Για μια ευρωπαϊκή πολιτική στην άμυνα

Για μια ευρωπαϊκή πολιτική στην άμυνα

του  Γιάννη Μανιάτη *

Στην Ευρώπη έχει ανοίξει πλέον έντονη συζήτηση σχετικά με την άμυνα και την αμυντική της βιομηχανία. Οι νέες παγκόσμιες προκλήσεις στους τομείς της ασφάλειας, της καινοτόμου τεχνολογίας και της άμεσης σχέσης τους με την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα, γίνονται ολοένα και πιο αντιληπτές. Σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι, η επιβίωση της Ε.Ε. θα εξαρτηθεί από τις απαντήσεις που θα δώσει σε τρία κορυφαία θέματα: Τεχνητή Νοημοσύνη, Πράσινη Μετάβαση, Άμυνα και Διάστημα.

Οι πρόσφατες ακροάσεις Ευρωπαίων Επιτρόπων στο Κοινοβούλιο δεν μας έκαναν σοφότερους για το πως η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή σκέφτεται να προωθήσει τη στρατηγική ανεξαρτησία της ΕΕ στους κρίσιμους τομείς της Άμυνας και του Διαστήματος. Οι προσωπικές μου συζητήσεις με την Κάγια Κάλας, Ύπατη Εκπρόσωπο Εξωτερικών και Άμυνας και οι ακροάσεις του Επιτρόπου Άμυνας και Διαστήματος Άντριους Κουμπίλιους και της Επιτρόπου Ντουμπράβκα Σούιτσα για τη Μεσόγειο, δεν με έκαναν πολύ αισιόδοξο για την ύπαρξη σαφούς και αποφασιστικής στρατηγικής της ΕΕ στα θέματα που απασχολούν τους Ευρωπαίους πολίτες, αλλά ιδιαίτερα και την πατρίδα μας. Τα σημαντικά παραπέμφθηκαν για το μέλλον, καθώς τόσο ο νέος Επίτροπος Άμυνας, όσο και η Κάγια Κάλας δεσμεύθηκαν στην παρουσίαση μιας «Λευκής Βίβλου» για την Ευρωπαϊκή Άμυνα τις επόμενες 100 ημέρες.

Ιδιαίτερα, αναφορικά με τους δύο πρώτους, στις ερωτήσεις που τους υπέβαλα κατά την ακρόασή τους για τις δύο προτεραιότητες, α) τη δίκαιη συμμετοχή στα projects, όχι μόνο των μεγάλων χωρών (Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία), αλλά και των μικρομεσαίων, όπως η Ελλάδα, και β) την επίσης δίκαιη συμμετοχή όχι μόνο των γνωστών πολυεθνικών εταιριών αμυντικού εξοπλισμού, αλλά και των καινοτόμων μικρομεσαίων επιχειρήσεων (που η Ελλάδα διαθέτει αρκετές), δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι οι απαντήσεις με ικανοποίησαν.

Από την άλλη, η έκθεση Ντράγκι για την ανάπτυξη και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ανταγωνιστικότητας αναλύει εκτενώς και με απόλυτη σαφήνεια τα προβλήματα και τις προοπτικές που υπάρχουν, με ιδιαίτερη αναφορά στο χαμηλό επίπεδο επενδύσεων και στην έλλειψη επικέντρωσης σε σχετικές τεχνολογικές καινοτομίες.

Σε επίπεδο ΕΕ το 2022 επενδύθηκαν στην Άμυνα 135 δις ευρώ, με τα περισσότερα όμως, να κατευθύνονται σε εκτός Ευρώπης αγορές, παρά το γεγονός ότι σε συγκεκριμένο εξοπλισμό (άρματα μάχης, συμβατικά υποβρύχια, τεχνολογία ναυπηγήσεων, αεροσκάφη μεταφορών, κ.ά.) τα ευρωπαϊκά προϊόντα είναι ανώτερα ή τουλάχιστον ίσης ποιότητας με τα ανάλογα αμερικανικά. Συνολικά, οι αμυντικές δαπάνες της ΕΕ ανέρχονται μόλις στο ένα τρίτο των αμερικανικών. Οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη (R&D) είναι μόνο το 4,5% των αμυντικών δαπανών, όταν στις ΗΠΑ φθάνουν το 16%.

Τα 27 Κράτη Μέλη παράγουν 12 διαφορετικούς τύπους αρμάτων μάχης, ενώ οι ΗΠΑ βασίζονται σε ένα ενιαίο μοντέλο. Η έλλειψη τυποποίησης οικονομιών και κλίμακας δεν επιτρέπει στην Ευρώπη να αναπτύξει ενιαία ανταγωνιστικά στρατηγικά συστήματα, γεγονός που έγινε εμφανές στα πεδία μαχών της Ουκρανίας, όταν οι διαφορετικοί τύποι εξοπλισμού δημιούργησαν δυσκολίες στη συντήρηση και τη χρήση τους.

Μέσα 2022 με μέσα 2023, το 78% των αμυντικών προμηθειών της ΕΕ προήλθε από μη ευρωπαϊκές εταιρίες (το 63% από αμερικανικές). Προφανώς, αυτή η εξάρτηση υπονομεύει την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία και δημιουργεί συνθήκες οικονομικής και γεωπολιτικής εξάρτησης.

Η Ελλάδα έχοντας ιδιαίτερους λόγους διαρκούς ενίσχυσης της εθνικής της ασφάλειας, αλλά και αποτύπωσης ορατού γεωπολιτικού στίγματος στην Ευρώπη και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, έχει κάθε λόγο να τοποθετηθεί στις παραπάνω προκλήσεις. Και μάλιστα με τρόπο τολμηρό. Ενώ δαπανούμε για την άμυνά μας πολλά δισεκατομμύρια ευρώ (περίπου 3% του ΑΕΠ), η συμμετοχή της αμυντικής μας βιομηχανίας είναι περιορισμένη στο 0,6 %, οι συμπαραγωγές στους νέους εξοπλισμούς που έχουν ήδη παραγγελθεί είναι μηδαμινές, ενώ οι δυνατότητές της είναι πολύ μεγαλύτερες, τόσο για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών, όσο και για εξωστρεφή δραστηριότητα. Ο ευρωστρατός, η δημιουργία ενός Κοινού Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας (με κοινό δανεισμό των κρατών – μελών) στην προοπτική επενδύσεων 500 δις ευρώ σε βάθος 10ετίας και οι ενιαίες προμήθειες αμυντικού εξοπλισμού, αποτελούν συστατικά μέρη αυτής της προτεραιότητας.

Συνεπώς, υπάρχει αναγκαιότητα και δυνατότητα για διεύρυνση της αμυντικής μας βιομηχανίας, για ένταση της έρευνας και εφαρμογής νέων τεχνολογιών με συνεργασίες, αλλά και με πιθανές συμμαχίες της με σχήματα διεθνούς εμβέλειας.

Φυσικά, πρέπει να περιορίσουμε, παράλληλα, και τον μεγάλο αριθμό τύπων εξοπλισμού που είναι και κοστοβόρος, ως δύσκολα συντηρήσιμος, αλλά και δεν αξιοποιεί για το λόγο αυτό τους πολύτιμους ανθρώπινους πόρους της χώρας. Το χάσμα που υπάρχει σε επίπεδο τεχνολογίας και καινοτομίας ανάμεσα στη χώρα μας και στον ευρωπαϊκό χώρο, η έλλειψη υποδομών, η συχνότητα των απαιτούμενων επενδύσεων είναι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη σε κάθε συζήτηση για την κοινή ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία και τη θέση της χώρας μας σε αυτήν.

Τελικά, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη στον αμυντικό τομέα δεν είναι μόνο ζήτημα τεχνολογίας ή οικονομίας, αλλά και ζήτημα στρατηγικής αυτονομίας. Η έκθεση Ντράγκι προσφέρει έναν σαφή οδικό χάρτη για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ικανότητας και ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο, η επιτυχία αυτών των προτάσεων εξαρτάται από την πολιτική βούληση και τη συλλογική δράση των Κρατών Μελών. Με τις σωστές επενδύσεις, τον συντονισμό και τη συνεργασία, η Ευρώπη μπορεί να διασφαλίσει το μέλλον της ως ένας αυτόνομος, ανταγωνιστικός, ισχυρός παγκόσμιος παίκτης.

* Ο καθηγητής Γιάννης Μανιάτης, είναι πρ. υπουργός, ευρωβουλευτής, και αντιπρόεδρος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών για τις Διεθνείς Σχέσεις, Άμυνα κι Ενεργειακή Ασφάλεια/ Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Πηγή : ΑΠΕ-ΜΠΕ/ ΦΩΤΟ:Euronews

Share this post