Γιατί ο ΕΛΑΣ ανήκει στο πάνθεον της νεότερης ελληνικής ιστορίας
Πτυχές του αντιστασιακού φαινομένου του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού που ιδρύθηκε πριν από 80 χρόνια ως το ένοπλο σκέλος του ΕΑΜ.
Η ένοπλη Αντίσταση στην Ευρώπη αναδύθηκε ως αποτέλεσμα της βίαιης κατάρρευσης των ευρωπαϊκών κρατών και της ζωτικής ανάγκης αντίδρασης των κοινωνιών στις πολιτικές του Άξονα που απειλούσαν με εξανδραποδισμό ή ακόμη και εξόντωσή τους. Σε αρκετές περιπτώσεις, το αποτέλεσμα της Αντίστασης ήταν η απόσχιση από το σώμα της «Νέας Ευρώπης» του Χίτλερ και τα αντιστασιακά κινήματα βρέθηκαν μπροστά στην πρόκληση διοίκησης απελευθερωμένων περιοχών πριν το τέλος του πολέμου.
Οι πολιτικές δυνάμεις των αντιστασιακών κινημάτων -και πολύ χαρακτηριστικά τα κομμουνιστικά κόμματα- σχεδίαζαν με αδρές γραμμές ένα πολιτικό πρόγραμμα για τη μεταπολεμική περίοδο. Καμία πρόθεση για επιστροφή στο status quo ante bellum δεν υπήρχε εδώ. Αντιθέτως, υπήρχε ισχυρή πεποίθηση για την ανάδυση μιας νέας εποχής με ριζικές κοινωνικές αλλαγές, με τη μορφή βαθιών μεταρρυθμίσεων ή ακόμη και με επαναστατική αλλαγή.
Στην Ελλάδα δημιουργήθηκε ο ΕΛΑΣ ως στρατός της Ελεύθερης Ελλάδας, μιας επικράτειας ίσης με το 1/3 της χώρας και αργότερα η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), η γνωστή κυβέρνηση του βουνού.
Όταν συνθηκολόγησε ο ελληνικός στρατός τον Απρίλιο του 1941, υπήρχαν 4.390 εν ενεργεία μόνιμοι αξιωματικοί και περίπου 8.700 έφεδροι οι οποίοι αποστρατεύτηκαν από τις δυνάμεις κατοχής. Για όσους δεν ήθελαν να υπηρετήσουν το δωσίλογο καθεστώς, η λύση ήταν η μετάβαση στη Μέση Ανατολή και η κατάταξη στον Βασιλικό Ελληνικό Στρατό Μέσης Ανατολής (ΒΕΣΜΑ).
Εκτός των δύο επίσημων κέντρων εξουσίας (Αθήνα και Κάιρο), άρχισε να συγκροτείται ένας τρίτος πόλος, αυτός της Αντίστασης, που διαμορφωνόταν μέσα από τις επαναστατικές κινήσεις στην ύπαιθρο και τις πόλεις, τις μαχητικές διεκδικήσεις και τη δημιουργία χώρων έξω από τον έλεγχο και την εκμετάλλευση του κράτους και των κατακτητών. Αυτή η διαδικασία, σε συνδυασμό με την πολιτική συγκρότηση και δράση του ΕΑΜ, έφτασε την άνοιξη του 1943 στη δημιουργία ενός πραγματικά «τρίτου πόλου».
Από μία μικρή αντάρτικη ομάδα, στρατός 30000 ανδρών
Στις 16 Φεβρουαρίου 1942, τις ημέρες που δεκάδες έπεφταν νεκροί από την πείνα στους δρόμους της Αθήνας, η ελληνική Αντίσταση, πρωτόλεια ακόμα, έκανε το μεγάλο βήμα προς την ιστορία. Εκείνη την ημέρα ανακοινώθηκε η ίδρυση του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ). Ουδείς γνώριζε τότε, ούτε μάλλον φανταζόταν την έκταση του φαινομένου.
Η πολιτική πρωτοβουλία για ένοπλη αντιπαράθεση με τους κατακτητές αγκαλιάστηκε μαζικά από τον ελληνικό λαό της υπαίθρου που αναζητούσε τον τρόπο να προστατέψει τη ζωή και το βιός του από τη λεηλασία των κατακτητών και της δωσίλογης κυβέρνησης. Χρειάστηκε ένας χρόνος περίπου για να αρχίσει το απίστευτο φαινόμενο της απελευθέρωσης του μεγαλύτερου μέρους της ηπειρωτικής χώρας από τον ίδιο το λαό της, στα μέσα του πολέμου, μέσα στη ναζιστική Νέα Ευρώπη.
Η κοινωνία της υπαίθρου, αντιμέτωπη με τις ληστρικές διαθέσεις του δωσίλογου καθεστώτος και του ιταλικού στρατού Κατοχής, ήταν έτοιμη να αντισταθεί και να διαφυλάξει την παραγωγή της. Από την άνοιξη του 1942, όταν ο Άρης Βελουχιώτης ανέλαβε για το ΚΚΕ την οργάνωση μιας ένοπλης ομάδας στη Φθιώτιδα μέχρι το καλοκαίρι του 1943 οπότε ο ΕΛΑΣ έγινε ένας στρατός των 30.000 ανδρών, οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές.
Ο αγροτικός κόσμος, μέσα από τον ΕΛΑΣ, αντιμετώπισε με επιτυχία τις προσπάθειες των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους να κατασχέσουν μεγάλο μέρος της σοδειάς και να ελέγξουν την ελληνική ύπαιθρο. Ο ΕΛΑΣ, αφού εξουδετέρωσε τους σταθμούς της δοσίλογης Χωροφυλακής και εκκαθάρισε τα χωριά από τους προδότες και πληροφοριοδότες των κατακτητών, στράφηκε εναντίον των Ιταλών που κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής υπαίθρου. Έως το φθινόπωρο του 1942, ο ΕΛΑΣ αντιμετώπιζε με επιτυχία μεγάλες ιταλικές μονάδες. Ως το καλοκαίρι του 1943, ο ΕΛΑΣ είχε 30.000 μαχητές και είχε απελευθερώσει ένα πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής επικράτειας, που θα έμενε γνωστή ως Ελεύθερη Ελλάδα.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1943, ο ΕΛΑΣ ξεκινούσε τη «στρατιωτικοποίησή» του και τη σχεδιασμένη προσέλκυση αξιωματικών για τη διαχείριση του αυξανόμενου όγκου του. Από τον Ιούλιο του 1943 και την ανάληψη της αρχηγίας του ΕΛΑΣ από τον Στέφανο Σαράφη, πλαισιωμένο από τους Άρη Βελουχιώτη και Ανδρέα Τζήμα, αποφασίστηκε σε ανώτατο στρατιωτικό συμβούλιο η οργάνωση του ΕΛΑΣ κατά το σύστημα του τακτικού στρατού και η μετονομασία των στρατηγείων, αρχηγείων και υπαρχηγείων του σε αντίστοιχες μονάδες (μεραρχίες, συντάγματα, τάγματα) με την ίδια κατά τόπους ονομασία του ελληνικού στρατού. Επίσης καθιερώθηκαν με κάποιες εξαιρέσεις οι στρατιωτικοί κανονισμοί καθώς και η στολή του ελληνικού στρατού με δίκοχο αντί για πηλίκιο και για σήμα το εθνόσημο με τη λέξη ΕΛΑΣ από πάνω αντί για στέμμα.
Οι ναζί προ οδυνηρών εκπλήξεων
Τον Ιούλιο του 1943 οι Σύμμαχοι εισβάλουν στη Σικελία και το φασιστικό καθεστώς Μουσολίνι καταρρέει. Στις 8 Σεπτεμβρίου η νέα ιταλική κυβέρνηση συνθηκολογεί. Στην Ελλάδα η συνθηκολόγηση των Ιταλών θα σημάνει την εξάπλωση του αντιστασιακού κινήματος στην ιταλοκρατούμενη ζώνη, σε μια πρώιμη ατμόσφαιρα απελευθέρωσης ενώ οι αντάρτικες ομάδες, κυρίως ο ΕΛΑΣ, θα εξοπλιστούν με τα ιταλικά όπλα.
Περί τα τέλη του 1943, ο ΕΛΑΣ περιλάμβανε 600 μόνιμους και 1.250 έφεδρους εκ μονίμων αξιωματικούς, και έναν μεγάλο αριθμό εφέδρων, περίπου 2.000. Οι αριθμοί αυτοί εκπροσωπούσαν το 31% των αξιωματικών που παρέμεναν στην Ελλάδα και το 21% του συνόλου των Ελλήνων αξιωματικών. Ο Σαράφης αναφέρει στη δύναμη του ΕΛΑΣ, το Σεπτέμβρη του 1944 και μετά τη Συμφωνία της Καζέρτας, 700 περίπου μόνιμους αξιωματικούς, 100 έφεδρους εκ μονίμων, 1270 έφεδρους της Σχολής του ΕΛΑΣ, 1500 απόστρατους του παλιού στρατού, 1070 καπετάνιους και 600 αξιωματικούς υπηρεσιών ονομασίας ΠΕΕΑ, σύνολο 5.240 αξιωματικούς.
Μετά την ιταλική συνθηκολόγηση το 1943, οι Γερμανοί συνειδητοποίησαν την έκταση του αντάρτικου κινήματος, το οποίο ως τότε σταθερά υποτιμούσαν, και προσπάθησαν με συντεταγμένο τρόπο να συντρίψουν την ένοπλη Αντίσταση και να υποτάξουν την ήδη σχηματισμένη περιοχή της Ελεύθερης Ελλάδας. Αυτήν την περίοδο έφτασαν στην Ελλάδα η 1η Ορεινή Μεραρχία, η 100ή, η 1η Μεραρχία Αρμάτων, η 117η Μεραρχία «Κυνηγών» αλλά και άλλες μικρότερες μονάδες που επιδόθηκαν σε συστηματικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις μέσα στην Ελεύθερη Ελλάδα. Αυτές οι μονάδες βαρύνονται με τα γνωστότερα εγκλήματα πολέμου (Κομμένο Άρτας, Καλάβρυτα κ.λπ.) βουτώντας τη χώρα ακόμη περισσότερο στον εκβαρβαρισμό του πολέμου, που οι ίδιες μονάδες υπηρέτησαν σε άλλα μέτωπα.
Παρά τη γερμανική αντίδραση, η σταδιακή αλλά γοργή συγκρότηση ενός ενιαίου απελευθερωμένου χώρου απαιτούσε εκ των πραγμάτων μια μορφή εξουσίας. Τα υπαρκτά ζητήματα διαχείρισης και ελέγχου του χώρου υπερέβαιναν τις τοπικές δομές και οδηγούσαν προς μια λύση κεντρικής εξουσίας. Τέτοια προπλάσματα ήταν τόσο το Κοινό Γενικό Στρατηγείο Ανταρτών το καλοκαίρι του 1943 όσο και το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ μετά την ουσιαστική διάλυση του ΚΓΣΑ. Για τις ίδιες ανάγκες και αξιοποιώντας τις πρότερες εμπειρίες σχηματίστηκε η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), όχι μόνο ως διαπραγματευτικό χαρτί για την επίσπευση των πολιτικών διαπραγματεύσεων αλλά και ως αναγκαίο εργαλείο διοίκησης ενός μεγάλου, οικονομικά αυτόνομου χώρου, σε πόλεμο με τον κατεχόμενο περίγυρό του.
Δημιουργήθηκε επίσης η Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ) που είχε ως κύριο μέλημά της τον ανεφοδιασμό του ΕΛΑΣ αλλά και του διοικητικού μηχανισμού της ΠΕΕΑ και μετατράπηκε σε οικονομική υπηρεσία της Ελεύθερης Ελλάδας, συγκεντρώνοντας πόρους μέσω υποχρεωτικής εισφοράς για τις παραπάνω ανάγκες αλλά και ενισχύοντας σημαντικά τα χιλιάδες θύματα των καμένων χωριών από τις γερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Συγκροτήθηκε η Εθνική Πολιτοφυλακή για να απαλλάξει τις μάχιμες μονάδες του ΕΛΑΣ από τα καθήκοντα διατήρησης της τάξης με τη φιλοδοξία να αντικαταστήσει την παλιά Χωροφυλακή με ένα νέο, πιο δημοκρατικό σώμα.
Την ίδια στιγμή, οι πόλεις στέναζαν κάτω από την τρομοκρατία των Γερμανών κατακτητών και δυστυχώς των ελληνικών Ταγμάτων Ασφαλείας που είχαν συγκροτηθεί ακριβώς για να καταπολεμήσουν την Αντίσταση και να εξοικονομήσουν «πολύτιμο γερμανικό αίμα». Όταν στην ύπαιθρο, ο ελληνικός λαός προστάτευε το μόχθο του, στις πόλεις ο μόχθος αυτός γινόταν αντικείμενο της πιο άγριας εκμετάλλευσης. Θηριώδεις περιουσίες δημιουργήθηκαν από όσους δεν είχαν ενδοιασμούς να εκμεταλλευτούν μέχρι θανάτου τους συμπολίτες τους, υπό την προστασία των Γερμανών. Δυο διαφορετικές Ελλάδες.
Η νικηφόρα μάχη της σοδειάς
Η προσπάθεια της ένοπλης Αντίστασης να διαφυλάξει την παραγωγή για τις ανάγκες των κατοίκων των ολοένα και περισσότερων απελευθερωμένων περιοχών και για τις ανάγκες του επίσης ολοένα και μεγαλύτερου διοικητικού και στρατιωτικού μηχανισμού της, έμεινε γνωστή ως «μάχη της σοδειάς». Ο θεσσαλικός κάμπος υπήρξε το σκηνικό της μάχης της σοδειάς με τη μορφή της γενικευμένης σύρραξης μεταξύ των στρατών της Ελεύθερης Ελλάδας και εκείνου των κατακτητών και των συνεργατών τους.
Οι μάχες εντάθηκαν και εξαπλώθηκαν όλο το καλοκαίρι σε μια γενικευμένη μάχη, από την οποία οι αντιστασιακές δυνάμεις βγήκαν ενισχυμένες ματαιώνοντας άλλη μια προσπάθεια των κατακτητών να τις εξαρθρώσουν καταστρέφοντας την παραγωγική τους βάση.
Αμερικανικές μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι γερμανικές απώλειες στην κατεχόμενη Ελλάδα δεν μπορεί να είναι μικρότερες των 5.000 και μεγαλύτερες των 15.000, με το ποσοστό των νεκρών σαφώς υψηλότερο του συνήθους λόγω της ιδιομορφίας του πολέμου. Αναλογικά, η εκτίμηση του Σαράφη ότι οι απώλειες του ΕΛΑΣ στις επιχειρήσεις ανήλθαν σε 4.500 νεκρούς και 6.000 τραυματίες – από τους οποίους 2.000 ανάπηροι – υποδεικνύει χονδρικά παραπλήσια επίπεδα απωλειών στις γερμανικές δυνάμεις.
Από τη δόξα, στα πέτρινα χρόνια μέσω Βάρκιζας
Ο ΕΛΑΣ υπήρξε ένας πραγματικός στρατός, βασισμένος σε μηχανισμούς και θεσμούς που συγκροτήθηκαν μέσα στον απελευθερωτικό αγώνα, ιδανική συνέχεια ανάμεσα στο πνεύμα και το ηθικό του αλβανικού μετώπου και σε μια δημοκρατική αναδιοργάνωση του ελληνικού στρατού μετά από μια μακρά μεσοπολεμική περίοδο ανωμαλίας.
Φαινόμενα τέτοιου μεγέθους όπως ο ΕΛΑΣ και η επικράτεια της Ελεύθερης Ελλάδας δεν εμφανίζονται μόνο με τη βούληση πολιτικών δυνάμεων ούτε φυσικά είναι αποτέλεσμα «ανυπότακτων» και προσωπικών πρωτοβουλιών. Υπήρξαν βαθιές κοινωνικές διεργασίες με ρίζες στην ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του, αποτελέσματα μιας γνήσιας επαναστατικής διαδικασίας ανάδυσης νέων μορφών εξουσίας μέσα από τα σπλάχνα της ίδιας της κοινωνίας.
Για το λόγο αυτό, η διάλυση του ΕΛΑΣ και ο αποκλεισμός των στελεχών του και του πνεύματός τους από το νέο στρατό μετά την Απελευθέρωση υπήρξε το κρίσιμο ζήτημα για τους Βρετανούς και το ελληνικό πολιτικό σύστημα και τη μοναρχία υπό την αιγίδα τους. Και έναν άλλο Φλεβάρη, εκείνον του ’45, τις ίδιες μέρες περίπου, ο ΕΛΑΣ κατέθεσε τα όπλα του μετά από μια συμφωνία στη Βάρκιζα που δεν τηρήθηκε ποτέ. Ο λαός ζητούσε την τιμωρία των δωσιλόγων αλλά ήταν «πολλά τα λεφτά» που άλλαξαν χέρια, βαθύ το χάσμα.
Θα ακολουθούσαν χρόνια πέτρινα. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό για τη χώρα και χρειάστηκε ένας σκληρός εμφύλιος για να ξεριζωθεί βίαια το πνεύμα του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, τριάντα χρόνια μιας κοινωνίας στον γύψο. Και τι δεν γράφτηκε όλο αυτό το διάστημα για τους ελασίτες, βαφτίστηκαν προδότες και «Βούλγαροι» οι υπερασπιστές της πατρίδας και στάλθηκαν μαζικά στις εξορίες, τις φυλακές και τα εκτελεστικά αποσπάσματα.
Ακόμα και σήμερα το πνεύμα του ΕΛΑΣ ξορκίζεται δια της αποσιωπήσεως και κυρίως δια της διαστρεβλώσεως. Υπάρχουν όμως πια πολλές και καλές μελέτες για το τι ήταν ο ΕΛΑΣ και ποια η προσφορά του, για όσους και όσες δεν αρκούνται στη θολούρα του διαδικτύου. Ογδόντα χρόνια μετά, ο ΕΛΑΣ βρίσκεται δικαιωματικά στο πάνθεον των πιο ένδοξων στιγμών της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
*Ο Γιάννης Σκαλιδάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης και συγγραφέας
ΠΗΓΗ:News247.gr / ΦΩΤΟ ΕΠΑΝΩ: el.wikipedia.org