Η Ανακριτική Επιτροπή της Ι. Σ. απάλλαξε από μέλος της κληρικό του Μόρφου (Αποκλειστικό)

Η Ανακριτική Επιτροπή της Ι. Σ. απάλλαξε από μέλος της κληρικό του Μόρφου (Αποκλειστικό)

Εφημερίδα “Πολίτης”: Μονή Οσίου Αββακούμ: Κλειδί η νομιμότητα των βίντεο από το κλειστό κύκλωμα

Του Αριστείδη Χ. Βικέτου

Η Ανακριτική Επιτροπή της Ιεράς Συνόδου , η οποία εξετάζει την υπόθεση των δύο εν αργία Αρχιμανδριτών της Μονής Οσίου Αββακούμ της Μητροπόλεως Ταμασού, Νεκταρίου (Ηγουμένου) και Πορφυρίου ,   απάλλαξε – σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες μας- από μέλος της τον π. Ελευθέριο Κονέ (ΦΩΤΟ ΕΠΑΝΩ),  ο οποίος είναι κληρικός της Μητρόπολης Μόρφου και  εφημέριος στον Ι.Ν. Παναγίας στο Ακάκι. Στην Ανακριτική παραμένει ο πατήρ Τέλος Παπαδόπουλος, ενώ στην θέση του π. Ελευθερίου ορίστηκε ο  Πρωτοπρεσβύτερος , Κυριάκος Κυριάκου, ο οποίος είναι εφημέριος στον Ι.Ν. Αγίας Παρασκευής (Κάτω Λακατάμεια) και εργάζεται στην Γραμματεία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας η απαλλαγή του π. Ελευθερίου Κονέ ήταν εισήγηση του Επισκόπου Λήδρας Επιφανίου, με την οποία συμφώνησαν οι άλλοι δύο Ιεράρχες μέλη της Επιτροπής, Χύτρων Λεόντιος και Μεσαορίας Γρηγόριος. Κατά τις ίδιες πληροφορίες η απαλλαγή έγινε για να διασφαλιστεί η αμεροληψία της Επιτροπής.  

Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει όσα ο γράφων είχε αποκαλύψει σε τηλεοπτικές εκπομπές, χωρίς να τον κατονομάσει τότε, ότι ο π. Ελευθέριος ήταν ο πραγματικός συντάκτης του πορίσματος, το οποίο είχε καταθέσει ο Μητροπολίτης Ταμασσού & Ορεινής Ησαΐας στην έκτακτη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου, στην οποία η υπόθεση των εν αργία Αρχιμανδριτών παραπέμφθηκε στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο. Ως γνωστό από την σύνθεση του Δικαστηρίου ζήτησε εξαίρεση ο κ. Ησαΐας, διότι δεν μπορούσε να είναι ταυτόχρονα κατήγορος και δικαστής. Ωστόσο, εξαίρεση ζήτησε και ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος. Τους δύο αναπλήρωσαν οι Επίσκοποι Καρπασίας Χριστοφόρος και Αρσινόης Παγκράτιος.

Το Εξαμελές αποφάσισε να μην εκδικάσει την υπόθεση, αλλά να την  παραπέμψει σε Ανακριτική Επιτροπή, γιατί -όπως συνάγεται από τις εξελίξεις-αντιλήφθηκε ότι υπήρχε πρόβλημα με την διαδικασία, που είχε ακολουθήσει ο Μητροπολίτης Ταμασσού & Ορεινής.

Το ζήτημα, που ανακύπτει είναι: Α) Η ανάμειξη του π. Ελευθερίου σε υπόθεση άλλης Επισκοπής ( και μάλιστα στο Επισκοπικό Δικαστήριο, το οποίο φαίνεται ότι δεν συγκροτήθηκε σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη), Β) Το κατά πόσον ήταν γνώστης ο Μητροπολίτης Μόρφου ως ο Κανονικός Επίσκοπος του π. Ελευθερίου Κονέ.

Εξάλλου, οι πληροφορίες μας αναφέρουν ότι οι εργασίες τις Ανακριτικής Επιτροπής συνεχίζονται και ότι έχει συσσωρευτεί μέχρι στιγμής πολύ υλικό , ενώ έπεται η εξέταση και άλλων μαρτύρων. Με αυτά τα δεδομένα η Ανακριτική δεν θα μπορεί να αποφανθεί πριν από το Πάσχα. 

Για την ιστορία σημειώνουμε τα ακόλουθα : Ο π. Ελευθέριος υπήρξε μέλος της Χριστιανικής Φοιτητικής Δράσης (ΧΦΔ) Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος, στις  26 Οκτωβρίου 2013, στον Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Κερατέας και πρεσβύτερος την επομένη στον Ι.Ν. Αγίου Τρύφωνα Παλλήνης. Και οι δύο Ναοί υπάγονται στην Μητρόπολη Μεσοαγαίας και Λαυρεωτικής , της οποίας Μητροπολίτης είναι ο κ. Νικόλαος (Χατζηνικολάου). 

Η Χριστιανική Φοιτητική Δράση ιδρύθηκε το 1960 ως ο φοιτητικός τομέας του Συλλόγου Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Δράσεως «Ο Μέγας Βασίλειος», ο οποίος έχει παράρτημα στην Λεμεσό. ΧΦΔ και “Μέγας Βασίλειος” ουσιαστικά υπάγονται στην  Αδελφότητα Θεολόγων «Ο Σωτήρ», με μέλη  άγαμους άνδρες, κληρικούς  και λαϊκούς. Ιδρύθηκε το 1960 από μέλη της Αδελφότητας Θεολόγων «Η Ζωή», που αποχώρησαν από αυτήν.   Σήμερα στην Αδελφότητα Θεολόγων «Ο Σωτήρ» προΐσταται ο Αρχιμανδρίτης Αστέριος Χατζηνικολάου, κατά σάρκαν αδελφός του Μητροπολίτη Μεσογαίας και πνευματικός αδελφός του Επισκόπου Καρπασίας Χριστοφόρου.

 Έντονη κριτική στις πρακτικές των Αδελφοτήτων είχε ασκήσει το 1958 ο τότε Μητροπολίτης μακαριστός σήμερα  Μαρωνείας Τιμόθεος, ο οποίος μιλώντας στη Σύνοδο της Ιεραρχίας δήλωνε: «Δεν είναι αι επί μέρους παρεξηγήσεις, συνήθεις άλλωστε μεταξύ των ανθρώπων, τα μόνα συμπτώματα αυτής της θλιβεράς διαιρέσεως και της προς τα οικείας Εκκλησιαστικάς Αρχάς πρωτοφανούς αντιδικίας, όπως δεν πρόκειται ασφαλώς περί των περισσοτέρων εκ των εν λειτουργία Ορθοδόξων θρησκευτικών Οργανώσεων. Πρόκειται περί εκείνων, οι οποίοι ανήκοντες εις ωρισμένας Οργανώσεις βλέπουν την Επίσημον Εκκλησίαν ως ξένην και εχθράν, ως εάν επρόκειτο περί αιρετικών, ευχομένων την διάλυσιν ή την υποδούλωσιν της Εκκλησίας. Οι τοιούτοι υπονομεύουσι διά της απειθαρχίας των και των εν αγνοία του οικείου Επισκόπου κινήσεών των, αυτά ταύτα τα θεμέλια της Εκκλησίας».

Εξάλλου, το 2000 ο επίσης μακαριστός σήμερα  Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Αμβρόσιος, μιλώντας σε συνέδριο είχε τονίσει  πως «το πέρασμα των οργανώσεων απετέλεσε την νόσο της Εκκλησίας με τραγικές συνέπειες για την ζωή του τόπου(της Ελλάδος) και της Εκκλησίας και μάλιστα όχι αποκλειστικά εντός των συνόρων».

****************************************************

Η εφημερίδα “Πολίτης” σε σημερινό ρεπορτάζ του Νέαρχου Κυπριανού γράφει: “Καθοριστικό παράγοντα στην εξέλιξη της υπόθεσης με το εκκλησιαστικό σκάνδαλο στη μονή του Οσίου Αββακούμ στο Φτερικούδι αποτελεί η αποδοχή ή όχι ως αποδεικτικών στοιχείων του οπτικογραφημένου υλικού που συλλέχθηκε από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης. Η πλευρά του μητροπολίτη Ταμασού Ησαΐα υποστηρίζει ότι η εγκατάσταση και λειτουργία του συστήματος παρακολούθησης είναι καθόλα νομότυπη, ενώ η πλευρά των δύο κατηγορούμενων εν αργία αρχιμανδριτών επιμένει στη θέση ότι το οπτικογραφημένο υλικό εξασφαλίστηκε με παράνομες– παράτυπες διαδικασίες. Σύμφωνα με τις τοποθετήσεις των δύο πλευρών, αναμένεται νομική μάχη απόδειξης ή όχι της νομιμότητας των βίντεο τα οποία αναμένεται να καθορίσουν τα επόμενα βήματα στη διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη από την Αστυνομία αλλά και στην εκκλησιαστική διαδικασία ενώπιον της ανακριτικής επιτροπής και του Συνοδικού Δικαστηρίου.

Σύμφωνα με πληροφορίες του «Π», ο μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής Ησαΐας, προτού προχωρήσει τη διαδικασία εναντίον των δύο αρχιμανδριτών Νεκταρίου και Πορφυρίου, είχε διαβουλεύσεις με νομικούς συζητώντας το θέμα της νομιμότητας του οπτικογραφημένου υλικού που λήφθηκε από τη μονή και κατά τον ίδιο αποδείκνυε τα πράματα και θάματα που λάμβαναν χώρα στο μοναστήρι. Έχοντας, λοιπόν, το πράσινο φως από τους νομικούς του, ο μητροπολίτης Ησαΐας κίνησε τις διαδικασίες, έθεσε σε αργία τους δύο αρχιμανδρίτες και στη συνέχεια ξεκίνησε η υπόθεση στο εξαμελές συνοδικό δικαστήριο το οποίο παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω διερεύνηση στην ανακριτική επιτροπή της Ιεράς Συνόδου. Από το περιβάλλον του μητροπολίτη Ησαΐα θεωρούν ότι το οπτικογραφημένο υλικό λήφθηκε καθ’ όλα νομότυπα. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι η εγκατάσταση και λειτουργία του συστήματος παρακολούθησης ήταν νόμιμες και έγιναν στο πλαίσιο ευρύτερης εγκυκλίου του μητροπολίτη για τις μονές και εκκλησίες στα όρια της μητροπόλεώς του, με στόχο την αποτροπή κλοπών και διαρρήξεων. Τονίζουν επίσης ότι οι δύο καταγγελλόμενοι είχαν πρόσβαση στο σύστημα παρακολούθησης, όπως και ο αρχιμανδρίτης Βαρνάβας, συνεπώς οι εν αργία αρχιμανδρίτες Νεκτάριος και Πορφύριος γνώριζαν ποιοι είχαν πρόσβαση στο σύστημα και ότι νόμιμα ο Βαρνάβας εξασφάλισε το υλικό από τις κάμερες το οποίο στη συνέχεια παρέδωσε στον μητροπολίτη Ταμασού. Έχουν επίσης την άποψη ότι ο μητροπολίτης έχει την ευθύνη να ασκεί έλεγχο στις μονές και στις εκκλησίες στα όρια της μητροπόλεώς του και, ως εκ τούτου, ο έλεγχος που διενεργήθηκε εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο.

Στην τελευταία του τοποθέτηση ο μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής Ησαΐας ανέφερε ότι δεν θα εμπλακεί σε μια δημόσια αντιπαράθεση για το θέμα της μονής Οσίου Αββακούμ, εκφράζοντας την πλήρη εμπιστοσύνη του στις διαδικασίες του Συνοδικού Δικαστηρίου και της Αστυνομίας. «Παρακολουθούμε προσεκτικά τα όσα ψευδώς διαδίδονται και ανακοινώνονται σε μία προσπάθεια επηρεασμού της κοινής γνώμης και των διεξαγόμενων ερευνών. Δεν θα ακολουθήσουμε αυτή την ατραπό και δεν θα εμπλακούμε σε μια δημόσια αντιπαράθεση, για να απαντήσουμε σε κάθε ψευδή ή παραπλανητική αναφορά. Έχουμε πλήρη εμπιστοσύνη στις διαδικασίες, που διεξάγονται από το Συνοδικό Δικαστήριο και την Αστυνομία, στις οποίες θέτουμε αρμοδίως την αλήθεια», σημείωσε. Αναφέρει, τέλος, ότι είναι απολύτως βέβαιος ότι σύντομα όλη η αλήθεια θα έρθει στο φως.

«Προϊόν υποκλοπής»

Οι δύο μοναχοί απ’ την πλευρά τους, διά των δικηγόρων τους, επικαλούνται το εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο και συγκεκριμένα το άρθρο 4,. παράγραφος 2, στο οποίο αναφέρει ότι «Κατ’ εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τέτοια μέσα εάν με αυτά αποδεικνύεται αδίκημα κωλυτικό της ιεροσύνης και με την προϋπόθεση ότι η προσαγωγή του γίνεται από το πρόσωπο που έλαβε το εν λόγω αποδεικτικό μέσο». Όπως αναφέρουν στο υπόμνημα που απέστειλαν στην ανακριτική επιτροπή της Ιεράς Συνόδου, «από τη συγκεκριμένη διάταξη προκύπτει ότι, ενώ κατά το α΄ εδάφιο της ίδιας παραγράφου δεν επιτρέπεται να ληφθούν υπ’ όψιν για την απόδειξη της ενοχής και τη λήψη της ποινής αν αυτά έχουν ληφθεί παρανόμως, με αυτή τη διάταξη καθίσταται επιτρεπτή η χρήση παρανόμων αποδεικτικών μέσων, υπό δύο όμως προϋποθέσεις. Η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι η χρήση του αποδεικτικού μέσου αποδεικνύεται αδίκημα κωλυτικό της ιεροσύνης. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η προσαγωγή του αποδεικτικού μέσου να γίνεται από το πρόσωπο που το έλαβε. Στην υπό κρίσιν περίπτωση, τα επίμαχα παράνομα ληφθέντα αποδεικτικά μέσα είναι βίντεο, που προέρχονται από λήψεις των καμερών του κλειστού κυκλώματος παρακολουθήσεως της ιεράς μονής Οσίου Αββακούμ, το οποίο τοποθετήθηκε νομίμως για λόγους ασφαλείας, και όχι από λήψεις βιντεοκάμερας, την οποία χειριζόταν ατομικώς συγκεκριμένο πρόσωπο. Συνεπώς, οι αποσπασματικές λήψεις, που βρίσκονται στον φάκελο της υπό κρίσιν υποθέσεως, δεν λήφθηκαν από το πρόσωπο που τα προσκόμισε αλλά υπεκλάπησαν προφανώς από αυτό το πρόσωπο από το σύστημα παρακολουθήσεως ή και αλλιώς με παράνομο τρόπο εξ αποστάσεως».

Σύμφωνα με την επιστολή των δικηγόρων των δύο εν αργία αρχιμανδριτών, «στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, όταν εγκαταστάθηκε αυτό, χωρίς μάλιστα δυνατότητα ηχητικής καταγραφής, πρόσβαση είχαν:

1. O πρώτος εξ αυτών, ως administrator, ο οποίος είχε πλήρη πρόσβαση

2. Ο δεύτερος εξ αυτών, ο οποίος μπορούσε να βλέπει και να αναπαράγει καταγραμμένο βίντεο, αλλά δεν μπορούσε να βλέπει τις κάμερες του γραφείου.

3. Ο πατήρ Βαρνάβας, αδελφός της ιεράς μονής, ο οποίος μπορούσε να βλέπει όλες τις περιμετρικές κάμερες και αυτές που βρίσκονταν εντός της εκκλησίας και στον τάφο. Δεν μπορούσε να βλέπει τις κάμερες του γραφείου και δεν μπορούσε να αναπαράγει καταγραμμένο βίντεο).

«Με δεδομένο ότι ουδείς εκ των πελατών μας προσκόμισε τις βιντεολήψεις, ο μόνος ο οποίος απομένει είναι ο πρώην αδελφός της ιεράς μονής π. Βαρνάβας. Ο οποίος, επαναλαμβάνουμε, δεν προέβη με δική του κάμερα στη λήψη των προσκομισθέντων βιντεολήψεων αλλά περιήλθαν στην κατοχή του με μη νόμιμο τρόπο ή εξασφαλίστηκαν εξ αποστάσεως πάλι με παράνομο τρόπο, αφού δεν είχε τους κωδικούς προσβάσεως. Συνεπώς, τα συγκεκριμένα παράνομα αποδεικτικά μέσα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4, πργφ. 2, εδάφιο β΄ και για τον λόγο αυτό είναι παράνομα και απαγορεύεται η χρήση τους τόσο για την απόδειξη της ενοχής όσο και για την επιβολή της ποινής», σημειώνουν στην επιστολή τους.

 

 

 

Share this post