Η αναγνώριση του Μητροπολίτη Κιέβου Επιφανίου από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου συνιστά παραβίαση του συνοδικού συστήματος;

Η αναγνώριση του Μητροπολίτη Κιέβου Επιφανίου από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου συνιστά παραβίαση του συνοδικού συστήματος;

“Ορθώς ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, μνημόνευσε άνευ αδείας κανενός τον νέο Προκαθήμενο (σ.σ.της ΟΑΕ Ουκρανίας , Επιφάνιο) διότι πρόκειται για υποχρέωση του που απορρέει από τους ιερούς κανόνες, αφ’ ης στιγμής η πράξη παραχωρήσεως του αυτοκεφάλου καθεστώτος ισχύει αυτεπαγγέλτως και ουδεμία ένσταση επίσημη υποβλήθηκε κατά του κύρους αυτής. Και τούτο σημαίνει, περαιτέρω, ότι η ενέργειά του αυτή δεν συνιστά παραβίαση του συνοδικού συστήματος, διότι στην περίπτωση αυτή κακώς και αντικανονικώς κινήθηκε ο μηχανισμός του συνοδικού συστήματος ” επισημαίνει ο κ. Αναστάσιος Βαβούσκος , Δρ. του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ και δικηγόρος.

Ο Αναστάσιος Βαβούσκος , σχολιάζοντας τα όσα διαδραματίστηκαν στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας Κύπρου με τις αντιδράσεις ομάδας μελών της , επισημαίνει μεταξύ άλλων: 

Η παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος, υπό την έννοια της οποίας περιλαμβάνονται τόσο η διαδικασία που ακολουθήθηκε όσο και η επακόλουθη αποδοχή της και η τυπικού χαρακτήρα αναγνώριση της νέας αυτοκέφαλης Εκκλησίας, δεν αποτελεί αντικείμενο συζητήσεως και κριτικής άλλου συνοδικού οργάνου, παρά μόνο του μόνου αρμοδίου, που είναι η Ιερά σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.  Πέραν τούτου, μια τέτοια αμφισβήτηση, εφόσον λάβει χώρα, συνιστά ταυτοχρόνως και άμεση αμφισβήτηση του κύρους και του υποστατού όλων των Πράξεων περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος, που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα. Αυτό σημαίνει, ότι οι ίδιες οι Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες αμφισβητούν με τον τρόπο αυτόν ευθέως την ίδια την κανονικότητα της υποστάσεώς τους ως Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και την ίδια την αυθυπαρξία τους.

Άρα, αναρμοδίως και συνεπώς εσφαλμένως από κανονικής απόψεως, η Ιερά σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου συζήτησε το θέμα της αναγνωρίσεως της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας και της μνημονεύσεως του Προκαθημένου της και αποφάσισε την αναβολή και της αναγνωρίσεως και της μνημονεύσεως, καθόσον δεν συμπεριλαμβάνεται στις αρμοδιότητες της, όπως αυτές προκύπτουν από την κανονική νομοθεσία, η ενασχόληση της με αυτά τα θέματα“.

*Διαβάστε το πλήρες κείμενο του άρθρου του δρος Αναστάσιου Βαβούσκου , που γράφτηκε για την ιστοσελίδα  ageliaforos.com

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β’ και ΟΑΕ Ουκρανίας by ARISTEIDIS VIKETOS on Scribd


****************************************

Ο Αναστάσιος Βαβούσκος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1967 και είναι Δικηγόρος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, από το 1992.
Μετά τη ολοκλήρωση των εγκυκλίων σπουδών του εισήχθη το 1986 στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αποφοίτησε το 1990 με βαθμό πτυχίου Άριστα, έχοντας λάβει υποτροφία κατά το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο έτος των σπουδών του.
Μετά το πέρας των σπουδών του το 1990 εισήχθη κατόπιν εξετάσεων στο μεταπτυχιακό τμήμα του Τομέα Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών Θεσσαλονίκης, από όπου έλαβε τον αντίστοιχο μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών επιπέδου Master, με βαθμό πτυχίου Άριστα.
Κατά την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής του το έτος 1998 μετέβη στη Γενεύη Ελβετίας όπου ενεγράφη στο Ινστιτούτο Μεταπτυχιακών Σπουδών Ορθοδόξου Θεολογίας παρά τω Ορθοδόξω Κέντρω του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ Γενεύης, από το οποίο έλαβε τον αντίστοιχο μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών Ορθοδόξου Θεολογίας επιπέδου Master, με βαθμό πτυχίου Άριστα (summa cum laude).
Το 2001 αναγορεύτηκε διδάκτορας του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τίτλο διδακτορικής διατριβής “Θεμελιώδεις Αρχές Εκκλησιαστικής Δικονομίας – Η αρχή της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των οργάνων απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης” και βαθμό Άριστα.
Από το 2008 μέχρι το 2013 δίδαξε στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης με την ιδιότητα του Εκτάκτου Επικούρου Καθηγητή τα παρακάτω μαθήματα: 1) Εκκλησιαστικό Δίκαιο, 2) Κανονικό Δίκαιο, 3) Νομική προστασία Εκκλησιαστικών Κειμηλίων, 4) Ερμηνευτική προσέγγιση ιερών κανόνων.

Πέραν της διδακτορικής διατριβής του έχει συγγράψει αρκετά  βιβλία, μελέτες και άρθρα.  Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια και ημερίδες πάντοτε στα γνωστικά αντικείμενα του Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου και υπήρξε μέλος:

1) της Συντακτικής Επιτροπής της Εξαμηνιαίας Επιθεωρήσεως Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου «Νομοκανονικά», που εκδίδεται από την Εταιρεία Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, της οποίας είναι και ιδρυτικό μέλος.

2) της Επιτροπής της Εκκλησίας της Ελλάδος περί καταρτίσεως σχεδίου αναθεωρήσεως του Ν. 5383/1932: «Περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας» επί Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου,

3) της Επιτροπής της Εκκλησίας της Ελλάδος περί καταρτίσεως σχεδίου αναθεωρήσεως του Ν. 5383/1932: «Περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας» επί Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου, 4) αναπληρωματικό της Συνοδικής Επιτροπής Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως και Επιμορφώσεως του Εφημεριακού Κλήρου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Στις 21 Νοεμβρίου 2019 ως αναγνώριση της προσφοράς στην προάσπιση των δικαίων του Οικουμενικού Θρόνου αλλά και του εν γένει επιστημονικού έργου του, η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος Β΄ τον τίμησε με την απονομή του οφφικίου του Άρχοντα Ασηκρήτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.

Μιλά Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά.

*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους

Share this post