«Η 9η Ιουλίου του 1821»-Μια άλλη ανάγνωση

«Η 9η Ιουλίου του 1821»-Μια άλλη ανάγνωση

“Το ποίημα, ενώ είναι ύμνος στην ελληνοτουρκική φιλία, η οποία κατά τον ποιητή εκδηλώνεται σε όλες τις τότε διαστρωματώσεις του πληθυσμού της Κύπρου, πλην βέβαια του απολυταρχικού οθωμανικού καθεστώτος, χρησιμοποιήθηκε διαχρονικά για την καλλιέργεια του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας, του σοβινισμού και του μίσους” .

Του Δώρου Κακουλλή*

Το αποτελούμενο από 56 στροφές ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», είναι το πιο γνωστό του ποίημα που προφανώς συνέβαλε καθοριστικά, ώστε να χαρακτηρισθεί ως ο εθνικός ποιητής της Κύπρου. Το ποίημα είναι εμπνευσμένο από τα ιστορικά γεγονότα, τα οποία διαδραματίσθηκαν στις 9/7/1821, όταν οι Τούρκοι (Οθωμανοί κατακτητές της Κύπρου) είχαν προβεί στην εκτέλεση 486 Ρωμιών (μελών της ηγεσίας του Ορθόδοξου Χριστιανικού ιερατείου το οποίο την εποχή εκείνη αποτελούσε και την πολιτική ηγεσία των Ρωμιών και πολλών προκρίτων Ρωμιών.  Αμέσως μετά από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ο Σουλτάνος είχε διατάξει τον αφοπλισμό των Ρωμιών της Κύπρου. Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και η ηγεσία του ιερατείου κάλεσαν τους Ρωμιούς να συμμορφωθούν με το διάταγμα του Σουλτάνου και να μην εξεγερθούν κατά των Οθωμανών.

Την αφορμή για τη σύλληψη και εκτέλεση των 486 Ρωμιών, έδωσε η ενέργεια του Αρχιμανδρίτη Θεοφύλακτου Θησέα, ο οποίος παρά την απόφαση του ιερατείου, διένειμε προκηρύξεις με τις οποίες καλούσε τους Ρωμιούς  σε εξέγερση. 

 

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης με την «9η Ιουλίου», πέραν της αποτύπωσης των ιστορικών γεγονότων, του πατριωτισμού και του ηρωισμού του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, καθώς και της βαρβαρότητας και σκληρότητας του οθωμανικού καθεστώτος, μας στέλνει πολλά σημαντικά και διαχρονικά μηνύματα. Αυτά,δυστυχώς, λόγω της επιλεκτικής, αποσπασματικής και μη ολοκληρωμένης ανάγνωσης και ανάλυση του ποιήματος, καθώς και λόγω της υπέρμετρης προβολής της 18ης και 19ης στροφής του ποιήματος επισκιάσθηκαν και αφέθηκαν στο περιθώριο :

«Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,

κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-ξηλείψη,

κανένας, γιατί σιέπει την που τα ‘ψη ο Θεός μου.

Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψει!» (18η στροφή,)

Ως αποτέλεσμα αυτών το ποίημα, ενώ είναι ύμνος στην ελληνοτουρκική φιλία, η οποία κατά τον ποιητή εκδηλώνεται σε όλες τις τότε διαστρωματώσεις του πληθυσμού της Κύπρου, πλην βέβαια του απολυταρχικού οθωμανικού καθεστώτος, χρησιμοποιήθηκε διαχρονικά για την καλλιέργεια του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας, του σοβινισμού και του μίσους κατά των Τούρκων και κατ’ επέκταση των Τ/κ. Περαιτέρω η αναφερόμενη επιλεκτική ανάγνωση και ανάλυση του ποιήματος, επισκίασε τη γεωπολιτική ανάλυση και τον αναδυόμενο μέσα από το ποίημα πολιτικό λόγο του ποιητή, αδικώντας τόσο το ποίημα όσο και τον ποιητή.

Στο 1/3 περίπου του ποιήματος (στις 17 από τις 56 στροφές), ο ποιητής αναφέρεται στις προσπάθειες Τούρκων αξιωματούχων (τουρκικής ελίτ), οι οποίοι άλλοτε με επιχειρήματα και άλλοτε με πράξεις οι οποίες αναμφίβολα θα χαρακτηρίζονταν προδοτικές και θα μπορούσαν να αποβούν μοιραίες για την ίδια τους τη ζωή, προσπαθούν να αποτρέψουν την εκτέλεση των αρχιερέων και των προκρίτων, είτε με τη φυγάδευση τους ή μεταπείθοντας τον Τούρκο διοικητή της Κύπρου Μουσελίμ Αγά. 

Αμέσως μετά από το μυστικό συμβούλιο, στο οποίο κοινοποιήθηκε η απόφαση των θανατικών εκτελέσεων, ο Τούρκος αξιωματούχος Κιόρογλου επισκέπτεται με κάθε μυστικότητα και προφυλάξεις τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, τον οποίον, αφού ξυπνά και κάθεται κοντά του (οικειότητα – φιλία), του αποκαλύπτει τα όσα έλαβαν χώρα στο μυστικό συμβούλιο και του προτείνει να τον φυγαδεύσει (3η στροφή). 

O Εθνομάρτυρας Κυπριανός , προσωπογραφία στο Μέγα Συνοδικό ΙΑΚ. ΦΩΤΟ : Πρωτοπρεσβύτερος Θωμάς Κωστής

Ο Αρχιεπίσκοπος απορρίπτει την πρόταση του Κιόρογλου, γιατί θεωρεί ότι η διαφυγή του θα μετέφερε την οργή του καθεστώτος στους ώμους του λαού :

«Δεν φεύκω, Κκιόρογλου, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου

εν’ να γενή θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου.

Να βάλω την συρτοθηλειάν εις τον λαιμόν του κόσμου;

Παρά το γαίμαν τους πολλούς εν’ κάλλιον του πισκόπου» (5η στροφή).

Ο Κιόρογλου μετά από την απόρριψη από τον Αρχιεπίσκοπο και της δεύτερης πρότασης του, δηλαδή να τον φιλοξενήσει στην οικία του, αποχωρεί καταστεναχωρεμένος και παραπονεμένος (7η στροφή). Η δεύτερη προσπάθεια Κιόρογλου εκδηλώνεται μετά από την σύλληψη και φυλάκιση του Αρχιεπισκόπου και των άλλων κληρικών, όταν στέλνει μυστικά τον υιό του στη φυλακή που κρατούνται οι ιερωμένοι, προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο που κατέστρωσε για την απόδραση και φυγάδευση του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού. 

Ο Αρχιεπίσκοπος απορρίπτει το σχέδιο απόδρασης και φυγάδευσης του και στέλνει τις ευχαριστίες του στον Κιόρογλου, με την παράκληση να καταβάλει κάθε προσπάθεια, ούτως ώστε στο μέλλον να μην επαναληφθεί άλλο κακό στην Ρωμιοσύνη.

Τότε ο υιός Κιόρογλου απαντά ότι όχι μόνο θα μεταφέρει στον πατέρα του την παράκληση του, αλλά ορκίζεται ότι και ο ίδιος θα προσπαθήσει να αποτρέψει μελλοντικά δεινά κατά των Ρωμιών και, αποχωρώντας,  δηλώνει στον Αρχιεπίσκοπο ότι η αποτυχία του να τον μεταπείσει, τον ντροπιάζει σε βαθμό που δεν θα μπορεί να παρουσιαστεί ενώπιον του πατέρα του. Ο Κιόρογλου προσπαθεί να μεταπείσει τον Μουσελίμ Αγά, υπενθυμίζοντας σ’ αυτόν τον όρκο που έδωσε στον Αρχιεπίσκοπο ότι δεν θα τον αποκεφαλίσει. 

Μάταια, βέβαια, αφού ο Αγάς υπεκφεύγει με όλη την αλαζονεία και τη δύναμη που αντλεί από την απολυταρχική εξουσία του, απαντώντας: 

«Εμοσα του να μεν κόψω ποττέ την τζιεφαλήν του,

‘μμα ‘ν άλλον κόβκω τζιεφαλήν τζι εν άλλον το κρεμμάζω».

Ο Μετές Αγάς εισηγείται την αναβολή των εκτελέσεων για μερικές ημέρες, προκειμένου να δοθεί χρόνος για να διαλογιστούν, εισήγηση βέβαια που απορρίπτεται από τον Αγά.

Κατά τη διάρκεια σύσκεψης στο Σαράγι (διοικητήριο), κάποιοι από τους παρευρισκόμενους, αφού διεξήλθαν τον κατάλογο με τα ονόματα των προγραμμένων, καταβάλλουν μιαν ύστατη προσπάθεια, ώστε να μειωθεί τουλάχιστον ο αριθμός των προγραμμένων: «τζι είσιεν πεντ’ έξι πούπασιν πως εν πολλοί τζι εν κρίμαν,» για να λάβουν την σκληρή απάντηση του Αγά: «τζι ο Μουσελλίμης είπεν τους: «Εν ούλλοι για το μνήμαν»!»

Εντυπωσιακή είναι και η περιγραφόμενη από τον ποιητή στάση των Τούρκων στρατιωτών, οι οποίοι έχουν διαταχθεί να συλλάβουν τον Αρχιεπίσκοπο.

Ο Αρχιεπίσκοπος εξερχόμενος με τη συνοδεία του από την εκκλησία, βρίσκεται ενώπιον των Τούρκων στρατιωτών, οι οποίοι αντί να τον συλλάβουν ως η διατεταγμένη αποστολή τους, τον κοιτάζουν αμήχανοι και αμίλητοι σαν και το στόμα τους να ήταν σφραγισμένο:

«τζι’ εθάρειες το στόμαν τους πως ήτουν πουμωμένον» (10η στροφή).

Ο Αρχιεπίσκοπος αντιλαμβάνεται ότι οι στρατιώτες είναι διστακτικοί, λυπημένοι και ντροπιασμένοι :

«Πέτε μου το, συντύσιετε τζιαι μεν βαρυκωλιήτε,

αν εν τζι ελυπηθήκετε, εν πέτρα η καρδκιά μου,

πέτε μου, είντα θέλετε χωρίς να μ’ αντραπήτε.»

Και τότε οι στρατιώτες τον πληροφορούν για τον λόγο της παρουσίας τους.

Ο Αρχιεπίσκοπος χωρίς να εμποδιστεί από τους Τούρκους στρατιώτες, αποσύρεται στην οικία του προφασιζόμενος ότι θέλει να προσευχηθεί και έτσι δράττεται της ευκαιρίας για να κάψει κάποια έγγραφα. Ο Αρχιεπίσκοπος, επιστρέφοντας, αντιλαμβάνεται ότι οι Τούρκοι στρατιώτες εξακολουθούν να διστάζουν να τον συλλάβουν και τους καλεί να το πράξουν.   

Απαγχονισμός του Εθνομάρτυρα Κυπριανού, ελαιογραφία σε ξύλο, 1971, Γ. Μαυρογένης, Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ (Π.ΙΑΜ.581)

Ενώ λογικά θα αναμενόταν ότι ο ποιητής μετά από τις εκτελέσεις, θα αναφερόταν στις αντιδράσεις και τα αισθήματα των Ρωμιών, όχι μόνο δεν το πράττει, αλλά μας εκπλήττει, όταν στους δύο πρώτους στίχους της 53ης στροφής του ποιήματος, καταγράφει την στάση και αντίδραση των Τουρκοκυπρίων, η οποία μάλιστα εκδηλώνεται αμέσως μετά από την έναρξη των εκτελέσεων, (απαγχονισμός των δύο πρώτων θυμάτων, του αρχιδιάκονου και του γραμματέα του Αρχιεπισκόπου):

«Εφαίνουνταν περίλυποι οι Τούρτζ’ οι Τζυπριώτες

γιατ’ ήτουν ούλλοι τους βρικτοί τζιαι σγοιαν δκιαλοϊσμένοι» (53η στροφή)

και στην 55η στροφή περιγράφει τη στάση και αντίδραση των Τούρκων και γενικά των τρίτων, η οποία εκδηλώνεται μετά από την ολοκλήρωση των εκτελέσεων και το φρικτό θέαμα που αντίκρισαν : 

«Το γαίμαν εκολύμπωσεν χαμαί στην γην τζι’ εππέσαν

τζι’ ελαχταρούσαν τα κορμιά τζι’ οι τζιεφαλάδες μέσα.

Το ματζιελειόν που γίνηκεν τζ’ οι Τούρτζ’ ελυπήθηκαν,

δεν είσιεν πλάσμαν πον’ είπεν απού καρκιάς: εν’ κρίμαν»

Επίσης δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι ο ποιητής, χωρίς να αντιπαραβάλλει Τ/Κ, Τούρκους και τρίτους, αθόρυβα και με εξαιρετική μαεστρία καταδεικνύει την διαφορετικότητα των Τουρκοκυπρίων από τους Τούρκους και τους τρίτους, όχι μόνο εστιάζοντας στο χρόνο εκδήλωσης των αντιδράσεων τους, αλλά και συγκρίνοντας το βαθμό της λύπης τους, αφού οι Τούρκοι και οι τρίτοι απλά είχαν λυπηθεί, ενώ οι Τ/Κ ήταν περίλυποι (υπερθετικός βαθμός του επιθέτου «λυπημένος»).

ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΩΝ – ΡΩΜΙΩΝ

Προβληματισμό δημιουργεί και το γεγονός ότι από το ποίημα απουσιάζει παντελώς η αντίδραση των Ρωμιών. Ενώ ο ποιητής καταγράφει τις αντιδράσεις και τα αισθήματα των πάντων (Τ/κ, Τούρκων και τρίτων), παραλείπει να αναφερθεί στις αντιδράσεις και τα συναισθήματα της μεγαλύτερης πληθυσμιακής ομάδας της Κύπρου και της οποίας οι εκτελεσθέντες ήταν μέλη.

Έχω την άποψη ότι ο ποιητής σκόπιμα παραλείπει να αναφερθεί στις αντιδράσεις των Ρωμιών και ότι με την «παράλειψή» του αυτή θέλει να καταδείξεικαι να διαμηνύσει ότι η καταγραμμένη στο ποίημα αντίδραση και συναισθηματική φόρτιση των Τ/κ είναι ταυτόσημες και ουδόλως διαφέρουν από αυτές των Ρωμιών.

Οι Τ/κ στην ολότητά τους (ούλλοι τους), αμέσως μετά από τις πρώτες δύο εκτελέσεις, ήταν περίλυποι (πάρα πολύ λυπημένοι, καταστενοχωρημένοι – υπερθετικός βαθμός του επιθέτου λυπημένος), βρικτοί (σιωπηλοί – άφωνοι) προφανώς λόγω λύπης και αδυναμίας αντίδρασης στα τεκταινόμενα και δκιαλοϊσμένοι (συλλογισμένοι – προβληματισμένοι), προφανώς για το τι μέλλει γενέσθαι. Αλήθεια, τι παραπάνω από περίλυποι, βρικτοί και δκιαλοϊσμένοι θα μπορούσε να ήταν οι Ρωμιοί, αδύναμοι και αυτοί να αντιδράσουν στα τεκταινόμενα;

Πέραν των πιο πάνω, δεν πρέπει επίσης να μας διαφύγει ότι ο ποιητής με τις αναφορές «ούλλοι τους» για τους Τ/κ και του στίχου «Το ματζιελειόν που γίνηκεν τζ’ οι Τούρτζ’ ελυπήθηκαν, δεν είσιεν πλάσμαν πον’ είπεν απού καρκιάς εν κρίμαν» μας διαμηνύει ότι η εγκληματική και βάρβαρη ενέργεια κατά των Ρωμιών δεν τύγχανε οποιασδήποτε υποστήριξης, αφού οι πάντες είχαν εκφράσει την λύπη τους για το συμβάν και συνεπώς αποτελούσε μιαν άδικη πράξη και εκδήλωση επίδειξης δύναμης, ενός απολυταρχικού και στυγνού καθεστώτος.

Βέβαια, ο ποιητής δεν χαρίζεται στον Αγά και όσους υποστήριξαν την ενέργειά του, αφού στην 21η στροφή τούς παρουσιάζει να βρίσκονται σε αμηχανία και να προσπαθούν να κρύψουν την ντροπή τους για την επιγενόμενη πράξη τους:

«Ο Μουσελλίμης τζι’ ούλλοι τους οι Τούρτζ’ αντάν ακούσαν,

στραοπελέτζιν πάνω τους ούλλα που νάεν ρίψει:

Έμειναν ούλλοι τους βριχτοί ‘νου τ’ άλλου τζι’ εθωρούσαν,

καθένας τους επάσκιζεν την αντροπήν να κρύψη.» (21η στροφή)

Αποενοχοποίηση του ιερατείου

Όπως έχει αναφερθεί στην εισαγωγή, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός είχε καλέσει με εγκύκλιο τους Ρωμιούς να παραδώσουν τον οπλισμό τους και να μην επαναστατήσουν κατά των Οθωμανών, με αποτέλεσμα η πιο πάνω ενέργεια να χαρακτηρισθεί από πολλούς ή πολλές φορές το ολιγότερο ενδοτική.

Ο ποιητής αμέσως μετά τη λεπτομερή περιγραφή των γεωπολιτικών δεδομένων, από τα οποία καταδεικνύεται ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια ένοπλης εξέγερσης των Ρωμιών της Κύπρου είναι καταδικασμένη εκ των προτέρων και ότι η εξέλιξή της θα ήταν ο αφανισμός τους, βάζει στο στόμα του Αγά και τα ακόλουθα :

«Με τούτα ούλλα δεν μπορούν να κάμουσιν χαΐριν

τζι’ εβάλαν τα που μιας αρκής στον νουν τους οι πισκόποι,

ει δε τζι’ αν ου, εκάμναν μας τζιαι τούτοι το δικόν τους,

τζιαι πάλε τζιει που πολεμούν έχουν το μερτικόν τους» (51η στροφή),

Η πρώτη ανάγνωση των πιο πάνω στίχων δίνει την εντύπωση ότι λέγονται από τον Αγά, σε μια προσπάθειά του να δικαιολογήσει την απόφασή του, αφού οι επίσκοποι έχουν εμπλοκή στην επανάσταση του 1821 και περαιτέρω γιατί η απόφασή τους δεν ήταν ειλικρινής, αφού ήταν αποτέλεσμα της μελέτης των γεωπολιτικών δεδομένων. 

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο ποιητής δεν θα ήθελε σε καμιά περίπτωση να δικαιολογήσει την αποτρόπαια πράξη του Αγά ή να δώσει άλλοθι σ’ αυτόν. Επομένως δεν μπορεί παρά να στοχεύει στην αποενοχοποίηση των επισκόπων, των οποίων η απόφασή τους για αποτροπή της ένοπλης εξέγερσης των Ρωμιών της Κύπρου στηρίχθηκε στη μελέτη των γεωπολιτικών δεδομένων και, συνεπώς, απέτρεψε τον βέβαιο αφανισμό τους.

Η πιο πάνω προσέγγιση ενισχύεται και από την 31η στροφή, στην οποίαν ο ποιητής κρίνει την ενέργεια του αρχιμανδρίτη Θεοφύλακτου Θησέα να ξεσηκώσει σε επανάσταση τους Ρωμιούς, παρά την αντίθετη απόφαση του ιερατείου, το οποίο αποτελούσε και την ηγεσία των Ρωμιών της Κύπρου:

«Α, τον ευλοημένον

τζιείνον τον Θεοφύλαχτον, ούλλα τον αππωμένον!

Έφερεν τζιείνα τα χαρκιά στραβά, χωρίς να ξέρη,

τζι’ εγέμωσεν που μιαν μερκάν ώς άλλην το νησσίν μας,

τζι’ έδκιαν τα όπου τύχχαιννεν τζιαι μέραν μεσομέριν

τζι’ ήρτασιν τούτα τα κακά τώρα στην τζιεφαλήν μας.»

Ο ποιητής δεν περιορίζεται στον χαρακτηρισμό του αρχιμανδρίτη Θ. Θησέα με το επίθετο «αππωμένος». Συνεχίζει να τον κατακεραυνώνει επισημαίνοντας ότι, σε αντίθεση με τους επισκόπους, ενήργησε στα τυφλά χωρίς να γνωρίζει ή να μελετήσει τα δεδομένα και ακόμα ότι ενήργησε με απίστευτη προχειρότητα και ανευθυνότητα, αφού χωρίς καμιά προφύλαξη μοίραζε επαναστατικές προκηρύξεις στον πρώτο τυχόντα.

Γεωπολιτικά δεδομένα και Ρωμιοί της Κύπρου

Ο ποιητής με μια απίστευτη δεξιοτεχνία, την οποία θα ζήλευε και ο μεγαλύτερος σύγχρονος γεωπολιτικός, μέσα από μια δεκάδα στίχους επιτυγχάνει να αποτυπώσει με ακρίβεια και λεπτομέρεια τα γεωπολιτικά δεδομένα σε σχέση με την Κύπρο και την περιοχή, τα οποία ισχύουν μέχρι και σήμερα και δεν έχουν διαφοροποιηθεί ουσιαστικά.  Ο ποιητής, αφού πρώτα παρουσιάζει τον Αγά, ο οποίος απροκάλυπτα δηλώνει ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές ότι η απόφαση για τις εκτελέσεις κληρικών και λαϊκών δεν είχε σχέση με οποιαδήποτε απειλή ή κίνδυνο από τους Ρωμιούς κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Κύπρο : «Κανέναν φόον δεν εχώ από τους Τζιυπριώτες…» (50η στροφή),στη συνέχεια στην 50η και 51η στροφή του ποιήματος αιτιολογεί την αναφερόμενη αφοβία του εκθέτοντας τα γεωπολιτικά δεδομένα : 

α) Είναι ορατή στους Κύπριους η καταφανής πληθυσμιακή υπεροχή της Τουρκίας, την οποίαν ο ποιητής παρομοιάζει με τεράστιο πλήθος μυρμηγκιών (λιμπούριν). (β) Οι Κύπριοι δεν έχουν στόλο (στρατιωτικό υλικό) και επιπλέον ως αγρότες, στερούνται στρατιωτικής εμπειρίας και εκπαίδευσης.     

Σε ό,τι αφορά τα γεωγραφικά δεδομένα: (α) Η Τουρκία βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την Κύπρο (ακούονται τα σκυλιά όταν γαυγίζουν) και επίσης είναι στενά περικυκλωμένη από την Τουρκία. «τέλεια κοντά π’ ακούονται τζι’ οι σιύλλ’ αντάν να λάξουν» (50η στροφή)-  «τζιαι θέμι εν που την Τουρτζιάν στενά τριυρκασμένοι» (51η στροφή)   

(β) Η Κύπρος εκτός από τη γειτνίαση της με την Τουρκία, έχει στο υπογάστριο της την Αίγυπτο (Μισίριν), η οποία ως σύμμαχος της Τουρκίας μπορεί να την ενισχύσει στρατιωτικά κατά των Ρωμιών της Κύπρου. «Απού την άλλην έχουσιν κοντά τους το Μισίριν». (51η στροφή). Σημειώνεται ότι η αναφερόμενη στο ποίημα ενδεχόμενη στρατιωτική εμπλοκή της Αιγύπτου ως συμμάχου της Τουρκίας κατά των Ρωμιών της Κύπρου, είναι το μόνο από τα καταγραμμένα στο ποίημα γεωπολιτικά δεδομένα, το οποίο στην πορεία έπαυσε να ισχύει.

(γ) Η γεωγραφική θέση της Κύπρου, καθιστά δύσκολη ακόμα και την επικοινωνία με άλλες χώρες, πόσο μάλλον τη στρατιωτική ή άλλη ενίσχυσή της.  

  «Δα κάτω τούτοι εν πολλά, πολλά ξωμακρισμένοι,

περνούν μηνάδες τζι’ εν έχουν χαπάριν που τα ξένα» (51η στροφή)

(δ) «Δα κάτω τούτ’ εν σαν ταρνιά πων χώρκα μαντρισμένα» (51η στροφή). 

Ο ποιητής παρομοιάζει τους Ρωμιούς της Κύπρου με «αρνιά», τα οποία έχουν περιοριστεί και απομονωθεί πλήρως από την μητέρα προβατίνα, προκειμένου να επιτευχθεί η απογαλάκτιση τους και αφήνει τον αναγνώστη να αναζητήσει και να κατονομάσει την μητέρα προβατίνα, η οποία ασφαλώς δεν μπορεί να είναι άλλη από την υπόλοιπη Ρωμιοσύνη ή την Ελλάδα που την διαδέχτηκε μετά την επανάσταση του 1821.  

Ο ποιητής με τον στίχο αυτό διαμηνύει στους Ρωμιούς της Κύπρου ότι: λόγω των γεωπολιτικών και στρατιωτικών δεδομένων, δεν μπορούν να αναμένουν βοήθεια από την υπόλοιπη Ρωμιοσύνη ή την Ελλάδα που την διαδέχθηκε και γι’ αυτό θα πρέπει να ακολουθήσουν μοναχική και αυτόνομη πορεία, όπως ακριβώς και τα φιλήσυχα αρνιά, τα οποία, ενώ είναι εντελώς αποκομμένα από τη μητέρα τους, κατορθώνουν χωρίς τη μητρική βοήθεια να αναπτυχθούν και να ακολουθήσουν τον δρόμο τους.

Και ότι η οποιαδήποτε άλλη επιλογή τους θα οδηγήσει στον αφανισμό τους από την Τουρκία, η οποία έχει τη δυνατότητα σε χρόνο μηδέν να εκστρατεύσει με μεγάλη στρατιωτική δύναμη κατά της Κύπρου και μέσα σε ελάχιστο χρόνο να αφανίσει τα «χώρκα μαντρισμένα αρνιά», δηλαδή τους αβοήθητους Ρωμιούς της Κύπρου από την υπόλοιπη Ρωμιοσύνη, η οποία για αντικειμενικούς λόγους αδυνατεί να τους βοηθήσει :

Δυστυχώς το μήνυμα του ποιητή περί «χώρκα μαντρισμένων αρνιών» και η γεωπολιτική προσέγγισή του, επαληθεύτηκαν κατά την τραγωδία του 1974 και ειδικά με την ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή : «Η Κύπρος βρίσκεται μακράν».

100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Η συμπλήρωση 100 χρόνων από τον θάνατο του Βασίλη Μιχαηλίδη και πολύ περισσότερων από τη συγγραφή του ποιήματος βρίσκει την Κύπρο μοιρασμένη και ξένες δυνάμεις «να παίζουν την τύχη της στα ζάρια», αγνοώντας τα συμφέροντα του κυπριακού λαού (Ε/κ και Τ/κ). 

Αναμφίβολα η πιο πάνω ανάλυση δημιουργεί πολλά και βασανιστικά ερωτήματα : 

Kατά πόσο τα μακελειά που ακολούθησαν αυτό της 9/7/1821, με κατάληξη την τραγωδία του 1974 και τη συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα κατοχή της Κύπρου, ήταν το αποτέλεσμα απερίσκεπτων ενεργειών και αππωμάτων, ανάλογων με το άππωμα του αρχιμανδρίτη Θ. Θησέα, και κατά πόσο η Κύπρος θα βρισκόταν στην ίδια δεινή θέση, εάν η αναφερόμενη γεωπολιτική ανάλυση και τα πολιτικά μηνύματα του ποιητή λαμβάνονταν υπόψη στην πολιτική που ακολούθησαν οι Κύπριοι στη συνέχεια; Η ρόδα της Ιστορίας ασφαλώς δεν γυρίζει πίσω και συνεπώς δεν μπορούν να δοθούν θετικές απαντήσεις στα πιο πάνω ερωτήματα. Έτσι εναπόκειται στον κάθε Κύπριο να προβληματιστεί και να δώσει τις δικές του απαντήσεις και στον ποιητή, σε περίπτωση που θα είχε τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει πώς χρησιμοποιήθηκε διαχρονικά το ποίημά του και την κατάληξη της Κύπρου, να μας πισκαλήσει (χειροκροτήσει) ικανοποιημένος ή να μας δεκαθκιάσει (μουντζώσει) απογοητευμένος, πικραμένος και θυμωμένος;

*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους/  ΠΗΓΗ : Εφημερίδα “Ο Φιλελεύθερος”

*********************************************************

 

 

Share this post