H ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου

H ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου

του Κωστή Σταμπολή*

Οταν στις 14 Οκτωβρίου του 2022, σε μια λαμπρή τελετή στο προεδρικό μέγαρο στη Λευκωσία, με την παρουσία τού τότε προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Αναστασιάδη, της Ευρωπαίας επιτρόπου Κάντρι Σίμπσον και του Ελληνα υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα, ανακοινώθηκε με κάθε επισημότητα η έναρξη κατασκευής της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, γνωστής ως EuroAsia Interconnector, υπήρξε μια γενικευμένη ευφορία για τη μεγάλη πρόοδο που είχε επιτευχθεί, αφού το έργο, μετά 12 χρόνια κυοφορίας, έμπαινε επιτέλους σε φάση υλοποίησης (ΦΩΤΟ: newmoney.gr) Το μεγαλεπήβολο αυτό project αφορούσε την πόντιση ηλεκτρικού καλωδίου (DC) συνολικού μήκους 1.208 χλμ., με τα 898 χλμ. να αφορούν τη διασύνδεση Κύπρου – Ελλάδας, καθώς και την κατασκευή σταθμών μετατροπής (AC-DC) στην ξηρά σε Κύπρο και Κρήτη. Το καλώδιο θα είχε τη δυνατότητα, σε πλήρη ανάπτυξη, μεταφοράς 2.0 GW ηλεκτρικής ενέργειας στα 500 kV.

Οραματιστής και στυλοβάτης του έργου ήταν ο Νάσος Κτωρίδης, γόνος μιας από τις παλιές και πλέον γνωστές οικογένειες της Κύπρου, ο οποίος είχε εγκαίρως αντιληφθεί τη μεγάλη σημασία των διεθνών ηλεκτρικών διασυνδέσεων και επομένως την ανάγκη να υπάρξει ηλεκτρική διασύνδεση της Μεγαλονήσου με Ευρώπη και Ασία, ώστε να τερματιστεί η ιδιότυπη ενεργειακή απομόνωσή της. Ο ίδιος είχε αποκτήσει εμπειρία στη λειτουργία συμβατικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που η εταιρεία του διαχειριζόταν στα Δυτικά Βαλκάνια.

Τα πρώτα σύννεφα στην κατά τα άλλα ομαλή μέχρι τότε πορεία του έργου, που απολάμβανε την απόλυτη στήριξη της κυβέρνησης Αναστασιάδη αλλά και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, φάνηκαν στα μέσα του 2023, όταν υπό την πίεση του χρονοδιαγράμματος για την κατασκευή των χερσαίων υποδομών του έργου και την παραγγελία του καλωδίου υπήρξαν προβλήματα με την εκταμίευση της πρώτης πληρωμής στον βασικό υπεργολάβο, τη γαλλική Nexans, η οποία είχε υπογράψει σύμβαση 1,43 δισ. ευρώ με την EuroAsia ως ο βασικός υπεργολάβος του έργου.

Βασική τροχοπέδη στη χρηματοδότηση του έργου υπήρξε η άρνηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΙΒ) να εγκρίνει δάνειο ύψους 600 εκατ. προς την EuroAsia Interconnector, παρά το γεγονός ότι το έργο απολάμβανε την πλήρη στήριξη της Κομισιόν. Να σημειωθεί ότι το EuroAsia Interconnector είχε συμπεριληφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στον κατάλογο με τα Projects of Common Interest (PCI), εξασφαλίζοντας έγκριση για χρηματική βοήθεια (grant) 657 εκατ. ευρώ από το Connect Europe Facility, ενώ ήδη η εταιρεία είχε ενισχυθεί με 75 εκατ. ευρώ από ευρωπαϊκά ταμεία για τις απαιτούμενες μελέτες.

Χάρη στη σταθερή πολιτική υποστήριξη που απολάμβανε το έργο και στην έξυπνη προώθησή του από την ανάδοχο εταιρεία, το EuroAsia Interconnector είχε αναδειχθεί σε ένα από τα αγαπημένα διεθνή projects των Βρυξελλών λόγω της μεγάλης γεωπολιτικής του σημασίας, αφού διασφάλιζε τη διασύνδεση της Κύπρου, μέσω Ελλάδας, με το ευρωπαϊκό ηλεκτρικό δίκτυο (European grid), τερματίζοντας έτσι την ενεργειακή απομόνωση του νησιού.

Με αρχικό προϋπολογισμό 1,3 δισ., ο οποίος έκτοτε αναθεωρήθηκε σε 1,9 δισ. ευρώ, ο ανάδοχος έπρεπε να καλύψει τη διαφορά μέσα από ένα συνδυασμό δικών του κεφαλαίων και τραπεζικού δανεισμού. Η δε έγκριση της EIB θεωρείτο «κλειδί» που θα επέτρεπε στη διαχειρίστρια εταιρεία να προχωρήσει στην εξεύρεση των υπολοίπων κεφαλαίων. Σύμφωνα με πληροφορίες παραγόντων της αγοράς με άμεση γνώση του έργου, η ΕΙΒ, η οποία να σημειωθεί ότι ουδέποτε δημοσιοποίησε την έκθεση αξιολόγησης του αιτήματος της EuroAsia, θεώρησε πως το προτεινόμενο οικονομικό μοντέλο ήταν λαθεμένο ως προς τα αναμενόμενα έσοδα από τη λειτουργία του, ενώ ο πρόεδρός της, Βέρνερ Χόιερ, δεν έκρυψε τη δυσφορία του για τη δομή της εταιρείας του αναδόχου, η οποία, όπως φέρεται να δήλωσε σε συνεργάτες του, «δεν του ενέπνεε εμπιστοσύνη». Τα στελέχη της ΕΙΒ είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω εταιρεία δεν διέθετε την εμπειρία και την απαραίτητη οικονομική επιφάνεια που θα της επέτρεπε να αναλάβει υπεύθυνα την κατασκευή και ακολούθως τη λειτουργία της ηλεκτρικής διασύνδεσης.

Παράλληλα η εταιρεία, λόγω λαθεμένων χειρισμών της διοίκησής της, είχε απομονωθεί πολιτικά και επιχειρηματικά, αφού δεν είχε φροντίσει εγκαίρως να εξασφαλίσει τις απαραίτητες συμμαχίες εντός της Ευρώπης, τόσο με τον προσεταιρισμό ενός μεγάλου και αναγνωρισμένου ευρωπαϊκού ενεργειακού ομίλου που θα συμμετείχε μετοχικά στο project, όσο και με τη συνεργασία με ακόμα μία διεθνή αναπτυξιακή τράπεζα, πέραν της άκρως πολιτικοποιημένης ΕΙΒ.

Λίγο αργότερα και ως «λευκός ιππότης» εμφανίστηκε ο διαχειριστής του ελληνικού συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ο ΑΔΜΗΕ, ο οποίος, παρά την κόντρα που είχε με την εταιρεία τού EuroAsia Interconnector, αφού λίγα χρόνια πριν η κυπριακή εταιρεία είχε αποπειραθεί να αναλάβει την κατασκευή του καλωδίου Αττικής – Κρήτης (υποστήριζε σθεναρά ότι αυτό αποτελούσε μέρος του αρχικού έργου και επομένως ήταν εκείνη που έπρεπε να αναλάβει την κατασκευή και τη διαχείρισή του), δήλωσε έτοιμος να αναλάβει αυτός το έργο. Ετσι, με τη σύμφωνη γνώμη της Κομισιόν, των δύο κυβερνήσεων και των δύο ρυθμιστών (ΡΑΑΕΥ και ΡΑΕΚ), τον Οκτώβριο 2023, η προοπτική ηλεκτρικής διασύνδεσης μεταξύ Ελλάδας – Κύπρου μεταφέρθηκε στον ΑΔΜΗΕ.

Με την είσοδο του ΑΔΜΗΕ να αποτελεί λύση ανάγκης προκειμένου να διασωθεί το έργο και να μη χαθεί η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση μέσω του CEF, η εγνωσμένη εμπειρία του Ελληνα διαχειριστή και το οικονομικό του εκτόπισμα δεν άφηναν περιθώρια αμφισβήτησης από πλευράς ΕΙΒ και Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ικανότητά του να αναλάβει υπεύθυνα την υλοποίηση ενός σύνθετου και τεχνικά ιδιαίτερα απαιτητικού έργου. Εξάλλου το έργο, που πλέον μετονομάστηκε σε Great Sea Interconnector, «έδενε» με τη στρατηγική που είχε επεξεργαστεί η διοίκηση του διαχειριστή υπό τον πρόεδρο και CEO της, Μανούσο Μανουσάκη, και είχε ως στόχο την ενίσχυση των διεθνών ενεργειακών διασυνδέσεων της χώρας και κυρίως αυτών μέσω θαλάσσης.

Ο ΑΔΜΗΕ, έχοντας ολοκληρώσει με επιτυχία τα τελευταία χρόνια μια ολόκληρη σειρά δύσκολων υποθαλάσσιων διασυνδέσεων στο Αιγαίο και στις Σποράδες, συμπεριλαμβανομένου και του απαιτητικού project διασύνδεσης της Κρήτης, είχε αποκτήσει την απαραίτητη εμπειρία και αυτοπεποίθηση που του επέτρεπε να ανοίξει τα φτερά του εκτός Ελλάδας, στη Μεσόγειο.

Ομως, παρά τα οικονομικά και επιχειρηματικά εχέγγυα του ΑΔΜΗΕ και παρά το γεγονός ότι η αρχική μελέτη του EuroAsia είχε εγκριθεί από τον κυπριακό ρυθμιστή ενέργειας (ΡΑΕΚ) και τον αντίστοιχο διαχειριστή, κλήθηκε από την κυπριακή κυβέρνηση να υποβάλει εκ νέου μελέτη κόστους – οφέλους (CBA) για να αποδείξει την οικονομική βιωσιμότητα του έργου. Σύμφωνα με πηγές στη Λευκωσία προσκείμενες στην κυβέρνηση, αυτό κρίθηκε απαραίτητο προκειμένου η κυπριακή κυβέρνηση να αποφασίσει εάν θα συμμετείχε το κράτος ως μέτοχος στο έργο με το ποσό των 100 εκατ.

Παρά την προφανή αργοπορία που δημιούργησε η απαίτηση της Λευκωσίας, ο ΑΔΜΗΕ προχώρησε τάχιστα στην εκπόνηση της ως άνω μελέτης, της οποίας τα αποτελέσματα παρουσίασε πριν από λίγες ημέρες ο ίδιος ο κ. Μανουσάκης τόσο ενώπιον των μελών του κυβερνητικού συμβουλίου στη Λευκωσία, όσο και σε εκπροσώπους φορέων της επιχειρηματικής κοινότητας όπως στο ΚΕΒΕ, στον ΟΕΒ και στον ΣΑΕ.

Πλην όμως, και παρά τα θετικά στοιχεία που προέκυψαν από τη μελέτη, έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα αμφισβήτησης στην Κύπρο, με τους εγχώριους φορείς να κατηγορούν τον ΑΔΜΗΕ ότι το προτεινόμενο από αυτόν μοντέλο υλοποίησης και λειτουργίας του έργου θα επιφέρει υψηλότερες τιμές για τον καταναλωτή και άρα θα πρέπει να υπάρξει αναθεώρηση της διασυνοριακής κατανομής κόστους (Cross Border Cost Allocation – CBCA), που προβλέπει 63% επιβάρυνση για τους καταναλωτές στην Κύπρο και 37% για τους καταναλωτές στην Ελλάδα.

Οικονομικοί παράγοντες της Κύπρου που υποστηρίζουν την αναγκαιότητα κατασκευής της ηλεκτρικής διασύνδεσης εκτιμούν ότι σήμερα, μέσω του ΑΔΜΗΕ, παρουσιάζεται μια μοναδική ευκαιρία για την πραγματοποίηση του έργου, έστω και εάν χρειαστεί να υπάρξει μια μικρή διαφοροποίηση ως προς το CBCA, δηλαδή με μικρότερη επιβάρυνση των Κυπρίων καταναλωτών.

Από την πλευρά του ο ΑΔΜΗΕ δηλώνει έτοιμος να προχωρήσει στην υλοποίηση, έχοντας σχεδιάσει ένα ρεαλιστικό χρηματοδοτικό σχήμα μέσω εταιρείας ειδικού σκοπού (GSI) και επιδιώκοντας την είσοδο διεθνών επενδυτών, οι οποίοι και προσβλέπουν σε μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη. Ηδη έχει εκφραστεί ενδιαφέρον από δύο σημαντικούς οργανισμούς, το αμερικανικό fund DCA και την επενδυτική εταιρεία Meridiam, ενώ συνεχίζονται επαφές και διαπραγματεύσεις και με άλλους ενδιαφερόμενους επενδυτές.

Οιαδήποτε νέα καθυστέρηση στην «έγκριση» του έργου από κυπριακής πλευράς, για προσχηματικούς ή μη λόγους, διακυβεύει το μείζον, δηλαδή την άρση της ενεργειακής απομόνωσης του νησιού. Τα τεκταινόμενα στη Λευκωσία μάς υποχρεώνουν να αναρωτηθούμε: Εχει, τελικά, η Κυπριακή Δημοκρατία τη βούληση να προχωρήσει το έργο;

*Ο κ. Κωστής Σταμπολής είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης. Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους/ Πηγή: energypress.gr

(Καθημερινή)

Share this post