Γ. Πουλόπουλος : Το 1974 έφυγα λοκατζής στην Κύπρο.

Γ. Πουλόπουλος : Το 1974 έφυγα λοκατζής στην Κύπρο.

Σπάνια αυτοβιογραφική συνέντευξη Γ. Πουλόπουλου : “Σκηνοθέτησα την αποχώρησή μου όπως ήθελα εγώ”

Η συννέντευξη του Γιάννη Πουλόπουλου, που έφυγε χθες από την ζωή αφήνοντας μας να τραγουδάμε μεγάλες επιτυχίες του, δημοσιεύτηκε στο μουσικό  περιοδικό ogdoo.gr. το 1998. Τα τραγούδια μέσα στην συνέντευξη είναι επιλογή δική μας .

 

Του Γιάννη Αλεξίου*

Στα τέλη της δεκαετία του 60 ήταν ο πρώτος ερμηνευτής που ζήτησε με τον τρόπο του απόλυτη ησυχία όταν τραγουδούσε και το κατάφερε. Ακόμη και στην εποχή που τα νυχτερινά κέντρα προσφέρονταν για εκτόνωση ο Γιάννης Πουλόπουλος είχε τον τρόπο του να τιθασεύει το κοινό που ωστόσο μπορούσε να συμμετέχει τραγουδώντας μαζί του. Ανέκαθεν είχε μια βαθύτερη επικοινωνία με τον κοινό του. Το τραγούδι του, η φωνή του, η ματιά του, οι επιλογές του έκρυβαν την αλήθεια που αναζητούσε ο ακροατής από τον καλλιτέχνη. Εκτός από τραγουδιστής πρώτης γραμμής υπήρξε και εξίσου καλός συνθέτης όσες φορές αισθάνθηκε την ανάγκη να γράψει ένα τραγούδι. Ακόμη υπήρξε ένας αθεράπευτα ρομαντικός ποιητής και ευφάνταστος ζωγράφος. Οι τοίχοι του σπιτιού του ήταν γεμάτοι από έργα του, στα οποία κανείς διακρίνει το ίδιο πάθος που έχει όταν τραγουδούσε. Κυρίαρχο χρώμα το κόκκινο και οι αποχρώσεις του.

Γεννήθηκε στη Μάνη και μεγάλωσε στο Περιστέρι. Έγινε τραγουδιστής γιατί πίστευε ότι μπορούσε να τραγουδήσει πολύ καλύτερα από όσους μεσουρανούσαν, όταν το πήρε απόφαση. Όμως δεν ήταν η μόνη γενναία απόφαση που πήρε στη ζωή του. Φύσει δυνατός χαρακτήρας, υπήρξε νευρώδης νέος και απόλαυσε όλα τα πλεονεκτήματα του να είσαι μεγάλος καλλιτέχνης.

Τον είχα συναντήσει στο σπίτι του στα Πηγαδάκια Βούλας στα μέσα Νοεμβρίου του 1998 με αφορμή το καινούργιο τότε δίσκο του «Ζωντανή Επαφή» – ζωντανή ηχογράφηση από το κέντρο Πύλη Αξιού στη Θεσσαλονίκη- που είχε την αφιέρωση του : Συνεχίζω να τραγουδώ γιατί σας αγαπώ. Εκείνη την εποχή θα γιόρταζε 30 χρόνια καριέρας με ζωντανές εμφανίσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Έμελλε να είναι και οι τελευταίες του γιατί μετά αποσύρθηκε για δικούς τους λόγους. Συνεργάτες στη εμφανίσεις του στην Πύλη Αξιού ήταν ο Γιάννης Σπανός και η Μαντώ.

Είχε προηγηθεί μια δισκογραφική του απουσία πέντε ετών, από το 1992 έως το 1997 και ο Γιάννης Πουλόπουλος εξηγεί το γιατί…

Ήταν ένα στοίχημα με τον εαυτό μου. Ήθελα να δω τι θα πάθω, αν δεν κάνω για τέσσερα χρόνια δίσκο. Στο Διογένη και στην Πύλη Αξιού βασίστηκα στο παλιό μου ρεπερτόριο, γιατί δεν θέλω να μπω στο παιχνίδι που παίζεται σήμερα. Δεν με αντιπροσωπεύει. Δεν μου λέει τίποτα. Είχα μαζέψει δύο τσουβάλια με κασέτες και τραγούδια που δεν μου έκανε κανένα. Είναι κακό να διαλέγω δηλαδή;

-Είναι περισσότερο γνωστή η ερμηνευτική σας ικανότητα, ενώ έχετε γράψει αριστουργήματα όπως τα “Θα’θελα Να’χα”  και “Του Τραγουδιού Το Βλέμμα”. Σκέπτεστε να ασχοληθείτε περισσότερο με αυτή την πλευρά σας στο μέλλον;

Δεν έχω την μεγάλη ευχέρεια για κάτι τέτοιο. Περισσότερο έχω την ευχέρεια του στιχουργού και κατ’ επέκταση του ποιητή. Έχω εκδώσει πέντε βιβλία με ποιητικές συλλογές μου. Δεν κυνηγώ την σύνθεση. Στον περσινό δίσκο (σ.σ. Του Τραγουδιού Το Βλέμμα), έχω τρία – τέσσερα δικά μου τραγούδια. Στις εποχές των μπουάτ έγραφα όμορφους στίχους. Με την πάροδο του χρόνου και τις εμπειρίες της νύχτας, πήγαινα να γράψω στίχο και μου έβγαινε ποίημα. Τη έμπνευση δεν την κυνηγάς.

-Υπάρχει κάποιος συνθέτης που σας ταιριάζει περισσότερο και είστε πιο πολύ δεμένος μαζί του;

Με τον Μίμη Πλέσσα έχω κάνει μεγάλες επιτυχίες όπως με το Γιάννη Σπανό. Έχω τραγουδήσει ακόμα Μάνο Λοΐζο, Νίκο Μαμαγκάκη, Γιάννη Γλέζο, Λίνο Κόκοτο. Όλα αυτά τα παιδιά βοηθηθήκανε.

-Αλήθεια έχετε μετρήσει πόσους δίσκους έχετε ηχογραφήσει;

Νομίζω εξήντα.

-Έχετε μετανιώσει για κάποιους από αυτούς;

Όχι. Αν έγινε κάποιο λάθος επιλογής αυτών των δίσκων, θα πρέπει να φταίω εγώ. Οι επιτυχίες μου είναι διαχρονικές.

-Κάποια στιγμή, δεν προλαβαίνατε να βγάζετε δίσκους. Υπήρξαν χρονιές που κυκλοφόρησαν μέχρι και πέντε δίσκοι σας.

Εγώ ήμουν που έβαλα φρένο σε αυτό, όπως και στα εξώφυλλά μου στα περιοδικά. Την εποχή του 80, υπήρχαν δέκα περιοδικά όλα κι όλα. Στα επτά ήμουν εξώφυλλο και στα άλλα τρία η Βουγιουκλάκη. Τους είπα ευχαριστώ, αλλά δεν είμαι «μαϊντανός». Με ρωτούσαν μετά, γιατί δεν τραγουδώ ; Δεν είμαι υποχρεωμένος να τραγουδώ. Τραγουδάω όποτε θέλω να τραγουδάω και στα μαγαζιά που θέλω εγώ να τραγουδάω. Δεν μπορώ να τραγουδάω 365 ημέρες το χρόνο. Τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Όσοι το κάνουν, το κάνουν λάθος. Μιλώ για τη δική μου γενιά. Ο κόσμος ξέρει ότι είμαι εδώ.

-Τι ήταν αυτό που σας κάνει περισσότερο εντύπωση, όταν τραγουδάτε σε ένα νυχτερινό κέντρο;

Ότι ο κόσμος προτιμά να τραγουδά μαζί μου, παρά να σηκωθεί να χορέψει. Με ξέρουν και τους ξέρω. Ένας σεβασμός πολύ σπουδαίος. Τραγουδώ από 17 χρονών. Άκουγα τότε λαϊκούς τραγουδιστές που δεν μου άρεσαν. Τότε είπα μέσα μου ότι εγώ μπορώ να το κάνω καλύτερα. Έτσι αποφάσισα να τραγουδήσω. Τότε ήμουν μπογιατζής. Η φιλοδοξία μου ήταν να πετύχω και να ξεφύγω από την οικοδομή. Τα βράδια πήγαινα σχολείο και ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Αυτός που με βοήθησε στο ξεκίνημα ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης . Τα πρώτα τραγούδια που είπα ήταν τα “Δόξα Τω Θεώ”, “Στρώσε Το Στρώμα Σου Για Δυο” και “Το Ψωμί Είναι Στο Τραπέζι”. Με έβαλε και σε δουλειά. Μου είπε να δουλέψω στο θέατρο για πενήντα δραχμές.

-Το σουξέ ερχόταν για πάντα αβίαστα για σας απ’ ότι θυμάμαι.

Δεν με ενδιέφερε ποτέ να κάνω σουξέ. Το μισούσα πάρα πολύ. Γι’ αυτό λέω πολλές φορές ότι αγαπώ τα τραγούδια που δεν έγιναν ποτέ. Ο κόσμος δεν έχει ακούσει τα τραγούδια που λέω μόνος μου, να πει «ποιο είναι αυτό το τραγούδι ;», «πού το βρήκες ;»

-Υπήρξαν στιγμές που αισθανθήκατε αδικημένος;

Όσοι μιλούν για αδικία, θέλουν να δικαιολογήσουν τις αδυναμίες τους. Αν κάνεις τη δουλειά σου σωστά και κάνεις σωστές επιλογές, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Σε αυτό το επάγγελμα δεν μπορείς να δουλεύεις μόνο με χρήματα.

-Όταν αναπολείτε το παρελθόν σας, ποιες αναμνήσεις έρχονται πρώτα στο μυαλό σας;

Μακάρι να μπορούσα να ξαναρχίσω. Τώρα θα αφήσω να περάσουν μερικά χρόνια και θα αρχίσω να σκηνοθετώ μόνος μου την αποχώρησή μου, όπως τη θέλω εγώ, και θα δώσω μια άλλη διάσταση στο ελληνικό τραγούδι. Θα βγάλω από τους ανθρώπους τον καλό τους εαυτό.

-Γιατί όλοι αναπολούν τις μπουάτ; Τι είναι αυτό που έχει μείνει στη μνήμη τους και δεν το βρίσκουν στην σημερινή εποχή;

Η συντροφικότητα. Τότε υπήρχε αμεσότητα του καλλιτέχνη με τον κόσμο. Την ώρα που έπαιζα κιθάρα μπορούσες να δεις μέχρι το νύχι μου. Τόσο κοντά καθόμασταν. Η συντροφικότητα, λοιπόν, συν το νεαρό της ηλικίας, έφερναν αυτή την αγάπη. Η χούντα τα χάλασε αυτά τα πράγματα. Είναι σαν να έχεις ερωτευτεί μια γυναίκα, να μην σε έχει ερωτευτεί αυτή και να την σκέπτεσαι.

-Τι σκέπτεστε για τους νέους τραγουδιστές;

Πιστεύω ότι πολλοί νέοι καλλιτέχνες έχουν το ταλέντο που απαιτείται. Αυτοί που το έχουν παρασύρονται, γιατί είναι νέα παιδιά. Δεν κουράζονται για να βγάλουν τον καλό τους εαυτό. Προτιμούν τον εύκολο δρόμο.

-Εσάς ως νέο τραγουδιστή, τι σας βοήθησε να μην παρασυρθείτε σε εύκολους δρόμους;

Η διορατικότητα που έχω. Μπορούσα να δω το κάθε τραγούδι πού μπορεί να πάει. Κι αν πάει ώς εκεί, τι μπορεί να μου αποφέρει. Δεν μιλώ για οικονομικό όφελος. Την εποχή του ’70-’75, έκανα τρεις δίσκους. Και πάλι με έλεγαν τρελό. Έκανα Πάμπλο Νερούντα, τον μεγάλο αυτό Χιλιανό ποιητή, χωρίς να τον έχω διαβάσει έως τότε. Δικαιώθηκα, λοιπόν, τότε, γιατί μόλις τραγούδησα Νερούντα, μετά από έξι μήνες πήρε Νόμπελ. Μετά κάνω ένα δίσκο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα με το Γιάννη Γλέζο, σε μετάφραση Λευτέρη Παπαδόπουλου, και κάνω και  τα Δώδεκα Τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου με το Νίκο Μαμαγκάκη.   Όλα αυτά χρειάζονται κότσια να τα κάνεις.

-Υπάρχει κάτι που έχετε μισήσει στο τραγούδι;

Τη μουσική που έρχεται εξ ανατολών. Σε αυτή στηρίζονται τα περισσότερα τραγούδια που έχουμε σήμερα. Η Ελλάδα έχει τη δική της ταυτότητα.

-Όλα αυτά τα πετυχημένα χρόνια ήταν κάτι που χρωστούσατε στον εαυτό σας;

Το μόνο που χρωστούσα στον εαυτό μου ήταν να είμαι εντάξει απέναντί του. Τίποτα άλλο δεν ήθελα. Ήθελα να είμαι υπερήφανος για ότι κάνω.

-Ποιο ήταν το τίμημα της μεγάλης καριέρας σας;

Όποιος τραγουδιστής καλός ή κακός, σού πει ότι έχασε, θα σου πει ψέματα. Μόνο κερδίσαμε. Και χρήματα και δόξα και εκτίμηση και αγάπη, όλα τα καλά του κόσμου κέρδισα.

-Τι είναι για σας επιτυχία;

Η επιτυχία δεν μου λέει τίποτα. Τι είναι επιτυχία ; Το χειροκρότημα ; Και τους βουλευτές τους χειροκροτούν. Επιτυχία για μένα είναι να έχω πει εκπληκτικά ένα κομμάτι και να το ακούω και να μου σηκώνεται η τρίχα. Επιτυχία για μένα είναι να με σέβεται ο κόσμος, όπως με σέβεται. Επιτυχία είναι να σκέφτεσαι και να λες «Πάμε παρακάτω». Επιτυχία είναι κάθε χρόνος που περνάει να λες «Το ταξίδι συνεχίζεται». Δεν μπορώ να το πω όνειρο, γιατί δεν ονειρεύομαι. Έχω κάνει πολύ μεγάλα ταξίδια με το νου. Έχασα μερικά πράγματα, αλλά βγήκα αληθινός. Και δεν έχω σκοπό να αλλάξω τώρα. Με ενδιέφερε πάντα το όμορφο, το καλό. Να σου πω κάτι ; Με εκατό χιλιάδες μπορείς να πάρεις ένα πουκάμισο. Με τα ίδια χρήματα μπορείς να πάρεις και δέκα πουκάμισα. Όταν παλιώσουν αυτά τα δέκα και τα πετάξεις, το άλλο θα υπάρχει ακόμη.

-Θα χρησιμοποιούσατε σκηνοθέτη σε παράστασή σας, όπως κάνουν εκλεκτοί συνάδελφοί σας τα τελευταία δύο χρόνια;

Όχι ποτέ. Έχω μάθει πολλά αυτά τα χρόνια που τραγουδώ. Το τραγούδι δεν θέλει σκηνοθεσία. Καμία Γαλάνη, καμία Αλεξίου, καμία Μαρινέλλα δεν χρειάζεται σκηνοθέτη. Είναι τόσο μεγάλες τραγουδίστριες και δεν πρόκειται να ξαναβγούν τέτοιες φωνές.

-Αν βγαίνατε ένα βράδυ, ποια θα ήταν η επιλογή σας;

Θέλω να πάω στη Νεράιδα να δω τους φίλους μου Πλέσσα και Σπανό. Πέρυσι είχα πάει να δω τη Γαλάνη με το Λιδάκη στη Μέδουσα.

-Ποια είναι η ιδιαίτερη σχέση που έχετε με τον κόσμο;

Τον κόσμο μπορείς να τον «πλάσεις» όπως θέλεις αρκεί να του πεις την αλήθεια. Όταν τραγουδώ, βλέπω στο βλέμμα τους ότι κάτι αναπολούν, κάτι ψάχνουν. Όταν βλέπω ότι δακρύζουν, δεν θέλω πολύ κι εγώ για να «αρπάξω». Τους βλέπω και πάω στην άλλη γωνία. Ας μη γελιόμαστε, η δική μου γενιά κρατά τα μαγαζιά. Ο Δρόμος ήταν ο πρώτος ελληνικός δίσκος που έγινε χρυσός το 1969, σε μουσική Μίμη Πλέσσα και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Μέχρι σήμερα έχει πουλήσει τρία εκατομμύρια. Είναι ο πιο εμπορικός δίσκος από την εποχή της Τουρκοκρατίας έως σήμερα.

-Θυμάστε κάποια ξεχωριστή συναυλία σας;

Το 1974 έφυγα λοκατζής στην Κύπρο. Μόλις ηρέμησαν τα πράγματα, πήγα με τον Πλέσσα στη Νέα Υόρκη και τραγούδησα στο περίφημο Carnegie Hall. Το πρόγραμμα έγραφε την πρώτη μέρα Shirley Bassey, τη δεύτερη Γιάννης Πουλόπουλος και την Τρίτη Sammy Davis Jr. Ήταν Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου του ’74. Σε μια μέρα έκανα δύο παραστάσεις, τρεις με πέντε το απόγευμα και οκτώ με δέκα το βράδυ. Μόλις γύρισα δεν είχα όρεξη για δουλειά. Ήμουν ζαλισμένος από την επιτυχία.

-Υπάρχει κάποιος συνθέτης που δεν συνεργαστήκατε μαζί του;

Ήθελα να κάνω παλιά ένα δίσκο με τον Σταύρο Ξαρχάκο. Ο Σταύρος ήταν στην Κολούμπια και εγώ στη Λύρα.

-Τι γίνεται με όλους αυτούς τους μεγάλους συνθέτες. Που βρίσκονται;

Δεν ξέρω αν έχουν πια το κέφι να καθίσουν μπροστά από ένα πιάνο και να γράψουν αυτά τα μεγάλα τραγούδια. Το σίγουρο είναι ότι ο Γιάννης Πουλόπουλος έχει το κέφι και τη ζωντάνια να τραγουδήσει και να ρισκάρει…

 

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Share this post