο όλων των κρατών στο διεθνές σύστημα. Η επιβίωση καθώς και η αυτονομία του κράτους είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την επίτευξη όλων των άλλων σκοπών που αυτό έχει.
4.Τα κράτη αποτελούν λογικές οντότητες με την οργανική έννοια της λέξης, δηλαδή, σκέφτονται στρατηγικά για την εξωτερική τους κατάσταση και επιλέγουν την στρατηγική που φαίνεται να μεγιστοποιεί τον βασικό τους στόχο, αυτόν της επιβίωσης και αυτονομίας.
5.Τα κράτη κατέχουν ισχύ βίας ικανή να προκαλέσει ζημιές σε αντίπαλα κράτη ή ακόμα και να οδηγήσει σε αμοιβαία καταστροφή των εμπλεκομένων.
Συνδυάζοντας αυτές τις υποθέσεις, ο Αμερικανός Πολιτικός Επιστήμονας John J. Mearsheimer συνάγει ότι τα κράτη συνειδητοποιούν σύντομα ότι ο μοναδικός τρόπος που εγγυάται την επιβίωσή τους σε ένα ουσιαστικά άναρχο διεθνές σύστημα, είναι η μεγιστοποίηση της ισχύος τους, μέσω της εκμετάλλευσης των αδυναμιών και των σφαλμάτων των ανταγωνιστών τους και με απώτερο στόχο να καταστούν κάποια στιγμή η ισχυρότερη δύναμη -δηλαδή, να ηγεμονεύσουν. Και αυτό επιτυγχάνεται μέσω επιθετικών κινήσεων, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Ωστόσο, δεν μπορούν όλα τα κράτη να μεγιστοποιήσουν την σχετική τους ισχύ ταυτόχρονα και, επομένως, το διεθνές σύστημα προορίζεται να αποτελεί μια αρένα συνεχούς ανταγωνισμού καθόσον αυτό διατηρεί την άναρχη φύση του. Η συνεχής, όμως, αναζήτηση της υπεροχής και μάλιστα με επιθετικότητα σε ένα περιβάλλον άκρως ανταγωνιστικό, οδηγεί ενίοτε στην εξάντληση κάποιων κρατών και στην υπερίσχυση κάποιων άλλων.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η χρήση κάθε είδους επιθετικής μεθόδου που μπορεί να αυξήσει την ισχύ ενός κράτος, ανεξαρτήτως ηθικού βάρους και αποτελέσματος, είναι όχι μόνο επιτρεπτή, αλλά και επιβεβλημένη. Όπως αναφέρει και ο Morgenthau (1962), o ρεαλισμός «αρνείται να ταυτίσει τις ηθικές φιλοδοξίες ενός συγκεκριμένου έθνους με τους ηθικούς νόμους που διέπουν το σύμπαν». Αντιλαμβάνεται όλα τα έθνη ως δρώντα υποκείμενα που επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των συμφερόντων τους πάντα με όρους ισχύος (Toft, 2005). Υπό αυτές τις συνθήκες, γίνεται κατανοητό, ότι η χρήση της διαφθοράς ως εργαλείο είναι κάτι φυσιολογικό, ρεαλιστικό και εφαρμοστέο, αφού όπως θα δούμε στην συνέχεια, αυτή είναι σε θέση να μειώσει την ισχύ των ανταγωνιστών, αλλά και να αυξήσει την ισχύ αυτού που θα την χρησιμοποιήσει για τους στόχους του.
Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ
Η Διεθνής Διαφάνεια (Transparency International), ορίζει την διαφθορά ως την κατάχρηση εμπιστευμένης εξουσίας για αποκόμιση ιδιωτικού οφέλους (the abuse of entrusted power for private gain).
Η διαφθορά εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές ανάλογα με τους εμπλεκόμενους και τα εκάστοτε συμφέροντα που διακυβεύονται. Έτσι π.χ. η διαφθορά στο χαμηλότερο επίπεδο όπου δυνητικά εμπλέκονται υπάλληλοι του Δημοσίου που ανήκουν στα χαμηλά και στα μεσαία επίπεδα της ιεραρχίας, χαρακτηρίζεται ως μικρή (Petty Corruption) και αφορά κυρίως την πρόσβαση σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες.
Αντίστοιχα η υψηλή διαφθορά (Grand Corruption) συνίσταται σε πράξεις που διαπράττονται σε υψηλότερα επίπεδα και οι οποίες παρακάμπτουν ή στρεβλώνουν τις εθνικές πολιτικές ή την κεντρική λειτουργία ενός κράτους, επιτρέποντας σε υψηλά ιστάμενους αξιωματούχους να απολαμβάνουν προσωπικά οφέλη σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος.
Τέλος, η πολιτική διαφθορά (Political Corruption) αποτελεί χειραγώγηση πολιτικών προσώπων και στοχεύει συγκεκριμένους θεσμούς και διαδικαστικούς κανόνες. Τα εν λόγω πολιτικά πρόσωπα μεταχειρίζονται με παράνομο τρόπο προνόμια και εξουσίες που πηγάζουν από την θέση τους, για να διατηρήσουν περισσότερο την εξουσία τους και να αυξήσουν τον πλούτο τους.
Μια ειδική μορφή της υψηλής διαφθοράς αποτελεί αυτό που είναι ως γνωστό ως «Αιχμαλωσία του Κράτους» (State Capture). Αυτή ορίζεται ως οι προσπάθειες επιχειρήσεων, αλλά και τρίτων μερών, να διαμορφώνουν οι ίδιες τους νόμους, τις πολιτικές και τους κανονισμούς ενός κράτους προς όφελός τους, παρέχοντας παράνομες ιδιωτικές αμοιβές σε δημόσιους αξιωματούχους (Hellman, Jones & Kaufmann, 2003). Ευνόητο ότι αυτή η μορφή διαφθοράς συναντάται σε βαθιά διαβρωμένα συστήματα κρατικών οντοτήτων, όπου επιχειρηματικά συμφέροντα και κρυμμένα, ενδεχομένως ξένα κρατικά συμφέροντα έχουν διεισδύσει και έχουν καταλάβει και ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό καίριες θέσεις στους θεσμικούς μηχανισμούς.
Η ύπαρξη της υψηλής διαφθοράς και των φαινομένων State Capture προϋποθέτουν μακροχρόνια παρουσία και σταδιακή εδραίωση μηχανισμών που προωθούν την διαφθορά και την διάβρωση των κοινωνικών θεσμών σε μια οικονομία, συμπεριλαμβανομένου και του κοινωνικού υποσυνείδητου.
Παρόμοιο φαινόμενο, αλλά με αρκετές διαφορές από την διαφθορά και παρά το γεγονός ότι συχνά συγχέεται με αυτή , αποτελεί το lobbying, το οποίο θα μπορούσε να αποδοθεί ως επηρεασμός από ομάδες συμφερόντων. Η κυριότερη διαφορά με την διαφθορά έγκειται στο ότι τα lobbies αποτελούν επισήμως ομάδες επηρεασμού των πολιτικών προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Αυτές οι ομάδες, κάποιες από τις οποίες είναι ιδιαίτερα ισχυρές, δαπανούν χρήματα για τους σκοπούς τους, τα οποία ωστόσο δεν τα καρπώνεται κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο ή κρατικός αξιωματούχος όπως στην περίπτωση της διαφθοράς, αλλά δαπανώνται σε δράσεις και ενέργειες που είναι σε θέση να διευκολύνουν την επίτευξη της αποστολής τους (π.χ. διοργάνωση εκστρατειών ενημέρωσης, συνέδρια, προβολή στα ΜΜΕ, κ.λπ.). Σε μια σειρά χωρών, το lobbying είναι απολύτως νόμιμο. Στις ΗΠΑ π.χ. ρυθμίζεται από σχετική νομοθεσία (Lobbying Disclosure Act of 1995) και όλα τα lobbies πρέπει να εγγράφονται στην γραμματεία της Γερουσίας και να δηλώνουν όλες τις δράσεις τους και τις δαπάνες τους. Παρά το γεγονός ότι η δράση των lobbies θεωρείται περισσότερο διάφανη, υπάρχουν αρκετές ερευνητικές μελέτες οι οποίες έχουν βρει ενδείξεις ότι το lobbying λειτουργεί είτε συμπληρωματικά/παράλληλα με την διαφθορά (π.χ. Damania et al, 2004), είτε ως υποκατάστατο αυτής (Campos & Giovanni, 2007; Mishra, 2017).
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι παρά το γεγονός ότι η διαφθορά υπόκειται στην διαδικασία της μέτρησης και υπάρχουν αρκετοί δείκτες μέτρησής της (π.χ. Corruption Perception Index – Transparency International, Control of Corruption Index – World Bank Governance Indicators), η φύση της μέτρησης είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενική, αφού στηρίζεται σε παράγοντες όπως π.χ. μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν τα αντίστοιχα φαινόμενα, οι οποίες καταγράφονται και απεικονίζονται σε επιστημονικά δομημένα ερωτηματολόγια. Η αποκάλυψη της διαφθοράς και ειδικά αυτής που αφορά στις κατηγορίες της υψηλής διαφθοράς, της πολιτικής διαφθοράς και του State Capture είναι εξαιρετικά δύσκολη και σχετιζόταν πάντοτε με άρνηση του φαινομένου και ενόχληση ιδιαίτερα σημαντικών δυνάμεων και συμφερόντων. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις αναφορές στα σχετικά διπλωματικά εγχειρίδια. Ο Satow (1922) στο θεμελιώδες έργο του «Guide to Diplomatic Practice» αναφέρει σχετικά: «Ο Νόμος των Εθνών [1] καταδικάζει την δωροδοκία στις διαπραγματεύσεις τόσο αποφασιστικά που οι δυνάμεις που κατηγορούνται για αυτό αρνούνταν ανέκαθεν την ανάμιξή τους». Και συνεχίζει, «Η δωροδοκία μπορεί να επιτρέπεται ως όπλο άμυνας˙ ως μέσο επίθεσης, όμως, δεν επιτρέπεται, αλλά στον Νόμο των Εθνών, κανένας νόμος πολέμου δεν απαγορεύει την εξαγορά των ξένων “fondé de pouvoirs” [στμ: εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων]».
Πέραν της δυσκολίας απόδειξης συμβάντων διαφθοράς σε υψηλό επίπεδο, στην διεθνή βιβλιογραφία υφίσταται διάσταση απόψεων αναφορικά και με την καταλληλότητα των δεικτών μέτρησης της διαφθοράς, καθώς αυτοί, ειδικά σε περιπτώσεις όπου εμπλέκονται φυσικά ή νομικά πρόσωπα από διαφορετικές χώρες μεταξύ των οποίων λαμβάνει χώρα μια πράξη διαφθοράς, τελικά δεν «επιβαρύνουν» και τις δύο χώρες, παρά μόνο την χώρα στην οποία πραγματοποιείται ο στόχος της πράξης διαφθοράς. Έτσι για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι πολλά νομικά πρόσωπα Δυτικών χωρών έχουν βρεθεί να εμπλέκονται σε πολύ σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς, η μέτρηση της διαφθοράς γίνεται στην χώρα υποδοχής, αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο, εκτός μέτρησης την χώρα προέλευσης του φυσικού ή νομικού προσώπου ή και της κρατικής οντότητας που ουσιαστικά εκκίνησε την πράξη της διαφθοράς [2]. Και πολλές τέτοιες χώρες, από τις οποίες εκκινούν οι διαδικασίες διαφθοράς, φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις της διεθνούς κατάταξης ως οι πλέον «καθαρές» χώρες (Shaxson, 2007; Bullough, 2020). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι γερμανικές επιχειρήσεις, οι οποίες σε σχετικό δημοσίευμα τoυ γερμανικού ενημερωτικού καναλιού Welt το 2014, εμφανίζονται ως οι πλέον επιρρεπείς σε πράξεις διαφθοράς στο εξωτερικό. Αντίστοιχο εντυπωσιακό παράδειγμα αποτελεί και η Δανία, η οποία το 2019 σύμφωνα με τον δείκτη CPI ήταν η πλέον καθαρή χώρα από διαφθορά, παρά το γεγονός ότι μήνες νωρίτερα η μεγαλύτερη τράπεζα της συγκεκριμένης χώρας είχε αναγκασθεί να παραδεχθεί ότι είχε «ξεπλύνει» το ασύλληπτο ποσό των 200 δισ. ευρώ (Bullough, 2020). Όπως αναφέρει και η Susan Rose-Ackerman (1999), «Κάποιος δεν χρειάζεται να κοιτάξει πέρα από το Νιούαρκ και το Σικάγο στις ΗΠΑ για να συναντήσει βαθιά ριζωμένα συστήματα διαφθοράς τα οποία είναι εφάμιλλα αυτών που συναντώνται σε απολυταρχικά καθεστώτα».
Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ ΠΏΣ ΕΠΙΔΡΑ ΣΤΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ
Η ισχύς μιας κρατικής οντότητας είναι συνδυασμός μιας σειράς παραμέτρων. Έχουν υπάρξει πολλές προσπάθειες να παραμετροποιηθεί υπό τη μορφή μιας εξίσωσης. Ενδεικτικά αναφέρονται οι δείκτες Composite Index of National Capabilities (CINC) που παρέχεται σε περιοδικά διαστήματα από το project «National Material Capabilities» [3], το ΑΕΠ σύμφωνα με τον Organski και Kugler (2015), καθώς και ένας συνδυασμός παραγόντων όπως ο συνολικός πληθυσμός, η παραγωγή χάλυβα, αλλά και μια σειρά από μεταβλητές που σχετίζονται με την παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας (Fucks, 1965).
Ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, διπλωμάτης και ακαδημαϊκός, Αχμέτ Νταβούτογλου, το 2010 στο έργο του «Το Στρατηγικό Βάθος» χρησιμοποιεί την ακόλουθη παραμετροποιημένη απεικόνιση της εθνικής ισχύος.
Ι= {(Ισ + Γ + Πλ + Πο) + (ΟΙ + ΤΙ + ΣΙ) x (ΣΝ x ΣΣ x ΠΒ)}
Όπου Ισ = Ιστορία, Γ = Γεωγραφία, Πλ= πληθυσμός, Πο = Πολιτισμός, ΟΙ = Οικονομική Ικανότητα, ΤΙ = Τεχνολογική Ικανότητα, ΣΙ = Στρατιωτική Ικανότητα, ΣΝ = Στρατηγική Νοοτροπία, ΣΣ = Στρατηγικός Σχεδιασμός, ΠΒ = Πολιτική Βούληση. Σημειώνεται ότι η Στρατιωτική Ικανότητα, ο Στρατηγικός Σχεδιασμός και η Πολιτική Βούληση υπεισέρχονται στην παραπάνω εξίσωση ως πολλαπλασιαστές στο άθροισμα της οικονομικής, τεχνολογικής και στρατιωτικής ικανότητας, υποδηλώνοντας έτσι την ιδιαίτερη σημασία τους στην διαμόρφωση του επιπέδου ισχύος μιας χώρας. Αντίθετα η Ιστορία, η Γεωγραφία, ο Πληθυσμός και ο Πολιτισμός αποτελούν ένα μεμονωμένο άθροισμα το οποίο όμως δεν λειτουργεί πολλαπλασιαστικά όπως οι παράγοντες που προαναφέρθηκαν.
Ο πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου, κατά την διάρκεια συνέντευξης Τύπου, στις 13 Δεκεμβρίου 2019. REUTERS/ Alp Eren Kaya
————————————————————-
Αναλύοντας τις παραπάνω μεταβλητές, συνάγεται ότι σε κάποιες από αυτές, είναι δυνατόν να επιδράσει αρνητικά η διαφθορά, κάτι που στην συνέχεια θα λειτουργήσει μειωτικά της εθνικής ισχύος. Πιο συγκεκριμένα, η εμφάνιση υψηλών επιπέδων στους τομείς που σχετίζονται με τις μεταβλητές της Οικονομικής, Τεχνολογικής και Στρατιωτικής Ικανότητας, του Στρατηγικού Σχεδιασμού αλλά και φυσικά της Πολιτικής Βούλησης, μπορεί να οδηγήσει σε καταστάσεις μειωμένης συνολικά εθνικής ισχύος. Σημειώνεται ότι όλοι αυτοί οι παράγοντες τυχαίνει να είναι και αυτοί που υπεισέρχονται ως πολλαπλασιαστές στην παραπάνω μαθηματική σχέση.
Σε σχέση με την οικονομία (OI) και την αποτελεσματική της λειτουργία (κατά Pareto) απαιτείται η βέλτιστη απάντηση στα τρία ερωτήματα: Τι παράγεται, πώς παράγεται και για ποιους παράγεται. Η βέλτιστη απάντηση στα εν λόγω ερωτήματα είναι σε θέση να μεγιστοποιήσει το οικονομικό αποτέλεσμα και την συλλογική ευημερία, πάντα στο πλαίσιο των υπαρχόντων πόρων. Η εκούσια ή ακούσια επιλογή αναποτελεσματικών συνδυασμών παραγωγής, μεθόδων παραγωγής, αλλά και ευρύτερων κατευθύνσεων της παραγωγής, ουσιαστικά μειώνει σημαντικά την δυνατότητα παραγωγής πλούτου και συνεπώς και την εθνική ισχύ. Έτσι, για παράδειγμα, αν για μια χώρα η παραγωγή εγχώριου βιομηχανικού ή αμυντικού εξοπλισμού αποτελεί μια εφικτή και αποτελεσματική επιλογή (δηλαδή απασχολείται το μέγιστο δυνατό των διαθέσιμων πόρων, και αυτό γίνεται με αποτελεσματικό τρόπο ικανοποιώντας πραγματικές ανάγκες), οι μηχανισμοί της διαφθοράς δύνανται να επιδράσουν σε αυτό επιβάλλοντας αναποτελεσματικές επιλογές (κατά Pareto) στο τί παράγεται, πώς παράγεται και για ποιόν παράγεται, μειώνοντας ουσιαστικά την παραγωγή πλούτου και εν τέλει την εθνική ισχύ (π.χ. εάν οδηγήσουν σε παραγγελία ακριβότερων μηχανημάτων από το εξωτερικό, με παράλληλη αδρανοποίηση εγχώριων πόρων, με αποτέλεσμα την ανάλωση σημαντικών συναλλαγματικών αποθεματικών, τα οποία θα ήταν πιθανόν αναγκαία για άλλους σκοπούς).
Κατά τον ίδιο τρόπο και στον τομέα της Τεχνολογικής Ικανότητας (TI), η μη αποτελεσματική διάθεση πόρων κεφαλαίου και πολύτιμου ανθρώπινου δυναμικού ως αποτέλεσμα δράσης μηχανισμών διαφθοράς, η επιλογή κατευθύνσεων ανάπτυξης τεχνολογίας με μικρή ή και καθόλου προστιθέμενη αξία, αλλά και η ασθενική έρευνα και ανάπτυξη (R+D) αποτελούν στοιχεία που και αυτά σταδιακά οδηγούν σε μείωση της εθνικής ισχύος.
Στον τομέα της Στρατιωτικής Ικανότητας (ΣΙ), επίσης η μη αποτελεσματική διάθεση ή ακόμα και κατασπατάληση κεφαλαιακών πόρων και ανθρώπινου δυναμικού ως αποτέλεσμα δράσης μηχανισμών διαφθοράς που ευδοκιμούν ιδιαίτερα σε αυτόν τον χώρο, αποτελούν επιπρόσθετους παράγοντες μείωσης της εθνικής ισχύος.
Τέλος, τόσο ο Στρατηγικός Σχεδιασμός (ΣΣ) όσο και η Πολιτική Βούληση (ΠΒ), είναι οι κατεξοχήν νευραλγικοί τομείς από τους οποίους πηγάζει η τρέχουσα αλλά και η μακροπρόθεσμη στρατηγική ισχύος μιας χώρας. Και σε αυτήν την περίπτωση, η επίδραση της υψηλής διαφθοράς (Grand Corruption), αλλά και φαινόμενα όπως το State Capture και αυτό ακόμα το Lobbying, θα μπορούσαν να δράσουν σε κατευθύνσεις ελάττωσης της εθνικής ισχύος.
Γίνεται επομένως κατανοητό από την ανάλυση αυτή, ότι η διαφθορά δύναται να δρα ταυτόχρονα και διαλυτικά σε πολλαπλά επίπεδα, τα οποία, μάλιστα, εκ πρώτης όψεως να φαίνονται και σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα (π.χ. στο επίπεδο βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων, στο επίπεδο παραγωγής και αξιοποίησης τεχνολογίας, και στα επίπεδα Στρατιωτικής Ικανότητας και Πολιτικής Βούλησης), συντελώντας, όμως, συνολικά στην απομείωση της εθνικής ισχύος. Παράλληλα, η ύπαρξη μηχανισμών διαφθοράς σε μια χώρα, ειδικά όταν αυτοί είναι έξωθεν κατευθυνόμενοι, είναι σε θέση πέραν της μείωσης της εθνικής ισχύος της χώρας υποδοχής, να επιτυγχάνουν και την αύξηση της ισχύος της χώρας που τους κατευθύνει. Παραγγελίες π.χ. ξένων προϊόντων και υπηρεσιών αντί των εγχώριων, επηρεασμός και ποδηγέτηση πολιτικών ή και παροχή διευκολύνσεων σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις, είναι μόνο κάποια λίγα παραδείγματα εξελίξεων που λειτουργούν αυξητικά της εθνικής ισχύος της κατευθύνουσας χώρας. Είναι αυτή η πολύπλευρη αλλά και αμφίπλευρη δυνατότητα της διαφθοράς, η οποία και την καθιστά σημαντικό και αποτελεσματικό επιθετικό εργαλείο στις διεθνείς σχέσεις. Η διαφθορά, όπως αναφέρει πολύ εύστοχα η σχετική έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας (Transparency International, McLachlan, 2019) είναι σε θέση να δώσει την δυνατότητα στην ελίτ μιας χώρας να ελέγχει το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων σε άλλες χώρες, να τις κρατά σε ομηρία, να χρησιμοποιεί παράνομη επίδραση σε άλλα κράτη, να καλλιεργεί ανασφάλεια και αστάθεια, καθώς και να υποσκάπτει θεσμούς. Αυτού του είδους η διαφθορά δεν αποσκοπεί σε οικονομικό κέρδος, αντίθετα θυσιάζει οικονομικούς πόρους αποκτώντας επιρροή (influence), με σκοπό την μεταβολή πολιτικών αποτελεσμάτων σε άλλη χώρα.
Σε σχέση τώρα με τους φορείς της διαφθοράς και καθώς αυτή, όπως είδαμε, έχει την ιδιότητα να είναι πολυεπίπεδη, η διαλυτική της δράση και ιδιαίτερα αυτή που στοχεύει στο πολιτικό και στο θεσμικό επίπεδο μπορεί να διενεργείται είτε μέσω πολιτικών φορέων, είτε και μέσω επιχειρηματικών μονάδων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι οικονομίες σε μετάβαση, κατά το πρώτο στάδιο της οικονομικής τους μετάβασης στο μοντέλο των ανοικτών αγορών. Κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου, και ενώ τα θεσμικά συστήματα των χωρών αυτών είχαν ουσιαστικά καταρρεύσει, η έλευση των πρώτων άμεσων ξένων επενδύσεων, που αφορούσαν κυρίως αθρόες ιδιωτικοποιήσεις εγχώριων φυσικών μονοπωλίων, επιδείνωσαν έτι περαιτέρω τα επίπεδα διαφθοράς και έπληξαν συνολικά τα ήδη ασθμαίνοντα συστήματα διακυβέρνησής τους (βλ. σχετικά, Bellos & Subasat, 2012 a,b).
ΤΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΟΠΟΥ ΑΥΤΗ ΕΥΔΟΚΙΜΕΙ
Εξίσου απαραίτητη με την περιγραφή του τρόπου απομείωσης της εθνικής ισχύος από την δράση της διαφθοράς, είναι η περιγραφή του τι ακριβώς συμβαίνει στο «στόχο» μιας πράξης διαφθοράς και που αφορά συνήθως (όχι πάντοτε όμως), σε κρατικούς αξιωματούχους, ιδιαίτερα στην περίπτωση των διεθνών σχέσεων και της εξωτερικής πολιτικής.
Σύμφωνα με την ερευνητική μελέτη του 2011 των Benjamin Olke και Rohini Pande, καθηγητών στο ΜΙΤ και το Harvard αντίστοιχα, το ενδεχόμενο αποδοχής μιας πρότασης διαφθοράς από έναν κρατικό αξιωματούχο, διέπεται από την ακόλουθη σχέση, δηλαδή όταν ισχύει η παρακάτω μαθηματική σχέση (ήτοι το δεξιό μέρος της ανισότητας είναι μεγαλύτερο από το αριστερό) ένας γραφειοκράτης/αξιωματούχος αποδέχεται μια πρόταση διαφθοράς :
Όπου W είναι ο μισθός του αξιωματούχου, v είναι μια εναλλακτική προσφορά σταδιοδρομίας/απασχόλησης που θα του προσφερθεί σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών του, p είναι η πιθανότητα να αποκαλυφθεί δημόσια η πράξη διαφθοράς, b είναι η προσφερόμενη αμοιβή μέσω της διαφθοράς και d το προσωπικό κόστος που θα κληθεί να καταβάλλει (συμπεριλαμβανομένου και του ηθικού κόστους).
Η παραπάνω σχέση καταδεικνύει ότι μια πράξη διαφθοράς έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να συμβεί όταν:
Α) οι απολαβές του αξιωματούχου είναι χαμηλές
Β) η εναλλακτική καριέρα που προτείνεται στον αξιωματούχο είναι καλύτερη και περισσότερο προσοδοφόρα,
Γ) η πιθανότητα εντοπισμού της πράξης διαφθοράς είναι πολύ μικρή
Δ) το ποσό της δωροδοκίας είναι μεγάλο και τέλος
Ε) το προσωπικό κόστος από τυχόν εντοπισμό είναι μικρό (αυτό συμπεριλαμβάνει το κόστος είτε αυτό είναι ποινικής μορφής, είτε υλικής είτε ηθικής).
Η εν λόγω σχέση παρέχει έναν πολύτιμο οδηγό των συνθηκών κάτω από τις οποίες λαμβάνουν χώρα οι πράξεις διαφθοράς, ενώ παράλληλα παρέχει και έναν οδηγό αντιμετώπισής τους. Αυξάνοντας έτσι τα μεγέθη W (μισθός), P (Πιθανότητα εντοπισμού), αλλά και το d (κόστος δυσφήμισης), ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες αποδοχής μίας πρότασης διαφθοράς. Αντιλαμβάνεται φυσικά κάποιος ότι σε ένα καθεστώς το οποίο ευνοεί την ατιμωρησία (d χαμηλό, p χαμηλό) η διαφθορά βρίσκει τις πλέον γόνιμες συνθήκες για να εδραιωθεί και να γιγαντωθεί.
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Η εργαλειοποίηση της διαφθοράς στον τομέα των διεθνών σχέσεων, συναντάται σε όλες τις ιστορικές περιόδους, και αυτό είναι κάτι το οποίο επιβεβαιώνει ακόμα περισσότερο και τη σημερινή της «χρηστικότητα».
Η περσική αυτοκρατορία, στην αρχαιότητα προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις των εχθρών της χρησιμοποιούσε εκτεταμένα μεθόδους δωροδοκίας. Η προσέγγιση των Περσών από τον Παυσανία (Θουκυδίδης, Α 129.3), η προσπάθεια του Αρταξέρξη Α’ να πείσει, μέσω χρημάτων, τους Σπαρτιάτες να εισβάλλουν στην Αττική ώστε οι τελευταίοι να αποσυρθούν από την Αίγυπτο (Θουκυδίδης, Α 109.2-3), αλλά και η συχνή αναφορά του Δημοσθένη σε περιπτώσεις χρηματισμού πρεσβευτών (Taylor, 2001 a,b) αποτελούν μαρτυρίες ότι η διαφθορά αποτελούσε κοινή πρακτική στις διεθνείς σχέσεις.
Η πρακτική της δωροδοκίας στο πλαίσιο της άσκησης εξωτερικής πολιτικής επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπου θεσμοθετήθηκε ως μέθοδος η οποία ήταν απαραίτητη για την άμυνα των εκτεταμένων συνόρων της αυτοκρατορίας και των σχετικά περιορισμένων δυνάμεων που ήταν επιφορτισμένες με την φύλαξή τους (Gordon, 1949; Blockley, 1985).
Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνέχισε τις ρωμαϊκές πρακτικές και συστηματοποίησε έτι περαιτέρω την δωροδοκία, χρησιμοποιώντας σημαντικά ποσά ως μέσο άσκησης εξωτερικής πολιτικής (Λάιου, 2010) και με τα χρήματα προτιμούσε να εξαγοράζει τους εχθρούς της, παρά να τους αντιμετωπίζει στρατιωτικά (Luttwak 2009). Σε πολλές δε περιπτώσεις με την διάθεση χρηματικών ποσών κατάφερνε να προκαλεί σημαντικά εσωτερικά προβλήματα στους εχθρούς της (π.χ. στην περίπτωση των Σικελικών Εσπερινών) (Runciman, 1958).
Και αν θεωρείται ότι οι δωροδοκίες και η διαφθορά ευδοκιμούσαν μόνο στο περιβάλλον των αρχαίων ή μεσαιωνικών κοινωνιών και όχι σε αυτό των περισσότερο ανεπτυγμένων κοινωνιών και οικονομιών, αυτό μάλλον διαψεύδεται από τα τεκταινόμενα στο ευρωπαϊκό διπλωματικό γίγνεσθαι κατά την περίοδο της Αναγέννησης. Ο William Roosen (1970) περιγράφει με αρκετά γραφικό τρόπο την άσκηση διπλωματίας είτε για εδραίωση συμμαχιών, είτε για απόσπαση πληροφοριών, μέσω της ευρέως διαδεδομένης δωροδοκίας σε όλες τις διπλωματικές αποστολές των ευρωπαϊκών χωρών. Επισημαίνεται π.χ. σε μια περίπτωση όπου επί βασιλείας Λουδοβίκου XVI η γαλλική χρηματική προσφορά των 100.000 νομισμάτων προς τον Grand Chancellor της Σουηδίας δεν επαρκούσε, γιατί ο τελευταίος απαιτούσε ποσό τουλάχιστον 250.000 νομισμάτων για την συνδρομή του στην κήρυξη πολέμου στο Βραδεμβούργο από την Σουηδία.
Ο βασιλιάς της Γαλλίας, Λουδοβίκος 16ος, από πίνακα του Joseph Siffred Puplessis που βρίσκεται στο Μουσείο Ingres Bourdelle
———————————————————
Αλλά και αργότερα, σύμφωνα με τους Holmes & Rofe (2018) στο έργο τους «Global diplomacy : theories, types, and models», η Μεγάλη Βρετανία διεκπεραίωνε δωροδοκίες μέσω της γνωστής οικογενείας Rothchild προς συγκεκριμένες χώρες, προκειμένου να συμπήξει συμμαχίες εναντίον του Ναπολέοντα. Παρόμοια πρακτική εφαρμόσθηκε από την κυβέρνηση του Winston Churchill και κατά τον 2ο ΠΠ όπου διοχετεύονταν δωροδοκίες προς την γνωστή οικογένεια March της Ισπανίας, προκειμένου να ασκήσει την επιρροή της και να κρατήσει την Ισπανία ουδέτερη (Holmes & Rofe, 2018).
Στη νεότερη ιστορία και στην περίπτωση της Αμερικής, είναι γνωστό ότι από το 1977 έχει θεσπισθεί το FCPA (Foreign Corrupt Practice Act), το οποίο απαγορεύει σε αμερικανικά πρόσωπα (φυσικά ή νομικά) να δωροδοκούν ξένους υπηκόους, οι οποίοι κατέχουν δημόσιο αξίωμα. Το γεγονός, όμως, αυτό δεν εμπόδισε την διαφθορά να είναι μια προσφιλής τακτική για την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Σύμφωνα με τον Maynes (1985), καμία από τις διπλωματικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή κατά την διάρκεια του 1970 δεν θα είχε επιτυχή κατάληξη χωρίς την ύπαρξη των δωροδοκιών, οι οποίες, όμως, όπως λέει και ο ίδιος, καλό είναι να αποκαλούνται με τον περισσότερο ουδέτερο όρο «οικονομικές διευκολύνσεις ή προτροπές», προκειμένου να τυγχάνουν ευρύτερης αποδοχής [4]. Σε ένα πλαίσιο σαν αυτό, το σκάνδαλο Ιράν–Contras, συγκλόνισε τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την δεύτερη θητεία της κυβέρνησης Reagan. Ανώτεροι αξιωματούχοι της Αμερικανικής Διοίκησης διευκόλυναν κρυφά την πώληση όπλων στην κυβέρνηση Khomeini της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, στην οποία είχε επιβληθεί εμπάργκο όπλων. Οι αμερικανικές Υπηρεσίες σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν τα έσοδα από την πώληση όπλων για να χρηματοδοτήσουν το κίνημα των Contras στη Νικαράγουα και παρά τις τροπολογίες Boland [5] με τις οποίες το Κογκρέσο είχε απαγορεύσει ρητά την περαιτέρω χρηματοδότηση του Contras από την αμερικανική κυβέρνηση. Αλλά και για αυτήν την εφαρμογή του Foreign Corrupt Practice Act, υπάρχουν ενδείξεις μονομέρειας και επιλεκτικής εφαρμογής, καθώς σύμφωνα με τους Choi & Davies (2014), οι ποινές που επιβάλλονται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα των ΗΠΑ είναι σαφώς μικρότερες από τις αντίστοιχες που επιβάλλονται σε ξένες οντότητες που εδρεύουν στις ΗΠΑ και έχουν αναμιχθεί σε πράξεις διαφθοράς στο εξωτερικό.
Η Βρετανία με την σειρά της στην σύγχρονη εποχή και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων είχε αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο για την καταπολέμηση της διαφθοράς με ποικίλες δράσεις κυρίως συμβουλευτικής και εκπαιδευτικής φύσεως. Ωστόσο, την ίδια στιγμή αποκαλύφθηκε ότι ήταν εμπλεκόμενη σε σκάνδαλα διαφθοράς που αφορούσαν κυρίως σε προμήθειες οπλικών συστημάτων (Xenakis & Ivanov, 2017).
Αλλά και η Ρωσία ακολούθησε πιστά τις επιταγές της άναρχης διεθνούς πρακτικής σε σχέση με την διαφθορά. Σύμφωνα με σχετική έκδοση της Διεθνούς Διαφάνειας (Transparency International, McLachlan, 2019), η Ρωσία έχει επανειλημμένα χρησιμοποιήσει πρακτικές και μηχανισμούς διαφθοράς, προκειμένου να υπαγορεύσει ευνοϊκές για αυτήν πολιτικές (κυρίως ενεργειακές) σε μια σειρά χωρών που γειτνιάζουν ή σχετίζονται με αυτήν όπως η Ουκρανία, η Αρμενία, η κυβέρνηση των Σέρβων της Βοσνίας (Republic Srpska) αλλά και το Αζερμπαϊτζάν.
Σε σχέση με την Ρωσία και τις δραστηριότητές της στη Μεγάλη Βρετανία, το βρετανικό κοινοβούλιο και συγκεκριμένα η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων εξέδωσε πρόσφατα μια έκθεση (The Foreign Affairs Committee, 2018), στην οποία αναφέρονταν στις επιπτώσεις που είχε η παρουσία ρωσικών κεφαλαίων στην εξωτερική πολιτική της χώρας και τις επιδιώξεις της. Η έκθεση ήταν απροκάλυπτα κατηγορηματική προς την ρωσική πλευρά και ουσιαστικά αποτελεί μία αδιάψευστη μαρτυρία του ακήρυχτου πολέμου που διεξάγεται μέσω της διαφθοράς στην διακεκαυμένη ζώνη της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων. Η πολυσέλιδη αναφορά της συγκεκριμένης έκθεσης συμπυκνώνεται στο παρακάτω απόσπασμα της έκθεσης:
«The damage that this money can do to UK foreign policy interests, by corrupting our friends, weakening our alliances, and eroding trust in our institutions, is potentially enormous».
Η εν λόγω αναφορά είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική, καθώς πέραν του ότι δηλώνει την ανησυχία μίας σημαντικής δύναμης, για την πορεία των θεμάτων που σχετίζονται με την εξωτερική της πολιτική από ισχυρές, κατευθυνόμενες από το εξωτερικό, δυνάμεις διαφθοράς, ταυτόχρονα καταδεικνύει και τους τρόπους με τους οποίους η επιθετική διαφθορά δρα διαλυτικά σε πολλαπλούς τομείς της διακυβέρνησης μιας χώρας και ιδιαίτερα στον θεσμικό της τομέα.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ «ΟΛΛΑΝΔΙΚΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ»
Το φαινόμενο της «Ολλανδικής Ασθένειας» γνωστής διεθνώς με το όνομα Dutch Disease ή αλλιώς της «κατάρας των φυσικών πόρων» εντάσσεται σε μεγάλο βαθμό στο πλαίσιο της σχέσης διαφθοράς και διεθνών σχέσεων. Αρχικά το φαινόμενο αυτό αναφέρονταν στην επικέντρωση της οικονομίας μιας χώρας αποκλειστικά σε μια εν αφθονία πλουτοπαραγωγική πηγή που διέθετε. Συναντάται συνήθως σε χώρες οι οποίες λόγω του ότι διαθέτουν άφθονους πλουτοπαραγωγικούς πόρους (π.χ. πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ορυκτά όπως το ουράνιο, κ.λπ.), δεν ασχολούνται με την ανάπτυξη όλων των τομέων της οικονομίας τους (π.χ. ανάπτυξη του δευτερογενή και τριτογενή τομέα), αλλά επικεντρώνονται μόνο στην σχετικά εύκολη εκμετάλλευση των πόρων αυτών, κάτι που οδηγεί τελικά σε χαμηλούς ρυθμούς συνολικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης. Στην πορεία όμως, στο φαινόμενο αυτό ενσωματώθηκαν και άλλες δυσμενείς εξελίξεις. Συγκεκριμένα έχει παρατηρηθεί ότι οι εν λόγω χώρες, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, «νοσούν» βαριά από υψηλά επίπεδα διαφθοράς, αλλά και πατρωνίας από ισχυρότερες χώρες (Shaxson, 2007; Zhan, 2017; Dong et al, 2019), φαινόμενα τα οποία οδηγούν ουσιαστικά σε καταστάσεις μειωμένης κυριαρχίας, απώλειας εθνικής ισχύος και έξωθεν υπαγόρευσης των εξελίξεων π.χ. στα επίπεδα παραγωγής των σημαντικών πλουτοπαραγωγικών πόρων τους (Al-Kasim et al, 2013).
Το σκάνδαλο ELF Affair (της γαλλικής εταιρείας ELF που δραστηριοποιείται στον χώρο των υδρογονανθράκων), το οποίο χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη απάτη μετά τον 2ο Π.Π, απέδειξε ότι η εν λόγω εταιρεία αποτελούσε φορέα μέσω του οποίου διακινούνταν κεφάλαια μεταξύ πετρελαϊκών εταιρειών που δραστηριοποιούνταν στην Γκαμπόν, γαλλικών πολιτικών παρατάξεων, και μυστικών Υπηρεσιών. Από τις προσόδους αυτών των δραστηριοτήτων χρηματοδοτούνταν με την σειρά τους επιχειρήσεις των γαλλικών μυστικών Υπηρεσιών, καθώς και μια σειρά δράσεων διαφθοράς σε όλον τον κόσμο, οι οποίες προωθούσαν τα γαλλικά πολιτικά, διπλωματικά και εμπορικά συμφέροντα (Shaxson, 2007).
Η ύπαρξη ή η ανακάλυψη στρατηγικών πόρων, όπως π.χ. το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, αλλά και σπανίων ορυκτών όπως π.χ. το ουράνιο, αποτελεί σημαντικό κίνητρο για την διεκδίκησή τους και την υφαρπαγή τους από ισχυρές ξένες δυνάμεις, στα πλαίσια του επιθετικού ρεαλισμού του Mearsheimer που περιγράφηκε στην αρχή του παρόντος άρθρου. Καθώς αυτοί οι πόροι δύνανται να ενισχύσουν σημαντικά τις ανταγωνιστικές δυνάμεις που θα τους «διεκδικήσουν» πρώτες, με σοβαρές επιπτώσεις στον ανελέητο αγώνα υπερίσχυσής τους, είναι κατανοητό ότι τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για την απόκτησή τους δεν θα μπορούσαν να περιορισθούν μόνο σε ό,τι χαρακτηρίζεται ως ηθικό και νόμιμο.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
Στην Ελλάδα το επίπεδο διαφθοράς είναι αρκετά υψηλό, σύμφωνα με την ετήσια κατάταξη της Διεθνούς Διαφάνειας. To 2020 η Ελλάδα εντοπίζεται στην 60η θέση της παγκόσμιας κατάταξης 180 χωρών. Σε ευρωπαϊκή κλίμακα, κατέχει την 3η θέση από το τέλος (μαζί με την Ουγγαρία, ακολουθούμενη από την Ρουμανία και την Βουλγαρία).
Μια περισσότερο διαφωτιστική εικόνα δίνεται από έναν διαφορετικό δείκτη, ο οποίος παρέχεται σε ετήσια βάση πλέον [6] από την Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank) και ο οποίος απεικονίζει τον έλεγχο της διαφθοράς σε μια χώρα (Control of Corruption). Είναι δε κατάλληλος για τον, υπό συζήτηση, χώρο της εξωτερικής πολιτικής, καθώς σύμφωνα με τον ορισμό που παρέχει η Παγκόσμια Τράπεζα, αντανακλά και την ύπαρξη υψηλής διαφθοράς (Grand Corruption), καθώς και φαινόμενα «State Capture».
Διάγραμμα 1. Έλεγχος της Διαφθοράς κατά την περίοδο 2008-2018 στην Ελλάδα. Πηγή: World Bank Governance Indicators 2020
————————————————————-
Όπως φαίνεται από το παραπάνω διάγραμμα, τα τελευταία 20 έτη παρατηρείται μια συνεχής επιδείνωση στον έλεγχο της διαφθοράς στην Ελλάδα, κάτι που αναπόφευκτα την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη σε αντίστοιχες πράξεις από τρίτα μέρη.
Στην Ελλάδα συναντάται διαφθορά τόσο σε χαμηλά όσο και σε υψηλότερα επίπεδα. Κατά καιρούς εμφανίσθηκαν στην δημοσιότητα σημαντικά σκάνδαλα διαφθοράς με εμπλοκή πολιτικών προσώπων, τα οποία επεκτείνονταν και στους χώρους της εθνικής άμυνας (σκάνδαλο Siemens, σκάνδαλο υποβρυχίων, σκάνδαλο TOR- M1), ενώ δεν έλειψαν και καταγγελίες (χωρίς να αποδειχθούν, όμως, ή να οδηγήσουν σε εκκίνηση νομικών διαδικασιών) για χρηματισμούς στο χώρο της εξωτερικής πολιτικής (π.χ. Σχέδιο Ανάν, Συμφωνία των Πρεσπών [7]).
Η Ελλάδα συγκεντρώνει μια σειρά χαρακτηριστικών, τα οποία την καθιστούν σχετικά «εύκολο» στόχο για απόπειρες διαφθοράς. Είναι μια χώρα με ευάλωτους θεσμούς, έντονη οικογενειοκρατία και νεποτισμό στον πολιτικό της βίο (Χρυσόγονος, 2009). Επιπρόσθετα, τα τελευταία δέκα έτη έχει βιώσει μια εξοντωτική εξωτερική εποπτεία, η οποία εξασθένησε ανεπανόρθωτα πολλούς από τους κλάδους της οικονομίας της, ενώ επέφερε και συντριπτικά πλήγματα στον κοινωνικό της ιστό. Η εποπτεία αυτή δεν ήρθε από μόνη της, αλλά αποτέλεσε το λογικό επακόλουθο δεκαετιών κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος, καθώς και απόρριψης μακρόπνοων αναπτυξιακών πολιτικών για χάρη μικροπολιτικών συμφερόντων, αλλά και ως αποτέλεσμα δράσης πιθανών μηχανισμών διαφθοράς, στοιχείων τα οποία, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ελαττώνουν δραστικά την εθνική ισχύ. Η χώρα πλέον βιώνει ένα πλαίσιο συνθηκών, όπου το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας της έχει υποθηκευθεί για περίπου έναν αιώνα, η οικονομική κυριαρχία έχει ουσιαστικά αφαιρεθεί από αυτήν, καθιστώντας την απλό θεατή του συνόλου των κοσμοϊστορικών γεωπολιτικών τεκταινομένων σε περιφερειακό και σε διεθνές επίπεδο.
Σε αυτό το πλαίσιο δυσμενών συνθηκών η Ελλάδα, η οποία κατέχει μια σημαντική γεωπολιτικά γεωγραφική θέση, και η οποία έχει καταστεί ακόμα πιο κρίσιμη τα τελευταία δέκα έτη με την ανακάλυψη σημαντικών ενεργειακών πεδίων σε θαλάσσιες, αλλά και σε κάποιες χερσαίες περιοχές της, καλείται να διαχειρισθεί μία σειρά ζωτικών θεμάτων στην εξωτερική της πολιτική. Η συμπερίληψη της ενεργειακής παραμέτρου καθιστά τις καταστάσεις ακόμα πιο δύσκολες. Η απειλή εμφάνισης φαινομένων Dutch Disease, λόγω της συγκέντρωσης του επιθετικού ενδιαφέροντος ισχυρών παγκόσμιων δυνάμεων, δεν θα πρέπει να θεωρείται υποθετικό σενάριο, αλλά μάλλον ως σκληρή μεν, συνήθης δε πραγματικότητα.
Παράλληλα, η Τουρκία, βάσει σχετικών δημοσιευμάτων (π.χ. Giraldi, 2009; Ιγνατίου, 2020) εμφανίζεται να έχει εγκαθιδρύσει εδώ και πολλά χρόνια έναν αποτελεσματικό μηχανισμό επηρεασμού, μέσω δωροδοκιών, υψηλά ιστάμενων αξιωματούχων σε μια σειρά από ισχυρές χώρες, αλλά και σε χώρες της περιοχής μας, προκειμένου να προωθεί με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο τους σχεδιασμούς της και εν τέλει τα συμφέροντά της.
Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Κάτω από αυτό το πλαίσιο συνθηκών που οριοθετήθηκε προηγουμένως, τίθεται το ερώτημα για τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν, προκειμένου είτε να προληφθούν και να εμποδιστούν φαινόμενα και μηχανισμοί διαφθοράς, είτε σε περίπτωση που υφίστανται (που είναι και το πιθανότερο), να αδρανοποιηθούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό.
Η αντιμετώπιση της διαφθοράς, είναι ένα εξαιρετικά δυσεπίλυτο ζήτημα. Η εξάρθρωση μηχανισμών διαφθοράς καθίσταται δύσκολη, καθώς η παρουσία τους είναι το αποτέλεσμα πολυετούς δράσης σε μια κοινωνία σε πολλά επίπεδα, και οι οποίοι συνήθως αναπτύσσουν και ισχυρότατους μηχανισμούς άμυνας.
Από την προσέγγιση των Olke και Pande (2011) που περιγράφηκε παραπάνω, είναι δυνατόν να εξαχθούν άμεσα οι βασικές κατευθυντήριες πολιτικές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μείωση των πιθανοτήτων επιτυχούς δράσης μηχανισμών διαφθοράς.
Η αύξηση του προσωπικού κόστους για παράδειγμα (παράγοντας d στην ανισότητα των Olke και Pande) θα μπορούσε να αποτελεί μια μεθόδευση προς την μείωση της πιθανότητας εμφάνισης φαινομένων διαφθοράς, όπως και η βελτίωση των αμοιβών των προσώπων που εργάζονται στον ευρύτερο χώρο της εξωτερικής πολιτικής, αλλά και της άμυνας. Η συγκρότηση σωμάτων που θα ανιχνεύουν συστηματικά την ύπαρξη τέτοιων φαινομένων, είναι επίσης ένας μηχανισμός που βάσει της περιγραφείσας σχέσης θα αύξανε την πιθανότητα εντοπισμού τέτοιων φαινομένων (θα επιτύγχανε τη μείωση του παράγοντα (1-p/p) στη σχέση που περιγράφηκε προηγουμένως).
Επομένως, η αυστηροποίηση της σχετικής νομοθεσίας θεωρείται επίσης ως μια κίνηση sine que non για την καταπολέμηση των εν λόγω φαινομένων [8], η οποία εάν γίνει, θα εκπέμψει και τα ανάλογα σήματα στις κατευθύνσεις εκείνες που πρέπει είτε στο εξωτερικό, είτε στο εσωτερικό.
Στην σημαντική μελέτη της Διεθνούς Διαφάνειας (Transparency International, McLachlan, 2019) γίνεται αναφορά και στους λόγους που καθιστούν τα κράτη ευάλωτα σε επιθέσεις μέσω οχημάτων διαφθοράς σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Ως ένας εκ των σημαντικότερων παραγόντων που συντελεί στο να καταστεί μια χώρα ευάλωτη, είναι η στρατηγική εξάρτηση (strategic dependence). Η εξάρτηση μιας χώρας από μια ή περισσότερες άλλες χώρες, ουσιαστικά διευκολύνει τις οδούς μέσω των οποίων οι μηχανισμοί της διαφθοράς μπορούν να βρουν πρόσφορο έδαφος για την εδραίωση και την διαλυτική τους δράση. Στην περίπτωση της Ελλάδος η στρατηγική της εξάρτηση είναι δεδομένη και γνωστή και ως εκ τούτου, αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο, το οποίο διευκολύνει δυνητικά, έτι περαιτέρω, την δράση τέτοιων μηχανισμών. Ο μετριασμός της εξάρτησης αυτής αποτελεί, στις συνθήκες που βιώνει η χώρα, προϋπόθεση επιβίωσης. Και αν αυτό ακούγεται δύσκολο και επικίνδυνο εγχείρημα, που σαφώς είναι, τουλάχιστον ας επιχειρηθεί συνειδητά ο μετριασμός της εξάρτησης από εκείνες τις χώρες που διαχρονικά διάκεινται εχθρικά σε κάθε έκφανση της διεθνούς παρουσίας της Ελλάδας (οικονομία, άμυνα, συμμαχίες) και οι οποίες πιθανόν να αποτελούν πηγές διεθνούς διαφθοράς.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και με περισσότερο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η σύσταση συμπαγούς εθνικού συμβουλίου εξωτερικής πολιτικής με συγκεκριμένες εξουσίες, το οποίο θα αποτελείται από μη πολιτικές προσωπικότητες με συγκεκριμένη θητεία και συγκεκριμένο τρόπο εκλογής, υποκείμενες σε ανοικτούς μηχανισμούς ελέγχου και μέτρησης της απόδοσής τους, θα μπορούσε να αποτελεί, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ένα σημαντικό βήμα για τη «μόνωση» εκείνων των κλιμακίων της εξωτερικής πολιτικής που λαμβάνουν αποφάσεις και χαράσσουν στρατηγικές, από την πιθανή δράση μηχανισμών διαφθοράς.
Φυσικά, τα παραπάνω στοιχεία δεν αποτελούν επ’ ουδενί αποδείξεις ύπαρξης μηχανισμών διαφθοράς στους χώρους της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η αποκάλυψη τέτοιων μηχανισμών είναι εξαιρετικά δύσκολη και μάλιστα δημιουργεί έντονες αντιδράσεις. Οι πιθανότητες όμως εμφάνισης τέτοιων μηχανισμών είναι αυξημένες, με βάση το θεωρητικό πλαίσιο του επιθετικού ρεαλισμού, των μηχανισμών δράσης της διαφθοράς όπως αυτοί εκτίθενται στην διεθνή βιβλιογραφία, τις χαμηλές επιδόσεις της χώρας στον έλεγχο της διαφθοράς, τις τρέχουσες εξελίξεις τόσο εντός της χώρας όσο και στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και τη μακρά διεθνή ιστορική μαρτυρία που επιβεβαιώνει τέτοιες δράσεις. Και για αυτό το λόγο, η προληπτική θωράκιση είναι επιβεβλημένη και πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα.
ΑΘΩΡΑΚΙΣΤΗ ΧΩΡΑ
Η εν λόγω συσχέτιση της διαφθοράς με τις διεθνείς σχέσεις, δεν έχει αναλυθεί σχεδόν καθόλου στην, κατά τα άλλα, ευρύτατη ερευνητική διεθνή βιβλιογραφία που αφορά στην διαφθορά.
Όπως αναφέρει ο Mearsheimer (2001), στις διεθνείς σχέσεις επικρατεί ένα πνεύμα αναρχίας, όπου έννοιες όπως η ηθική μπαίνουν στην καλύτερη των περιπτώσεων σε δεύτερη μοίρα, εάν δεν εξαφανίζονται πλήρως, και όπου όλα τα κράτη επιδίδονται σε ένα ανελέητο κυνήγι ισχύος εις βάρος άλλων κρατών, καθώς η ισχύς και μόνο αυτή αποτελεί το μοναδικό εχέγγυο επιβίωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, το οποίο φυσικά δεν είναι καινούργιο, ακόμα και κράτη τα οποία είναι ικανοποιημένα με το να ζουν ειρηνικά, εμπλέκονται αναγκαστικά σε έναν ανηλεή αγώνα επιβίωσης. Η διαφθορά των «άλλων» αποτελούσε διαχρονικά, όπως καταδείχθηκε, εργαλείο προώθησης συμφερόντων στις διεθνείς σχέσεις. Στην σύγχρονη εποχή, οι μέθοδοι και τα κανάλια δράσης της έχουν πολλαπλασιαστεί και εκσυγχρονισθεί διατρέχοντας το σύνολο των οικονομικών και πολιτικών τομέων δράσης μιας χώρας, ενώ οι προσπάθειες μεγέθυνσης της ισχύος σε έναν πολυπολικό κόσμο είναι γιγάντιες και άοκνες. Για την Ελλάδα, δυστυχώς, τα δεδομένα δεν είναι ενθαρρυντικά.
Ευρισκόμενη σε κρισιμότατη γεωγραφική θέση και με αναβαθμισμένους στρατηγικούς φυσικούς πόρους, οι οποίοι στις περιπτώσεις κρατών με αδύναμους θεσμούς λειτουργούν επιβαρυντικά για αυτά, αλλά και με αδιανόητους βαθμούς στρατηγικής εξάρτησης ακόμα και από εχθρικά διακείμενες χώρες, παρουσιάζει, όπως είναι αναμενόμενο, υψηλά επίπεδα διαφθοράς και επιδεινούμενες επιδόσεις ελέγχου της. Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων οδηγεί στην ζοφερή διαπίστωση ότι η χώρα, η οποία είναι ιδιαίτερα εξασθενημένη από την δεκαετή οικονομική εποπτεία της, παραμένει αθωράκιστη απέναντι στην δράση πιθανών μηχανισμών διαφθοράς, οι οποίοι, πέραν του ότι μπορούν να δράσουν επιβαρυντικά της ισχύος της, είναι σε θέση πιθανόν να υπαγορεύουν σε υψηλά επίπεδα και πολιτικές μακριά από το εθνικό συμφέρον.
Το διακύβευμα σήμερα στην ευρύτερη περιοχή μας είναι ιδιαιτέρως κρίσιμο (ενεργειακοί πόροι και παγκόσμια ανακατανομή ισχύος) και έχει άμεση επίπτωση σε θέματα όπως η ταυτότητα και η υπόσταση της χώρας, η ακεραιότητά της, αλλά και οι μελλοντικές προοπτικές της. Αυτή η κρισιμότατη συγκυρία απαιτεί αυστηρά εθνικές πολιτικές, οι οποίες προκειμένου να είναι αξιόπιστες και αποτελεσματικές, θα πρέπει να εδράζονται επί σεβαστών αποθεμάτων εθνικής ισχύος. Και αυτά τα αποθέματα ισχύος, όπως αναλύθηκε προηγουμένως, είναι ασύμβατα με πιθανούς μηχανισμούς διαφθοράς και πατρωνίας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Ο Νόμος των Εθνών: ή, Αρχές του Νόμου της Φύσης που Εφαρμόζονται στην Συμπεριφορά και τις Υποθέσεις των Εθνών και των Κυρίαρχων Αρχών (Γαλλικά: Le droit des gens) είναι μια νομική συνθήκη για το Διεθνές Δίκαιο από τον Emerich de Vattel, που δημοσιεύθηκε το 1758.
[2] Και ο ορισμός της διαφθοράς από την Διεθνή Διαφάνεια (Transparency International), κατά έναν παράξενο τρόπο και παρά το γεγονός ότι η διαφθορά προϋποθέτει την σύμπραξη δύο η περισσοτέρων μερών, είναι μονομερής, καθώς επικεντρώνεται μόνο στο μέρος εκείνο το οποίο αποδέχεται μια αμοιβή, προκειμένου να καταχραστεί την θέση του (κατάχρηση εμπιστευμένης εξουσίας για αποκόμιση ιδιωτικού οφέλους). Με αυτόν τον τρόπο το άλλο ή τα άλλα μέρη που σχετίζονται με την συγκεκριμένη πράξη διαφθοράς μένουν εκτός ορισμού, παρά το γεγονός ότι σε πλείστες περιπτώσεις είναι και αυτοί που εκκινούν την εν λόγω διαδικασία.
[3] Αφορά στην ομώνυμη βάση δεδομένων που κατασκευάσθηκε αρχικά το 1972 και συνεχώς ενημερώνεται έκτοτε στα πλαίσια του προγράμματος “Correlates of War” (Singer et al, 1972)ν
[4] «….Morgenthau was right in identifying bribes as an important tool of foreign policy, although a more neutral term like “financial inducements” might gain a wider audience”.
[5] Τρεις νομοθετικές τροποποιήσεις των ΗΠΑ μεταξύ 1982 και 1984, οι οποίες στο σύνολό τους αποσκοπούσαν στον περιορισμό της κυβερνητικής βοήθειας των ΗΠΑ στο Contras στη Νικαράγουα.
[6] Στο παρελθόν παρέχονταν κάθε διετία.
[7] Βλ. σχετικά Ιγνατίου (2008) και Παπαδόπουλος (2019).
[8] Σύμφωνα με το άρθρο 139 του Νέου Ποινικού Κώδικα (στον οποίο ενσωματώθηκε το άρθρο 150 του Παλαιού Ποινικού Κώδικα) η μέγιστη ποινή για αδικήματα που σχετίζονται με καταστροφή απόκρυψη ή και νόθευση αποδεικτικών που μπορούν να χρησιμεύσουν για την απόδειξη δικαιωμάτων ή την υποστήριξη συμφερόντων του ελληνικού κράτους είναι δεκαετής κάθειρξη. Σημειώνεται επιπρόσθετα ότι το άρθρο 151 του Παλαιού Ποινικού Κώδικα το οποίο ανέφερε ότι «Όποιος ως πληρεξούσιος του ελληνικού κράτους ή συμμάχου του, διεξάγει με κάποια άλλη κυβέρνηση υποθέσεις του εντολέα του με πρόθεση κατά τέτοιο τρόπο που να μπορεί να προκύψει βλάβη για τον εντολέα, τιμωρείται με Κάθειρξη», καταργήθηκε και στην σχετική αιτιολογική έκθεση αναφέρεται για το εν λόγω άρθρο «το άδικο προσδιορίζεται από την πρόθεση του δράστη».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
-Al-Kasim, F., Soreide, T., & A., Williams, (2013), “Corruption and Reduced Oil Production: An additional resource curse factor?”, Energy Policy, 54, pp 137-147
-Algosaibi Ghazi A. R. (1965), The Theory of International Relations: Hans J. Morgenthau and His Critics, Background, 8(4), pp. 221-256
-Mishra, A., (2017), “The Many Faces of Corruption”, in the Mishra, A. & R., Tridip, Markets, Governance, and Institutions in the Process of Economic Development, Oxford Scholarship, DOI: 10.1093/oso/9780198812555.001.0001
-Bellos, S., & T. Subasat, (2012) [a], “Corruption and Foreign Direct Investment: A Panel Gravity Model Approach”, Bulletin of Economic Research, Vol. 64, No 4, pp 565-574
-Bellos, S., & T. Subasat, (2012) [b], “Governance and Foreign Direct Investment: A Panel Gravity Model Approach”, International Review of Applied Economics, Vol. 26, No 3, pp 303-328
-Blockley, R. C., (1985), “Subsidies and Diplomacy: Rome and Persia in Late Antiquity”, Phoenix, 39(1), pp 62-74
-Bullogh, O., (2020), “Dirty Money – How Corruption Shapes the World”, Foreign Affairs, January-February
-Campos, N. F. and F. Giovanni (2007), ‘Lobbying, corruption and political influence’. Public Choice, 131: 1–21.
-Carr, E., H., 1939, The Twenty Years’ Crisis 1919-1939. An Introduction to the Study of International Relations, Harper Perennial; 450th ed. edition
-Choi, S., J., & K., E., Davis, (2014), “Foreign Affairs and Enforcement of the Foreign Corrupt Practices Act”, Journal of Empirical Legal Studies, 11(3), pp 409-445
-Damania, R., P. Fredriksson, and M. Mani (2004), ‘The persistence of corruption and regulatory compliance failures’. Public Choice 121: 363–90.
-Fucks, W., 1965. Formeln zur Macht: Prognosen über Völker, Wirtschaft, Potentiale (Vol. 6601). Rowohlt [Taschenbuch-Verlag.
-Giraldi, P., (2009), Who’s afraid of Sibel Edmonds?, The American Conservative, November 1st, https://www.theamericanconservative.com/articles/whos-afraid-of-sibel-ed… [6]
Gordon, C. D., (1949), ” Subsidies in Roman Imperial Defence”, Phoenix, 3(2), pp 60-69
-Hellman, J. S., Jones, G., & D., Kaufmann, (2003), Seize the State, Seize the Day: State Capture and influence in transition economies, Journal of Comparative Economics, 31, pp 751-773
-Holmes, A., R., & S., Rofe, (2018), Global Diplomacy: Theories, Types and Models, Routledge, New York
-Ιγνατίου, Μ., (2008), Τα μαύρα δολάρια, Εφημερίδα Έθνος, 3η Αυγούστου
-Ιγνατίου, Μ., (2020), Ο Τραμπ σκέφτεται να δώσει χάρη στον πληρωμένο ατζέντη της Τουρκίας, Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 1η Μαϊου
-Θουκυδίδης, (2004), Θουκυδίδου Ιστορία – Μετάφραση Άγγελου Βλάχου, Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα
-Λάϊου, Α. Ε., (2010), Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου – Οι ανταλλαγές και το Εμπόριο από τον 7ο ως τον 12ο αιώνα, Τόμος Β’, Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας,
-Luttwak, E., (2009), Η Υψηλή Στρατηγική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Εκδόσεις Τουρίκη, Αθήνα
-Maynes, C., W., (1965), “Logic, Bribes and Threats”, Foreign Policy, 60, pp 111-129
-McLachlan, K., (2019), “Corruption as Statecraft – Using Corruption Practices as Foreign Policy Tools”, Transparency International Special Issue
-Mearsheimer, John J. (2001) The Tragedy of Great Power Politics, New York: Norton
-Morgenthau, H. J., (1946), Scientific Man vs. Power Politics, Chicago: The University of Chicago Press
-Morgenthau, H. J., (1962), “The Intellectual and Moral Dilemma of Politics,” in The Decline of Democratic Politics, Chicago: The University of Chicago Press
-Νταβούτογλου, Α., (2010), Το Στρατηγικό Βάθος, Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα
-Olken, B., & R., Pande, 2011, Corruption in Developing Countries, NBER Working Papers, No 17398
-Organski, A.F. and Kugler, J., 2015. The war ledger. University of Chicago Press.
-Παπαδόπουλος, Π., (2019), Σόρος, Πρέσπες και μία άγνωστη offshore, Εφημερίδα Καθημερινή, 25 Μαϊου, https://www.kathimerini.gr/1011572/article/epikairothta/politikh/soros-p… [7]
-Rose-Ackerman, S., (1999), Corruption and Government, Cambridge University Press, Cambridge
-Roosen, W., (1970), “The Functioning of Ambassadors under Louis XIV”, French Historical Studies, 6(3), pp 311-332
-Runciman, S., (1958), Σικελικοί Εσπερινοί, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα
-Satow, E., (1917), A Guide to Diplomatic Practice, Cambridge University Press, Cambridge
-Shaxson, N., (2007), “Oil, Corruption and the Resource Curse”, International Affairs, 83(6), pp 1123-1140
-Singer, J. David, Stuart Bremer, & John Stuckey. (1972). “Capability Distribution, Uncertainty, and Major Power War, 1820-1965.” in Bruce Russett (ed) Peace, War, and Numbers, Beverly Hills: Sage, 19-48.
-The Foreign Affairs Committee (2018), Moscow’s Gold: Russian Corruption in the UK, The House of Commons, Eight report of Session 2017-2019
-Toft, P., (2005), “John J. Mearsheimer: an offensive realist between geopolitics and power”, Journal of International Relations and Development, 8, pp 381-408
-«Siemens Bribery Scandal in Greece, Ex-Boss Could Help Shed Light on Corruption». Der Spiegel. 2009-06-29.
-Taylor, C., (2001), “Bribe in Athenian Politics Part I: Accusations, Allegations, and Slander”, Greece and Rome, 48(1), pp 53-66
-Taylor, C., (2001), “Bribe in Athenian Politics Part II: Ancient Reaction and Perceptions”, Greece and Rome, 48(2), pp 154-172
-Welt, (2014), Deutsche Firmen fast so korrupt wie nigerianische, 17.6.2014, in https://www.welt.de/wirtschaft/article129163985/Deutsche-Firmen-fast-so-… [8]
-Xenakis, S. & K. Ivanov (2017), “Does Hypocrisy Matter? National Reputational Damage and British Anti-Corruption Mentoring in the Balkans”, Crit Crim, 25, pp 433-452
-Χρυσόγονος, Κ., (2009), Ιδιωτική Δημοκρατία, Εκδόσεις Επίκεντρο, Αθήνα
-Zhan, J. V., (2017), “Do Natural Resources Breed Corruption? Evidence from China”, Environmental Resource Economics, 66, pp 237-259
-World Bank (2020), World Governance Indicators, World Bank
* Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 66 (Οκτώβριος – Νοέμβριος 2020) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.
Copyright © 2020 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους