H άγνωστη συμμετοχή των Κωνσταντινουπολιτών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

H άγνωστη συμμετοχή των Κωνσταντινουπολιτών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Του Βλάση Αγτζίδη*

Βλάσης Αγτζίδης

Ένα νέο βιβλίο έρχεται να προστεθεί στην βιβλιογραφία που έχουμε στη διάθεσή μας για τον Eλληνισμό του Κωνσταντινούπολης και τη συμβολή του στους αγώνες κατά του ναζισμού την περίοδο 1939-1944.

Το καθήκον της συμπλήρωσης άλλης μιας Λευκής Σελίδας της σύγχρονης ιστορίας μας, το ανέλαβε ο Νίκος Μιχαηλίδης και το έφερε με επιτυχία σε πέρας, παραδίδοντας στον μελετητή και τον αναγνώστη μια άρτια μελέτη. Ανέλαβε το πολύ δύσκολο έργο να φωτίσει μια αδιερεύνητη από την ιστοριογραφία σελίδα.

Η συστηματική έρευνα και η εξαιρετική ιστορική μεθοδολογία που ακολούθησε διαμόρφωσαν ένα αποτέλεσμα, βασισμένο σε πλήρη τεκμηρίωση, που επιτρέπει στον αναγνώστη να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα. Αξιοποιεί την υπάρχουσα βιβλιογραφία και τη συμπληρώνει με επιτόπια έρευνα, χρησιμοποιώντας τα μεθοδολογικά εργαλεία της προφορικής Ιστορίας. Οπότε η σύνθεση όλων αυτών των πηγών σε ένα ολοκληρωμένο έργο επιβεβαιώνει ότι η γένεση ενός καλού βιβλίου είναι μια ηθική πράξη. Βεβαίως, στην περίπτωση αυτή, η ηθική πράξη δεν αφορά στην τρέχουσα περί ηθικής αντίληψη, αλλά σχετίζεται με την προσπάθεια να καταγραφούν και να ερμηνευτούν πλευρές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που για πολύ συγκεκριμένους λόγους έμειναν εκτός της εθνικής συλλογικής γνώσης από τους διαμορφωτές και διαχειριστές της συλλογικής μνήμης.

Νίκος Μιχαηλίδης είναι ένας περιηγητής του καιρού μας στο χώρο της Ιστορίας. Ερευνά και περιγράφει με ιδιαίτερη ευαισθησία, τις εικόνες και τις μορφές της «ημετέρας πατρίδας». Περιδιαβαίνει τα ελληνικά, τουρκικά και βρετανικά αρχεία και προτρέπει τον αναγνώστη να νοιώσει τη μεγάλη ιστορική ανάταση, τα όσα τρομερά μεσολάβησαν μεταξύ των δύο χρονικών στιγμών: της έναρξης του ελληνοϊταλικού πολέμου και της ολοκλήρωσης του αντιναζιστικού αγώνα.

Με την επιμελημένη εργασία του καλύπτει ένα κενό. Αυτό της απουσίας από το συλλογικό εθνικό αφήγημα -έτσι όπως αναπαράγεται είτε μέσα από τη σχολική ιστορία, είτε από τις προτεραιότητες της επίσημης ιστοριογραφίας- της μεγάλης συμβολής των εκτός της Ελλάδας Ελλήνων στα εθνικά ζητήματα. Και μια τέτοια απουσία, εκτός από το ανεπίτρεπτο ιστοριογραφικό κενό, επέφερε την παράλειψη της έκφρασης ευγνωμοσύνης του εθνικού κέντρου προς αυτούς που εθελοντικά συστρατεύτηκαν και έδωσαν το αίμα τους για την υπεράσπιση των κοινών ιδανικών. Αυτό που από καιρό έχει εντοπιστεί, είναι ότι η ελλαδική εσωστρέφεια δεν επέτρεψε να συμπεριληφθεί στη συλλογική εθνική μνήμη ο παλιός πολύμορφος ελληνικός κόσμος της καθ’ημάς Ανατολής, που μπορεί να έπαψε να υπάρχει το τραγικό 1922, αλλά ένα τμήμα του διατηρήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο.

Για δεκαετίες υπήρχε η παράδοξη κατάσταση να συμβαδίζει η εξαφάνιση των ελληνικών πληθυσμών της καθ’ ημάς Ανατολής, με την απόλυτη κυριαρχία του σύγχρονου έθνους-κράτους επί του Eλληνισμού. Το κράτος μεγεθύνθηκε τη στιγμή της σμίκρυνσης του ελληνικού κόσμου. Το μοντέλο του ελληνισμού, όπως διαμορφώθηκε στο βαλκανικό Νότο κυριάρχησε πλήρως και επιβλήθηκε παντού. Εκεί οφείλεται το γεγονός ότι η σύγχρονη ελληνική ταυτότητα έχει διάφορες μορφές, πολλές φορές αλληλοαποκλειόμενες, αναλόγως της ομάδας ένταξης -κοινωνικής, εθνοτοπικής, πολιτικής.

Η μνήμη των πληθυσμών που σφραγίστηκαν από τη Μικρασιατική Καταστροφή και το τραύμα που κληροδότησε η ιστορική περιπέτεια, εξοβελίστηκαν συνειδητά από την εκάστοτε εξουσία –όπως και από την εκάστοτε αντιπολίτευση- στη μετά το ’22 Ελλάδα.

Η συλλογική μνήμη περιορίστηκε μόνο στη βαλκανική εμπειρία του ελληνισμού. Η εθνική ολοκλήρωση -με την έννοια της ισότιμης συμμετοχής όλων των ελληνικών ομάδων στο εθνικό αφήγημα και της σύνθεσης των διαφορετικών ιστορικών εμπειριών σε μια ενιαία σύγχρονη ταυτότητα- φαίνεται να παραμένει ακόμα αιτούμενο.

Τα ιστορικά θέματα που σχετίζονται με την ιστορική μνήμη του Eλληνισμού της καθ’ ημάς Ανατολής δεν είναι εύκολα. Δεν ενσωματώνονται ανώδυνα σε ένα ενιαίο εθνικό αφήγημα, όπου όλοι βρίσκονται από την καλή πλευρά της ιστορίας. Και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος της πολύχρονης σιωπής και έντεχνης λήθης. Έτσι διαμορφώθηκε η Κωνσταντινουπολίτικη “κοινότητα Μνήμης”, η οποία αγωνίστηκε συστηματικά και με επιμονή για τη δημόσια ναγνώριση της δικιάς της ερμηνευτικής ματιάς και την συμπερίληψη της ξεχωριστής ιστορικής της εμπειρίας στην ευρύτερη εθνική.

Για την περίπτωση της μνήμης του ελληνισμού της καθ’ ημάς Ανατολής, ισχύει απολύτως αυτό που περιέγραψε ο Άλκης Ρήγος (2007): «Έχουμε την ικανότητα να κατανοούμε πια ότι η επιλεκτική χρήση του χθες, η ηθελημένη αμνησία γεγονότων, η μυστικιστική αντίληψη περί του ιστορικού γίγνεσθαι, οδηγούν τελικά σε κοινωνική και πολιτική ακρισία, σακατεύουν την αυτογνωσία της κοινωνίας, την πολιτική της ύπαρξη, τα συλλογικά της οράματα, την αναγκαία αυτογνωσία της στο σήμερα.»

Η εργασία του Νίκου Μιχαηλίδη προσφέρει ακριβώς αυτή την αυτογνωσία. Γιατί χωρίς τη γνώση της συμμετοχής των εθελοντών Κωνσταντινουπολιτών στα πολεμικά γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η κατανόηση εκείνης της περιόδου είναι ελλιπής.

Στο βιβλίο παρουσιάζονται με εξαιρετική λεπτομέρεια, σημείο προς σημείο, τα γεγονότα όλων των ετών από το 1939 έως το 1944. Μια σύντομη ιστορική αναδρομή γίνεται για τα γεγονότα της περιόδου 1912-1938. Μέσα από πληθώρα πληροφοριών που προκύπτουν από έγγραφα, ανταποκρίσεις και άρθρα του ελληνικού και του τουρκικού Τύπου συνοδευόμενα από πλούσιο φωτογραφικό και άλλο τεκμηριωτικό υλικό, ανασυντίθεται το πολύπλοκο σκηνικό εκείνης της εποχής. Πολλά από τα στοιχεία που παρουσιάζονται είναι εντελώς άγνωστα ακόμα και στους μελετητές αυτής της περιόδου.

Συμβολή στην καταγραφή των γεγονότων είναι η συστηματική παρουσίαση 238 προσώπων. Από το σύνολο αυτό τα 170 παρουσιάζονται αναλυτικά με πλήρη βιογραφικά στοιχεία. Το τμήμα αυτό της μελέτης έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί συγκροτεί ένα μοναδικό «Αρχείο Προσώπων και Μαρτυριών Κωνσταντινουπολιτών» που έλαβαν μέρος στα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Συγκεντρώθηκαν προσωπικές εμπειρίες, καθώς και σχετικό αρχειακό υλικό. Η καταγραφή των μαρτυριών έγινε με σύγχρονα ψηφιακά μέσα, καθώς και η συλλογή φωτογραφικού υλικού (πρωτότυπων ή αντιγράφων) και εγγράφων από τις προσωπικές συλλογές των ερωτώμενων. Έτσι ο Μιχαηλίδης δημιούργησε μια πολύ συγκεκριμένη βάση μαρτυριών, που θα είναι πολύ χρήσιμη για τον ιστορικό του μέλλοντος. Παράλληλα, θα λειτουργήσει ως κίνητρο και οδηγός προς ερευνητές αλλά και τις οργανώσεις των Κωνσταντινουπολιτών, ώστε να εκπονήσουν τα δικά τους προγράμματα καταγραφής.

*ΠΗΓΗ: Cnn.gr

Share this post