Γιατί «Οι δωσίλογοι» έγιναν μπεστ σέλερ;
Γιατί ένα ιστορικό βιβλίο 428 σελίδων γεμάτο παραπομπές σε πηγές να γίνεται μπεστ σέλερ; Γιατί μέσα σε πέντε μήνες να έχει κάνει πέντε εκδόσεις (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) και να έχει πουλήσει 18.000 αντίτυπα; Γιατί οι προσκλήσεις από όλη την Ελλάδα για συζητήσεις με τον συγγραφέα να είναι επίμονες και να πολλαπλασιάζονται; Αυτή είναι η περίπτωση του βιβλίου με τον τίτλο «Οι δωσίλογοι» του ιστορικού Μενέλαου Χαραλαμπίδη και αυτή ήταν και η πρώτη ερώτηση που του θέσαμε λίγο πριν ξεκινήσει η παρουσίαση του βιβλίου σε ένα παλιό υφαντουργείο που τώρα στεγάζει το Συνεδριακό Κέντρο του Δήμου Νέας Ιωνίας. «Αυτό είναι πράγματι πρωτόγνωρο» απαντά στην DW «και δείχνει ότι υπάρχει ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον του κόσμου να μάθει γι’ αυτό το ζήτημα. Τι ήταν οι δωσίλογοι; Γιατί υπάρχει στη συλλογική μνήμη η έννοια αυτή; Αλλά επειδή υπάρχει ένα πέπλο σιωπής γύρω από τον δωσιλογισμό δεν ξέρουμε τι είναι, τι κάνανε, ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, ποια ήταν τα κίνητρά τους και τι έγινε μετά. Οπότε πιστεύω ότι αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους, για τους οποίους ο κόσμος αγοράζει μαζικά το βιβλίο».
Στην κατάμεστη αίθουσα επικρατεί απόλυτη σιωπή όταν ο δημοσιογράφος Νίκος Ξυδάκης συνομιλεί με τον Ιστορικό Μενέλαο Χαραλαμπίδη. Είναι φανερό ότι ο κόσμος διψάει να μάθει, να ακούσει. Και αυτά που λέγονται, αλλά κυρίως γράφονται στο βιβλίο, όχι μόνο προκαλούν έκπληξη αλλά κλονίζουν στέρεα μυθεύματα δεκαετιών στη συλλογική μνήμη. Το αντιστασιακό κίνημα δεν υπήρξε τόσο μαζικό τα δυο πρώτα χρόνια της Κατοχής αλλά ενδυναμώθηκε και εξαπλώθηκε αργότερα. Παράλληλα οι δωσίλογοι δεν περιορίζονταν στους συνεργάτες των Ναζί με τις μαύρες κουκούλες που έδειχναν με το δάχτυλο πατριώτες και τους έστελναν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Επρόκειτο για μια πολύ πιο οργανωμένη κατάσταση που λειτουργούσε με τη βοήθεια μεγάλου τμήματος του κρατικού μηχανισμού και των θεσμών. Το στοιχείο που επισημαίνει και αναδεικνύει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι ότι η συνεργασία με τον κατακτητή δίχασε την ελληνική κοινωνία πολύ πριν την ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος. Το κλίμα συνεργασίας με τον κατακτητή κυριαρχούσε ήδη τα δυο πρώτα χρόνια της Κατοχής και για αυτό ο ιστορικός για πρώτη φορά εισάγει τον όρο «ελληνική κατοχή». Μιλώντας στην DW εξηγεί τον όρο: «Γιατί όπως βλέπουμε από τις πηγές, σε όλες τις επιχειρήσεις που έγιναν κυρίως τον τελευταίο και πιο αιματηρό χρόνο της Kατοχής, πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν οι ελληνικές δυνάμεις ασφαλείας με την εποπτική παρουσία των γερμανικών δυνάμεων ενώ υπήρχαν και επιχειρήσεις, μπλόκα, μάχες, έφοδοι που έγιναν αποκλειστικά και μόνο από ελληνικές δυνάμεις».
Ενδελεχείς έρευνες πολλών ετών και σφραγισμένα αρχεία
Το βιβλίο είναι καλογραμμένο και απολύτως κατανοητό. Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης ερευνά την περίοδο της Κατοχής στην Αθήνα τα τελευταία 25 χρόνια και όπως μας ανέφερε τα τελευταία εφτά χρόνια εστίασε την έρευνά του αποκλειστικά και μόνο στο θέμα της συνεργασίας. Οι 85 τόμοι και τα 18 κουτιά πρακτικών, αποφάσεων και ανακριτικού υλικού των Ειδικών Δικαστηρίων της Αθήνας και του Πειραιά για όσους καταδικάστηκαν ως συνεργάτες των κατακτητών, αποτέλεσε τη βάση των μελετών του. Το σημαντικότερο όμως αρχείο για την έρευνα εκείνης της περιόδου σχετικά με την πολιτική και οικονομική συνεργασία παραμένει μέχρι και σήμερα απροσπέλαστο για τους ερευνητές. Πρόκειται για το κατοχικό Αρχείο του Υπουργείου Εσωτερικών. Άνοιξε μόνο για μικρό χρονικό διάστημα από τους υπουργούς Προστασίας του Πολίτη Γιάννη Πανούση και Νίκο Τόσκα.
Και το αρχείο δεν ανοίγει γιατί ο δωσιλογισμός στην Ελλάδα άφησε ένα βαθύ ανεπούλωτο τραύμα με πολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις και μετά την Κατοχή. Την περίοδο της Κατοχής δημιουργήθηκαν περιουσίες και στήθηκαν πολιτικές καριέρες. Οι απόγονοι των δωσιλόγων – αν και δεν έχουν καμία απολύτως ευθύνη (ίσως ηθική εάν ασπάζονται αυτές τις ιδέες) -έχουν πατήσει γερά πάνω στην οικονομική και πολιτική βάση που έφτιαξαν οι πρόγονοί τους.Στο βιβλίο αναφέρονται ονόματα και σε ερώτηση ακροατή στην παρουσίαση του βιβλίου εάν ο συγγραφέας, μια μονάδα δηλαδή, δεν φοβάται να τα βάζει με μεγαθήρια, απάντησε πως η έρευνά του είναι τόσο καλά τεκμηριωμένη που κανείς δεν την έχει αμφισβητήσει. Εκτός αυτού τρεις έγκριτοι νομικοί έλεγξαν το κείμενο πριν δημοσιευθεί.
Δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη
Είναι πάντως ανατριχιαστικό να ακούς ότι οι Γερμανοί σκότωναν και βασάνιζαν γιατί τουλάχιστον είχαν έναν «σκοπό» (μέσα σε χίλια εισαγωγικά): να πάρουν πληροφορίες. Οι Έλληνες όμως το έκαναν και για να ικανοποιήσουν μια άρρωστη επιθυμία για εξουσία και χρήμα. Συγκλονίζει η φωτογραφία που προβλήθηκε με το σώμα του νεκρού, βασανισμένου πατριώτη σε απόσταση ενός μέτρου από το γραφείο ενός αδιάφορου γραφιά. Παρουσιάστηκαν και άλλα σπάνια φωτογραφικά ντοκουμέντα με γερμανοτσολιάδες, Έλληνες και Γερμανούς να παίζουν αμέριμνα ρουλέτα στην Ομόνοια, πολιτικούς αξιωματούχους να διασκεδάζουν τρώγοντας και πίνοντας με τους κατακτητές. Οι φωτογραφίες είναι ένας πραγματικός θησαυρός, μιας και όπως μάθαμε η ποινή ήταν θάνατος για όποιον φωτογράφιζε ή κατείχε φιλμ στα χρόνια της Κατοχής.
Οι δε μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις φρόντισαν να εξαφανίσουν αρχεία και ντοκουμέντα και δεν απέδωσαν δικαιοσύνη.Για τον λόγο αυτό δεν επουλώθηκε και το τραύμα του δωσιλογισμού. Από τις 20.000 μηνύσεις που κατατέθηκαν εναντίον φερομένων ως συνεργατών των Ναζί (από όσους είχαν το θάρρος και το κουράγιο να τους καταγγείλουν) στο 84% των περιπτώσεων εκδόθηκαν απαλλακτικά βουλεύματα. Τιμωρήθηκαν μόλις 300 άτομα ενώ δυο οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ο ελληνικός δωσιλογισμός πάτησε στην περιρρέουσα ακροδεξιά ευρωπαϊκή πραγματικότητα που χρόνια πριν είχε καλλιεργηθεί και ριζώσει. Ο Χίτλερ άλλωστε αναδείχθηκε με εκλογές. Η Ελλάδα όμως δεν έχει αντιπαρατεθεί με θάρρος απέναντι στο παρελθόν της. Και όπως δήλωσε στην DW ο Νίκος Ξυδάκης επιχειρώντας να εξηγήσει την επιτυχία του βιβλίου: «Νομίζω ότι είναι μια ψυχική και πολιτική ανάγκη να αποκατασταθεί η δημόσια μνήμη για το τι συνέβη στον 20ό αιώνα. Νομίζω ότι είναι από τα βιβλία που συμπληρώνουν την τοιχογραφία του εικοστού αιώνα και κυρίως σε μια περίοδο πολύ αιματηρή, πολύ πληγωμένη, με πολύ πόνο, με πολλή καταστροφή, όπως είναι η περίοδος της Κατοχής και της Αντίστασης».
Πηγή: Deutsche Welle